Γιατί η καραντίνα και οι απαγορεύσεις ήταν εφαρμογή του κρατικού μιλιταρισμού πάνω στα σώματα μας, λίγο πριν την ανατολή μιας πραγματικότητας διάχυσης του πολέμου.
Γιατί είμαστε με τα καραβάνια μεταναστριών που επιχειρούν να περάσουν τα σύνορα, με τις εξεγέρσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Γιατί είμαστε με τα αντιπολεμικά και αντιμιλιταριστικά κινήματα στους δρόμους, με κάθε αρνητή και λιποτάκτη, με όσα αρνούνται τον ρόλο τους, τα έθνη και τους πολέμους τους.
Γιατί η πατριαρχία προσπαθεί να τοποθετήσει όλα τα καταπιεσμένα σε μια στρατιωτική πραγματικότητα υποταγμένων σωμάτων και συναισθηματικών εκβιασμών. Είτε με χακί είτε χωρίς.
…για όλους τους λόγους του κόσμου
26/5 στις 19.00 καφενείο – έκθεση οπτικοακουστικού υλικού για την κρατική διαχείριση του κόβιντ, το μεταναστευτικό και τα αντιπολεμικά κινήματα. 29/5 στις 19.00 εκδήλωση – συζήτηση, Έμφυλοι διαχωρισμοί – στρατός και η ασφυξία μέσα στους ρόλους.
Στην κατάληψη Παπουτσάδικο
*Στον χώρο θα υπάρχει κουτί οικονομικής ενίσχυσης ολικών αρνητών στράτευσης
Αφίσες που θα συναντήσετε επίσης στους δρόμους και σε στάσεις:
Για να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf, πατήστε εδώ.
ΦΑΝΤΑΖΟΥΝ ΩΡΑΙΕΣ ΚΑΜΕΝΕΣ ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ
Οι «από κάτω» στην Ουκρανία επιβιώνουν ή πεθαίνουν πάνω στα συντρίμμια που αφήνουν οι βομβαρδισμοί και οι σφαίρες. Μεταναστεύουν και λιποτακτούν, αγωνίζονται και αντιστέκονται, στρατεύονται και παραδίνονται, συμπαραστέκονται και εγκαταλείπουν. Σκοτώνουν και σκοτώνονται, φοβούνται και ελπίζουν, τραυματίζονται σωματικά και ψυχικά, αγωνιούν και παίρνουν ύστατες αποφάσεις. Γύρω τους, κάθε λογής εξουσίες, κράτη, στρατοί, κοινοβούλια, αφεντικά, ΜΜΕ, παπάδες, παραστρατιωτικοί, οικογενειακοί καταναγκασμοί οργιάζουν όπως κάνουν σε κάθε κατάσταση πολέμου. Από τη μία, η εισβολή ενός στρατού που σχεδιάζει, ισοπεδώνει, βιάζει και τρομοκρατεί, επιβάλλοντας σιδηρά πειθαρχία στις κατεχόμενες περιοχές αλλά και στον εσωτερικό εχθρό της χώρας του. Από την άλλη, ένας στρατός που υπερασπίζεται τη ντόπια εξουσία αποενοχοποιείται, αυτοχρίζεται ως ελευθερωτής, συγκεντροποιεί την εξουσία του κράτους του, καταναγκάζει, περιορίζει ή σκοτώνει οτιδήποτε ανυπάκουο, έχοντας πια αγκαλιάσει κάθε παραστρατιωτική ναζιστική ομάδα.
Πρόκειται για έναν εθνικιστικό πόλεμο που καταρρίπτει διάφορες μυθοπλασίες της παγκοσμιοποίησης, η οποία θα αποδυνάμωνε από τον περασμένο κιόλας αιώνα τα έθνη και τους εθνικισμούς, ενώ στην πραγματικότητα τα ανατροφοδότησε. Τα ίδια έθνη που μόλις τον Νοέμβρη του 2018 στο Παρίσι τίμησαν από κοινού την εκατονταετηρίδα από τη λήξη του πρώτου μεγάλου μακελειού τους, του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, με όρκους ειρήνης και αποτροπής ενός νέου πολέμου μεταξύ τους. Ενώ την ίδια στιγμή, αύξαναν ραγδαία τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις χρηματοδοτήσεις τους που πλέον αγγίζουν παγκοσμίως τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια ανά έτος. Ενώ συνέχιζαν ή πριμοδοτούσαν τη διεξαγωγή διάφορων πολέμων και την τεχνολογική αναβάθμιση των πολεμικών μηχανών τους, όντας στην πρωτοπορία της τεχνητής νοημοσύνης. Ενώ συνέχιζαν και συνεχίζουν να τονώνουν τον πατριωτισμό των υπηκόων τους εντός των επικρατειών τους, ως δήθεν αντίθετη έννοια του εθνικισμού. Από τη «Μητέρα Ρωσία» των επεκτατικών εισβολών και της λεηλασίας των γειτονικών της περιοχών, του αυταρχισμού, της εκμετάλλευσης και της ισοπεδωτικής καταστολής κάθε εσωτερικού εχθρού για τη μετασοβιετική της ανοικοδόμηση. Στην «Περήφανη Ουκρανία» της ποδηγέτησης και εθνικοποίησης των υπηκόων της σε δυτικά πρότυπα, της καταπίεσης για εθνική ομογενοποίηση των ρωσόφωνων πληθυσμών και της πριμοδότησης ναζιστικών ιδεολογιών και οργανώσεων. Μέχρι το ελληνικό και τα υπόλοιπα ΝΑΤΟϊκά κράτη της «εθνικής αυτοδιάθεσης» και των «δικαιωμάτων» που πρώτα και κύρια δίδαξαν, πολύ πριν την ίδρυση του ΝΑΤΟ, πώς αυτά κατασκευάζονται για να καταστρατηγούνται, για να διαχωρίζουν τους «από κάτω» και για να διαιωνίζουν την εξουσία κράτους, κεφαλαίου και πατριαρχίας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι από αυτούς που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της «παγκόσμιας κοινής γνώμης», σε αντίθεση με πολλούς άλλους όπου δεν χύνεται ούτε ένα κροκοδείλιο δάκρυ για τους αμέτρητους νεκρούς και τις καταστροφές τους, όπως στο Σουδάν και στην Υεμένη. Είναι από αυτούς του πολέμους που θεαματικοποιούν, εργαλειοποιούν και αξιοποιούν τον θάνατο και την καταστροφή, κατασκευάζοντας αφηγήσεις και παραδείγματα προς άγραν κάθε άρχουσας τάξης. Ένας πόλεμος που προβάλλει πολλές όψεις των ενδοκυριαρχικών ανταγωνισμών πλανητικά, που είναι ταυτόχρονα συμβατικός μεταξύ δύο εθνών-κρατών, proxy μεταξύ πολλών άλλων και εν δυνάμει παγκόσμιος. Που καλύπτει τις συστημικές αιτίες του πίσω από προσωπικά κάδρα «τρελών» ή «ηρώων» ηγετών, που επαναφέρει ψηλά στην ατζέντα το «αναγκαίο κακό» των πυρηνικών όπλων αλλά και της πυρηνικής ενέργειας εν γένει. Ένας ακόμα σύγχρονος πόλεμος με εκατομμύρια «άμαχους/ες», εκτοπισμένους/ες και μετανάστ(ρι)ες, που όχι μόνο γίνονται αντικείμενα χρήσης της εκάστοτε στρατιωτικής και πολιτικής διαχείρισης αλλά εργαλειοποιούνται με κάθε ανθρωπιστικό περιτύλιγμα εντείνοντας τον θεσμικό ρατσισμό έναντι των μεταναστ(ρι)ών που δεν εγκρίνονται από τον μισανθρωπισμό της λευκής υπεροχής ή του χριστιανισμού. Ξεπλένοντας την ίδια στιγμή τη σεξιστική/σεξουαλική καταπίεση και εκμετάλλευση των γυναικών της Ουκρανίας που λαμβάνει χώρα εδώ και δεκαετίες σε ευρωπαϊκά -και όχι μόνο- εδάφη, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών. Ένας πόλεμος που συγχρόνως με τα πεδία των μαχών εξελίσσεται, εικονοποιείται και νομιμοποιείται κοινωνικά όχι μόνο μέσα από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς του θεάματος αλλά διαχέοντας τις μιλιταριστικές αξίες του μέσα από τις «προοδευτικές καινοτομίες» των κοινωνικών δικτύων και του διαδικτύου. Ώστε οι υπήκοοι ανά την υφήλιο να ενσωματώνονται και να συνηθίζουν στη θεσμική αφομοίωση, στον εξανδραποδισμό και στην υποτιθέμενη ματαιότητα κάθε αυτοοργανωμένης αντίστασης μπροστά στην «παντοδυναμία» των στρατών και των αφεντικών της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Ώστε οι κάθε είδους ταξικοί, φυλετικοί και έμφυλοι συντηρητισμοί να επανακάμψουν ως αντίδραση απέναντι σε κάθε χειραφετητική διεργασία στο εσωτερικό των κοινωνιών. Από τον ρατσισμό της λευκής ανωτερότητας, τον αντιδραστικό σεξισμό των κυρίαρχων αρρενωποτήτων, την προλεταριοποίηση πληθυσμών από τα αφεντικά μέχρι και τον σοβινισμό της κάθε εθνικής αυταπάτης απέναντι σε κοινωνικές εξεγέρσεις και αντιρατσιστικούς/αντιπατριαρχικούς/αντικαπιταλιστικούς/αντικρατικούς αγώνες.
