- Details
- Category: Κείμενα
[Κείμενο του Θερσίτη για την δολοφονία της Κυριακής Γ. από τον κακοποιητή πρώην σύντροφό της έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων, το οποίο μοιράζεται τις ημέρες αυτές στην γειτονιά που ζούσε η Κυριακή Γ. στους Αγ. Αναργύρους αλλά και σε γειτονιές του Ιλίου]
Η οργή μας, ένα λουλούδι που περιμένει να ανθίσει στα συντρίμμια του κόσμου της πατριαρχίας, της εξουσίας, της εκμετάλλευσης
Η δολοφονία της Κυριακής Γ. από τον κακοποιητή πρώην σύντροφό της έξω από το Α.Τ. Αγίων Αναργύρων έρχεται να προστεθεί στον μακρύ κατάλογο γυναικοκτονιών. Ο «δημόσιος χαρακτήρας» της έξω από το τοπικό τμήμα -όσο κι αν προσπάθησαν αρχικά να θολώσουν τα νερά σχετικά με την εμπλοκή του στο συμβάν- κατέστησε το γεγονός στο επίκεντρο, αντίθετα από άλλες «δημόσιες» ή μη γυναικοκτονίες οι οποίες, αφού εξαντληθεί η συστημική φεμινιστική ευαισθησία μέσα από «ευαίσθητα ρεπορτάζ», περνούν σύντομα στη λήθη.
Η υπόθεση της δολοφονίας της Κυριακής επιχειρήθηκε να γίνει «ιδιαίτερη» με πολύ συγκεκριμένους τρόπους. H μιντιακή κάλυψη του γεγονότος έγινε με τον γνωστό πλέον τρόπο: η δολοφονία της παρουσιάστηκε ως προϊόν της «αρρωστημένης ιδιοσυγκρασίας» του πρώην συντρόφου της. Αναπαράγεται και σε αυτή την περίπτωση το κλασικό (ρατσιστικής έμπνευσης) στερεότυπο που ταυτίζει όσους κακοποιούν και δολοφονούν με όσους αντιμετωπίζουν «ψυχιατρικά ζητήματα»: ο δολοφόνος δεν μπορεί παρά να είναι «διαταραγμένος», ένα «τέρας» και όχι απλά ένας άντρας, «συνηθισμένος» και «καθημερινός», που ένιωσε πως αμφισβητήθηκε και πως χάνει το «κτήμα» του. Με την ανακήρυξη του δολοφόνου ως «τέρατος» το γεγονός εντάσσεται με συνοπτικές διαδικασίες στις λειτουργίες του εξαιρετικού συμβάντος. Αποσυνδέεται από το συνεχές της αναπαραγωγής έμφυλων-σεξιστικών-πατριαρχικών επιβολών και κουλτούρας που οργανώνει την καθημερινότητα θηλυκοτήτων και lgbtqi+. Η Κυριακή γίνεται άλλο ένα θύμα και όχι η γυναίκα που αντιστάθηκε στην κακοποίησή της. Οι αρνήσεις της σχετικά με τον κακοποιητή της, οι κινήσεις της να ξεφύγει από τη συνθήκη που βίωνε, περνάνε σε δεύτερο πλάνο.
Από τις πρώτες κιόλας ώρες ένας καταιγισμός από φωτογραφίες από προσωπικές στιγμές της με τον δολοφόνο της προβάλλονται από μμε και social media, ενώ άμεσα αναρτήθηκαν ηχητικό και βίντεο αλλά και φωτογραφίες από την σκηνή του θανάτου της… για να τραφεί κι άλλο η κουλτούρα κλειδαρότρυπας και κανιβαλισμού για τις «ζωές των άλλων», για να ακούσουμε και να δούμε καρέ-καρέ ακόμα και τις στιγμές της οδύνης της.
Οι συγκεκριμένες αναρτήσεις όμως έχουν και άλλες χρήσεις. Η έκθεση των προσωπικών στιγμών της Κυριακής μοιάζει να λειτουργεί ενοχοποιητικά για την ίδια με έναν υποδόριο τρόπο, για το ότι είχε «ευτυχισμένες στιγμές» με τον συγκεκριμένο, για το ότι δεν διέκοπτε τη σχέση μαζί του εγκαίρως. Η επίμονη αναπαραγωγή των σκηνών της δολοφονίας, πέρα από τη θεαματικοποίηση της υπόθεσης, επιτελεί και έναν άλλο σκοπό: τα ηχητικά και οπτικά «ντοκουμέντα» αποτελούν «πειστήρια» συμμόρφωσης και εκφοβισμού σε όσ@ αμφισβητούν τις έμφυλες/πατριαρχικές επιβολές: το μαχαίρι της πατριαρχίας θα σε βρει όπου κι αν πας, δεν μπορείς να κρυφτείς πουθενά… Λειτουργούν ως υπενθύμιση -το έχουμε δει και σε άλλες υποθέσεις- της τιμωρίας όσων αντιστέκονται στον κακοποιητή τους και εμπεδώνουν μια συνθήκη φόβου από την οποία δεν μπορείς να αποδράσεις.
Σε κάθε περίπτωση, διαμορφώθηκε και εδώ μια ιδιότυπη συνθήκη δημόσιου πένθους, με «σοκαρισμένη την κοινωνία» από τη νέα γυναικοκτονία. Ένα πένθος πολύ βολικό, με σύντομη ημερομηνία λήξης, που θα κλείσει έχοντας αφήσει τελικά στο απυρόβλητο την πατριαρχική συνθήκη της καθημερινής υποτίμησης, των προσβολών, των κακοποιήσεων και δολοφονιών από άντρες συντρόφους, φίλους, αφεντικά, πατεράδες.
Η δολοφονία της Κυριακής έγινε στο Α.Τ. Αγίων Αναργύρων, εκεί όπου οι μπάτσοι υποτίμησαν και χλεύασαν τον φόβο και την απειλή που δεχόταν. Επιβεβαιώνοντας με κυνικό τρόπο ότι οι γραμμές επικοινωνίας και τα γραφεία της αστυνομίας για ενδοοικογενειακή βία δεν είναι παρά τεχνικές διαχείρισης ενός πληθυσμού που πρέπει να πειστεί ότι η αστυνομία υπάρχει «για να μας φυλάει». Η αστυνομία όμως δεν κάνει τίποτε άλλο από το να οργανώνει και να προστατεύει την εξουσιαστική/πατριαρχική/εκμεταλλευτική βία. Η δημοκρατική ευαισθησία και ο θεσμικός φεμινισμός φρόντισαν να συσκοτίσουν ακριβώς αυτό το σημείο με τις εγκλήσεις και τις καταγγελίες τους για τα ελλείμματα στην εκπαίδευση των αστυνομικών και την υποστελέχωση των τμημάτων. Έτσι, υποβίβασαν τη δολοφονία της Κυριακής σε ένα πρόβλημα «δημόσιας τάξης» και κρατικών μηχανισμών που δεν κάνουν τη δουλειά τους όπως θα έπρεπε. Με την κατάδειξη των «ελλείψεων» του Α.Τ. Αγίων Αναργύρων και τις «λάθος κινήσεις» συγκεκριμένων μπάτσων που βρίσκονταν εκεί, προσωποποίησαν το πρόβλημα, αφήνοντας αθέατο τον δομικά κατασταλτικό χαρακτήρα της αστυνομίας εναντίον των «από κάτω». Αντίθετα, εμφάνισαν την αστυνομία ως έναν απαραίτητο μηχανισμό για τη «διευθέτηση» κοινωνικών ζητημάτων και μάλιστα τής προσέδωσαν ρόλο προστάτη των «αδυνάτων» και αυτών που ζητούν βοήθεια. Ταυτόχρονα, φρόντισαν να υποβιβάσουν τις γυναίκες που αντιστέκονται και μιλάνε σε μια συνθήκη διαρκούς «θύματος» που περιμένουν την «κρατική στοργή» για να σταθούν στα πόδια τους.
Η συγκεκριμένη διαχείριση θέτει τη συζήτηση για την ασφυξία της πατριαρχικής συνθήκης σε συγκεκριμένο πλαίσιο και τελικά την αναπαράγει. Η αντισεξιστική δράση αυτού του είδους βρίσκει όριο στην ανάθεση των υποθέσεων σε αστυνομοδικαστικούς κύκλους -με μια βελτιωμένη, πιο εξανθρωπισμένη συμμετοχή τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος της έμφυλης βίας- και μια «καλή» τιμωρία. Αυτός είναι ο θεσμικός φεμινισμός και τα προτάγματά του. Η «τιμωρία» όσων «ολιγώρησαν» και του κακοποιητή, εδώ δολοφόνου, αναδεικνύεται σε σύγχρονο πρόταγμα που συμπλέκεται με το πρόταγμα για περισσότερη «ασφάλεια», από τους ίδιους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που οργανώνουν τη βία εναντίον μας. Έτσι, το κράτος και οι μηχανισμοί του αναδεικνύονται και πάλι ως εγγυητές της ομαλότητας των κοινωνικών σχέσεων, αυτοί που με τις παρεμβάσεις τους θα διαχειριστούν τις κοινωνικές υποθέσεις. Ο λεγόµενος «εξανθρωπισµός» των µηχανισµών, µε κάποιες διορθωτικές κινήσεις, είναι µέσα στο ίδιο το παιχνίδι του διευρυµένου κοινωνικού ελέγχου: την ίδια στιγµή που αυξάνεται η βία αυτών των µηχανισµών απέναντι σε µεγάλα κοινωνικά κοµµάτια µπορούν ταυτόχρονα να ξεπλένονται µε την εισαγωγή του όρου «γυναικοκτονία» και να µιλάνε γλώσσα «συµπεριληπτική», να εκπαιδεύουν «µπάτσους µε κατανόηση»...
