- Details
- Category: Αναλύσεις
Το άστρο έφυγε, φώτισε μια στιγμή τη φάτνη και χάθηκε, ποιος ξέρει σε ποιο σημείο του διαστήματος ταξιδεύει τη φήμη που απόκτησε. Κάπου μοιάζει η ιστορία να γράφτηκε από την πυρωμένη αχτίδα αυτού του άστρου. Όμως η πραγματικότητα είναι πιο ισχυρή και πιο πικρή από την τεχνητή μαγεία ενός ουράνιου σώματος.
Η πόλη, απόψε το βράδυ, ίσως και να έχει την ανάγκη ενός ακόμη άστρου. Όχι για να πιστέψει και να σώσει την ψυχή της, αλλά για να κοιτάξει ξαφνιασμένη την όψη της στη λάμψη του και να διαπιστώσει κάποιες λησμονημένες ανάγκες. Οι ύμνοι και τα τροπάρια, όλη αυτή η μεταφυσική γλυκανάλατη ποίηση, γράφτηκαν για να ξεχαστεί η αλήθεια της ζωής.
Και η αλήθεια, όλη αυτή η πραγματική μυθολογία του καθημερινού, όντως ξεχάστηκε, ναυάγησαν τα πραγματικά νοήματα σε μια σκοτεινή θάλασσα από αυταπάτες. Ένα βρέφος, λέει, γεννήθηκε σε ένα παχνί, σε καιρό απογραφής, μυστηριώδεις γέροντες, κάτοχοι μαγικών τεχνών, κίνησαν να προσκυνήσουν, ανυποψίαστοι βοσκοί πήραν κι αυτοί τον κλήρο τους από το θαύμα.
Αν δεν ήταν εξουσία μπορεί και να ήταν συγκίνηση.
Ο χρόνος που φεύγει κλέβει κάτι από τη ζωή του κόσμου. Σέρνει μαζί του κάποιες από τις χτεσινές βεβαιότητες. Η αλήθεια μας στρέφει γρήγορα σε μύθο. Η νέα αλήθεια μας κάνει πιο σίγουρους. Αυτό είναι η γνώση. Καλά πάμε.
Το κόστος κάθε κομπίνας το εισπράττει κάποιος αφελής. Είναι γνωστή η περίπτωση του επαρχιώτη και του παπατζή.
Σήμερα που τελείωσαν οι φάτνες, αναδύθηκαν και κυριαρχούν οι βιομηχανίες παιχνιδιών.
Στα περίχωρα της Βηθλεέμ συνεχίζονται οι συγκρούσεις Ισραηλινών και Παλαιστινίων.
Περνάμε συνεχώς μέσα από την οδό του αυτονόητου. Ναι.
Τι σημασία έχει;
Αφού πάντα ψάχναμε ένα φωτεινό μετέωρο για να ελπίσουμε, πάντα γινόμαστε σκιές κάτω από τους προβολείς υποθέσεων που δεν μας αφορούν. Τι μένει όταν σβηστεί ο πανικός;
Ίσως η νοσταλγία, η επιστροφή σε μια μελαγχολία που πολλά υποσχέθηκε.
Ίσως η επιμονή σε κάτι που λάμπει μέσα στην ευαισθησία μας.
Ίσως τίποτα, μια αμίλητη κίνηση χωρίς πρόδηλο νόημα.
Οι εξουσίες ενεδρεύουν σε κάθε γωνιά.
Οι εξουσίες είναι ριζωμένες στη γλώσσα και την τέχνη μας.
Χρειαζόμαστε μια νέα προθυμία για ζωή, μια νέα φλόγα ερωτική μέσα στη γενική νεύρωση.
Το άστρο φωτίζει το προφίλ της μοναξιάς. Οι Αθηναίου που προσγειώνονται στην ερημιά των πολυμέσων. Ένας επερχόμενος πόλεμος. Ένα νέο γκάλοπ. Κάποια δημοσιεύματα για τους πρόσφυγες. Δύο ακόμη θάνατοι από πρέζα.
Όχι μόνο δεν έκλεισε το Νταχάου της Κέρκυρας αλλά άνοιξαν λευκά κελιά στον Κορυδαλλό.
Τι γρήγορα και τι εύκολα που φεύγουν τα χρόνια σ' αυτή την πόλη...
[Το κείμενο αυτό μοιράστηκε σε συγκέντρωση του Θερσίτη στις 28.12.2002. Με αφορμή το γιορτινό κλίμα εκείνων (και αυτών) των ημερών, με αφορμή το μύθο των χριστουγέννων και των ιδεολογημάτων που τα συνοδεύουν, με αφορμή τις αιχμηρές αντιθέσεις που καταγράφονται πάντα αυτές τις ημέρες μεταξύ της πραγματικής κοινωνικής κατάστασης και του επίπλαστου των ημερών των χριστουγέννων, αναδημοσιεύουμε και σήμερα το κείμενο αυτό. Είναι προφανές ότι η επιτάχυνση των κυριαρχικών επιβολών στους "από κάτω" είναι τέτοια που πλέον η συνθήκη που περιγράφει το κείμενο πριν από 11 χρόνια δείχνει μακρινή. Κανείς εξάλλου δεν είχε φανταστεί πριν 11 χρόνια ότι από τα λευκά κελιά του Κορυδαλλού θα είχαμε φτάσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, κανείς δεν είχε φανταστεί τους απανωτούς θανάτους των φτωχών από την έλλειψη των στοιχειωδών που αφορούν την στέγαση, τη θέρμανση, την περίθαλψη, τη διατροφή, κανείς δεν είχε φανταστεί την αιθαλομίχλη, τις Λαμπεντούζες, τις αυτοκτονίες. Και κανείς δεν είχε φανταστεί την ανάγκη όσο ποτέ για αναζωπύρωση των κοινωνικών αντιστάσεων. Πράγματι, τι γρήγορα και τι εύκολα που φεύγουν τα χρόνια σ' αυτή την πόλη...]
- Details
- Category: Αναλύσεις
Με αφορμή τον πολύμηνο αγώνα των κατοίκων των Σκουριών και την επιμονή του κράτους-αφεντικών για τη δημιουργία ορυχείων εξόρυξης χρυσού στην περιοχή, ο νους γεννά ερωτήματα και αναζητά απαντήσεις.
Γιατί άραγε ο χρυσός έχει τόσο μεγάλη αξία; Ποιος είναι ο λόγος άραγε που μια χούφτα χρυσού έχει μεγαλύτερη αξία από μια χούφτα ξύλο και από τι καθορίζεται;
Μια απλοϊκή απάντηση είναι ότι με μια χούφτα χρυσού μπορεί να αγοράσει κανείς πολλά περισσότερα εμπορεύματα από ότι με μια χούφτα ξύλο. Γιατί άραγε;
Η αξία που δίνεται στα αντικείμενα καθορίζεται από τον ανθρώπινο «κόπο και χρόνο» που απαιτείται είτε για την εύρεση της πρώτης ύλης είτε για την μεταποίησή της είτε για την τελική παραγωγή και διάθεση ενός προϊόντος. Ξύλο μπορεί κανείς να βρει άμεσα εύκολα και δίχως μεγάλο «κόπο» (ακόμα!). Από την άλλη, για την εύρεση χρυσού απαιτείται μεγάλος «κόπος και χρόνος», μέσα και εργαλεία πολλαπλάσιες φορές περισσότερα.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η αξία που δίνεται σε ένα αντικείμενο-υλικό καθορίζεται κυρίως από τον ανθρώπινο «κόπο και χρόνο» που απαιτείται είτε για την κατασκευή του είτε για την εύρεσή του. Επιπλέον η αξία του διαμορφώνεται με βάση τη δυνατότητα ενός προϊόντος να παράξει συσσώρευση κερδών και κεφαλαίων (και ό,τι «δεινά» αυτή αποφέρει στις εργασιακές σχέσεις) σε όσους ελέγχουν και διαμορφώνουν την οικονομία της αγοράς.
Τι είναι όμως ο ανθρώπινος «κόπος και χρόνος»;
Κόπο στην ζωή μας καταβάλλουμε για την κάθε μας ενέργεια. Από την παρασκευή του φαγητού μας, τη διασκέδαση, μέχρι την ικανοποίηση των βιολογικών μας αναγκών. Κόπος λοιπόν είναι το μέτρο εκείνο που μετρά την κατανάλωση της ανθρώπινης ενέργειας για την ικανοποίηση ενός έργου ή μια ανάγκης. Η ζωή μας άλλωστε περιγράφεται από μια ροή έργων ή αναγκών που χρήζουν περάτωσης ή ικανοποίησης άρα κόπου και χρόνου. Σχηματικά θα λέγαμε ότι υπάρχει για τον καθένα ένα φανταστικό δοχείο όλου του ανθρώπινου «κόπου και χρόνου» που το περιεχόμενο του καταναλώνεται, πωλείται ή εξαγοράζεται για την ικανοποίηση των διάφορων αναγκών-ενεργειών.