Όλος ο εξουσιαστικός εσμός που προκαλεί, αναπαράγεται και ισχυροποιείται από τους πολέμους σπεύδει να αντλήσει τη μέγιστη πολιτική, οικονομική και ιδεολογική υπεραξία με περίσσια χυδαιότητα. Από τη Ρωσία και την Κίνα μέχρι τις ΗΠΑ, τα κράτη του ΝΑΤΟ και παντού, ιδεολογικές προβολές των πολέμων του περασμένου αιώνα γίνονται οι απολογίες κάθε είδους νέας βαναυσότητας στο σήμερα. Ο δήθεν αντιναζισμός του ρωσικού κράτους δεν είναι απλά μία φτηνή δικαιολογία του πολέμου του αλλά και η τόνωση ενός ρωσικού εθνικισμού που ακόμα και στη σοβιετική περίοδο απέδιδε την αντίθεση στον ναζισμό περισσότερο στον ρωσικό πατριωτισμό παρά στον σοσιαλισμό. Ο δήθεν αμυντικός πόλεμος του ουκρανικού κράτους είναι το καμουφλάρισμα της διαμόρφωσης ενός εθνοκρατισμού που ήδη δείχνει πόσο «ελευθεριακά» θα εκμεταλλεύεται και θα καταπιέζει τους πληθυσμούς του μέσα από σοβινιστικά, πατριαρχικά και φιλοναζιστικά πλαίσια. Η δήθεν «αλληλεγγύη στον ουκρανικό λαό» του ελληνικού κράτους, του ίδιου «ειρηνικού» και «αντιπολεμικού» κράτους που εξοπλίζει και προετοιμάζει ραγδαία τον στρατό του, ενώ συγχρόνως καταστέλλει εκατομμύρια μετανάστ(ρι)ες άλλων «λαών», είναι η επιθετική θωράκιση της δικής του κυριαρχίας στη ΝΑ Μεσόγειο. Ο δήθεν αντιιμπεριαλισμός των μεγαλύτερων σύγχρονων μακελάρηδων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, καθώς και τα ιδεολογήματά τους για «τον κόσμο της δημοκρατίας που εναντιώνεται στον κόσμο του αυταρχισμού» δεν είναι παρά η απολογία των συνεχών πολέμων που οι ίδιοι προκάλεσαν και προκαλούν παγκοσμίως. Και στο πλάι όλων αυτών, η καπιταλιστική μηχανή και τα οικονομικά της συμφέροντα, οι γεωστρατηγικοί και ενεργειακοί σχεδιασμοί, τα ανταγωνιστικά κεφάλαια να συνεχίζουν απρόσκοπτα να εκμεταλλεύονται, να καταστρέφονται και να αναδημιουργούνται, να επενδύουν και να εμπορευματοποιούν τις «ευκαιρίες» που δημιουργεί η στρατιωτική εξουσία πάνω σε ολόκληρες επικράτειες και σε ολόκληρους πληθυσμούς.
Η ισοπέδωση και η τρομοκράτηση ουκρανικών περιοχών, η εκμηδένιση της ζωής μπροστά στους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς κρατών και κεφαλαίου, η πολιτική/οικονομική αξιοποίηση του φόβου και της απειλής πολέμου ή πυρηνικών καταστροφών παγκοσμίως, αποτελούν εκρήξεις μίας ακόμα μακράς πολεμικής διαδικασίας. Ο πόλεμος είναι ο κοινός παρονομαστής της εθνοκρατικής διαμόρφωσης της πρώην σοβιετικής ένωσης, της ακόλουθης πλανητικής εξάπλωσης του ΝΑΤΟ, των διαχρονικών ανταγωνισμών για την εκμετάλλευση γης και ανθρώπων στην Αφρική, της πολιτικής και οικονομικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή, των αντιτρομοκρατικών δογμάτων ασφάλειας και του στρατιωτικού ελέγχου στην Ασία, της αντιεξεγερτικής στρατιωτικοποίησης των κοινωνικών συγκρούσεων και αντιστάσεων, της αντιμεταναστευτικής θανατοπολιτικής όσων εκτοπίζονται και το αναπόσπαστο κομμάτι της όξυνσης της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης από την κυριαρχία στο εσωτερικό των κρατών. Συγχρόνως, ο πόλεμος αποτελεί το πεδίο αναδιαμόρφωσης της εξουσίας σε αυτό που η ίδια μετέπειτα θα αποκαλέσει ειρήνη. Η μόνη ειρήνη όμως που μας επιφυλάσσουν είναι η περαιτέρω κανονικοποίηση του πολέμου στην καθημερινότητα του σύγχρονου ολοκληρωτισμού: συστράτευση, πειθαρχία και υπακοή των υποτελών στις αποφάσεις και τα εθνικά συμφέροντα των ηγεμόνων τους, πατριαρχική καθυπόταξη όσων δεν χωρούν στο καλούπι του cis-straight άντρα, εξαίρεση και θανατοπολιτική «περισσευούμενων» και μεταναστ(ρι)ών, καταστροφή και εμπορευματοποίηση γης, θάλασσας και αέρα.