Η συνθήκη της πατριαρχίας, της ετεροκανικότητας, της ομοφοβίας και τρανσφοβίας, των επιβολών στη βάση του φύλου και της σεξουαλικότητας είναι μια κατάσταση καθημερινών, συνεχών συγκρούσεων ανάμεσα σε όσους απολαμβάνουν προνόμια, καταπιέζουν, προσβάλλουν, υποτιμούν, κακοποιούν, δολοφονούν και σε όσα δεχόμαστε αυτή την καταπίεση, σε όσα ασφυκτιούμε, αντιστεκόμαστε. Είναι η ίδια η αντρική κυριαρχία που νομιμοποιεί την πρόσληψη κάποιων σωμάτων με όρους κτήματος και υποτέλειας. Και είναι η ίδια συνθήκη που κάνει τη ζωή των καταπιεσμένων ζωή δεύτερη, χωρίς σημασία, γι’ αυτό και τόσο έκθετη στις διαθέσεις των κακοποιητών.
Η απώλεια της ζωής της Κυριακής, όλων όσα δολοφονήθηκαν από το χέρι του κακοποιητή τους, είναι μη αντιστρεπτή. Και ο κόσμος γίνεται μικρότερος κάθε φορά που λείπει μία ανάμεσά μας.
Αν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε τα υπόλοιπα είναι να μπλοκάρουμε τη συσκότιση των συνθηκών της δολοφονίας, να αναδείξουμε τα στοιχεία που την έκαναν δυνατή. Να μην επιτρέψουμε την ανακατασκευή της ζωής της Κυριακής με όρους θυματοποίησης, να σταθούμε ενάντια στην αξιοποίηση και θεαματικοποίησή της, ενάντια στην ανάδειξη των υποθέσεών μας με όρους σίριαλ. Οι απώλειες, τα τραύματα, το πένθος μας δεν μπορούν να σύρονται στη χωματερή των κάθε λογής μίντια.
Δεν χρειαζόµαστε περιπολικά, µπάτσους και εισαγγελείς, δεν χρειαζόµαστε προστάτες.
Προτάσσουμε την αλληλεγγύη μεταξύ όλων όσα καταπιεζόμαστε από την πατριαρχία και τους θεσμούς της. Σπάμε την εξατομίκευση, μοιραζόμαστε τα προβλήματα και τα βιώματά μας, συλλογικοποιούμε τις αντιστάσεις μας. Στεκόμαστε το ένα δίπλα στο άλλο, ενάντια στην υποτίμηση των σωμάτων και των ζωών μας. Ψάχνουμε δίπλα μας εκείνα που μιλάμε την ίδια γλώσσα, τη γλώσσα της αλληλεγγύης, χτίζουμε δίκτυα αδιαμεσολάβητα και φροντίζουμε να μην υποβληθούμε σε νέους κύκλους κακοποίησης. Δεν αφήνουμε καμία μόνη που κακοποιείται είτε αυτό συμβαίνει έξω στο δημόσιο πεδίο, είτε στον εργασιακό χώρο, είτε μέσα στο «κλειστό» και «ιδιωτικό» πλαίσιο του ζεύγους, της οικογένειας, των συγγενικών και "φιλικών", συντροφικών σχέσεων. Διαρρηγνύουμε την επιβαλλόμενη συνθήκη που μας θέλει υπάκουες, υποτελείς, βορά στις ορέξεις του κάθε μάτσο, σεξιστή, ομοφοβικού. Μένουμε σε εγρήγορση για έμφυλα/σεξιστικά περιστατικά στις γειτονιές μας, τα δημοσιοποιούμε μαζί με το κακοποιημένο, αναλαμβάνουμε δράση. Τσακίζουμε τους κακοποιητές.
Ενάντια στην αντρική κυριαρχία, τον σεξισμό και την πατριαρχία
Θερσίτης, χώρος ραδιουργίας και ανατροπής
(νέστορος & ευαγγελιστρίας, ίλιον)
[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής .Pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Κείμενα
Εδώ, στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ, παντού
Ενάντια στα σύνορα, τα κράτη, τις πατρίδες, τους στρατούς
Ο πόλεµος είναι παντού. Χωρίς να έχει λείψει ποτέ από τον καπιταλιστικό κόσµο, τον κόσµο των πατρίδων, των στρατών και των συνόρων. Πάντα ήταν παρών, µόνο που σήµερα πλέον κάθε «πολεµικό επεισόδιο» τείνει να αποκτά παγκόσµιες διαστάσεις µε διαφορετικά επίπεδα διακρατικής εµπλοκής: από τον πόλεµο στην Παλαιστίνη, την Ουκρανία, την Υεµένη, ως τις «περιοχές έντασης» που προµηνύουν µια µελλοντική σύγκρουση (π.χ. Ταιβάν, Γουιάνα, Ερυθρά θάλασσα κτλ), ο παγκόσµιος χάρτης φαίνεται να διαµορφώνεται από µια συνεχή γεωγραφία πολεµικών «µετώπων» και «µετόπισθεν». Και ο πόλεµος παίρνει πολλές µορφές: από τις περίφηµες εµπορικές κυρώσεις που διαµορφώνουν «πληθωριστικά φαινόµενα» στις πρωτοκοσµικές κοινωνίες και «επισιτιστικές κρίσεις» στην καπιταλιστική περιφέρεια, μέχρι τον πόλεµο των δυτικών κρατών στους/τις µετανάστ(ρι)ες, τη στρατιωτικού τύπου διαχείριση των «καταστάσεων έκτακτης ανάγκης» (είτε είναι ιοί είτε πλημμύρες, πυρκαγιές κ.α.), τη διαχείριση της κοινωνικής πολιτικής µε αστυνοµικούς όρους. Αυτό που οι κυρίαρχοι ονοµάζουν κυνικά «ρευστότητα της εποχής» είναι από τη µία πλευρά το άλλο όνοµα των συστηµικών αντιφάσεων που φτάνουν σε οριακό σηµείο και από την άλλη, είναι µια ξεκάθαρη δήλωση στους υπηκόους: στις «ρευστές εποχές» οι ζωές µας είναι θλιβερά αναλώσιµες και η επιβίωση ορίζεται µε όρους πιθανοτήτων, ρίσκου, διακινδύνευσης. Και όποιος αντέξει… Μετά έρχεται η περίφηµη «αγάπη για την πατρίδα», η ανάγκη για «εθνική ενότητα», για να διαµορφώσει ένα «εθνικό σώµα» σε κίνδυνο, µε το κράτος και τον στρατό να ορίζονται ως οι «φυσικοί προστάτες» του.
Αυτό που συµβαίνει στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και το Ισραήλ αποτελεί την αιµατηρή συνύφανση της τρέχουσας «παγκόσµιας αστάθειας» µε µια σύγκρουση που έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και οπωσδήποτε δεν ξεκίνησε στις 7 Οκτώβρη. Η τωρινή αιµατηρή στρατιωτική επέµβαση αποτελεί συνέχεια και αναβάθμιση µιας συγκεκριµένης πολιτικής από την πλευρά του ισραηλινού κράτους εδώ και δεκαετίες: σκληρή καταστολή, έλεγχος, ρατσισµός και υποτίµηση και όλα στην high tech εκδοχή τους. Οι δεκάδες χιλιάδες νεκροί/ές και οι εκατοντάδες χιλιάδες εκτοπισμένες, η ισοπέδωση του μεγαλύτερου κομματιού της Γάζας, διαμορφώνουν σαφώς μια νέα πραγματικότητα για την περιοχή και κανείς δεν μπορεί να δει με ευκρίνεια ένα τέλος, μια διευθέτηση σε όλο αυτό. Η «ρευστότητα» αυτή δεν είναι απλά ένα ψυχολογικό πολεμικό όπλο εναντίον των κατοίκων της Γάζας, αλλά συνολικά μια πολεμική στρατηγική διαχείρισης ανεπιθύμητων πληθυσμών. Όµως κανένα «πείραµα» δεν αφορά απλά στο «εξωτερικό», όσες/ους δηλαδή ζουν στα παλαιστινιακά εδάφη. Αφορά και στο ίδιο το εσωτερικό του Ισραήλ: η στρατιωτικοποίηση της καθηµερινής ζωής ισοπεδώνει καθετί που στρέφεται ενάντια στο εθνικό συµφέρον, στον πόλεµο, τον ρατσισµό, την εκµετάλλευση. Οι υποτελείς τάξεις µπουκώνονται µε φόβο, κουνάνε σηµαίες, ντύνονται στο χακί για να µπορέσει η πατρίδα να ζήσει… (τι να µας θυµίζει άραγε;). Η σημερινή σφαγή στην Γάζα λοιπόν δεν είναι μια «εξαίρεση» αγριότητας, ούτε βέβαια αποτελεί «απέλπιδα προσπάθεια» του Νετανιάχου και των ακροδεξιών στηριγμάτων του να παραμείνουν στην εξουσία: είναι σε ευθεία γραμμή με τα εθνικά ιδεώδη. Είναι αυτό που κάνουν παντού και πάντα όλοι οι στρατοί.