Εκείνοι λοιπόν που εκμεταλλεύονται και διαμορφώνουν με χρηματικούς όρους την αξία ενός αντικειμένου-υλικού, έμμεσα εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο εκείνο «κόπο και χρόνο» που απαιτείται για την κατασκευή-εύρεση του. Δηλαδή εκμεταλλεύονται το περιεχόμενο του δοχείου που χρειάζεται για την ικανοποίηση των αναγκών, εκμεταλλεύονται τη φυσική κίνηση των ανθρώπων, των ζώων και των κοινωνιών για Ζωή.
Ζωή μπορούμε να θεωρήσουμε το σύνολο του ανθρώπινου χρόνου και κόπου και τις επιμέρους ενέργειες (καταμερισμός) που απαιτούνται για την επιβίωση αλλά και για κάθε άλλη δραστηριότητα. Όταν λοιπόν ο κόπος και ο χρόνος της κίνησης για Ζωή αποκτά χρηματική αξία, όταν αυτή η αξία διαμορφώνεται από τη βούληση και τις επιδιώξεις όσων ελέγχουν την οικονομία της αγοράς, όταν η παραγόμενη αξία αποδίδεται όχι σε εκείνους που την παράγουν, τότε στην ουσία αυτό που αποκτά αξία-τιμή είναι η ίδια η ζωή. Αυτό που τελικά εμπορεύεται, εκμεταλλεύεται και διαχειρίζεται ως προϊόν (από τους από πάνω) είναι η ίδια η ζωή των από κάτω.
Πέρα λοιπόν από την προφανή περιβαλλοντική καταστροφή του τόπου των ανθρώπων που κατοικούν στις Σκουριές (και όχι μόνο), είναι σημαντικό και το γεγονός ότι η «αξία» της εκμετάλλευσης του χρυσού όπως και κάθε εκμετάλλευσης (από την εργασία, την υγεία, την εκπαίδευση μέχρι τη διασκέδαση, τη μετακίνηση και την στέγη) δεν επιστρέφει σε εκείνους που σε τελική ανάλυση διαθέτουν τον χρονοκόπο τους. Συνεπώς μιλάμε για ολοκληρωτική εκμετάλλευση της ίδιας της ζωής.
Η «αξία» της ζωής όμως ανήκει σε εκείνους που την παράγουν και είναι συνάρτηση του κόπου και του χρόνου που της αντιστοιχεί. Είναι συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο οι ίδιες οι κοινωνίες (και όχι οι επενδυτές, τα κράτη και οι τράπεζες) αποφασίζουν και ορίζουν το σύστημα «αξιών» που τις διέπουν είτε αυτές είναι χρηματικές (ή μη) είτε είναι ηθικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές, περιβαλλοντικές κ.ά. Ο συνεχής αγώνας για την επιστροφή της «αξίας» της Ζωής σε εκείνους που τους ανήκει είναι ζήτημα αγώνα και αξιοπρέπειας.
Ενάντια σε κάθε εκμετάλλευση της ζωής προτάσσουμε την αλληλεγγύη σε όλους τους αγώνες που μάχονται από τα κάτω για την επιστροφή της αυταξίας της ζωής σε εκείνους που τους ανήκει.
- Details
- Category: Αναλύσεις
Αναδημοσίευση απο το περιοδικό του Θερσίτη Σαμιζντάτ, Τεύχος 6, Γενάρης 2003. Ένα επίκαιρο όσο ποτέ κείμενο.
Το κείμενο αυτό φωτοτυπήθηκε και τέθηκε προς διανομή στο τραπεζάκι εντύπων του Θερσίτη στην εκδήλωση στις 29/11/2013 με θέμα "Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού και η θεωρία των άκρων". Την εισήγηση της σχετικής εκδήλωσης με τίτλο "Περί "κρατικού αντιφασισμού", "θεωρίας των άκρων" και αντιφασιστικών μαχών" μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα (που μεταφράζονται πρώτη φορά στα ελληνικά) από το κείμενο State and Individual under National Socialism, γραμμένο το 1942 και ανέκδοτο μέχρι το 1998, οπότε και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Herbert Marcuse, Technology, War and Fascism, από τις εκδόσεις Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη.
Η επιλογή της δημοσίευσης φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία. Οι σκέψεις αυτές διατυπώθηκαν από τον πιο διακεκριμένο τιμητή της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Με τα εργαλεία μιας νεόφυτης για την εποχή μεταμαρξιστικής σκέψης γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί το φαινόμενο του εθνικοσοσιαλισμού μέσα στα καινούργια του δεδομένα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί και οδηγήσει (σ)τον πόλεμο.
«Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι επανάσταση ούτε ένα είδος ανανέωσης». Φαίνεται καταρχάς η ανάγκη να αποκαθηλωθεί μια γενικευμένη εντύπωση που ήθελε να δώσει αυτή η μορφή του φασισμού σε ολόκληρο τον κόσμο: η αύρα μιας νέας και λαοπρόβλητης δύναμης που μπορούσε να ενεργοποιήσει τα πιο απόκρυφα οράματα των φυλετικών ελίτ. Τα στοιχεία που αποκαλύπτουν το δυνάμωμα των γερμανών μεγαλοαφεντικών στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος είναι απαραίτητα για να απαντηθεί η εθνικοσοσιαλιστική λαϊκιστική ρητορεία της φετιχοποίησης των «αρετών της εργατικής τάξης».
Από κει και πέρα, θα μπορούσαμε να κάνουμε κριτική σε μια υπολανθάνουσα υπερασπιστική αντίληψη που χαρακτηρίζει το κείμενο για την αστική δημοκρατία. Όμως δεν είναι αυτό που διακυβεύεται σ’ αυτές τις γραμμές. Το κείμενο αυτό μπορεί να αφήσει κάποιον άναυδο, όχι τόσο για την αποκαλυπτική -και εμβριθή για την εποχή της- περιγραφή της πραγματικότητας του εθνικοσοσιαλισμού αλλά για την άμεση αναγνώριση των στοιχείων του φασισμού στα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα της μεταπολεμικής περιόδου.
«Ενσωματώνοντας και τον ελεύθερο χρόνο, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλυσε και το τελευταίο προστατευτικό προπύργιο των προοδευτικών όψεων του ατομικισμού». Μήπως αυτή δεν είναι μια πρώιμη αναγνώριση των βασικών στοιχείων της επερχόμενης κοινωνίας του θεάματος;
Το απαύγασμα, βέβαια, που δικαιολογεί και την επιλογή αυτής της δημοσίευσης, είναι οι αναφορές του κειμένου στη δομή και τη λειτουργία του εθνικοσοσιαλισμού οι οποίες εμφανίζονται σε μια αντιδιαστολή με την δημοκρατία αλλά θυμίζουν επακριβώς την σημερινή πραγματικότητα της πολυδιαφημισμένης παγκοσμιοποίησης σε συνάρτηση με τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό εθνικισμό.
Όπως: «Ο εθνικοσοσιαλιστικός αυταρχισμός:
-καταργεί, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος από τα κατάλοιπα του φιλελεύθερου παρελθόντος που είχαν ως αρμοδιότητα να εμποδίζουν την ανελέητη άσκηση της οικονομικής εξουσίας.
-στηρίζεται στην αγορά, θεσμός μέσω του οποίου, με τρόπο τυφλό και αναρχικό, η κοινωνία στην ολότητα της εξεγείρεται εναντίον των ατομικών συμφερόντων.
-επιτίθεται στην σπατάλη και στην καθυστέρηση που επιφέρουν μια ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα εργοστασίων και εργαστηρίων μη τεχνικά προσαρμοσμένων.
-εξαρτά την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης από την μέγιστη χρήση του βιομηχανικού μηχανισμού, ο οποίος πρέπει να ευεργετεί με ακόμη περισσότερα κέρδη αυτούς που τον ελέγχουν».
Στις γραμμές αυτές, αυτό που μπορεί να επιβεβαιώνεται από την ιστορική πραγματικότητα μπορεί να μην είναι μια μετακύληση της δημοκρατίας στον εθνικοσοσιαλισμό αλλά σίγουρα ένας «εμπλουτισμός» της με στοιχεία εθνικοσοσιαλισμού και, πάντως, ακόμα πιο σίγουρα, η δομική τους πολιτική και οικονομική επικοινωνία.
Η αναφορά που γίνεται στην ασφάλεια δεν μπορεί παρά να είναι προφητική για τις μέρες μας και το Κυρίαρχο πρόσχημα για την εκμαίευση της κοινωνικής συναίνεσης: «Η ασφάλεια αυτή, όμως, υποδουλώνει το άτομο στον πιο καταπιεστικό μηχανισμό που γνώρισε ποτέ η μοντέρνα κοινωνία. Φυσικά, η ανοιχτή τρομοκρατία δεν πλήττει παρά τους εχθρούς, τους «ξένους» και όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνεργασθούν. Αλλά η υποχθόνια τρομοκρατία της επιτήρησης και της γενικής επιστράτευσης, του πολέμου και της στέρησης πλήττει όλον τον κόσμο».