Η ειρήνη των κυρίαρχων δεν είναι το αντίθετο του πολέμου τους αλλά η απολογία της πολεμικής διαδικασίας που προετοιμάζει ή διεξάγει τον επόμενο πόλεμο, καθώς και εκείνης που τον κανονικοποιεί στην καθημερινότητά μας. Η ειρήνη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν η πολεμική προετοιμασία και οι φασισμοί που οδήγησαν στον Δεύτερο καταπνίγοντας κάθε χειραφετητική προοπτική, όπως η επανάσταση στην Ισπανία το ‘36. Η ειρήνη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν ο «ψυχρός πόλεμος» που αιματοκύλισε όλη την υφήλιο. Η ειρήνη του «Τέλους της Ιστορίας» με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είναι οι εθνοποιητικοί πόλεμοι της Ρωσίας, της περιφέρειάς της και των Βαλκανίων, οι πολεμικές επιχειρήσεις του πλανητικού εκδημοκρατισμού και των δογμάτων ασφαλείας όπως οι «προληπτικοί» και «αντι»τρομοκρατικοί πόλεμοι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ που εγκαινιάστηκαν αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, οι πόλεμοι δια αντιπροσώπων παγκοσμίως (proxy wars), καθώς και η στρατιωτικοποίηση κοινωνικών εξεγέρσεων για τη μετατροπή τους σε εμφύλιες συγκρούσεις. Και πέρα από τα στρατιωτικά πεδία των μαχών, η ειρήνη των αστυνομοκρατούμενων πόλεων, των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των φυλακών, της καταστολής του «εσωτερικού εχθρού», του ελέγχου και της επιτήρησης, της φτωχοποίησης και της υποτέλειας, των κακοποιημένων σωμάτων στις επιταγές της πατριαρχίας. Η ειρήνη που ζητάει πιστοποιητικά αντιπολεμικών φρονημάτων για την «καταδίκη του εισβολέα που προκαλεί πόνο και μετανάστευση», αφού πρώτα έχει καταδικάσει, πυροβολήσει και δαιμονοποιήσει ως «εισβολείς» χιλιάδες μετανάστ(ρι)ες από τους δικούς της ΝΑΤΟϊκούς πολέμους, όπως έκανε το ελληνικό κράτος και ο στρατός στα σύνορα του Έβρου τον Μάρτιο του 2020. Η ειρήνη που δεν βλέπει κανέναν άλλο πόλεμο πέραν από αυτούς του ΝΑΤΟ, ξεπλένοντας κάθε άλλο σφαγέα και δυνάστη στον κόσμο αρκεί να είναι «αντι-ΝΑΤΟϊκός». Είναι αυτή ακριβώς η ειρήνη που ευαγγελίζονται διάφοροι όψιμοι θιασώτες της εναντίωσης στον πόλεμο στην Ουκρανία, πίσω από την οποία κλείνουν το μάτι στη μία ή την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων. Την ειρήνη που δικαιολογεί και δημιουργεί κάθε φορά έναν νέο πόλεμο για την αλληλοσφαγή των «από κάτω» και για τα συμφέροντα της κυριαρχίας.
Η άρνηση του πολέμου και της ειρήνης των κυρίαρχων είναι η άρνηση όλων των συστατικών στοιχείων της πολεμικής διαδικασίας κράτους και αφεντικών. Είναι η συνεχής άρνηση της πολεμικής προετοιμασίας, των εξοπλισμών της πολεμικής βιομηχανίας και της ιδεολογικής τους φαρέτρας, από τον εθνικισμό και τον πατριωτισμό μέχρι τον ρατσισμό και τον σεξισμό. Όπως σε κάθε κράτος και στρατό, ο ελληνικός στρατός εξοπλίζεται με δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, στρατιωτικοποιεί σύνορα και ενδοχώρα, πρωταγωνιστεί στην καταστολή μεταναστ(ρι)ών από τους πολέμους της κυριαρχίας, αποτελεί πρότυπο της εθνικιστικής ιδεολογίας, του ανδρισμού, της οικειοθελούς ή εξαναγκασμένης υποταγής και θυσίας μας στην ντόπια εξουσία και ευρύτερα. Ως ολικοί αρνητές/τριες στράτευσης, αρνούμαστε τη στρατιωτική θητεία στον ελληνικό στρατό όχι απλά για την ατομική μας χειραφέτηση αλλά και αρνούμενοι/ες να θέσουμε τα σώματά μας ως εργαλεία από οποιοδήποτε πόστο στην υπηρεσία της πολεμικής μηχανής ενάντια στη συλλογική μας χειραφέτηση. Αρνούμενοι/ες τον πόλεμο και την ειρήνη των κυρίαρχων, αρνούμενοι/ες το μίσος και τον κοινωνικό κανιβαλισμό μεταξύ των «από κάτω», αρνούμενοι/ες τους βομβαρδισμούς στο εδώ και στο τώρα. Προτάσσοντας έναν κόσμο αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, χωρίς έθνη, κράτη, σύνορα, θρησκείες, καπιταλισμό και πατριαρχία.
Για το ξεδίπλωμα αντιπατριωτικών-αντιμιλιταριστικών αγώνων και αυτοοργανωμένων αντιστάσεων ενάντια σε κράτος/κεφάλαιο/πατριαρχία και στην πολεμική βιομηχανία
Για την εμβάθυνση της αλληλεγγύης μεταξύ των «από κάτω» που αγωνίζονται ή και λιποτακτούν ενάντια στις στρατιωτικές εξουσίες, σε όσους/ες πλήττονται και μεταναστεύουν από τους πολέμους και την ειρήνη της κυριαρχίας
ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ
ΚΟΜΜΟΥΝΕΣ ΚΑΙ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
ΟΛΙΚΗ ΑΡΝΗΣΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥΣ
Πρωτοβουλία για την ολική άρνηση στράτευσης (Αθήνα)
Oι μεταφράσεις αυτές έγιναν και τυπώθηκαν ενισχυτικά της εκδήλωσης στον Θερσίτη με αφορμή την έκδοση της μπροσούρας "από την καραντίνα στην "ελευθερία" (antitriage). Πρόκειται για 2 κείμενα από αναρχικούς στην Ιταλία, το πρώτο περιέχει μια γενικότερη τοποθέτηση πάνω στην υγειονομική συγκυρία, την τεχνοκρατία και τον κοινωνικό έλεγχο, και το δεύτερο αποτυπώνει μια κριτική ματιά στις κινητοποιήσεις για το "υγειονομικό πάσο" του ιταλικού κράτους, από την πλευρά του ανταγωνιστικού κινήματος.
Για να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf, πατήστεεδώ.
Η εξάπλωση της οικονομικής καταστολής στον καιρό της καραντίνας και οι συλλογικές αρνήσεις ενάντια στην εκπειθάρχηση και τις απαγορεύσεις
[Το μέτρο του διοικητικού προστίμου ενάντια στις κοινωνικές αντιστάσεις εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα -και μάλιστα με ιδιαίτερο «ζήλο»- σε ανθρώπους που συνειδητά αρνούνται να καταταγούν στον στρατιωτικό μηχανισμό χωρίς καμιά διάθεση συνδιαλλαγής, τους ολικούς αρνητές στράτευσης και τους ανυπότακτους (οι οποίοι αριθμούσαν δεκάδες χιλιάδες περιπτώσεις στις αρχές της περασμένης δεκαετίας). Το πρόστιμο αυτό των 6 χιλιάδων ευρώ -με συνεχείς προσαυξήσεις για όλους και επαναλαμβανόμενες επιβολές για κάποιους- έχει ένα δυσβάσταχτο εύρος μιας και -όντας υπερδεκαπλάσιο του βασικού μισθού- δεν είναι καν ένα «διαχειρίσιμο» ποσό για οποιονδήποτε προλετάριο. Η πρόθεση εξάλλου αυτού του μέτρου ήταν να αποπολιτικοποιήσει την πράξη της άρνησης μετατρέποντάς την σε μια «διοικητική ρύθμιση χρέους», να πλήξει την όποια ριζοσπαστικότητα ενάντια στον γαλανόλευκο εκβιασμό, να λειτουργήσει εκδικητικά και τιμωρητικά προς τους ανυπότακτους και τους αρνητές και τέλος να στρέψει την ανυποταξία σε θεσμικούς διαύλους-τρόπους διευθέτησης ή αποφυγής της θητείας (τρελόχαρτο, εξαγορά ή τέλεση της θητείας).