Από την άλλη πλευρά, η Γάζα έχει ονοµαστεί ως η «µεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσµου» στην οποία στριµώχνονται 2,5 εκατ. άνθρωποι σε λίγα τετραγωνικά χλμ. γης. Και αυτή η φυλακή έχει τους φύλακές της. Όχι µόνο «εξωτερική φρουρά» από τον δολοφονικό στρατό του Ισραήλ, που φροντίζει ανά περιόδους να υπενθυµίζει πόσο αξίζει η ζωή και ο θάνατος µέσα στη Γάζα. Αλλά έχει και τους δεσµοφύλακες στη µέσα πλευρά των τειχών, τις διάφορες κοσµικές (παλαιστινιακή Αρχή) και θρησκευτικές (Χαµάς κτλ.) ηγεσίες που φροντίζουν να καταστέλλουν κάθε κοινωνική διεκδίκηση που δεν ευθυγραµµίζεται µε τη δική τους εξουσία (κάτι που φροντίζουν να ξεχνούν βολικά κάποιοι εξ αυτών που «στέκονται στο πλευρό των Παλαιστινίων»). Η Γάζα και η Δυτική Όχθη είναι κοινωνίες οργανωµένες, όπως παντού, µε τάξεις, προνοµιούχους και φτωχούς, αποκλεισµένες και καταπιεσµένα, οργισµένους και βολεµένους. Αυτές ακριβώς οι διαιρέσεις οδηγούν συχνά σε κοινωνικά ξεσπάσµατα ενάντια στους δικούς τους δεσµοφύλακες: το 2019 η εξουσία της Χαµάς δοκιµάστηκε από ένα κύµα διαδηλώσεων, απεργιών και συγκρούσεων στο δρόµο. Η απάντηση των «αντιστασιακών» ήταν ωµή καταστολή µε πολλούς νεκρούς/ές. Κάτι ανάλογο (µικρότερης κλίµακας) συνέβη τον περασµένο Ιούλιο όταν χιλιάδες κόσµου διαδήλωνε ενάντια στις αφόρητες συνθήκες καθηµερινότητας, την καταστολή, τους χαµηλούς µισθούς και την κρατική διαφθορά της Χαµάς (αναφορικά µε τη διαχείριση των κονδυλίων από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και τα αραβικά κράτη). Στην Δυτική Όχθη, η περίφηµη Παλαιστινιακή Αρχή, πλήρως απαξιωµένη από τη βάση της εκεί κοινωνίας, κρατιέται µε νύχια και µε δόντια στην εξουσία εδώ και χρόνια µέσω διευρυµένης διεθνούς υποστήριξης και χρηµατοδότησης. Δεν είναι τυχαίο πως τόσο η Παλαιστινιακή Αρχή όσο και η Χαµάς (µέχρι τις 7 Οκτώβρη) θεωρούνταν εγγυητές της κοινωνικής ειρήνης στην περιοχή από το Ισραήλ, το οποίο έχει µάθει να εργαλειοποιεί τις µεταξύ τους διαφορές και ανταγωνισµούς για τους δικούς του σκοπούς. Ειδικά η χρηµατοδότηση της Χαµάς ξεκινά από την δεκαετία του ’80, όταν τα ισλαµιστικά κινήµατα προωθήθηκαν για να χτυπήσουν από µέσα τα ανταγωνιστικά κοινωνικά κινήµατα της εποχής που εκφράστηκαν µέσω της πρώτης Ιντιφάντα (σηµαίνει εξέγερση στα αραβικά) το 1987 και να επικυριαρχήσουν οριστικά στη δεύτερη Ιντιφάντα το 2003.
Οι καταπιεσµένοι/ες στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη δεν έπαψαν ποτέ να βρίσκουν µεταξύ τους συνάψεις για κοινούς αγώνες: από τον αγώνα ενάντια στο ισραηλινό τείχος και τους εποικισµούς πριν λίγα χρόνια, μέχρι τις κοινές απεργίες στα ισραηλινά εδάφη, στους αγώνες ενάντια στην πατριαρχία και τους έµφυλους διαχωρισµούς… Αν κάνει κάτι αυτός ο πόλεµος είναι να θάψει ακόµα πιο βαθιά εκείνες τις φωνές από τα κάτω που συγκρούονται µε τον πόλεµο, τους ρατσιστικούς διαχωρισµούς, τα σύνορα, τον στρατό, την εκµετάλλευση, την έµφυλη καταπίεση, τόσο στα εδάφη του Ισραήλ όσο και της Παλαιστίνης. Ο πόλεµος «εθνικοποιεί» στο έπακρο τα κοινωνικά/ταξικά ζητήµατα, οµογενοποιεί τις κοινωνίες σε στρατόπεδα, αφού φροντίζει να συστρατευτούν οι υποτελείς τάξεις πίσω από τα συµφέροντα των αφεντικών τους. Όµως, ακόµα και σήµερα, µέσα σε αυτές τις συνθήκες, οι φωνές του αντιπολεµικού κινήµατος στις πόλεις του Ισραήλ προσπαθούν να σπάσουν το καθεστώς του γενικευµένου φόβου, ενώ -σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ισραηλινού στρατού- περίσσότερο από το 1/3 των νέων (30% στους άνδρες και 44% στις γυναίκες) επικαλούνται λόγους υγείας για να αποφύγουν την επιστράτευση και ένα 15% των στρατευμένων εγκαταλείπει για ίδιους λόγους το στράτευμα-και αρκετοί εξ αυτών έχουν βρει καταφύγιο σε ευρωπαϊκές χώρες.
Και τι λοιπόν µπορούµε να κάνουµε εµείς από εδώ; Καταρχάς να συγκρουστούµε µε τις όψεις του πολέµου που εµφανίζονται εδώ και τώρα, τον ρατσισµό, τον εθνικισµό, τον µιλιταρισµό. Να µην συστρατευτούµε µε το ελληνικό κράτος και τον στρατό του που οργανώνει τα «εθνικά σχέδια» και τις αιµατηρές του συµµαχίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Να σαµποτάρουµε µε κάθε τρόπο τον πόλεµο που ξεκινάει από εδώ και κατευθύνεται εκεί: τα ελληνικά αφεντικά µε τις µπίζνες τους, την πολεµική βιοµηχανία και τα πανεπιστηµιακά της think tank, τα λιµάνια και τους σιδηροδροµικούς σταθµούς από όπου αποστέλλονται όπλα…
Δεν αρκεί καµιά αλληλεγγύη που υποβιβάζεται σε ανθρωπισµό, γιατί ο ανθρωπισµός θολώνει την κατανόηση των αιτιών του πολέµου και αναπόφευκτα οδηγεί σε συµψηφισµούς βίας, πάντοτε σε βάρος των καταπιεσµένων.
Μίσος για τον πόλεµο των κυρίαρχων όποια στολή κι αν φοράει, µίσος και για τις σηµαίες του πολέµου όποιο χρώµα κι αν έχουν.
Γιατί νιώθουµε τις πολιορκηµένες/ους ως κοµµάτι µας, την οργή τους οργή µας, γιατί στους λιποτάκτες και αρνητές στράτευσης στο Ισραήλ διαβάζουµε τις δικές µας λιποταξίες και αρνήσεις.
Μόνο οι κοινοί αγώνες των καταπιεσµένων, εδώ, στο Ισραήλ, στην Παλαιστίνη µπορούν να σταµατήσουν την πολεµική µηχανή των κυρίαρχων.
Εδώ, στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ, παντού
Με τους φυγάδες, μετανάστ(ρι)ες, λιποτάκτες
Με όσ@ αντιστέκονται στον πόλεμο, την εκμετάλλευση, τον ρατσισμό, την πατριαρχία
Με τις/τους αρνήτ(ρι)ες αυτού του κόσμου
[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής .Pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Κείμενα
[Κείμενο του Θερσίτη για την αλληλεγγύη στις καταλήψεις και τις ανακαταλήψεις των χώρων του α/α χώρου που μοιράζεται στις γειτονιές του Ιλίου και των Αγ.Αναργύρων]
Το τελευταίο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη μια ακόμη σειρά κατασταλτικών επιχειρήσεων εναντίον κατειλημμένων χώρων του αναρχικού-αντεξουσιαστικού χώρου (α/α). Στις 25/8 εκκενώνεται το Αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Άνω Κάτω Πατησίων και το κοινωνικό κέντρο Ζιζάνια, με το τελευταίο να ανακαταλαμβάνεται στις 14/10 από συντρόφ@ από τα Ζιζάνια και πλήθος αλληλέγγυων. Στις 4/9 γίνεται εκκένωση του στεκιού της αναρχικής κουίρ συλλογικότητας Καλιαρντά στη σχολή της Νομικής, το οποίο ανακαταλαμβάνεται άμεσα από τα συντρόφ@. Στις 31/8 γίνεται η πρώτη προσπάθεια εκκένωσης του Αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού Πολυτεχνείου, για να ακολουθήσουν άλλες τρεις, με εκτεταμένες συγκρούσεις μεταξύ συντρόφ@ και αστυνομικών δυνάμεων, με δεκάδες προσαγωγές και συλλήψεις. Η τελευταία ανεπιτυχής προσπάθεια εκκένωσης πραγματοποιείται στις 30/9, ενώ την ίδια μέρα γίνεται εκκένωση της κατάληψης Ευαγγελισμού στο Ηράκλειο Κρήτης, με δέκα συλληφθέντα και έναν σύντροφο σοβαρά τραυματισμένο.