Εκείνο που μένει σε μας να επαναλάβουμε πολλές φορές και να σκεφτούμε είναι οι φράσεις του τέλους:
«Τα πάντα συμμαχούν για να μετατρέψουν τις παρορμήσεις για διαμαρτυρία και εξέγερση σε επιθυμία ενότητας. Όλα έρχονται να συνθέσουν την εικόνα ενός καθεστώτος που όχι μόνο υπόταξε τις πιο ατίθασες και τις καλύτερα προστατευμένες από την ατομικιστική κοινωνία ζώνες αλλά επίσης, έπεισε το άτομο να εκτιμά και να διαιωνίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν είναι παρά ένα όργανο καταπίεσης».
Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;
Δεν είναι πλέον αναγκαίο να αμφισβητούμε την απατηλή ιδέα σύμφωνα με την οποία ο εθνικοσοσιαλισμός θα σηματοδοτούσε μιαν επανάσταση. Γνωρίζουμε σήμερα ότι το κίνημα αυτό δεν ανέτρεψε την θεμελιώδη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, της οποίας ο έλεγχος παραμένει στα χέρια ειδικών κοινωνικών ομάδων που ελέγχουν τα εργαλεία της εργασίας χωρίς να φροντίζουν για τις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της (1). Η οικονομική δραστηριότητα του Γ΄ Ράιχ στηρίζεται στις μεγάλες βιομηχανικές κοινοπραξίες οι οποίες, πριν ακόμα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και έχοντας επωφεληθεί ευρέως από την κυβερνητική υποστήριξη, είχαν σταδιακά ενισχύσει τη θέση τους. Διατήρησαν αυτό το ρόλο-κλειδί σε μια οικονομία πολέμου και κατάκτησης. Από το 1933, οι διευθύνοντές τους συγχωνεύτηκαν με την νέα «ελίτ», μια «ελίτ» στρατολογημένη στο πιο υψηλό επίπεδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αλλά δεν εγκατέλειψαν ως εκ τούτου τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές τους δραστηριότητες (2).
Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν αποτελεί ούτε μια κοινωνική και πολιτική ανανέωση, ακόμη κι αν επανεγκατέστησε σε μεγάλο βαθμό στην εξουσία τις δυνάμεις και τις ομάδες συμφέροντος που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε απειλήσει ή καταστείλει: ο στρατός έγινε πάλι Κράτος Εν Κράτει, η εξουσία του διευθυντή επιχείρησης απαλλάχθηκε από πολλούς περιορισμούς και η εργατική τάξη υφίσταται μια πραγματική ολοκληρωτική επιρροή. Ως εκ τούτου, δεν αναμόρφωσε τις παλιές μορφές κυριαρχίας και ιεράρχησης.
Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος, όπως παρουσιάζεται, έχει ωστόσο λίγα κοινά σημεία με την πολιτική οργάνωση του παλαιού Ράϊχ. Ο στρατός, παραδοσιακή φυτογή της φεουδαρχίας και της Πρωσικής υπεροχής, οργανώθηκε εκ νέου σύμφωνα με πιο ανοιχτές αρχές στρατολόγησης, ενώ μια σειρά ψευτοδημοκρατικών μέτρων άρχισε να διέπει τις κοινωνικές επαφές. Αφεντικά κι εργάτες, ενωμένοι στους κόλπους του γερμανικού εργατικού Μετώπου, όφειλαν να συμμετέχουν πλάι-πλάι στις ίδιες πορείες και συγκεντρώσεις και να τηρούν τους ίδιους κανόνες καθοδήγησης. Πολλά προνόμια και τιμητικοί τίτλοι, κατάλοιπα της φεουδαρχικής τάξης, καταργήθηκαν. Επιπλέον -και πιο σημαντικό- η παλιά γραφειοκρατία και οι πιο υψηλές αρχές της βιομηχανίας και της οικονομίας αναγνώρισαν το νέο αφεντικό και τις νέες μεθόδους διαχείρισης.
Θα αναπτύξουμε παρακάτω την ιδέα, σύμφωνα με την οποία το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος απαλλάχθηκε από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του μοντέρνου Κράτους. Το καθεστώς αυτό τείνει να καταργήσει κάθε διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία, μεταθέτοντας πολιτικές λειτουργίες στις κοινωνικές ομάδες που κατέχουν πραγματικά την εξουσία (…)
Το μοντέρνο Κράτος –και μόνο αυτό είναι που μας απασχολεί εδώ- κατασκευάστηκε και οργανώθηκε έξω από το πεδίο των διατομικών σχέσεων, τομέας που θεωρείται ως μη πολιτικός και που ανταποκρίνεται σε δικούς του νόμους και μοντέλα. Η ιδιωτική ζωή, η οικογένεια, η Εκκλησία και ευρείς τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, υπάγονταν στον τομέα αυτό. (…) Το Κράτος αναγνώριζε ότι μερικά ειδικά κοινωνικά δικαιώματα προϋπήρχαν αυτού και η επέμβαση του δεν θα δικαιολογούταν ούτε θα γινόταν αποδεκτή παρά μόνο για να τα διαφυλάξει, να τα προάγει ή να τα αποκαταστήσει. (…) Ο εθνικοσοσιαλισμός κατήργησε αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία.
Το Κράτος: μια μηχανή. Αυτή η υλιστική αντίληψη αντανακλά πολύ καλύτερα την εθνικοσοσιαλιστική πραγματικότητα απ’ ότι οι θεωρίες για την κοινότητα της φυλής ή για το Κράτος-οδηγό. Η μηχανή αυτή, η οποία ελέγχει παντού την ζωή των ανθρώπινων όντων, είναι η πιο τρομακτική απ’ όλες εφόσον, με όλη την αποτελεσματικότητα και την ακρίβεια που επιδεικνύει, μένει ολοκληρωτικά απρόβλεπτη και ιδιόρρυθμη. Κανείς δεν ξέρει, εξαιρουμένων ίσως κάποιων «μυημένων», πού και πότε θα κτυπήσει. Φαίνεται να λειτουργεί μόνο δυνάμει των νόμων της και προσαρμόζεται με ευελιξία και επιμέλεια και στην πιο ανεπαίσθητη αλλαγή στη σύνθεση των διευθυντηρίων ομάδων. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες υπόκεινται στους επιτακτικούς στόχους ελέγχου και επέκτασης.
Ο εθνικοσοσιαλισμός μάταια ισχυρίστηκε ότι το Κράτος διοικείται προσωπικά από μερικά πανίσχυρα άτομα: τα ίδια αυτά άτομα στην πραγματικότητα υπάγονται στο μηχανισμό του Κράτους. Δεν είναι ούτε ο Himmler, ούτε ο Göring, ούτε ο Ley (3) που χτυπούν και διατάζουν πραγματικά αλλά η Γκεστάπο ή η Λουφτβάφε και το εργατικό Μέτωπο. Οι διαφορετικές διοικητικές μηχανές συγκροτούν ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό που εξυπηρετεί καλά τόσο τα συμφέροντα της βιομηχανίας, όσο και εκείνα του στρατού και του κόμματος. Ας το επαναλάβουμε: η ανώτατη εξουσία δεν ενσαρκώνεται στη μορφή κάποιου επικεφαλής βιομηχανίας, στρατηγού ή πολιτικού αρχηγού αλλά ασκείται μέσω των μεγάλων βιομηχανικών κοινοπραξιών, του στρατιωτικού μηχανισμού και της πολιτικής λειτουργίας. Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος είναι η πολιτική διαχείριση των τριών υποστάσεων που λαμβάνουν οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξουσίες.
Αυτά τα ανταγωνιστικά στοιχεία συμφωνούν σε έναν συγκεκριμένο κοινό στόχο: την ιμπεριαλιστική επέκταση σε διηπειρωτική κλίμακα. Για να πετύχει τον στόχο αυτόν, το καθεστώς απαιτεί τη μέγιστη προσφυγή στην εργατική δύναμη, την ύπαρξη εκτεταμένου αποθέματος εργατών και την διανοητική και φυσική εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την εκμετάλλευση όλων των νεοκατακτηθέντων ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Τότε είναι –όταν η καλή λειτουργία του μηχανισμού δεν βασίζεται πια παρά μόνο σε απολύτως υποκειμενικούς παράγοντες- που η τρομοκρατική καταπίεση βρίσκει τα όρια της. Ένα κοινωνικό σύστημα σε πλήρη επέκταση, θεμελιωμένο στη μέγιστη δυνατή τεχνολογική και βιομηχανική αποδοτικότητα, δε μπορεί παρά να απελευθερώσει στο άτομο τις ικανότητες και τις παρορμήσεις που πραγματώνουν αυτή την επέκταση. Το ανθρώπινο όν, η πιο πολύτιμη πηγή ενέργειας και δύναμης, γίνεται λοιπόν το χαϊδεμένο παιδί του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. (…)
Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να θυμίζουν την ατομικιστική φιλοσοφία της μεγάλης εποχής του φιλελευθερισμού. Εξάλλου, με τη σημασία που αποδίδει στο άτομο ως πρωταρχική πηγή της εργατικής δύναμης, ο εθνικοσοσιαλισμός συμπληρώνει μερικές από τις θεμελιώδεις τάσεις της [ατομικιστικής] κοινωνίας. Σύμφωνα με τη βασική αρχή της κοινωνίας αυτής, ο καθένας βλέπει τον εαυτό του να αμείβεται σύμφωνα με το ρόλο του στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και κάθε πράξη θα πρέπει να δικαιολογείται από την αναζήτηση του προσωπικού συμφέροντος. Ωστόσο, με την αρχή αυτή να έχει αυξήσει τελικά τις οικονομικές ανισότητες, η φιλελεύθερη κυβέρνηση ανέλαβε να πειθαρχήσει το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων.