Εδώ και δέκα χρόνια, η οικονομική καταστολή αποτελεί ένα βασικό πεδιο της σύγκρουσης του αντιμιλιταρισμού με τη στρατιωτική μηχανή. Υπό το -άλλες φορές γόνιμο και δημιουργικό και άλλες φορές δυσβάστακτο- βάρος των συλλογικών εμπειριών, της (αυτο)κριτικής, της ανάλυσης και του διαρκούς αγώνα, οι διαφορετικές στάσεις και οι αντιστάσεις που ανοίγονται μπροστά στη διεύρυνση της οικονομικής καταστολής στον καιρό της «υγειονομικής έκτακτης ανάγκης» αποτελούν κομβικά σημεία διερώτησης και προβληματισμού για τους αγώνες που ήδη συμβαίνουν αλλά και για τις αρνήσεις και τις εξεγέρσεις που έρχονται…]
1. Γενικευμένος φόβος, διαρκής κίνδυνος και κατασταλτικοί σχεδιασμοί του σύγχρονου ολοκληρωτισμού
Δυσκολεύει πολύ το να προσδώσει κάποιος μέσα σε λίγες λέξεις το νόημα της τρέχουσας περιόδου: η «εποχή της καραντίνας», η «εποχή του γενικευμένου κοινωνικού ελέγχου», της «εξαίρεσης», η «εποχή της διαχείρισης κινδύνων», η εποχή που οι επιστήμονες φοράνε στολή αστυνομικού και οι αστυνομία ντύνεται με στολές επιστημόνων. Σημασία ίσως δεν έχει η σαφής αποτύπωση ενός τίτλου, όσο η κατανόηση πως βρισκόμαστε σε μια ακόμα στιγμή αλλαγής κυριαρχικού παραδείγματος, όπως εξάλλου επιβάλλουν όλες οι βαθιές κοινωνικές-πολιτικές-οικονομικές κρίσεις.
Περισσότερο από ένα χρόνο τώρα, βρισκόμαστε σε ένα πρωτόγνωρο πεδίο «κρίσης» που με πολύ στόμφο ο κυρίαρχος λόγος βαφτίζει «υγειονομική». Δεν είναι τυχαίο εξάλλου πως όλος ο θεσμικός διάλογος περιορίζεται επί της ουσίας στη δυνατότητα ή στην κρατική αδυναμία διαχείρισης της κατάστασης ως υγειονομικού και μόνο «φαινομένου», στις «αστοχίες» των εδώ και χρόνια απαξιωμένων συστημάτων περίθαλψης και στις «σωτήριες» ανακαλύψεις πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών. Καμία διερώτηση πάνω στο τί προκαλεί την εμφάνιση νέων ιών. Καμία αμφισβήτηση πάνω στις δομές και τον τρόπο ζωής που επιβάλλεται στους «στοιβαγμένους» πληθυσμούς των μητροπόλεων παγκοσμίως, όπου η τοξικότητα και η ρύπανση εδάφους, αέρα και νερού εξαπλώνεται τόσο γρήγορα όσο και οι νέες ψηφιακές ταχύτητες. Καμία ανησυχία για το ότι η ίδια κρατική/καπιταλιστική λεηλασία της ζωής μας εμφανίζεται ως εγγυήτρια και αρμόδια της… φροντίδας της. Είναι λογικό… η κανονικότητα δεν πρέπει επ’ ουδενί να αμφισβητηθεί στις ρίζες της αλλά να μετασχηματίσει καταλλήλως τους όρους της επιβολής και της νομιμοποίησής της για την απρόσκοπτη κυριαρχία της.
Στο πλαίσιο αυτό, καθετί που εμφανίζεται στο κοινωνικό πεδίο οφείλει να ενταχθεί σε μια στρατηγική αντιμετώπισης/εξουδετέρωσης, η οποία ρέει όχι απλά διαχειριζόμενη «κινδύνους» αλλά συστηματικοποιώντας τον «κίνδυνο» και την «απειλή» ως διαρκή κοινωνική συνθήκη. Είτε πρόκειται για τα λεγόμενα «φυσικά φαινόμενα» -σεισμούς, πλημμύρες κτλ-, είτε πρόκειται για νέους και παλιούς ιούς, είτε κυρίως πρόκειται για κάποιο «επικίνδυνο πλήθος» ανθρώπων: «μεταναστευτικές ροές», αποκλεισμένοι και φτωχοποιημένοι πληθυσμοί, διαδηλώσεις, απεργίες, εξεγέρσεις. Στην «εποχή της πανδημίας», ο κορονοϊός ως «αόρατος εχθρός» (με όλες τις πολεμικές, πατριαρχικές και πατριωτικές αναπαραστάσεις του) προσφέρει μια χωροχρονικά διευρυμένη διάχυση του φόβου, υπέρ ενός γενικευμένου πειράματος εκπειθάρχησης, καθυπόταξης και στρατιωτικοποίησης της καθημερινότητας. Μπροστά σε αυτήν την «πρόκληση», ενεργοποιούνται και ανανεώνονται όλα τα κυριαρχικά εγχειρίδια καταστολής και ελέγχου. Αυτό δεν γίνεται από κάποια κλειστή συνωμοσιολογική σέχτα αλλά από τα -κατά βάση δημοκρατικά- κρατικά/καπιταλιστικά/στρατιωτικά διευθυντήρια και όλους τους συναφείς θεσμούς της διαμεσολάβησης, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκοσμιοποιημένο επίπεδο.