Αυτή η ιστορία κρατάει χρόνια
Οι κατασταλτικές επιθέσεις εναντίον των καταλήψεων του α/α χώρου πηγαίνουν πολύ πίσω στον χρόνο. Φαίνεται, ωστόσο, ότι από το 2010 η καταστολή τους αποτελεί βασική μέριμνα των πολιτικών διαχειριστών κάθε απόχρωσης. Mετά την εξέγερση του 2008, τα καταληψιακά εγχειρήματα και οι αυτοοργανωμένοι χώροι πληθαίνουν, ενώ στους κοινωνικούς αγώνες της περιόδου 10’-12’, των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων και των συνελεύσεων γειτονιάς, αποτελούν εστίες αντίστασης, σχεδιάζοντας μαζί με πλήθος κόσμου ένα διαφορετικό υπόδειγμα κοινωνικής οργάνωσης, με οριζόντιες διαδικασίες, χωρίς διαχωρισμούς και αποκλεισμούς, με συλλογικές κουζίνες, μαθήματα αυτομόρφωσης, εκδηλώσεις-συζητήσεις κ.α, όπως και πλήθος δράσεων και παρεμβάσεων επιθετικών προς τις πολιτικές απαξίωσης και εκμετάλλευσης. Η καταστολή των εγχειρημάτων αυτών είχε και έχει στόχο να ελεγχθεί ή/και να συρρικνωθεί η αδιαμεσολάβητη δράση, να εξουδετερωθεί το ανεξέλεγκτο του χαρακτήρα τους, όπως και η αλληλεπίδρασή τους με τα κοινωνικά κινήματα που βρίσκονται σε εξέλιξη. Και πιο πέρα, να περιοριστεί η ίδια η κατάληψη ως κοινωνική πρακτική ενάντια στα σχέδια της εξουσίας -δεν είναι τυχαίο, ότι στο διάστημα αυτό εκκενώνονται και πολλές καταλήψεις στέγης μεταναστ(ρι)ών, διαμηνύοντας ότι καμία κίνηση χειραφέτησής τους, μακριά από τις προβλέψεις στρατοπεδικής ζωής που στην καλύτερη περίπτωση τους περιμένει, δεν θα γίνεται αποδεκτή. Για τον σκοπό αυτό, οι επεμβάσεις εκκένωσης των καταλήψεων συνοδεύονται πάντα από την αναπαράστασή τους ως α-κοινωνικούς χώρους, εκεί που περιθωριακά έως και εγκληματικά «στοιχεία» απειλούν την ομαλή ροή της καθημερινότητας και το «κοινό καλό». Μια τέλεια αντιστροφή.
Οι καταλήψεις του α/α χώρου είναι εδαφικοποιημένα εγχειρήματα όπου υλικοποιούνται τα προτάγματα της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης. Αποτελούν χώρους οργάνωσης των αντιστάσεων ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, την πατριαρχία, ενάντια στον κόσμο της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Συνιστούν διάρρηξη του θεσμού της ιδιοκτησίας, βασικό θεσμό του κυρίαρχου, κρατικού-καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης. Απέναντι στις κανονικότητες της κυριαρχίας δοκιμάζονται σχέσεις ενάντια στον σεξισμό, την ομοφοβία, την τρανφοβία και κουιροφοβία. Μια ασυνέχεια στις εμπορευματικές σχέσεις, στη διαμεσολάβηση του χρήματος, στις σχέσεις βασισμένες στο κέρδος και την κατανάλωση. Ενάντια στην εξατομίκευση, ενάντια σε κάθε είδους διαχωρισμό. Γι’ αυτό βρίσκονται στο στόχαστρο της καταστολής και θα συνεχίσουν να βρίσκονται.
Οι τελευταίες εκκενώσεις αποτελούν μέρος των αντεξεγερτικών πολιτικών, των πολιτικών «πρόληψης» του καθεστώτος ενάντια σε πιθανές κοινωνικές εκρήξεις. Ως τέτοιες δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από τη συγκυρία, από το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου υλοποιούνται. Συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον συνολικότερης επίθεσης από την πλευρά κράτους και κεφαλαίου εναντίον των υποτελών, επίθεση που όλο και εντείνεται με τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες σε καθίζηση. Η πρόσφατη νομολογία για τα εργασιακά (που βρήκε αμυδρές αντιστάσεις) θεσμοποιεί αυτό που ήδη συνέβαινε: τα εξαντλητικά ωράρια και τους εργαζόμενους λάστιχο, τη μεταχείρισή τους ως αναλώσιμα, με τριψήφιο αριθμό εργατών και εργατριών να σκοτώνεται μέσα στο 2023 στα κάθε λογής εργατικά κάτεργα. Οι συνεχείς ανατιμήσεις σε εμπορεύματα καθημερινής χρήσης αποτελούν ακόμη ένα σημείο επίθεσης και περαιτέρω υποτίμησης κοινωνικών κομματιών στον πάτο της ταξικής ιεραρχίας, χωρίς να βρίσκει τις απαιτούμενες απαντήσεις (συλλογικές απαλλοτριώσεις σε σούπερ μάρκετ και συνολικά συλλογικούς τρόπους εναντίωσης). Κρατικές πολιτικές απαξίωσης των υποτελών νομιμοποιούνται από τους ανανεωμένους ιδεολογικούς μηχανισμούς χειραγώγησης. Οι φωτιές στην Εύβοια και πιο πρόσφατα σε Αττική και Έβρο δικαιολογούνται ως κομμάτι της λεγόμενης κλιματικής κρίσης, όπως και οι πλημμύρες στη Θεσσαλία. Σε αυτή τη δυσμενή συνθήκη, το «ναυάγιο» στην Πύλο δείχνει από μόνο του τη θέση των μεταναστ(ρι)ών, τον υποβιβασμό της ζωής τους σε ζωή περιττή, αποτελώντας κομμάτι της θανατοπολιτικής. Ο αριστερός αντικυβερνητικός λόγος αναμασά τα γνωστά όσο και εύπεπτα περί ανάγκης απόδοσης ευθυνών, ενώ ταυτόχρονα η αλληλεγγύη περιορίζεται στην προσφορά βοήθειας στα πληττόμεν@, αδυνατώντας να διαμορφώσει δυναμικά πεδία συνάντησης και αγώνα.
Οι επιθέσεις στα καταληψιακά εγχειρήματα εντάσσονται στις πολιτικές ελέγχου και περαιτέρω συρρίκνωσης του ριζοσπαστικού, εναντιωματικού λόγου και πρακτικών. Οι διατάξεις για την απαγόρευση-έλεγχο των διαδηλώσεων, οι για χρόνια προσπάθειες περιστολής της δυνατότητας συμμετοχής σε απεργίες, ως συλλογικό τρόπο οργάνωσης των εργατριών/ών απέναντι στα αφεντικά (προσπάθεια που επιταχύνεται μετά τον τελευταίο νόμο για τα εργασιακά), κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Η επίθεση σε στέκια-καταλήψεις σε πανεπιστημιακές σχολές, όπως και η οργάνωση πανεπιστημιακής αστυνομίας (η οποία είδαμε να κάνει την εμφάνισή της κατά την προσπάθεια εκκένωσης του Αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού Πολυτεχνείου), αποτελούν σημεία ακριβώς αυτής της προσπάθειας: να πάψουν οι χώροι αυτοί να αποτελούν εστίες κοινωνικοποίησης-πολιτικοποίησης πέρα από θεσμικές και κομματικές οδούς, να υπάρχει απόλυτη σιγή απέναντι στα κρατικά-επιχειρηματικά πρότζεκτ που τρέχουν στα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο δημόσιος χώρος πρέπει να αποστειρωθεί από τις εστίες αμφισβήτησης της κυρίαρχης κανονικότητας. Τα στέκια -όσα δεν δέχτηκαν ευθεία καταστολή με εκκένωση- για να υπάρχουν θα πρέπει να …συμμορφωθούν: να υπαχθούν σε καταγραφή, επιτήρηση και έλεγχο μέσα από θεσμικές-νομικές διαδικασίες, να πάψουν να είναι ανεξέλεγκτα. Η ρύθμιση και ο έλεγχος των «επικίνδυνων συνευρέσεων» προς αποφυγήν κοινωνικών εκρήξεων (και αυτό εμπεδώθηκε όσο ποτέ την εποχή κόβιντ), ώστε να εξαλειφθεί η δυνατότητα συλλογικής εναντίωσης στις κυρίαρχες επιβολές, αποτελεί προτεραιότητα για τους πολιτικούς διαχειριστές. Στο ίδιο πλαίσιο, η κατάληψη, ως κοινωνική πρακτική, χρειάζεται να κατασταλεί. Οι καταλήψεις αγωνιζόμενων σε εργασιακούς χώρους ως μέσο διαμαρτυρίας, οι καταλήψεις μαθητ(ρι)ών στα σχολικά κελιά, φοιτητ@ στα πανεπιστημιακά ιδρύματα, οι καταλήψεις στέγης για όσ@ δεν μπορούν ή δεν θέλουν να πληρώνουν νοίκι ή αρνούνται την ιδιοκτησία χρειάζεται να περιθωριοποιηθούν ως α-κοινωνικές πρακτικές και ως τέτοιες να κατασταλούν.