Πρέπει, ωστόσο, να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση της δημόσιας και της οικονομικής ζωής είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν που γνωρίζουμε ή εξυμνούμε στις δημοκρατικές χώρες. Όταν, στις χώρες αυτές, η κυβερνητική παρέμβαση υποτίθεται ότι μετριάζει τα αρνητικά αποτελέσματα της συγκέντρωσης της οικονομικής εξουσίας, η εθνικοσοσιαλιστική πειθαρχία τείνει να καταργήσει ή να διορθώσει τους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να την εμποδίσουν(4). Ο εθνικοσοσιαλιστικός αυταρχισμός:
-καταργεί, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος από τα κατάλοιπα του φιλελεύθερου παρελθόντος που είχαν ως αρμοδιότητα να εμποδίζουν την ανελέητη άσκηση της οικονομικής εξουσίας.
-στηρίζεται στην αγορά, θεσμός μέσω του οποίου, με τρόπο τυφλό και αναρχικό, η κοινωνία στην ολότητα της εξεγείρεται εναντίον των ατομικών συμφερόντων.
-επιτίθεται στην σπατάλη και στην καθυστέρηση που επιφέρουν μια ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα εργοστασίων και εργαστηρίων μη τεχνικά προσαρμοσμένων.
-εξαρτά την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης από την μέγιστη χρήση του βιομηχανικού μηχανισμού, ο οποίος πρέπει να ευεργετεί με ακόμη περισσότερα κέρδη αυτούς που τον ελέγχουν.
Μπροστά σε αυτή τη σύγκλιση απόψεων που αφορούν την ιμπεριαλιστική επέκταση, μια τέτοια εξάρτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θρίαμβος του γενικού συμφέροντος επί των ατομικών συμφερόντων. Ωστόσο, η κοινωνία αυτή, της οποίας η κοινωνική ευημερία είναι επίσης αυτό που διακυβεύεται, είναι μια κοινωνία βασισμένη στην μονιμότητα της στέρησης και της καταπίεσης. Αυτό θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ ένα γιγαντιαίο μονοπωλιακό σύμπλεγμα το οποίο, έχοντας κατορθώσει να ελέγξει τον εσωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό και να υποτάξει τις εργατικές μάζες, προετοιμάζεται να κατακτήσει την παγκόσμια αγορά. Η άνοδος του Γ΄ Ράιχ είναι ακριβώς η πιο αποτελεσματική και η πιο ανελέητη απόδειξη αυτής της διαδικασίας.
Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος δεν είναι το αντίθετο του ανταγωνιστικού ατομικισμού, είναι το επιστέγασμά του. Απελευθερώνει τις χυδαίες παρορμήσεις του προσωπικού συμφέροντος, τις οποίες οι δημοκρατίες προσπάθησαν να δαμάσουν και να συνταιριάξουν σε απαίτηση της ελευθερίας.
Όπως κάθε [ανταγωνιστική] κοινωνία, η εθνικοσοσιαλιστική κοινωνία στηρίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οργανώνεται συνεπώς γύρω από τους δύο πόλους που σχηματίζουν απ’ τη μια, ο μικρός αριθμός εκείνων που ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και απ’ την άλλη, το κύριο μέρος του πληθυσμού που -άμεσα ή έμμεσα- εξαρτάται από αυτούς. Με τον εθνικοσοσιαλισμό, η κατάσταση του ατόμου είναι αυτή που υφίσταται τις πιο βαθιές ανακατατάξεις, καθώς το ίδιο το άτομο εξελίσσεται σε αυτή την τελευταία κατηγορία. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο ακόμα, η εξέλιξη αυτή συγκεκριμενοποιεί –αλλά δεν αντιφάσκει- ορισμένες τάσεις της [ατομικιστικής] κοινωνίας.
Στην πολύ διευρυμένη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, το άτομο υποβαθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη θέση του απλού στοιχείου του «πλήθους». Το Γ΄ Ράιχ είναι φυσικά ένα «Κράτος των μαζών», στο οποίο όλες οι ατομικές δυνάμεις και συμφέροντα συγχωνεύονται σε μια παράλογη ανθρώπινη μάζα, την οποία μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα το καθεστώς (5). Η μάζα αυτή δεν είναι, ωστόσο, ενοποιημένη από μια κοινή «συνείδηση» ή ένα κοινό συμφέρον. Τα άτομα που την αποτελούν, δεν αναζητάνε σε ατομικό επίπεδο παρά μόνο το πιο στοιχειώδες προσωπικό τους συμφέρον και η ανασυγκρότηση τους στάθηκε δυνατή μονάχα επειδή το συμφέρον αυτό συγχέεται με το βίαιο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που είναι κοινό σε όλους. Η συσπείρωση των ατόμων σε ένα πλήθος περισσότερο όξυνε την ιδιαιτερότητα και την απομόνωσή τους παρά τις ακύρωσε και η εξίσωσή τους δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπαράγει το σενάριο σύμφωνα με το οποίο, η ατομικότητά τους είχε προηγουμένως διαμορφωθεί. (…)
Η ίδια αρχή αποδοτικότητας η οποία, σ’ αυτήν την τάξη πραγμάτων, οδήγησε στην υποταγή της βιομηχανίας –προς το μεγαλύτερο όφελος των ισχυρών κοινοπραξιών- επιφέρει επίσης τη γενική επιστράτευση όλων των δυνάμεων εργασίας. (…) Πράγματι, η άσκηση της εργατικής του δύναμης είναι η μόνη ελευθερία που παραχωρείται στο άτομο, το οποίο βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Το πιο πολύτιμο αγαθό του λαού είναι «η εργατική του δύναμη από την οποία εξαρτώνται το μεγαλείο και η ισχύς του έθνους. Η διαφύλαξη και η μεγιστοποίηση της είναι η πρωταρχική υποχρέωση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και το πιο πιεστικό καθήκον των γερμανικών επιχειρήσεων, των οποίων η επιβίωση και η αποδοτικότητα βασίζονται και στον αριθμό και στο επίπεδο ικανοτήτων των εργατών».(6)
Ο εθνικοσοσιαλισμός επεξεργάστηκε ένα πολύπλοκο σύστημα ηθικής, διανοητικής και φυσικής εκπαίδευσης, σκοπός του οποίου είναι να αυξήσει την απόδοση της εργασίας μέσω της παράπλευρης κατεύθυνσης των πλέον επιστημονικά επεξεργασμένων μεθόδων και τεχνικών. Ο μισθός εξαρτάται από την προσωπική απόδοση του εργαζομένου(7). Δημιουργούνται ινστιτούτα ψυχολογίας και τεχνολογίας για να μελετηθούν οι μέθοδοι οι καλύτερα προσαρμόσιμες στην ατομικοποίηση της εργασίας και να αποτραπούν τα δυσοίωνα αποτελέσματα της μηχανοποίησης. Τα εργοστάσια, τα σχολεία, οι χώροι για προπόνηση, τα στάδια, οι πολιτιστικοί θεσμοί και ο ελεύθερος χρόνος είναι εξίσου εργαστήρια «επιστημονικής διαχείρισης» της εργασίας.