Ο «φόβος για το πλήθος» ως ιδεολόγημα δεν είναι κάτι καινούριο: είναι ένα βασικό εργαλείο διαμόρφωσης των «επικίνδυνων τάξεων» (τον 19ο αιώνα οι μονάρχες και οι κυβερνήτες το ονόμαζαν -όχι άδικα εν τέλει- «φόβο των μαζών» μιας και παντού ξεσπούσαν εξεγέρσεις και επαναστάσεις που κάποιες φορές διέλυαν την κυριαρχία τους). Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον φόβο των κυρίαρχων τάξεων μπροστά σε συλλογικά πεδία ακηδεμόνευτων σχέσεων που εμπεριέχουν δυνατότητες ανατροπής τους. Για αυτό και όλα τα «υγειονομικά μέτρα» που παίρνονται έχουν να κάνουν με το να καταστήσουν κατά βάση τους κοινούς τόπους συνάντησης των «από κάτω» ως τόπους κινδύνου. Ειδικότερα τους τόπους εκείνους που χαρακτηρίζονται είτε συνειδητά είτε δυνητικά από το στοιχείο της χειραφέτησης. Σε αυτό άλλωστε έγκειται και η σαφής επιλεκτικότητα της «επικίνδυνης συνάθροισης» στις πορείες, στις πλατείες και στις καταλήψεις και όχι στα εργοστάσια, στα ΜΜΜ, στους τουριστικούς «παραδείσους» της εθνικής οικονομίας ή στα «γκαλά» και τις «δεξιώσεις» της «υψηλής κοινωνίας». Σε πλήρη αντιστοίχιση με τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, ένα τέτοιο πλήθος πρέπει να φοβάται τον εαυτό του, πρέπει να αντιληφθεί τον εαυτό του και κατ’ επέκταση τον/την διπλανό/ή του ως απειλή. Και όσο δεν πειθαρχεί στο νέο υπόδειγμα -που ορίζεται με εύπλαστη ασάφεια είτε ως «δημόσια τάξη» είτε ως «δημόσια υγεία»- τόσο θα δεχτεί την επιλεκτικότητα, την αυστηροποίηση και τη βία της ποινικής μηχανής. Η κυρίαρχη στρατηγική διαχείρισης του κινδύνου δεν είναι μόνο ο έλεγχος της «επικινδυνότητας» αλλά η καταστολή κάθε μορφής απείθειας: κοινωνικές και ατομικές συμπεριφορές, καθημερινές και μη πρακτικές, συνήθειες κτλ που μέχρι πρότινος δεν εντάσσονταν έμμεσα ή άμεσα στην «ύλη» του ποινικού συστήματος, τώρα πια αποτελούν σημείο διαφοροποίησης από την «υγιή πλειοψηφία».
Αυτό το νέο παράδειγμα που ζούμε, το διευρυμένο πείραμα της καραντίνας -ενός ιδιότυπου μαζικού κοινωνικού εγκλεισμού και ελεγχόμενης κυκλοφορίας- σηματοδοτεί τη διείσδυση του κοινωνικού ελέγχου πέρα από τους τοίχους του «παραδοσιακού» εγκλεισμού -είτε αυτή είναι φυλακή είτε τα σύγχρονα στρατόπεδα εκτοπισμού μεταναστ(ρι)ών- και τη διασπορά και εγκατάστασή του σε κάθε κοινωνικό, δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο. Συγχρόνως, εντείνει τη σύγχυση των χωρικών ορίων που σηματοδοτούν τις διαφορές μεταξύ του «εντός» και του «εκτός». Με τον τρόπο αυτό, αναδύεται ένα κοινωνικό σωφρονιστικό συνεχές, όπου οι κρατικές παρεμβάσεις και οι έλεγχοι γίνονται τετριμμένη καθημερινότητα, ενώ ταυτόχρονα διευρύνεται ο ελεγχόμενος/ύποπτος/παραβατικός πληθυσμός που προκύπτει από τους ασαφείς ορισμούς της «παρεκτροπής» και της «κανονικότητας». Αξίζει να σημειωθεί ότι οι «καινοτομίες» αυτού του νέου πλαισίου καταστολής και ελέγχου πέρα από την πολιτική και ιδεολογική αναφορά στον νεοφιλελευθερισμό, η οποία άλλωστε επικυριαρχεί εδώ και σχεδόν μισό αιώνα πια, προέρχονται από το προνομιακό πεδίο της επιστήμης (π.χ. διαμέσου της ιατρικής ή της στατιστικής) και της τεχνολογίας (π.χ. διαμέσου της ραγδαίας εξάπλωσης της ψηφιοποίησης και του διαδικτύου σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής).
Σε θεσμικό επίπεδο, η «υγειονομική κρίση» αποτελεί ευκαιρία για να περάσουν και να εγκαθιδρυθούν διάφοροι νόμοι οι οποίοι εντάσσονται μέσα στο κλίμα της «αντιμετώπισης του πλήθους» (αντιαπεργιακός νόμος, νόμος για τις διαδηλώσεις, δημιουργία αστυνομίας πανεπιστημίων) αλλά και της οξυνόμενης επίθεσης στο κοινωνικό σώμα των εκμεταλλευόμενων (νόμος για την αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων, την απελευθέρωση των «βρώμικων» περιβαλλοντικά επενδύσεων -αιολικά, εξορύξεις, ενεργειακό, τουρισμός, σχεδιαζόμενο νομοσχέδιο για την «μεταρρύθμιση» στο ασφαλιστικό κτλ.). Παράλληλα, ο συνεχής γιγαντισμός των σωμάτων ασφαλείας με νέες προσλήψεις και δημιουργία νέων αστυνομικών σωμάτων, η θεαματική βία στην αντιμετώπιση των «ταραχοποιών», η διαρκής αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών του στρατού, η θανατοπολιτική σε μετανάστ(ρι)ες (όπου πλέον η μόνη προοπτική τους είναι είτε το διαρκές κυνηγητό της αστεγίας και της εξαθλίωσης, είτε ο εγκλεισμός τους σε στρατοπεδικούς χώρους, είτε οι συνεχώς εντεινόμενες δολοφονικές επαναπροωθήσεις στα σύνορα), η καταστολή των καταλήψεων, η νομοθέτηση ειδικών νόμων εξαίρεσης απέναντι σε πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστεί ως «εχθροί της δημοκρατίας» (όπως η υπόθεση της απεργίας πείνας του αγωνιστή Δημήτρη Κουφοντίνα) είναι κομμάτια όλου αυτού του «πειράματος διαχείρισης κινδύνου». Και όχι, φυσικά, «εξαιρέσεις» κάποιου κανόνα ή «δημοκρατικές εκτροπές», όπως προτάσσει η αριστερά για να χαϊδεύεται με τις «υγιείς πλειοψηφίες», επαναδιαμορφώνοντας ταυτόχρονα το πεδίο αφομοίωσης και χειραγώγησης των κοινωνικών αντιστάσεων από το σύστημα της αντιπροσώπευσης. Η σωστή διαχείριση καταστάσεων «έκτακτης ανάγκης» οφείλει να ρευστοποιεί αυτό που μέχρι πριν θεωρούταν όριο στην κρατική νομιμότητα και να διαφημίζει τις παρεκτροπές της για τη διαφύλαξη των υψηλών «κοινών» ιδανικών: είτε ονομάζεται «δημόσια τάξη και ασφάλεια», είτε «δημόσια υγεία», είτε εθνική ενότητα, είτε πατρίδα…
2. Το πρόστιμο ως απειλή, τιμωρία και σωφρονισμός και η άρνησή του ως συνέχιση των αγώνων
Σε αυτήν ακριβώς λοιπόν την συγκυρία εισάγονται τα διοικητικά πρόστιμα (μια μορφή οικονομικής καταστολής) σε μαζική κλίμακα, τα οποία κατέληξαν στα γνωστά 300ρια, ως κομμάτι της αντιμετώπισης της «ατομικής ευθύνης» του καθενός/μιας στο κοινό ιδανικό: αυτής που πρέπει να δικαιολογήσει μέσα σε 6 επιλογές τη «νομιμότητα» της παρουσίας κάποιας/ ου στον δημόσιο χώρο. Τα πρόστιμα δεν είναι «φτηνά» εισπρακτικά μέσα. Ανήκουν σε μια συστηματική πολιτική «οικονομικοποίησης» του σωφρονισμού (μαζί με άλλα κομμάτια όπως η εξαγορά ποινών ή ακόμα και η απλήρωτη εργασία κρατούμενων σε φυλακές κτλ). Ακόμα και αν κοιτάζουν προς την «εισπραξιμότητα» (σε ένα χρόνο έχουν καταλογιστεί κορονο-πρόστιμα άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ) στην ουσία αποτελούν ένα «έξυπνο μέτρο» αντιμετώπισης της κοινωνικής «απείθειας»: δεν σωματοποιούν τη βία του νόμου, αλλά τη διαχέουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όταν το μέτρο άρχισε να αμφισβητείται και να μην αποφέρει στον επιθυμητό βαθμό τον σωφρονισμό των υποκειμένων, με συνοπτικές διαδικασίες δοκιμάστηκε και παγιώθηκε μία αύξηση 100%, η οποία σε καμία άλλη περίπτωση δεν συνηθίζεται. Το τιμωρούμενο υποκείμενο, μένει μόνο του απέναντι όχι σε κάποιους φυσικούς δικαστές ή έναν εύκολα ή δύσκολα ανατρέψιμο συσχετισμό, αλλά σε ένα ψηφιοποιημένο ποσό που αναμένει την είσπραξή του μέσω του ΑΦΜ του καθενός/μίας, μιας ποινής που θα εισπραχθεί-διεκπεραιωθεί μέσω των αυτοματοποιημένων πλέον οικονομικών καναλιών (με βασικότερο τον λογαριασμό μισθοδοσίας του καθενός). Γίνεται δηλαδή μια προσωπική ιστορία διευθέτησης ενός οικονομικού βάρους και όχι μια ανοιχτή κοινωνική υπόθεση στον δημόσιο χώρο.