Η ομοιομορφία της κυρίαρχης κανονικότητας θα επιβληθεί διά ροπάλου. Σκοπός είναι η απαλοιφή από τον δημόσιο χώρο των εγχειρημάτων που αποτελούν αρρυθμία για τα κυρίαρχα σχέδια ανάπτυξης, όσων με τη λειτουργία τους και τις παρεμβάσεις τους εντός της πόλης απειλούν την απρόσκοπτη συνέχεια των εμπορευματικών σχέσεων και της κατανάλωσης. Το γνωρίζουμε όμως καλά: τα σχέδια ανάπλασης στις γειτονιές μας (το λεγόμενο gentrification) πάνε πάντα χέρι-χέρι με τους αποκλεισμούς, με την περαιτέρω υποτίμησή μας. Οι αναπλασμένοι χώροι επιβάλλουν συγκεκριμένο υπόδειγμα ζωής σύμφωνα με το κυκλικό σχήμα εργασία-κατανάλωση-εργασία…, ή του επισκέπτη-καταναλωτή. Όσ@ λερώνουν το κυρίαρχο μοτίβο θα αντιμετωπιστούν ως απόβλητα. Οι «καθαροί», «αποστειρωμένοι» χώροι δεν μας χωράνε όλ@.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία, στο περιβάλλον της διάχυτης ματαιότητας, της σχεδόν ανυπαρξίας των κοινωνικών αγώνων, οι καταλήψεις και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα του α/α χώρου αποτελούν χώρους αντίστασης, με οδηγό την αλληλεγγύη, εκεί όπου οργανώνονται κινήσεις ενάντια στο καθεστώς που μας θέλει πειθήνιους υπηκόους. Εκεί που αγωνιζόμεν@ ραδιουργούν άλλοτε ηχηρά και άλλοτε υπόκωφα, ενάντια στις κυρίαρχες υπαγορεύσεις.
Οι καταλήψεις και οι ανακαταλήψεις των χώρων του α/α χώρου είναι ανάχωμα στο καθεστώς της ματαιότητας και την παραίτηση, αποτελούν σύγκρουση με το καθεστώς της καταπίεσης και εκμετάλλευσής μας.
Αλληλεγγύη στις καταλήψεις
10, 100, 1000άδες καταλήψεις
Ενάντια σε έναν κόσμο οργανωμένης πλήξης
- Details
- Category: Κείμενα
[Κείμενο που μοιράζεται στις γειτονιές του Ιλίου και των Αγ.Αναργύρων από τον Θερσίτη]
Είναι πέρα από ξεκάθαρο πως το σιδηροδρομικό «ατύχημα» στα Τέμπη ούτε ατύχημα ήταν, ούτε «ατυχές περιστατικό». Ήταν απλά «μέσα στο πρόγραμμα». Όλα στήνονταν και ακολουθούσαν ένα «σχέδιο» που απλά περίμενε την εναρμόνιση όλων των παραμέτρων για να εκδηλωθεί με τέτοια φονικότητα.
Και το σχέδιο αυτό περνά όχι μόνο μέσα από τη χρόνια και σκόπιμη υποβάθμιση των λεγόμενων δημόσιων υποδομών για να έρθουν ως σωτήρες οι επενδυτές που θα αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές. Στη συνέχεια, οι επενδυτές θα πουλήσουν ένα νέο προϊόν με εκσυγχρονισμένα χαρακτηριστικά: γρήγορα τρένα, ταχείες μετακινήσεις, ανέσεις, πρόθυμο (και κακοπληρωμένο) προσωπικό και βέβαια «νέες τεχνολογίες». Δεν είναι λοιπόν προϋπόθεση για τα ατυχήματα ούτε απλά οι ιδιωτικοποιήσεις ούτε κάποιος διευρυμένος οικονομικός κυνισμός των εταιρειών (αυτά θα έπρεπε μάλλον να θεωρούνται ήδη δεδομένα). Τα ατυχήματα συμβαίνουν γιατί το ίδιο το προϊόν τα εμπεριέχει ως πιθανότητα: οι συγκοινωνίες είναι ένα εμπόρευμα που κινείται πάνω στην «αξία» της ταχύτητας, της παραγωγικότητας, των τεχνολογιών, του να είναι όλα ρυθμισμένα και στην ώρα τους, στην απαρέγκλιτη, στρατιωτική τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων. Και αυτά όλα απαιτούν συμπίεση: κόστους, χρόνου, χώρου. Αυτό ακριβώς αγοράζουμε με κάθε εισιτήριο… θεωρώντας ταυτόχρονα και αφελώς πως τα γρήγορα τρένα με έναν «μαγικό» τρόπο «αναβαθμίζουν» το επίπεδο της ζωής επειδή «μικραίνουν τις αποστάσεις».
Η ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου ως μεγάλου βεληνεκούς επένδυση, όχι μόνο για τη μεταφορά επιβατών αλλά και τη γρηγορότερη μεταφορά εμπορευμάτων, όπου αυτή συνέβη (π.χ. Ιταλία, Γαλλία κτλ.) είχε συγκεκριμένα αποτελέσματα: αρχικά τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή για να φτιαχτούν νέες ή να εκσυγχρονιστούν οι υπάρχουσες υποδομές για να αντεπεξέρχονται στις απαιτήσεις των γρήγορων και «έξυπνων» τρένων. Η στελέχωση των υπηρεσιών ακολουθεί επίσης ένα γνώριμο μοτίβο: χαμηλοί μισθοί, επισφάλεια και βέβαια χτύπημα οποιασδήποτε προσπάθειας οργάνωσης των εργαζομένων. Σε δεύτερο επίπεδο το «θελκτικό» προϊόν των «γρήγορων μετακινήσεων» αγοράζεται από τους καταναλωτές με τη διασφάλιση πως με κάποιο τρόπο οι «νέες τεχνολογίες» καθιστούν τη μετακίνηση όχι μόνο άνετη αλλά και ασφαλή. Κι όμως αρκούν μερικά «ατυχήματα» για να φανεί πως μαζί με την «άνετη και ασφαλή μετακίνηση» αγοράζεις και τον ίδιο τον κίνδυνο, το ρίσκο ενός γρήγορου τρένου που για να είναι «στην ώρα του» πρέπει ταυτόχρονα να είναι και αποδοτικό στους ιδιοκτήτες του, άρα πρέπει να δουλεύει στο όριο. Και αν και όταν θα συμβεί η καταστροφή, προβλέπονται και οι αντίστοιχες συγνώμες, οι υπολογισμένες στο κόστος αποζημιώσεις και βέβαια «νέες τεχνολογικές μέθοδοι και δικλείδες ασφαλείας» για να αποφευχθεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον.
Κάτι τέτοιο δεν ζούμε κι εμείς εδώ τώρα πάνω στις/ους νεκρές/ους επιβάτες των Τεμπών; Η διαδρομή δεν είναι η ίδια όπως και αλλού; Βεβαίως, εδώ, υπήρχε μια ειδοποιός διαφορά: το «θελκτικό» προϊόν της γρήγορης μετακίνησης δεν πληρούσε εντέλει ούτε τα στοιχειώδη.
Μήπως οι νεκροί στα Τέμπη γίνονται η «ευκαιρία» για την «αγία ανάπτυξη» να φτιαχτεί ένας «σύγχρονος σιδηρόδρομος», όπως λένε διάφορα σκουπίδια δημοσιογράφοι και μη, τις τελευταίες μέρες; Αυτή που μιλάνε δεν είναι παρά η γλώσσα της καθημερινότητας, της «αγίας οικονομίας» που όλα τα θεραπεύει με το άγγιγμά της, ενός κώδικα που έχει ενσωματωθεί κοινωνικά και δεν κουδουνίζει παράξενα στα αυτιά μας: κάθε καταστροφή από τα κάτω είναι μια ευκαιρία για αξιοποίηση των εμπορευμάτων (με την όποια μορφή, είτε προϊόντων είτε ανθρώπων) που χάθηκαν, ένας μικρός πόλεμος δηλαδή που καταστρέφει τα περισσευούμενα εμπορεύματα για να μπορέσει και πάλι να ανθίσει η αγία οικονομία. Και οι υποτελείς τάξεις είναι οι πρώτες που θα επωμιστούν αυτό το «κόστος», οι πρώτες που θα αγοράσουν αυτόν τον κίνδυνο προκειμένου να βιοποριστούν, να μετακινηθούν, να επιβιώσουν…
Το σιδηροδρομικό δίκτυο στην Ελλάδα απέκτησε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «αγία ανάπτυξη» κυρίως για το κομμάτι της μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων από μεγάλα λιμάνια (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Αλεξανδρούπολη κτλ.) ή ζώνες logistics (Θριάσιο). Η επένδυση στη μετακίνηση των εμπορευμάτων-επιβατών ήταν μικρότερης τάξης με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται αναφορικά με το προσφερόμενο προϊόν. Από κει και πέρα αρχίζει η λογιστική του τι θα κοστίσει στους ιδιοκτήτες περισσότερο… Το πρώτο μέλημα βεβαίως ήταν να δοθεί βάρος στον έλεγχο της κίνησης των επιβατών, στην αποτροπή της «λαθρεπιβίβασης». Τα μέσα μεταφοράς οφείλουν να είναι καταρχάς ασφαλή για τα κέρδη των αφεντικών. Όλα τα άλλα έπονται… Δυστυχώς ενώ όλα αυτά είναι καθημερινά παρόντα, οι από τα κάτω τα «ανακαλύπτουν» όταν μια ακόμα καταστροφή πέσει επάνω στα κεφάλια τους.