Η ολική επιστράτευση της εργατικής δύναμης του ατόμου καταστρέφει και το τελευταίο προπύργιο που το προστάτευε από την κοινωνία και το Κράτος: παραβιάζει τον ιδιωτικό τομέα του ελεύθερου χρόνου του. Κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης περιόδου, το άτομο διαφοροποιούνταν από την κοινωνία μέσω της επιβεβλημένης διάκρισης ανάμεσα στη δουλειά και τον ελεύθερο χρόνο του. Υπό τον εθνικοσοσιαλισμό ο διαχωρισμός αυτός, όπως και εκείνος που υπήρχε ανάμεσα στην κοινωνία και το Κράτος, καταργήθηκε. (…) Ενσωματώνοντας και τον ελεύθερο χρόνο, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλυσε και το τελευταίο προστατευτικό προπύργιο των προοδευτικών όψεων του ατομικισμού. (…)
Η γενική επιστράτευση της εργατικής δύναμης δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς το άτομο να λαμβάνει ανταμοιβές για την απώλεια της ανεξαρτησίας του. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσφέρει δύο: μια νέα οικονομική ασφάλεια κι ένα καινούργιο προνόμιο. Το γεγονός ότι η ιμπεριαλιστική οικονομία του Γ΄ Ράιχ εξασφάλισε την πλήρη απασχόληση, προσφέροντας παράλληλα μια στοιχειώδη οικονομική ασφάλεια στους πολίτες της, είναι αποφασιστικής σημασίας. Η ελευθερία που απολάμβανε το άτομο κατά την προ-φασιστική περίοδο, για ένα μεγάλο μέρος των Γερμανών, αντισταθμιζόταν με μια μόνιμη ανασφάλεια. Από το 1923, η συνειδητή βούληση να εγκαθιδρυθεί μια κοινωνία πραγματικά δημοκρατική, άφησε τη θέση της σε μια διεισδύουσα ατμόσφαιρα παραίτησης και απελπισίας. Δεν θα εκπλαγούμε που από τότε, η ελευθερία βάραινε λιγότερο μπροστά σε ένα σύστημα που προσέφερε πλήρη ασφάλεια στο καθένα από τα μέλη της γερμανικής οικογένειας. Ο εθνικοσοσιαλισμός άλλαξε το ελεύθερο υποκείμενο σε υποκείμενο οικονομικά σταθερό× η εφησυχαστική πραγματικότητα της οικονομικής ασφάλειας επισκίασε το επικίνδυνο ιδανικό της ελευθερίας. Η ασφάλεια αυτή, όμως, υποδουλώνει το άτομο στον πιο καταπιεστικό μηχανισμό που γνώρισε ποτέ η μοντέρνα κοινωνία. Φυσικά, η ανοιχτή τρομοκρατία δεν πλήττει παρά τους εχθρούς, τους «ξένους» και όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνεργασθούν. Αλλά η υποχθόνια τρομοκρατία της επιτήρησης και της γενικής επιστράτευσης, του πολέμου και της στέρησης πλήττει όλον τον κόσμο. Το καθεστώς δεν επιτρέπεται να εξασφαλίζει την οικονομική ασφάλεια στο σημείο που εκείνη να γίνεται το έναυσμα της ελευθερίας. Όπως δεν μπορεί να καλυτερεύσει το βιοτικό επίπεδο στο βαθμό που το άτομο να βρίσκει, για τον εαυτό του, τους τρόπους μιας δικής του έκφρασης των ικανοτήτων του και την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Μια τέτοια χειραφέτηση θα ήταν, στην πραγματικότητα, ασυμβίβαστη με την κοινωνική κυριαρχία που απαιτεί η ιμπεριαλιστική οικονομία.
Η εθνικοσοσιαλιστική ρητορική γύρω από το καθήκον της θυσίας υπερβαίνει την απλή ιδεολογία. Δεν είναι μια προπαγανδιστική αρχή αλλά μια οικονομική αρχή. Η εθνικοσοσιαλιστική ασφάλεια συνδέθηκε εν μέρει με την στέρηση και την καταπίεση. Η οικονομική ασφάλεια, έστω κι αν είναι μια ανταμοιβή, πρέπει να συνοδεύεται από μια μορφή ελευθερίας που παρέχει ο εθνικοσοσιαλισμός αίροντας ορισμένα θεμελιώδη κοινωνικά ταμπού. (…)
Το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αποκάλυψε τη στέρηση σε αυτούς που το υποστήριζαν. (…) Ήταν στριμωγμένοι, προδομένοι και στερημένοι μέσα στις επιθυμίες και τις δυνατότητες τους αλλά τώρα είναι τα αφεντικά και μπορούν να κάνουν αυτό που τα παλιά τους αφεντικά τολμούσαν σπάνια να κάνουν. Ο Ernest R. Pope παραθέτει ένα διαφωτιστικό απόσπασμα του επίσημου προγράμματος της διάσημης (και οργιώδους) Νύχτας των Αμαζόνων: «αυτό που πριν ήταν αυστηρά περιορισμένο και παρουσιαζόταν μακριά από τα βλέμματα σε λίγους μυημένους, προσεκτικά επιλεγμένους, προσφέρεται σήμερα φανερά σε όλους μέσα στη νυχτερινή μαγεία του Nymphenburg Park (…) μέσα στα μινιμαλιστικά στολίδια των Μουσών, μέσα στη γυμνή ελευθερία θαυμάσιων κορμιών. (…) Αυτοί που αναγαλλιάζουν, παρασυρμένοι από τον χαρούμενο ενθουσιασμό αυτού στο οποίο συμμετέχουν και θαυμάζουν, είναι οι νέοι Γερμανοί του 1939 (8)…»
Τέτοιο είναι το προσφερόμενο θέαμα σε εκείνους που επιτρέπεται να διασκεδάζουν μέσα στη φυλακή τους, να απελευθερώνονται μέσα στους κήπους των παλιών τους βασιλιάδων, να συμμετέχουν και να «θαυμάζουν» τα άλλοτε απαγορευμένα θαύματα. Η γοητεία, η ομορφιά και η ελευθεριότητα της εθνικοσοσιαλιστικής χλιδής κουβαλάνε μέσα τους τα ίχνη της υποταγής και της καταπίεσης. Οι νεαρές όμορφες γυμνές κοπέλες και τα πολύχρωμα τοπία των εθνικοσοσιαλιστών καλλιτεχνών ανταποκρίνονται άψογα στον κλασικισμό των εξωραϊσμένων χώρων συγκέντρωσης, των εξωραϊσμένων εργοστασίων, των εξωραϊσμένων μηχανών και των εξωραϊσμένων στολών εργασίας. Τα πάντα συμμαχούν για να μετατρέψουν τις παρορμήσεις για διαμαρτυρία και εξέγερση σε επιθυμία ενότητας. Όλα έρχονται να συνθέσουν την εικόνα ενός καθεστώτος που όχι μόνο υπόταξε τις πιο ατίθασες και τις καλύτερα προστατευμένες από την ατομικιστική κοινωνία ζώνες αλλά επίσης, έπεισε το άτομο να εκτιμά και να διαιωνίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν είναι παρά ένα όργανο καταπίεσης.
Herbert Marcuse
(1) Τα επιχειρήματα που επιτρέπουν αυτήν την ερμηνεία βρίσκονται στο έργο του Franz Newmann,Behemoth. The Origin and Structure of National Sosialism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 1942.
(2) Για το μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στον πολιτικό μηχανισμό και τον επιχειρηματικό κόσμο πρβλ. Arkadji Gurland, “Technological Trends under National Sosialism” στο Studies in Philosophie and Social Science, 1941, Νέα Υόρκη, Νο 2 και, στο ίδιο τεύχος, Otto Kirchheimer “Changes in the Structure of Political Compromise”.
(3) O Heinrich Himmler, αρχηγός των SS, έγινε υπουργός εσωτερικών× ο στρατάρχης Hermann Göring ήταν διαδοχικά πρωθυπουργός της Πρωσίας, έπειτα ταγματάρχης των εναέριων δυνάμεων και υπεύθυνος σχεδίου× ο Robert Ley διοικούσε το γερμανικό εργατικό Μέτωπο προτού αναλάβει την οργάνωση του ναζιστικού κόμματος.
(4) Arkadji Gurland (όπ. π.)
(5) Βλέπε Emil Lederer, State of the Masses, Νέα Υόρκη, Howard Fertig, 1940.
(6) Robert Ley, “Anordnung über des Leistungskampf der deutschen Betriebe”, στο Deutsche Sozialpolitik, Bericht der Deutschen Arbeitfront, Zentralbureau, Sozialamt, Βερολίνο, 1937.
(7) Όπ. π.
(8) Munich Playground, Νέα Υόρκη, 1941.
[Διαβάστε το κείμενο σε αρχείο μορφής pdf πατώντας εδώ]
- Details
- Category: Αναλύσεις
Το παρακάτω κείμενο συνόδευσε την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Θερσίτη στις 29/11/2013 με θέμα "το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού και η θεωρία των άκρων". Μέρος του κειμένου αποτέλεσε και την εισήγηση της εκδήλωσης που στάθηκε αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Το κείμενο είναι χωρισμένο στις παρακάτω τρεις θεματικές και σε ένα υστερόγραφο.
1. Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού
2. Καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ολοκληρωτισμός και κράτος
3. Για τη θεωρία των άκρων
ΥΓ: Κάποιες σκέψεις πάνω στην αντιφασιστική μάχη που συνεχίζεται και έρχεται μπροστά μας, για τον θάνατο στον φασισμό, την κρεμάλα στους φασίστες και τους εύστοχους πυροβολισμούς μιας άστοχης κυριολεξίας
[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής pdf πατήστε εδώ]
1. Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού
Έχουν πλέον περάσει περισσότερο από 2 μήνες από τη μέρα που ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός στις 17 Σεπτέμβρη από τα χέρια φασιστών δολοφόνων. Και ενώ για αρκετό καιρό επιχειρήθηκε η τηλεοπτική ομηρία των κοινωνικών αντανακλαστικών από τις «ραγδαίες εξελίξεις γύρω από την εγκληματική οργάνωση της χρυσής αυγής», ο τηλεοπτικός χρόνος τελείωσε μαζί με την ποινική «τακτοποίηση» του ζητήματος. Η μάχη της δημοκρατίας με τον φασισμό στα μαρμαρένια αλώνια ήταν κάτι περισσότερο από ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και αφορά τον βαθύ πυρήνα του «κράτους έκτακτης ανάγκης» που πλέον δεν αποτελεί «μεταβατικό στάδιο» ή προθάλαμο για μια συνολική συστημική μετάβαση, αλλά ένα μονιμότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης/ρύθμισης/περίφραξης.