Η καταστολή με μορφή προστίμου δεν είναι κάτι καινούριο ούτε κάτι ασύνδετο με το ότι έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια στο πεδίο τόσο της κατασταλτικής στρατηγικής του κράτους όσο και της «οικονομικής αναδιάρθρωσης» του. Είναι κομμάτι μιας επιθετικότατης κρατικής εισπρακτικής στρατηγικής με όρους οικονομικού καταναγκασμού που ξεκινάει με δεσμεύσεις λογαριασμών για χρέη έως κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων, εκκαθαρίζοντας έτσι τις «ατομικές οικονομικές ευπάθειες» που εμποδίζουν την ευρωστία της αγοράς και της «εθνικής οικονομίας». Εξάλλου η ψηφιακή ενοποίηση των ελεγκτικών και εποπτικών μηχανισμών, η φορολογική ενοποίηση, ο εξαναγκασμός πραγματοποίησης συναλλαγών μόνο μέσω του τραπεζικού συστήματος (όλα τεχνικά μέσα που δημιουργήθηκαν και εξελίχθηκαν μέσα στα προηγούμενα χρόνια ως δεσμεύσεις του ελληνικού κράτους για τη διαφάνεια απέναντι στους δανειστές του), έχουν δημιουργήσει όχι απλά μια ολοκληρωμένη βάση πληροφοριών για όλους/ες, αλλά μια δομή αυτόματου «εντοπισμού» και απόδοσης «ποινής». Μιας ποινής η οποία παράγει «μικρές» αλλά πολύ λειτουργικές δυσκολίες στην καθημερινότητα όποιου/ας βρεθεί με κάποιου είδους διοικητικό χρέος: μπλοκάρισμα τραπεζικού λογαριασμού μισθοδοσίας, αδυναμία έκδοσης βιβλιαρίου παροχής υπηρεσιών κτλ, ενώ όλο και πιο συχνά σε διάφορες καθημερινές δραστηριότητες ζητούνται «φορολογικές ενημερότητες» (τελευταία μόδα από τους ιδιοκτήτες σπιτιών όταν νοικιάζουν σπίτια). Στο μεγάλο οικονομικό σωφρονιστικό κατάστημα που ορίζεται από τα τυχόν χρέη κάποιου/ας, η είσοδος και έξοδος από αυτό συνοδεύεται από πιστοποιητικά «οικονομικής υγείας». Οι αντιστοιχίες με την υγειονομική δυστοπία του παρόντος και τα πιστοποιητικά υγείας και εμβολιασμών που θεσπίζονται δεν είναι βέβαια τυχαίες: η κοινή γραμμή του διευρυμένου κοινωνικού ελέγχου ζητάει πλέον πιστοποιητικά από την κάθε μας στιγμή.
Από την πλευρά των κοινωνικών αγώνων και αντιστάσεων είναι προφανές ότι η οικονομική καταστολή λαμβάνει ολοένα και πιο κεντρικό ρόλο στη γενικότερη κατασταλτική στρατηγική. Οι διαχρονικές επιδιώξεις των κυρίαρχων για την αποπολιτικοποίηση και την αποσυλλογικοποίηση των αρνήσεων των «από κάτω» βρίσκει στα διοικητικά πρόστιμα ένα «χειρουργικό» εργαλείο για την πλήρη απονοηματοδότηση του εκάστοτε πολιτικού-κοινωνικού περιεχομένου της «παράβασης» και την εξατομικεύση μέσα στα «άβατα» των ατομικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων. Σε αντίθεση με την έως τώρα συνηθισμένη ποινική καταστολή, μπροστά στην οποία -ανεξαρτήτως της σφοδρότητάς της- οι αντιστεκόμενοι/ες διαθέτουν τις συλλογικοποιημένες εκείνες προτάσεις αλληλεγγύης και συνέχισης του αγώνα τους, τα πρόστιμα κατακερματίζουν τα συλλογικοποιημένα υποκείμενα εγκλωβίζοντάς τα στις εξατομικευμένες «ενοχές» και στις μικροαστικές επιταγές των φορολογικών ενημεροτήτων: εκεί όπου οι συλλογικές διεργασίες σβήνουν και εκεί όπου «χορεύουν» οι πιο «ενδότεροι» καταναγκασμοί των σχέσεων της ιδιοκτησίας, της οικογένειας και της νομιμότητας. Όταν σε ένα τέτοιο πλαίσιο συντηρητικοποίησης δε, διαμορφώνονται εκβιασμοί και ληστρικές τακτικές που εγείρουν ζητήματα στοιχειώδους διαβίωσης ή και επιβίωσης, τότε η κατάσταση γίνεται πιο ασφυκτική για κάθε είδους χειραφετητικές απαντήσεις από ποτέ.