Από την πρώτη στιγμή της σύγκρουσης των τρένων υπήρξε μια συγκεκριμένη μεθόδευση επιμονής στην παραγωγή μιας κοινής αφήγησης «σοκ και πένθους». Γιατί κάπως έπρεπε να τιθασευτεί αυτό που αποκαλυπτόταν με ωμότητα μπροστά στα μάτια όλων: ότι στον κόσμο του κράτους και των αφεντικών «ατυχήματα» συμβαίνουν σε αναλώσιμες ζωές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτές οι ζωές ήταν καταναλωτές των εκσυγχρονισμένων γρήγορων τρένων. Σε άλλες περιπτώσεις οι αναλώσιμες ζωές παθαίνουν «ατυχήματα» στη δουλειά τους ως εργαζόμεν@ για την εθνική οικονομία ή τις ανάγκες της επιχείρησης. Αλλού γίνονται πεδίο βολής για «εξοστρακισμένες» σφαίρες μπάτσων γιατί είναι ταυτόχρονα όχι μόνο αναλώσιμες αλλά και ανεπιθύμητες ζωές. Και κάποιες άλλες πνίγονται, δολοφονούνται, εξευτελίζονται στο Αιγαίο και στα σύνορα, ως ξένες, ως περιττές. Αυτές είναι οι διαφορετικές όψεις της θανατοπολιτικής της κυριαρχίας, «ταιριαστές» κάθε φορά για τα αντίστοιχα υποκείμενα που αφορούν. Και καμία από αυτές δεν θα έπρεπε να τυγχάνει επιλεκτικότητας ή ιεράρχησης στο θυμικό των από κάτω. Τις ίδιες μέρες με τα Τέμπη συνέβη άλλο ένα «ατύχημα» στο Αιγαίο, ανάμεσα στα πολλά, με περισσότερους από δέκα θανάτους μεταναστριών, αλλά ούτε κεριά, μπαλόνια και ανθρωπισμοί, ούτε σοσιαλμηντιακά χάπενινγκ, ούτε «θλίψη», «πένθος», οργή δεν φάνηκαν πουθενά.
Και ενώ πριν κράτος και αφεντικά μάς σέρβιραν κίνδυνο για να αγοράσουμε, ξαφνικά, με το «ατύχημα» στα Τέμπη, άρχισαν να μας σερβίρουν «θλίψη και εθνικό πένθος». Για να τα αγοράσουμε κι αυτά… Η υπερπαραγωγή λόγων «εθνικού πένθους» όμως βόλεψε πολύπλευρα. Βόλεψε όχι μόνο την εταιρεία ή το κράτος και την παρούσα κυβέρνηση, που επιδίωκαν μέσω μιας κατασκευασμένης εθνικής ομοψυχίας να συσκοτίσουν το προφανές των ευθυνών τους, αλλά και την αριστερά του κράτους: υπερεπένδυση στο «εθνικό πένθος», αξιοποίηση των θανάτων, ακατάσχετη νεκρολογία που έφτασε μάλιστα σε σημείο να αποδίδει μια κοινή ταυτότητα σε όλους τους νεκρούς (αυτήν του νέου/ας φοιτητή/ριας), επειδή πολλά από τα θύματα ήταν νεαρά άτομα. Αναπαράγοντας μια λογική πένθους στη βάση μιας κυρίαρχης ηλικιακής επιλεκτικότητας, μιας ιεραρχικής κλίμακας για τις αξιομνημόνευτες απώλειες -η απώλεια της ζωής μιας 38χρονης ή ενός 57χρονου πέρασε έτσι σε δεύτερο πλάνο, πόσο μάλλον των μεταναστών από το Μπαγκλαντές και τη Συρία… Όλο αυτό πέτυχε τελικά μια αντιστροφή του συνθήματος (που η ίδια η αριστερά λάνσαρε) «οι ζωές μας μετράνε», κάνοντας τελικά δυνατή μια «διατίμηση» των ζωών που «αξίζουν» να γίνουν συνθήματα, πανό, και πλακάτ. Και βέβαια όλος αυτός ο «πένθιμος» λόγος βόλευε. Άνευρες παραστάσεις με ρεσώ και μπαλόνια και σχολικές τσάντες, φτηνές καταγγελίες, πορείες που μετρούσαν τη γενικευμένη κοινωνική οργή με δημοσκοπικούς όρους, για να καταλήξει αυτή μεταφρασμένη είτε ως «ελπίδα» είτε ως «ανατροπή» στις κάλπες. Η γνωστή ρητορεία για τους «προβοκάτορες που αμαυρώνουν τις λαϊκές εκδηλώσεις» εντάθηκε, γιατί όπως και να το κάνουμε πλησιάζουν εκλογές και η έμπρακτη οργή διαταράσσει το δημοκρατικό πανηγυράκι… Ο κόσμος που κατέβηκε στους δρόμους έπρεπε με κάποιο τρόπο να συμμορφωθεί σε ένα savoir vivre οριζόμενο από κάποιο αφαιρετικό «κοινό πένθος», να οριστεί το ίδιο ως ένα διαρκές θύμα (αγαπημένος ρόλος της αριστεράς) που επιζητά λίγη κρατική φροντίδα και στοργή και όχι να εκφράσει την οργή του για την συμπίεση που δέχεται πολύπλευρα, την αίσθηση διαρκούς υποτίμησης που γίνεται ο μοναδικός ορίζοντας του, τους «κινδύνους» που βαρέθηκε να αγοράζει εδώ και χρόνια: από τη «δημοσιονομική κρίση» και την εκκωφαντική φτωχοποίηση, στις καραντίνες και τον υγειονομικό/αστυνομικό έλεγχο, τον εξελισσόμενο πόλεμο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατάληξή του, μέχρι την τρέχουσα πληθωριστική κρίση.
Το «ατύχημα» στα Τέμπη δεν ήταν προϊόν κάποιας μη αναμενόμενης «αρρυθμίας» της καπιταλιστικής μηχανής. Δεν ήταν ένα αναπάντεχο «τεχνικό ζήτημα» που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί με λίγη περισσότερη «νέα τεχνολογία», λίγη περισσότερη ψηφιοποίηση και με κρατικό έλεγχο. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως όταν αυτά υπάρχουν, η ευθύνη για τα «ατυχήματα» (και συμβαίνουν πολλά) θα βαραίνει κάποιον «απρόσεχτο» εργαζόμενο. Οι αρρυθμίες και τα τεχνικά ζητήματα είναι ενσωματωμένα στη δομή και λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής και η λύση που προβλέπεται δεν είναι παρά η ακόμη μεγαλύτερη επέκτασή της. Μέχρι το επόμενο «ατύχημα».
Όσο μιλάμε για «ασφαλείς μετακινήσεις», για «ελλιπή μέτρα», για ανάγκη «τεχνολογικής αναβάθμισης», μπορεί να θεωρούμε πως μιλάμε για τη στοιχειώδη προστασία μας από την φονικότητα κράτους και κεφαλαίου, στην ουσία όμως ξαναθέτουμε τους όρους και τα όρια νέων «ατυχών στιγμών». Όσο συνεχίζουμε να θεωρούμε πως η ταχύτητα, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη είναι «κοινωνικές αρετές», όσο γοητευόμαστε από την ρητορεία πως η «τεχνολογία σώζει» θα σερνόμαστε από την «κακιά στιγμή». Όσο δεν αντιστεκόμαστε από κοινού στην αναλωσιμότητά μας ως υποτελείς τάξεις, θα ισοπεδωνόμαστε από τη φονική κανονικότητα της καπιταλιστικής μηχανής. Όσο θα συνεχίζουμε να αγοράζουμε τον κίνδυνο που μας πουλάνε κράτος και αφεντικά, θα ξαναβρισκόμαστε και πάλι εδώ: να λέμε τα αυτονόητα μετά από ένα «μεγάλο γεγονός» που έπεσε στα κεφάλια κάποιων.
Δεν υπάρχει κάποιο κοινό πένθος να μοιραστούμε με τους δήμιους. Δεν θα πούμε «οι ζωές μας μετράνε» γιατί έτσι είναι σαν να υποκύπτουμε σε μια συνομιλία για το αδιαπραγμάτευτο της αξίας τους και μάλιστα απευθυνόμενες σε εκείνους που τις απαξιώνουν, σαν να αποδεχόμαστε ταυτόχρονα ότι το κράτος οφείλει να ρυθμίσει/αναβαθμίσει την αξία τους, άρα σαν να θέτουμε από μόν@ μας σε διατίμηση τ@ ευατ@ μας.
Δεν είναι μόνο τα Τέμπη,
έχουμε όλους τους λόγους του κόσμου να είμαστε έξω
και να κάνουμε λαμπόγυαλο τον μισητό τους κόσμο.
Θερσίτης, χώρος ραδιουργίας & ανατροπής
νέστορος & ευαγγελιστρίας, ίλιον
[για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής .Pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Κείμενα
Κανένας θάνατος δεν είναι τυχαίος, πόσο μάλλον όταν προέρχεται από το όπλο ενός μπάτσου. Εδώ και δυο περίπου εβδομάδες γίνεται μια συστηματική προσπάθεια από όλους της φορείς της καθεστωτικής προπαγάνδας να παρουσιαστεί ως «σύμπτωση» η ταυτόχρονη παρουσία του Κώστα Φραγκούλη και των δολοφόνων του στη συγκεκριμένη διασταύρωση, 500 μέτρα από τον καταυλισμό της Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη. Όμως δεν ήταν: οι Ρομ, οι γειτονιές και οι καταυλισμοί τους, η καθημερινότητά τους, είναι σταθερά στο στόχαστρο της κρατικής πολιτικής, και μάλιστα με εντεινόμενο τρόπο τα τελευταία χρόνια. Οι μπάτσοι ήταν εκεί με την πρόθεση και την εντολή να «εμπλακούν» σε κάποιο περιστατικό, «γιατί η επιτήρησή τους πρέπει να είναι αυξημένη».