Στην ουσία αυτό που συντελέστηκε τους τελευταίους 2 μήνες ήταν μια «τακτοποίηση» ενός ανοιχτού ζητήματος που αφορά τους δεσμούς αίματος κράτους και παρακράτους και ακόμα βαθύτερα την απέκδυση από την πλευρά της δημοκρατίας έκτακτης ανάγκης των οποιωνδήποτε φασιστικών σκιών και συγγενειών έπεφταν πάνω στην ανάγκη ευρύτερης κοινωνικής νομιμοποίησής της. Ήταν η ανάγκη του κράτους έκτακτης ανάγκης να πείσει για το «σύντομο ατύχημα» του «φαινομένου της χρυσής αυγής», να προσπεραστεί η στενή δομική σχέση σε επίπεδο μηχανισμών και ιδεολογίας μεταξύ φιλελευθερισμού και ολοκληρωτισμού, να διαρραγούν μόνο οι πιο προφανείς και επιφανειακές διασυνδέσεις σε επίπεδο «απλών προσώπων» και να(!) ο φασισμός αδειασμένος από τα προσχήματά του: τερατούργημα στο θέατρο της ιστορίας μπορεί να αποτραβηχτεί από τη σκηνή. Τελικά όλα μπορούν να τακτοποιηθούν με την συσπείρωση των «υγιών ελλήνων» (δήλωση Σαμαρά από Νέα Υόρκη τις πρώτες μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα), της δημοκρατίας, της αθωότητας του έλληνα πολίτη που πλήττεται, αδικείται και διεκδικεί μια ήσυχη διέξοδο -επιστροφή στις «ανέφελες μέρες της ευμάρειας», του ενοποιητικού μύθου για «μονόδρομους εθνικής ανάπτυξης», της καταδίκης των «εξτρεμισμών», αυτής της γλοιώδικης τελικά «κοινοτοπίας του καλού» που εκφράζει η αστική δημοκρατία...Μήπως δεν ήταν ο τρόπος αντίστοιχος με αυτόν με τον οποίο η δυτική δημοκρατία αντιμετώπισε το «ατύχημα του φασισμού» μεταπολεμικά;
Σε κείμενο μας λίγες μέρες μετά τις «ραγδαίες εξελίξεις» αποτυπώσαμε την αίσθηση των ημερών και την προοπτική του «κράτους έκτακτης ανάγκης» μέσα από το πρίσμα αυτών των εξελίξεων:
Βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή για τις κυριαρχικές επιλογές και στρατηγικές, σε μια εποχή κρίσης που μπορεί να τσιμεντώνει την κρατική-καπιταλιστική αποφασιστικότητα και επιθετικότητα στους από κάτω, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για ενδοκυριαρχικές συγκρούσεις, για επαναδιευθέτηση συμμαχιών (και συμμάχων), για καταστροφή τμημάτων του πολιτικού προσωπικού ή της ίδιας της κυρίαρχης τάξης που δεν είναι λειτουργικά ή πλεονάζουν. Και όπως ακριβώς η επιτάχυνση της λεηλασίας των από κάτω γίνεται με όρους καταλυτικού πολέμου (blitzkrieg) με τον ίδιο τρόπο επιταχύνονται και οι «εξελίξεις» στο κυρίαρχο μπλοκ: η χρυσή αυγή από πολύτιμη εφεδρεία γίνεται ξαφνικά ένα βαρίδι που πρέπει προσωρινά να μπει στην άκρη (με αυτή της τη μορφή). Αυτό βέβαια δεν αποτυπώνει μια πραγματική μετατόπιση του συστήματος σε μια «άνοιξη της δημοκρατίας» αλλά σε μια άλλου είδους διεργασία: την ανάγκη της κρατικής μηχανής να τελειώνει με τους «ασταθείς μηχανισμούς» του που έχουν την τάση ενίοτε να αυτονομούνται, αλλά κυρίως την αφομοίωση-υποκατάσταση από την πλευρά της αστικής δημοκρατίας των μεθόδων του πρώην μηχανισμού της, χωρίς απαραίτητα την παρουσία του. Με απλά ελληνικά, ένα κράτος με ατζέντα και μεθόδους χρυσής αυγής χωρίς την ίδια την χρυσή αυγή… Είναι μια απαίτηση της εποχής…
Βέβαια κάποια σημεία των όσων ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ενδεικτικά: ο πρώτος φόβος των κυρίαρχων, όπως αποτυπώθηκε εξάλλου σε όλα τα καθεστωτικά media δεν ήταν άλλος από την πιθανότητα μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης. Τα γεγονότα της Τετάρτης 18/9 στο Κερατσίνι με τις πολύωρες οδομαχίες με τις δυνάμεις καταστολής και τις επιθέσεις σε τράπεζες και μαυραγορίτικα αλλά και οι επιθέσεις σε γραφεία των φασιστών και οι συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας επιβεβαίωσαν αυτούς τους φόβους και ανάγκασαν τον Δένδια να ακυρώσει το ταξίδι του στη Ρώμη για συνάντηση με ομολόγους του. Η σκληρή καταστολή της Τετάρτης 18/9 (ειδικά όταν έπειτα από κάποια ώρα οι διαδηλωτές δεν ησύχαζαν) και η ασφυκτική παρουσία μπάτσων σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση τις επόμενες μέρες έδειχνε την αποφασιστικότητα του κρατικού μηχανισμού να αποτρέψει οποιαδήποτε απόπειρα «σπίθας που θα άναβε πυρκαγιά». Η τακτική των μηχανισμών καταστολής ήταν πανομοιότυπη με το μοντέλο που ακολουθήθηκε μετά τη δολοφονία του Θανάση Καναούτη από ελεγκτές στο Περιστέρι στις 13/8.
Και κομμάτι αυτής της «επικοινωνιακής καταιγίδας» ήταν η απομόνωση και η απόκρυψη της κοινωνική κινητικότητας, των ροών της κοινωνικής αντίστασης και των απαντήσεων, της αντιφασιστικής οργής στους δρόμους. Όχι μόνο γιατί αυτός ο αντιφασισμός ανήκε στο «άλλο άκρο» αλλά γιατί το μονοπώλιο του «αντιφασισμού» έπρεπε να παράγεται και να αναπαράγεται από τις θεσμικές μηχανές δικαιώνοντας το «ισχυρό Κράτος» σε κάθε φαινομενική ή ουσιαστική απόφασή του.
Αυτό που συμβαίνει στο προκείμενο είναι μια συνολική επαναδιευθέτηση των ενδοσυστημικών συμμαχιών που «δυστυχώς» γι’ αυτούς δεν έγινε με μια ξεκάθαρη αυτεπιλογή αλλά υπό το καθεστώς ενός εκβιασμού: μια δολοφονία που ξεσκέπαζε σε όλα τα σημεία όχι μόνο την αγαστή σχέση κρατικών μηχανισμών και χρυσής αυγής αλλά την δομική-εσωτερική σχέση κράτους και φασισμού.
Υπό την απειλή αποσταθεροποίησης λόγω συσσωρευμένης κοινωνικής οργής, έπρεπε να παρθούν ορισμένες γρήγορες αποφάσεις –σε ρυθμό και ταχύτητα χρηματιστηρίου- που θα αναδιάτασσαν ριζικά (αλλά στην πραγματικότητα σε φαινομενικό μόνο επίπεδο) τόσο τα κυριαρχικά προσχήματα όσο και τις πραγματικές συμμαχίες. Η πολύτιμη εφεδρεία της χρυσής αυγής εδώ και 2 χρόνια έπαιζε διαρκώς στα όρια των «αντιφάσεων» της αστικής δημοκρατίας, γινόταν όμως ανεκτή ως το πρωτοπόρο κομμάτι που «ακόνιζε στα πεζοδρόμια» τον κοινωνικό συντηρητισμό, αναβίωνε με τους καλύτερους όρους τον μετεμφυλιακό αντικομμουνισμό, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην παραγωγή ενός ιδεολογικού και κοινωνικού πόλου που θα «τελείωνε με την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στην πολιτική και την κοινωνική συνείδηση», όπως λένε όπου σταθούν και όπου βρεθούν διάφοροι θεσμικοί ακροδεξιοί Κρανιδιώτηδες, Βορίδηδες κ.α., δημιουργούσε φοβικά αντανακλαστικά σε αντιστεκόμενα κοινωνικά κομμάτια, έσερνε διαρκώς την πολιτική ατζέντα στις πιο σκοτεινές πλευρές του συστήματος, ήταν ένας «εμφυλιακός δούρειος ίππος» στην καρδιά των γειτονιών, των δρόμων και των κοινωνικών αντιστάσεων.