Οι μεγάλες εισπράξεις των δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ που απορρέουν από τη ευρεία επιβολή του προστίμου μέσα στην περίοδο της καραντίνας είναι ενδεικτικές του πόσα άτομα επλήγησαν από αυτό. Σε ένα κρεσέντο εμπαιγμού, το διοικητικό πρόστιμο πήγε χέρι-χέρι με προσαγωγές και συλλήψεις στα πλαίσια παρεμβάσεων ή πολιτικών δράσεων κόσμου που αντιδρούσε σε όσα γινόταν προσπαθώντας να παρέμβει στον απαγορευμένο πια δημόσιο χώρο. Κάνοντας έτσι το πρόστιμο προμετωπίδα της καταστολής και κύριο διακύβευμα σε όποιον αντιτίθεται ενεργά στους δρόμους. Στην άλλη πλευρά αυτής της αιχμής και μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο επιβολής του νόμου και τάξης, ήταν εμφανές ότι το μέτρο αυτό έφερε περισσότερη αμηχανία και αδράνεια από όσο του αναλογούσε, δείγμα ίσως μίας ανεπάρκειας συλλογικών και κινηματικών κατευθύνσεων απέναντί του. Ωστόσο, σταδιακά πλήθαιναν οι φωνές αντίστασης και είδαμε να εμφανίζεται -είτε οργανωμένα είτε σε πιο χαλαρή κοινωνική μορφή- μια αλληλεγγύη σε όσους/ες επλήγησαν (και ειδικά στο πλαίσιο δράσεων). Έτσι μέσα από διάφορα κανάλια συλλέγονται χρήματα για την αποπληρωμή όλο και περισσότερων προστίμων. Αυτό αποτελεί ένα σημείο κριτικής και προβληματισμού στο κατά πόσο το μέτρο του διοικητικού προστίμου δείχνει ήδη την αποτελεσματικότητά του, όχι μόνο σε (εισ)πρακτικό αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο, αφού καταλήγουν ακόμα και αυτοί που του αντιτίθενται και το αμφισβητούν να το πληρώνουν πριν καν εξαναγκαστούν για κάτι τέτοιο. Επαληθεύοντας έτσι εκείνο ακριβώς το κομμάτι του που εκπορεύεται και πατάει στην κουλτούρα της «τακτοποίησης οφειλών» του ατόμου απέναντι στο κράτος ενάντια στην κουλτούρα της συλλογικής ανυπακοής ενάντιά του. Η αλληλεγγύη καταλήγει εν τέλει – όποιες και αν ήταν οι αρχικές της προθέσεις – να εκφυλίζεται σε μία οικονομική στήριξη που με τη σειρά της αφού δεν υλοποιεί σχέσεις και ροπές αγώνα καταλήγει να κάνει το μέτρο του διοικητικού προστίμου απλά πιο «αποδοτικό», τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα (μιας και η συνεχής αποπληρωμή προστίμων είναι λογικό ότι θα συναντήσει και με αμιγώς οικονομικούς όρους τα όριά της, διαχέοντας ακόμα περισσότερο στις συνειδήσεις των «από κάτω» μια εν τέλει επίπλαστη αλλά υπαρκτή ματαιότητα των αντιστάσεων).
Αντ’ αυτού όμως υπάρχει και η αλληλεγγύη που αντιτίθεται σε ότι φέρει από πίσω του το διοικητικό πρόστιμο και προτάσσει τις σχέσεις απέναντι στην απομόνωση και την εξατομίκευση, την αποδόμηση της καταστολής ενάντια στην απολιτικοποίηση, την ενεργή δράση ενάντια στην παθητική «τακτοποίηση οφειλών» και εν τέλει την ίδια την άρνηση του ίδιου του προστίμου εν γένει. Μιας τέτοιας μορφής και περιεχομένου αλληλεγγύη που στηρίζει όσους/ες αρνούνται ενεργά τον χαρακτήρα και την πληρωμή του προστίμου, σπάει την αλυσίδα της εύρωστης καταστολής στην πράξη και επαναφέρει το ζήτημα στη σφαίρα του πολιτικού, του κοινωνικού αλλά και του αγώνα.
Όπως έχουμε αναφέρει άλλωστε και στο παρελθόν, η οικονομική καταστολή δεν είναι μια αφαιρετική συμφορά, αλλά μια κρατική στρατηγική πίσω από την οποία βρίσκονται τα υποκείμενα υλοποίησής της. Είναι η στιγμή που οι φορείς και εντολείς της κρατικής εξουσίας συνεργάζονται μεταξύ τους για να πλήξουν και να καταστείλουν τους «από κάτω» αυτού του κόσμου και αυτούς/ές που αμφισβητούν την εξουσία. Είναι η στιγμή που οι κρατικές, αστυνομικές, στρατιωτικές και δικαστικές αρχές θα συνεργαστούν με τα δημοτολόγια, τις Δ.Ο.Υ. και τις τράπεζες. Από τους στρατολόγους που αποστέλλουν στους εφοριακούς σημειώματα για την επιβολή προστίμων για ανυποταξία, τους μπάτσους που τους μοιράζουν αφειδώς «υγειονομικά» πρόστιμα με τη σφραγίδα της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, μέχρι τους δικαστές που τους εξαναγκάζουν είτε σε πληρωμή προστίμων είτε σε εξαγορά των συσσωρευμένων ποινών τους. Από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων που εντοπίζει τους οφειλέτες των οικονομικών προστίμων και δίνει εντολές εκτέλεσής τους με δεσμεύσεις και κατασχέσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών μέχρι τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων που διαχειρίζεται τα στίγματα των ζωών εκατομμύρια ανθρώπων και με το πάτημα ενός κουμπιού στέλνει εντολή στην εκάστοτε τράπεζα να δεσμεύσει λογαριασμούς και ενίοτε να κατάσχει μισθούς, επιδόματα και επιστροφές φόρων. Από τους διευθυντές των εφοριών που υπογράφουν και επιδίδουν φακέλους ενημέρωσης και διευθέτησης του χρέους των οφειλετών μέχρι τον μπάτσο της γειτονιάς που θα συλλάβει τον οφειλέτη. Από τα δικαστικά τμήματα των εφοριών μέχρι τα διοικητικά δικαστήρια που νομιμοποιούν τα πρόστιμα.
Οι κατασταλτικοί σχεδιασμοί για τη χειραγώγηση, την εκπειθάρχηση και την καθυπόταξη των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων αυτού του κόσμου, είναι στο χέρι των τελευταίων να επιστραφούν στους «φυσικούς» και «ηθικούς» αυτουργούς τους.
ΕΛΕΓΧΟΙ-ΠΡΟΣΤΙΜΑ-ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΒΙΑ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ – ΦΩΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ
ΣΤΙΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ – ΒΟΛΤΕΣ, ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ, ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΚΟΗ
ΣΤΑ ΠΡΟΣΤΙΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΚΒΙΑΣΜΟΥΣ – ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΝΗΣΕΙΣ ΠΛΗΡΩΜΩΝ
Μάρτιος 2021
Πρωτοβουλία για την ολική άρνηση στράτευσης (αθήνα) & Ολικοί αρνητές στράτευσης
(το κείμενο αυτό γράφτηκε επίσης επ’ αφορμή του διοικητικού δικαστηρίου στις 26/3 του αναρχικού ολικού αρνητή στράτευσης Παύλου Χριστόπουλου για το πρόστιμο που του επιβλήθηκε για την ανυποταξία)
Η επιβολή μιας νέας «συνθήκης έκτακτης ανάγκης» στη βάση της επαπειλούμενης ασθένειας έχει θέσει νέους όρους στην οργάνωση της καθημερινής ζωής. Ζούμε σε συνθήκη καραντίνας, με νέες τεχνικές εκπειθάρχησης και κοινωνικού ελέγχου. Απαγορευτικές ρυθμίσεις, κλειστά σύνορα, αεροδρόμια, λιμάνια, σχολεία, καταστήματα, δημόσιοι χώροι και πάρκα. Ενίσχυση της αστυνομικής παρουσίας στους δρόμους και πρόστιμα στους “ασυνείδητους” παραβάτες. Απολύσεις, αναστολή εργασίας, συνθήκες γαλέρας σε σουπερμάρκετ και νοσοκομεία. Απαγόρευση των συναθροίσεων, των συγκεντρώσεων, έξοδος από το σπίτι μόνο με γραπτή άδεια και κάποιο λόγο από αυτούς που έχουν υπαγορευτεί ως «σκόπιμοι» (ψώνια, φαρμακεία/γιατρός, εργασία, έως και βοήθεια σε άτομα που τη χρειάζονται).