Για να επιτύχει αυτή η αποστολή διατίθεται μια πληθώρα κατασταλτικών μέσων που φτάνουν μέχρι τις πάνοπλες ειδικές δυνάμεις, οι οποίες εισέβαλαν σε δεκάδες σπίτια Ρομ σε Μενίδι, Ζεφύρι, Ασπρόπυργο και αλλού προκειμένου να τους κλείσουν το στόμα και να μην ξανακατέβουν στον δρόμο, αντιδρώντας για τον θάνατο κάποιου με τον οποίο αισθάνονταν ότι βρίσκονταν στην ίδια θέση. Το εύρος και το βάθος, ωστόσο, της κατασταλτικής στρατηγικής των μπάτσων απαιτεί και προϋποθέτει τη συνεργασία με τα κάθε είδους μικρά και μεγάλα αφεντικά, των κάθε λογής μικρών και μεγάλων βενζινάδικων. Αφεντικά που είναι πρόθυμα όχι μόνο να τους παρέχουν δωρεάν καύσιμα, τροφή και ψυχαγωγία ενόσω αυτοί περιπολούν, αλλά αποτελούν και το αναγκαίο κοινωνικό στήριγμα για τη διαρκή υποτίμηση των Ρομ. Είναι οι ίδιοι που για ένα κλεμμένο εικοσάευρο σε βενζίνη έδωσαν το πράσινο φως για την καταδίωξη και τη δολοφονία. Πιστεύοντας, εννοείται, ότι δεν θα υπάρχουν συνέπειες.
Όσο για τους άλλους, τους ξεφτιλισμένους ρατσιστές απολογητές που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να δικαιολογούν τον δολοφόνο, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο του ρόλου που επιτελεί κοινωνικά- δήθεν ότι ήταν αμυνόμενος, δήθεν ότι «υπήρχε κίνδυνος εμβολισμού των οχημάτων»- βλέπουν καθαρά μπροστά τους είκοσι μήνες μετά έναν νέο Νίκο Σαμπάνη που του αξίζει, και σε αυτόν, ένας βέβαιος θάνατος. Κι ας μην είναι οι μπάτσοι εφτά και οι σφαίρες τριάντα αυτή τη φορά. Άλλωστε, δεν χρειάστηκε να ριχτεί καμιά σφαίρα για να δολοφονηθεί πρόσφατα από ξυλοδαρμό ένας Ρομά στο Μενίδι ούτε για τον σοβαρό τραυματισμό ενός νεαρού Ρομά στον Βόλο μετά από πρ-σκρουση του αυτοκινήτου του σε τοίχο έπειτα από καταδίωξη. Δεν είναι τυχαίο ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις οι άμεσα εμπλεκόμενοι είναι μπάτσοι.
Για αυτό το παραγωγικό τους έργο είναι που οι μπάτσοι θα εισπράξουν φέτος έκτακτο επίδομα 600 € για τα Χριστούγεννα, όπως ανακοίνωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός μια μέρα μετά τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη. Γιατί τη δουλειά τους, την εφαρμοσμένη θανατοπολιτική, την ιεράρχηση της ζωής των πληβείων σε μια κλίμακα αξίας και θανάτου, δεν μπορεί να την κάνει ο καθένας. Για παράδειγμα, η ανεκτίμητη συμβολή τους στην υποτίμηση των μεταναστών και μεταναστριών εδώ και 30 χρόνια τούς έχει μετατρέψει σε πολιτικό εργαλείο ακριβείας κάθε φορά που μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα πρέπει να καταδειχθεί ως «κίνδυνος» και άρα να γίνει επιδεκτική άσκησης βίας επάνω της. Και ακόμα καλύτερα αν αυτός ο «κίνδυνος» είναι διαρκής, ώστε να μπορεί να ενταχθεί κατά βούληση σε μια διαρκή πολιτική καθημερινότητα έκτακτης ανάγκης.
Το γεγονός ότι πολύ γρήγορα, μέσα σε ελάχιστες μέρες ή και ώρες μετά τη δολοφονία του Κώστα Φραγκούλη, διάφοροι πολιτικοί συνεργάτες της αστυνομίας άρχισαν να αναφέρονται σε «προβλήματα ενσωμάτωσης των Ρομ εδώ και 30 χρόνια» εκφράζει πάνω από όλα την προσπάθεια να κατασκευαστεί μια «διαφορά» και να παρουσιαστεί ως φυσική και αναπόφευκτη: «εμείς τους προσφέρουμε τη δυνατότητα ενσωμάτωσης, αυτοί είναι που την αρνούνται, άρα είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν τριβές και ατυχήματα»… Η για πρώτη φορά καταγραφή των Ρομ στο Νομισματοκοπείο υπό αριστερή δημοτική διαχείριση, η σκλήρυνση της επιδοματικής πολιτικής απέναντί τους από το καλοκαίρι του 2021 που συνδέει την καταβολή του επιδόματός τους με το να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο και την «εύρυθμη λειτουργία της οικογένειας», ο επιλεκτικός αποκλεισμός των καταυλισμών κατά τη διάρκεια της πρόσφατης διαχείρισης της covid-19, το ανελέητο κυνήγι των «παλιατζήδων», οι αλλεπάλληλες δολοφονίες, όλα αυτά αποκρύπτονται βολικά για να μπορούν να συνεχιστούν απρόσκοπτα ως κομμάτι μιας ευρύτερης στρατηγικής υποτίμησης της ζωής των υποτελών. Και στα σώματα των Ρομ τέμνονται οι σύγχρονες στρατηγικές της εξουσίας.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι βάρυνε πιο πολύ: το χρώμα του δέρματός του, ο «τρόπος ζωής» του, ο «αέρας» με τον οποίο σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πληρώσει. Ή όλα αυτά μαζί. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι η απειθαρχία του να σπας τις πολλαπλές καραντίνες, η αψήφιση των ελέγχων κάθε εξουσίας, ενοχλεί τους φορείς της, αυτοαποκαλούμενους ή θεσμικούς, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να διεκδικήσουν κάθε ψίχουλό της προκειμένου να επιβληθούν σε μια ζωή που τη θεωρούν κατώτερη. Ένα κομμάτι της ζωής του μας αφορά, αυτό θα το λέμε συνέχεια.
Οι φωτιές του Κώστα Φραγκούλη είναι και δικές μας
Nα μην συνηθίσουμε τον θάνατο
Μπάτσοι σκουπίδια δολοφόνοι
[για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής .Pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Κείμενα
Από τις 2 Νοεμβρίου τέθηκε σε ισχύ «το καλάθι του νοικοκυριού», τελευταία έμπνευση των κρατικών επιτελείων δήθεν για την ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Αν είναι κάτι που πρέπει ευθύς εξαρχής να παρατηρήσουμε, σε μια προσπάθεια να διαπεράσουμε την καθεστωτική προπαγάνδα, δεν είναι μόνο η σκόπιμη απροσδιοριστία που περιβάλλει το συγκεκριμένο μέτρο για να μπορούν τα σουπερμάρκετ να ρυθμίζουν όπως θέλουν τις τιμές. Το μέτρο αυτό προσδιορίζει και επίσημα κάτι ξεκάθαρο: την υπαγωγή των «από τα κάτω» σε ένα νέο κύκλο διαχείρισης της κρίσης. Έτσι, μπορεί να εμφανίζεται ως χειρονομία στήριξης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά εκτελείται με ύφος που αντιστοιχεί σε υποτιμητική φιλανθρωπία. Έχει ως προμετωπίδα τη ρύθμιση των τιμών σε συγκεκριμένα «βασικά» εμπορεύματα, αλλά συνδέεται με μια σειρά αναδιαρθρώσεων αιχμής (π.χ. ψηφιακή οργάνωση εργασίας, αναδιάρθρωση στην περίθαλψη κτλ.) που δεν έχουν στενή σχέση με τιμολόγια και πλαφόν. Έρχεται μαζί με άλλα αντίστοιχα επιδοματικά μέτρα (τα διάφορα pass) που νομοθετούνται ως έκτακτα και οριοθετούν ολόκληρες επικράτειες κοινωνικών σχέσεων, στις οποίες κάποι@ θα μπορεί να εισέρχεται πλέον μόνο με κωδικούς.
Θα ήταν σφάλμα, επομένως, να το αντιμετωπίσουμε ως κάτι περιστασιακό ή κάποιο συνηθισμένο επικοινωνιακό κυβερνητικό παιχνίδι. Εξίσου σφάλμα θα ήταν να θα δεχτούμε την κρατική αφήγηση που θέλει τον πόλεμο στην Ουκρανία να αποτελεί την αιτία επιβολής του συγκεκριμένου μέτρου. Κάτι τέτοιο, αν μη τι άλλο, θα έθετε στο απυρόβλητο, διαμέσου της παραγωγής ανασφάλειας και φόβου, τα μεγάλα κέρδη που αποκόμισαν οι καπιταλιστές του κλάδου τα τελευταία δυο χρόνια του πολέμου ενάντια στον «αόρατο εχθρό» covid-19.
Η «ακρίβεια» δεν είναι ένα παιχνίδι «αδηφάγων κερδοσκόπων», golden boys και πολυεθνικών επιχειρήσεων: υπάρχει ένα ολόκληρο φάσμα συμφερόντων –τόσο από το μεγάλο κεφάλαιο όσο και από τα πολλά μικρά αφεντικά και ιδιοκτήτες που στοιχίζονται πίσω του για να μπορέσουν να επιβιώσουν– το οποίο επωφελείται από τις υψηλές τιμές των εμπορευμάτων.