Αλλά άρχιζε (λόγω και του τυχοδιωκτισμού της ηγεσίας της) να παρουσιάζει τάσεις αυτονόμησης ως ξεχωριστός πόλος μέσα στην κρατική μηχανή, χωρίς να προϋποθέτει τις ισορροπίες και τις ανάγκες που την ανέβασαν και την έφεραν να «κοσμεί» τον πολιτικό βίο της χώρας. Γι αυτό και ο περίφημος Μπάμπης Παπαδημητρίου –αηδόνι του καθεστωτικού λόγου- λίγες μέρες πριν είχε ζητήσει μια «σοβαρή χρυσή αυγή». Όταν ένας μηχανισμός μέσα σε μια μηχανή παρουσιάζει άλλες ροπές κάνει δυσλειτουργικό όλο το σύστημα: σε αυτήν την περίπτωση δεν πετάς τη μηχανή, αντικαθιστάς ή επιδιορθώνεις απλά τον μηχανισμό. Και «δυστυχώς» η απόφαση έπρεπε να παρθεί άμεσα, χωρίς να περιμένουν το πώς θα επανεκκινούσε η μηχανή με απλές επιδιορθώσεις και μπαλώματα. Ήταν ζήτημα ευρύτερης συστημικής ομαλότητας…
Πρόκειται για μια ποσοτική και ποιοτική επένδυση από την πλευρά του κράτους στο κοινωνικό κομμάτι που πειθόταν από τον κρετινισμό της χρυσής αυγής, για μια ενσωμάτωση της «εκφασισμένης ποιότητας» αυτού του κομματιού μέσα στην ίδια τη δομή και τη φιλοσοφία του (ακόμα και σε επίσημο θεσμικό επίπεδο, όπως συνέβη με την παρουσία της ΧΑ στη βουλή), ο απόλυτος έλεγχος των εκφασισμένων κοινωνικών ροπών προς όφελος της μακροχρόνιας συστημικής σταθερότητας και ομαλότητας.
2. Καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ολοκληρωτισμός και κράτος
«Κάθε νόμος, ως κανονιστική διάταξη, ακόμα και συνταγματικός νόμος, απαιτεί αναγκαστικά σε τελευταία ανάλυση, για να είναι έγκυρος, μια προκαταρκτική πολιτική απόφαση παρμένη από μια εξουσία ή από μια υπάρχουσα πολιτική αρχή. Κάθε υπάρχουσα πολιτική μονάδα βρίσκει την αξία της και τη δικαίωση της ύπαρξής της όχι στη δικαιοσύνη ή στην καταλληλότητα των κανόνων, αλλά από την ίδια της την ύπαρξη. Αυτό που υπάρχει ως πολιτική οντότητα είναι από νομική άποψη άξιο να υπάρχει.»
Αυτά έγραφε ο γερμανός Καρλ Σμίτ, ο θεωρητικός-θεμελιωτής του σύγχρονου «ολικού-αυταρχικού κράτους» και του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Αυτή η νομική θεωρία που διατυπώθηκε το 1928, είναι προάγγελος του πλαισίου που οικειοποιείται λίγα χρόνια μετά ο ναζισμός: το δίκαιο είναι πολιτική και η πολιτική θα είναι βούληση. Η ομογενοποίηση δικαίου και πολιτικού, η κατάλυση της σχετικής αυτονομίας τους και η υπαγωγή του πρώτου στο δεύτερο ακολουθεί μια άλλου είδους ομογενοποίηση: του οικονομικού με το πολιτικό. Τέτοιου είδους ομογενοποιήσεις και υπαγωγές είναι χαρακτηριστικές σε περιόδους κρισιακές για το σύστημα (κρίση αναπαραγωγής, διακυβέρνησης, ηγεμονίας κτλ), περιόδους συνολικών μεταβάσεων από ένα μοντέλο κοινωνικής-οικονομικής οργάνωσης και διακυβέρνησης σε ένα άλλο. Είναι οι περίοδοι που εμφανίζεται και θεμελιώνεται η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και η συνακόλουθη κρατική διαχείρισή της. Είναι οι περίοδοι των «ολοκληρωτισμών» που εμφανίζονται μεν ως «εξαιρετικοί» και «τυχαίοι» αλλά δεν παύουν να αποτελούν σάρκα από τη σάρκα του φιλελευθερισμού. Οι ολοκληρωτισμοί αυτοί εκφράζονται μέσα από κλασικές μορφές άρσης της «ελευθερίας του τύπου», κατάργηση συνδικαλιστικών και κοινωνικών ελευθεριών , υπερσυγκεντροποίηση εξουσιών σε έναν μηχανισμό (γραφειοκρατικό ή στρατιωτικό) που τίθεται υπεράνω των άλλων (το σύγχρονο καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιφυλάσσει μια διαφορετική σχέση με αυτές τις «ελευθερίες»: πχ συγκεντροποίηση και παραγωγή μίας συστημικής φωνής χωρίς πολλές διαφορετικές ή αποκλίνουσες «προφορές» στα μμε, κατάργηση του ρόλου των συνδικάτων και των «κοινωνικών φορέων» ως διαμεσολαβητικών μηχανισμών παραγωγής κοινωνικών συναινέσεων, «ταύτιση» της αστυνομίας και της δικαιοσύνης σε έναν κοινό σε αντίληψη αστυνομοδικαστικό μηχανισμό κτλ).
Προάγγελος της τρέχουσας συστημικής κρίσης ήταν και η αδυναμία της κυριαρχίας την τελευταία 15ετία τουλάχιστον, να παραγάγει ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που θα διασυνδέει την ομαλή και μεγεθυμένη καπιταλιστική κερδοφορία με μια σταθερή (ή σταθερότερη έστω) οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης. Η «αποτυχία» αυτή οδηγεί σταδιακά όχι απλά στην πριμοδότηση μορφών εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης (ακραία νεοφιλελεύθερη σχεδίαση της οικονομίας) αλλά στην ωμή μετατροπή της αστικής κυριαρχίας σε άμεση ωμή βιοπολιτική κυριαρχία ολόκληρων κοινωνικών κομματιών που «περισσεύουν», είναι «προβληματικά», «λεκιάζουν»...
Το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» επιβλήθηκε και επιταχύνθηκε στην ελληνική πραγματικότητα τα 5 τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης μέσω της «απειλής της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης» και της «εθνικής ανάγκης για σωτηρία της οικονομίας». Η θεμελίωσή του όμως, ως συστημική δυνατότητα, είχε υπάρξει αρκετά χρόνια πριν και μάλιστα ως μια παγκόσμια επιλογή που χρονικά μπορεί να εντοπιστεί στον «πόλεμο ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία» στις αρχές του 2000. Αυτό λοιπόν, απαιτούσε και απαιτεί «κλειστές κοινωνίες», φτωχοποιημένες υλικά, πνευματικά και συναισθηματικά, που δεν μπορούν να παραγάγουν αυτόνομες τις λύσεις ξεπεράσματος, αμφισβήτησης και άρνησης του υπάρχοντος, που φτύνουν ανήμπορες ακόμα και όλα αυτά που είχαν κατακτήσει. Οι κοινωνικοί εχθροί κατασκευάζονται ως αναπαραστάσεις φόβου εδώ και χρόνια, σύρονται στις τηλεοπτικές οθόνες ως «λαθρομετανάστες», οροθετικές, κουκουλοφόροι, εγκληματίες... Στα πολεμικά ανακοινωθέντα υπουργείων, αστυνομίας, μμε, ταυτοποιείται μια «καινούρια» γλώσσα που παίζει διαρκώς με τη διακινδύνευση, την ανασφάλεια, την αστάθεια και έρχεται να θεμελιώσει συνειδησιακά μια συγκεκριμένη κοινωνική πρόσληψη της «εποχής»: την ανάγκη όχι απλά για ένα κράτος διαιτητή/ουδέτερο αλλά για ένα κράτος εγγυητή της ομαλότητας, απόλυτο κυρίαρχο, πολεμικό. Οι ολοκληρωτικές πρακτικές δεν είναι δυνατές παρά μόνο επειδή έχουν γίνει αποδεκτές από γλώσσες οι οποίες και αυτές πρωτύτερα έχουν γίνει αποδεκτές. Δεν υπάρχει αποδοχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης πριν γίνει αποδεκτός «ο κίνδυνος που λέγεται λαθρομετανάστης». Η κοινοτοπία της ασφάλειας γεμίζει το κενό που αφήνει η συστολή του «πρώην απελευθερωμένου» κοινωνικού χώρου (είτε πρόκειται για αδιαμεσολάβητες κοινωνικές κατακτήσεις είτε για τις αντανακλάσεις τους στο θεσμικό πεδίο ως «δημοκρατικές παραχωρήσεις»). Αυτό προϋποθέτει την ενίσχυση του κατασταλτικού χαρακτήρα του κράτους και την απαγκίστρωσή του από την προνοιακή πολιτική. Αυτή η «μεταστροφή» απαιτεί επίσης μια θεμελιώδη ανάγνωση του κοινωνικού πεδίου ως πεδίου αστυνόμευσης, ελέγχου και υποβάθμισης του (πολιτικού και κοινωνικού) ατόμου σε ένα αναλώσιμο στοιχείο στο πολεμικό πεδίο (που παράγει η «επάρατος κρίση»). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ολοκληρωτισμός και οι διάφορες –θεσμικές και μη μορφές του- δεν είναι απλά μια συστημική επιλογή ανάμεσα στις πολλές αλλά η μοναδική κατεύθυνση. Τα «συμβάντα» σε Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία των τελευταίων μηνών και η «χλιαρή» -σε επίπεδο απλά διπλωματικών διακηρύξεων δημοκρατίας και δικαιωμάτων- αντιμετώπιση της αιματοβαμμένης κρατικής καταστολής από τις δημοκρατίες της Δύσης, δείχνει όχι ένα σύνηθες «μούδιασμα» των δυτικών δημοκρατιών αλλά μια κίνηση από την πλευρά τους να ενσωματώσουν και να νομιμοποιήσουν την αντιεξεγερτική πρακτική των καθεστώτων της παγκόσμιας περιφέρειας.