Την ίδια στιγμή που εργοστάσια και άλλοι χώροι εργασίας με μεγάλο αριθμό εργαζομένων συνεχίζουν τη λειτουργία τους -χωρίς το κράτος “προστάτης” να κόπτεται για αυτούς, αφού βασικό μέλημα είναι η όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη παραγωγή και κατανάλωση εμπορευμάτων – πάρκα, άλση, δασικές εκτάσεις, παραλίες, ακόμα και βουνά (βλ. Πάρνηθα) σφραγίζονται με το πρόσχημα της «προστασίας της δημόσιας υγείας». Και αυτό καθόλου τυχαία. Οι χώροι αυτοί είναι τόποι συνεύρεσης και συνάντησης, εκεί που κάποια/ος μπορεί να περπατήσει, να τρέξει, να παίξει, να βρεθεί κάτω από τον ήλιο, να επικοινωνήσει με άλλους ανθρώπους, μακριά από την μονότονα επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα της πόλης του τσιμέντου, των εμπορευμάτων, των αυτοκινήτων. Και είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που έχουν δαιμονοποιηθεί στον μέγιστο βαθμό.
Εκτός της ζωής μας και το πάρκο τρίτση. Ένας χώρος στα υποβαθμισμένα δυτικά προάστια της Αθήνας, μια ανάσα ζωής για τους εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων των γύρω περιοχών. Θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια να θεωρήσουμε ότι αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια παρένθεση στο καθεστώς ύπαρξής του και ότι θα επανέλθουμε στην πρότερη κατάσταση με τη σήμανση του τέλους του “κινδύνου”. Η ιστορία δεν έχει ασυνέχειες, το ίδιο και εκείνη του πάρκου τρίτση. Ό,τι συμβαίνει τώρα συνδέεται αδιάρρηκτα με το παρελθόν και το μέλλον του. Και αυτό, όπως και το σύνολο των λιγοστών εναπομείναντων ελεύθερων χώρων της μητρόπολης, βρίσκεται χρόνια τώρα στο μάτι του κυκλώνα των αναπτυξιακών σχεδίων κράτους και κεφαλαίου. Η έκτασή του συρρικνώθηκε επανειλημμένα για να καταληφθεί ανατολικά από μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις και νότια από τις επιχειρήσεις των δημοτικών αρχών των πέριξ περιοχών. Αλλά και εντός του πάρκου, τα διάφορα μαγαζάκια και οι μ.κ.ο. με “οικολογική” βιτρίνα συνεισφέρουν στην ίδια κατεύθυνση. Οι φυτευτοί φορείς διαχείρισής του φρόντιζαν πάντα να το διατηρούν σε μια κατάσταση ελεγχόμενης εγκατάλειψης, σε ένα καθεστώς που νομιμοποιεί την ανάπτυξή του με εμπορευματικούς όρους, τη μη ελεύθερη προσβασιμότητα, την περίφραξή του, την κατάργηση του χαρακτήρα του ως ελεύθερου χώρου (μια από τις τελευταίες κινήσεις υπήρξε η προσπάθεια ριζικής υποβάθμισης ενός κομματιού του, με την εγκατάσταση σταθμού επεξεργασίας λυμάτων, κάτι που αποτράπηκε με την έγκαιρη ανάδειξη των σχεδίων τους από αγωνιζόμενες/ους των γειτονιών μας).
Η τωρινή εικόνα του πάρκου είναι εικόνα από το μέλλον. Κλειδωμένες πύλες, ελεγχόμενη είσοδος, αστυνόμευση. Πειθαρχία στις απαγορεύσεις και το καθεστώς ελέγχου και εμπορευματοποίησής του, πάταξη των κοινωνικών αντιστάσεων. Γελιόμαστε αν θεωρούμε ότι αυτή η συνθήκη δεν θα αφήσει τα ίχνη της. Είδαμε ήδη κινήσεις προς την κατεύθυνση εξαφάνισης του δημόσιου χαρακτήρα τέτοιων χώρων, όπως του λόφου Φιλοπάππου, για τη διαχείριση του οποίου ιδρύθηκε στις αρχές Μάρτη εταιρεία ιδιωτικού δικαίου -ο λόφος βρίσκεται σε μια περιοχή που ο οδοστρωτήρας του airbnb και της τουριστικοποίησης απειλεί να αλλάξει τη γεωγραφία της περιοχής, ενώ ενάντια σε αυτή τη συνθήκη ξεδιπλώνονται κοινωνικές αντιστάσεις από τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Την περίοδο αυτή επιβάλλονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που χρόνια τώρα αποτελούν διακαείς πόθους της εξουσίας. Για τους αναπτυξιακούς χάρτες του κράτους και των αφεντικών οι χώροι αυτοί, με την ελεύθερη πρόσβαση για όλες/ους και τις κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στο καθεστώς εξαφάνισής τους, αποτελούν χωροχρόνους αρρυθμίας στη ροή των κυρίαρχων σχέσεων και προτύπων και παραμένουν πάντα στο στόχαστρο των σχεδίων της εξουσίας.
Σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην ίδια τη βούληση καθενός και καθεμιάς μας, με νομιμοποιητικό άλλοθι την αποφυγή της ασθένειας, καλούμαστε από το κράτος να πειθαρχήσουμε στην απώλεια ενός σημαντικού στοιχείου της ζωής μας. Να συναινέσουμε στη θεώρησή της απλά με όρους βιολογικής ύλης, να την υποβιβάσουμε σε μια συνθήκη επιβίωσης. Οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας συρρικνώνονται ομογενοποιημένες στο “αναγκαίο” των κρατικών οδηγιών, υποβιβασμένες σε χαρτιά κατ’ εξαίρεση μετακινήσεων, με προορισμούς επιλεγμένους σύμφωνα με τις ανάγκες του κυρίαρχου συστήματος: εργασία, σουπερμάρκετ, τράπεζες, φαρμακεία, γιατροί και πάλι πίσω…με την ασφυξία των τεσσάρων τοίχων και των οικογενειακών σχέσεων να γίνονται ο πολιορκητικός κλοιός μιας αβίωτης καθημερινότητας. Οι ανάγκες μας όμως δεν ιεραρχούνται, δεν υποβάλλονται, δεν αναστέλλονται.
Ο δρόμος, τα πάρκα, οι πλατείες ζωντανεύουν από την παρουσία μας, από τις αντιστάσεις μας. Και εμείς αναπνέουμε μέσα από αυτά. Είναι μέρος της ζωής μας. Να μην παραχωρήσουμε ούτε σπιθαμή τους, ούτε μια μέρα χωρίς αυτά. Καμία συστράτευση με τα κυρίαρχα σχέδια, καμιά συναίνεση στο καθεστώς της εξατομίκευσης, της μοναξιάς, του φόβου και της ανασφάλειας που μας επιβάλλουν. Δεν μένουμε απομονωμένοι/ες, ούτε μόνοι/ες. Στεκόμαστε απέναντι σε λογικές αποκλεισμού, υγιεινισμού, αναπαραγωγής των κυρίαρχων όρων και υποδεδειγμένων σχέσεων. Η μία δίπλα στον άλλο, να χτίσουμε γέφυρες συνάντησης, αλληλοβοήθειας, συλλογικής φροντίδας.
Γιατί τα πιο όμορφα κομμάτια αυτού του κόσμου υπάρχουν χάρη στην αλληλεγγύη, το μαζί, το συλλογικό.