Τα αφεντικά κάθε λογής λοιπόν κάνουν τις συμμαχίες τους. Το πρόβλημα όμως είναι πως οι «από τα κάτω» όχι μόνο δεν κάνουν τις δικές τους συμμαχίες αλλά συνεχίζουν να επιτελούν συμπεριφορές και «αξίες» ανταγωνισμού, εξατομίκευσης ή/και μιας ακατανόητης υπομονής που εντέλει αναπαράγει ένα ανθρωποφαγικό σκηνικό «παιχνιδιού επιβίωσης». Όλοι εναντίον όλων αντί ένα απλό: «Αν πεινάμε ας φάμε τους πλούσιους! Αν κρυώνουμε ας κάψουμε τις τράπεζες! Δεν είμαστε μόνες/οι: Έχουμε η μία το άλλο!».
Η κυρίαρχη προπαγάνδα αρέσκεται με το να θολώνει την κοινωνική πραγματικότητα: μας δείχνει τα «γεμάτα μαγαζιά», το μποτιλιάρισμα στους δρόμους, την «κοσμοπλημμύρα στην Ερμού» για να κλείσει πονηρά το μάτι ότι «λεφτά υπάρχουν». Πρόκειται για μια υπόδειξη με πολλές σημασίες: από τη μία οι «φυσιολογικοί» είναι αυτοί που καταναλώνουν, άρα οι υπόλοιποι/ες/α δεν είναι παρά κάποιοι/ες/α σε μια διαρκή αποτυχία. Από την άλλη είναι ένα κάλεσμα στις τάξεις των «αποτυχημένων» να αρπάξουν και την παραμικρή ευκαιρία ανέλιξης που τους εμφανίζεται διαμέσου της αμοιβαίας εργαλειοποίησης και υποτίμησης άλλων «αποτυχημένων»… Αν είναι να επιβιώσεις ως «κανονικός» θα πρέπει να πατήσεις πάνω στις ζωές των άλλων.
Οι πληβείοι ως κίνδυνος
Η υποτίμηση της ζωής είναι ιδιαίτερα αισθητή στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα εδώ και πάνω από 10 χρόνια, μέσα από το βίωμα μιας κρίσης που ποτέ δεν ξεπεράστηκε. Χαμηλοί μισθοί, αυξημένα ενοίκια, ένταση της καταστολής και της βίας προς τις αδύναμες/ους συνθέτουν ένα σκηνικό εκτεταμένης προλεταριοποίησης που δεν λέει να σταματήσει. Το ρίσκο και η ανασφάλεια των αγορών γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των πληβείων, κομμάτι της/του εαυτής/του τους: οι ανάγκες γίνονται ρευστές και επισφαλείς, διαμέσου μιας επιθετικής καπιταλιστικής στρατηγικής που θολώνει το καθεστώς του τακτικού και του έκτακτου, του «κανονικού» και του «μη κανονικού». Θολώνει το πεδίο ανάμεσα στην «οικονομία της ειρήνης» και τον πόλεμο, αφού οι διακριτές αυτές (μέχρι πρότινος) σφαίρες διαπλέκονται αξεδιάλυτα. Η ζωή και ο θάνατος των «επικίνδυνων τάξεων» ολοένα και εντονότερα μπαίνει στο στόχαστρο του κεφαλαίου και του κράτους ως αντικείμενο επιτήρησης, ελέγχου και αξιολόγησης. Όλοι/ες οι πληβείοι/ες πρέπει να μάθουν να ζουν και να πεθαίνουν ως τέτοιοι/ες. Κάτι τέτοιο εξάλλου υπονοούσε η κυνική και καθόλου ατυχής φράση του ανώτατου κρατικού στελέχους «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει».
Η διαχείριση της covid-19 εγκαινίασε μια γενικευμένη καθημερινότητα έκτακτης ανάγκης όπου επιδόματα, προνόμια, εντολές, διαγγέλματα, «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου» και περιορισμοί εμφανίζονται σε μια κοινή αφήγηση «κρίσης» και «αόρατων εχθρών». Αυτό είναι και το πραγματικό υπόβαθρο της έκτακτης νομοθεσίας που επιβάλλουν οι σημερινοί συνεργάτες των αφεντικών και διαχειριστές της ζωής μας: να μάθουμε να ζούμε στη νέα κανονικότητα ως φορείς αναγκών που καθορίζονται από την εξουσία και τους ειδικούς με στρατιωτικούς όρους. Η ομοιότητα της προτεινομένης λίστας διατίμησης των 50 βασικών προϊόντων με τη βεβαίωση κατ’ εξαίρεση μετακίνησης πολιτών κατά τη διάρκεια του lockdown (οι περίφημοι 5 βασικοί λόγοι) είναι κάτι παραπάνω από εμφανής: και στις δυο περιπτώσεις η ζωή μας σπάει σε κομμάτια και ταυτίζεται με την ικανοποίηση συγκεκριμένων αναγκών που προσδιορίζονται έξω και πέρα από εμάς και ιεραρχούνται ως σημαντικότερες από άλλες μας ανάγκες.
Ο δικός μας πόλεμος
Ο πληθωρισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των αφεντικών ως όπλο για να απαξιώσουν κι άλλο τις ζωές μας, απέναντι σε μια κρίση που δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί διαφορετικά παρά μόνο βαθαίνοντας, μέχρι να πάρει τη μορφή στρατιωτικής σύρραξης μεγάλης κλίμακας. Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της οικονομίας με άλλα μέσα, όσο και το αντίστροφο.
Όχι μόνο γιατί ακρίβυναν τα πράγματα στα ράφια των σουπερμάρκετ: ζούμε σε μια εποχή στην οποία «μικρές» πολεμικές «εμπλοκές» μάς περιτριγυρίζουν: από την «αναδιάρθρωση» των εργασιακών σχέσεων και τα μικρά και μεγάλα εργασιακά κάτεργα των 715 ευρώ μικτών, ως την περαιτέρω υποβάθμιση των δομών περίθαλψης, την ασφυκτική μας περικύκλωση από «έργα ανάπτυξης» που ρυπαίνουν γη, νερό και αέρα. Από την σκληρή καταστολή όσων αντιστέκονται, τον νέο κύκλο εκκενώσεων καταλήψεων και απελευθερωμένων χώρων, μέχρι την περίφραξη σε στρατόπεδα εκτόπισης και αορατοποίησης και τη θανάτωση (σε «ναυτικά ατυχήματα» και σε νάρκες στον έβρο) αυτών που περισσεύουν και έχουν υποτιμηθεί όσο κανένα άλλο κοινωνικό κομμάτι: τις μετανάστριες και μετανάστες.
Αν θέλουμε να μην μας καταπιεί αυτή η «εποχή», χρειάζεται να οργανώσουμε εκείνες τις κοινωνικές ανταρσίες και αγώνες που περνάνε από το ξήλωμα των πολιτικών ασφαλείας και δεν μπορούν να αρκεστούν σε αιτήματα ενάντια στην ακρίβεια και την ένταξη περισσότερων εμπορευμάτων στη λίστα διατίμησης. Δεν πρέπει να δεχτούμε να γίνουμε πεδίο άσκησης πολιτικών φιλάνθρωπων logistics των κυρίαρχων. Να μην παρακαλέσουμε για τίποτα. Δεν θα διατιμήσουμε τ@ εαυτ@ μας, δεν θα διαχωρίσουμε τις ανάγκες μας σε βασικές και μη. Το σπάσιμο της εξατομίκευσης και η συνάντηση –ακηδεμόνευτη, συγκρουσιακή, οριζόντια και αδιαμεσολάβητη– στους δρόμους και τις πλατείες είναι πάντα ο δείκτης της ανυπακοής. Το δείχνουν εξάλλου οι πρόσφατες εξεγέρσεις των καταπιεσμένων ενάντια στην πατριαρχία, την εξαθλίωση και την καταστολή σε Ιράν, Χιλή, Αϊτή, Σρι Λάνκα. Το δείχνουν οι κάτοικοι της επαρχίας Γκουανκτσού στην Κίνα -μέρες τώρα συγκρούονται με τις αστυνομικές δυνάμεις και καταστρέφουν εγκαταστάσεις της Foxconn (της Apple), απαντώντας σε μια ζωή που σέρνεται από τα lockdown λόγω covid19, τη σκληρή κρατική επιτήρηση και έλεγχο και τα εργασιακά κάτεργα των πολυεθνικών (με τις συγκρούσεις να επεκτείνονται και σε άλλες πόλεις).
Αν θέλουμε να μην μας καταπιεί η «εποχή» πρέπει να σταθούμε απέναντι στον καλλιεργούμενο πατριωτισμό και μιλιταρισμό. Όταν τα αφεντικά του κόσμου έχουν αδιέξοδα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα, σε τέτοιο βαθμό που δεν τους «αγχώνει» η προοπτική να μας στείλουν για σφαγές στο όνομα της πατρίδας, της εθνικής οικονομίας, των δυτικών αξιών κτλ. Θα πρέπει με τη σειρά μας να αρχίσουμε να αντιστρέφουμε την προοπτική του πολέμου, όχι μόνο αυτού που ως πιθανότητα υπάρχει «στην άκρη του μυαλού» των ηγεμόνων αλλά και αυτού που ζούμε καθημερινά.
Ούτε άλλη υποµονή, ούτε άλλος φόβος, ούτε άλλη ανάθεση
Κοινότητες αγώνα/συνελεύσεις/ συλλογικότητες σε κάθε γειτονιά
Ντου στα σουπερµάρκετ, απεργίες, αρνήσεις πληρωµών πόλεμο στον πόλεμο κρατών-αφεντικών
Θερσίτης, χώρος ραδιουργίας και ανατροπής
[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής .Pdf πατήστε εδώ]