Η σημερινή συνθήκη δεν υποδηλώνει μια προσωρινότητα, ένα «εξαιρετικό και βραχυπρόθεσμο» χαρακτήρα της κρατικής μορφής, ούτε απλά ένα μεταβατικό στάδιο για την επιστροφή σε αυτό που υπήρξε και οργάνωνε την «ισορροπία»: πολλά σημεία δείχνουν πως βρισκόμαστε εμφατικά σε μια περίοδο όπου αυτό το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης γίνεται από εργαλείο, τρόπος, γίνεται μοντέλο διακυβέρνησης, γίνεται το ίδιο το ξεπέρασμα της «κρίσης». Ζητούμενο δεν είναι η διαχείριση-παραγωγή της κοινωνικής συναίνεσης και κοινωνικής ειρήνης (όπως αντιστοιχούσε στα προηγούμενα μοντέλα) αλλά η διαρκής «διαχείριση κρίσεων». Καταστατικό κομμάτι αυτής της διαχείρισης, φίλτρο της, είναι η όξυνση της καταστολής, των θεσμικών ολοκληρωτισμών, η διάχυση του φόβου, η περίφραξη, η άμβλυνση του ορισμού του εγκλήματος, η ποινική μεταχείριση και απαξίωση μεγάλων κοινωνικών κομματιών. Το νέο κράτος έκτακτης ανάγκης δεν αποκόβεται από τις «οικουμενικές φιλελεύθερες διακηρύξεις» τους «καταστατικούς μύθους» ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης κτλ. Είναι η περίοδος όπου οι «παλιοί οικουμενισμοί» του φιλελευθερισμού «ιδιωτικοποιούνται», αποκόβονται από την κοινωνική τους πρακτική, απονοηματοδοτούνται ως ιδιαιτερότητες, ως αφαιρέσεις ή και ως κρατικές παραχωρήσεις.
"Κατάσταση έκτακτης ανάγκης" σημαίνει θεσμική μετατροπή της εξαίρεσης σε κανόνα. Σημαίνει ταχύτατη και αιφνιδιαστική αναίρεση των προηγούμενων "ισορροπιών" (που κρίνονται πλέον αντιλειτουργικές από την κυριαρχία) και εδραίωση ενός νέου κανονιστικού πλαισίου. Το νέο κανονιστικό πλαίσιο (σε νομικό-ιδεολογικό-ηθικό πεδίο) διαμορφώνεται πάνω όχι σε μια σταθερή βάση-πλαίσιο που εντάσσονται- διαμεσολαβούνται-πειθαρχούνται οι κοινωνικές ροές (πχ κοινωνικό συμβόλαιο), αλλά πάνω σε μια κίνηση (στη συγκεκριμένη στιγμή η ανάγκη για ξεπέρασμα της κρίσης, η έξοδος από το τούνελ, η ασφάλεια και άλλα υπερβατικά φληναφήματα) η οποία θέτει ως πρωταρχικό στόχο την ίδια την αναπαραγωγή της κίνησης. Οι συστημικές ανάγκες είναι πέραν ακόμη και του ίδιου του Νόμου.
Το σημερινό κρατικό μοντέλο προσομοιάζει σε πολλά αλλά δεν μπορεί να αντιστοιχεί στο παλιό ολοκληρωτικό κράτος του μεσοπολέμου. Και αυτό όχι μόνο γιατί εκλείπουν πολλά «υπερβατικά» χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν τους ενοποιητικούς μύθους, όπως η φιγούρα του ηγεμόνα κτλ.
Στη σημερινή συγκυρία φαίνεται να αναπαράγεται μια διαφορετική τάση από εκείνη της ισχυρής αυτονομίας της πολιτικής από την οικονομία (η οποία χαρακτηρίζει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου όπου η οικονομία ήταν ένα ακόμη πολεμικό μέσο επίτευξης των κρατικών σκοπών). Η διαλεκτική σχέση πολιτικής και οικονομίας διαμορφώνει νέα πεδία επικαθορισμών των μεταξύ τους αυτονομιών. Αυτό δεν αναιρεί την ισχύ του κράτους, ούτε σημαίνει λιγότερο ή ιδιωτικοποιημένο κράτος. Το αντίθετο μάλιστα: από παντού επιζητείται ένα διευρυμένο, εξοπλισμένο με έκτακτες εξουσίες, πολεμικό κράτος που θα μπορεί να παίξει έναν επιτελικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και όχι έναν απλό διαιτητικό-παρεμβατικό ρόλο. Πρόκειται για μια ποιοτική μετεξέλιξη του λεγόμενου «ποινικού κράτους» (που θεμελιώθηκε ως νεοφιλελεύθερο αγγλοσαξονικό μοντέλο από τη δεκαετία του ‘80 και που μετά το 2001-επίθεση στους δίδυμους πύργους- ονομάστηκε «κράτος ασφάλειας»). Το «ποινικό κράτος» αντιμετώπιζε τις «επικίνδυνες τάξεις» (ή καλύτερα τα εξατομικευμένα υποκείμενά τους) με εναλλασσόμενες αναπαραστάσεις (άλλοτε προνοιακές και άλλοτε ποινικές) και περισσότερο με λογικές κοινωνικού πανοπτισμού, εκπειθάρχησης και ενσωμάτωσης (πχ κοινωνικές υπηρεσίες επανένταξης «παρεκκλίνοντων» πληθυσμών κτλ). Σήμερα σκοπό δεν έχει πλέον απλά την τιμωρία των επικίνδυνων τάξεων, αλλά οργανώνεται πάνω στην ωμή βιοπολιτική τους εξουσίαση. Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία όπου η ανάσυρση του κράτους έκτακτης ανάγκης δεν συμβαίνει σποραδικά μπροστά σε «εξαιρετικές καταστάσεις» με σκοπό την γρήγορη επιστροφή στην πρότερη «εύρυθμη φιλελεύθερη-δημοκρατική» του κατάσταση. Μάλλον είμαστε μπροστά σε μια μόνιμη αναγνώριση του κοινωνικού χωροχρόνου ως πεδίο διαρκούς συναγερμού (σημείο που παράγει ταυτόχρονα νέες ποιότητες κοινωνικού αυτοματισμού οι οποίες συνδιαλέγονται πλέον με έναν ιδιότυπο «δαρβινισμό»), για μια διαδικασία όπου η κοινωνία δεν «αντιμετωπίζεται» ως ενιαίο πολιτικό υποκείμενο (μια από τις σταθερές του λεγόμενου κοινωνικού συμβολαίου) αλλά ως ένα κοινωνικό σώμα του οποίου η πολιτική υπόσταση(των επιμέρους κοινωνικών ομάδων) καθορίζεται από τον βαθμό εκπειθάρχησης και συντονισμού του στα νέα δεδομένα.
Μια υποσημείωση 80 χρόνια μετά, αποσπάσματα από κείμενο του Μαρκούζε γραμμένο το 1934, που αφορούσε την άνοδο των ολοκληρωτικών-αυταρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη:
«από το ένα μέρος η φιλελεύθερη θεωρία της κοινωνίας περιέχει εν σπέρματι πολλά στοιχεία της ολοκληρωτικής αντίληψης για το κράτος» και από το άλλο μέρος το αυταρχικό κράτος είναι «στο βάθος ευρύτατα σύμφωνο με τη βασική κοινωνική δομή του φιλελευθερισμού» έτσι ώστε το «πέρασμα από το φιλελεύθερο κράτος στο ολικό αυταρχικό κράτος να συντελείται μέσα στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος και με τέτοιον τρόπο όπου μπορούμε να πούμε για τούτη τη μοναδικότητα της οικονομικής βάσης ότι είναι ο ίδιος ο φιλελευθερισμός που γεννά το ολικό κράτος, το οποίο εμφανίζεται ως φιλελευθερισμός σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης. Το ολοκληρωτικό κράτος προσκομίζει στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού μια κατάλληλη οργάνωση και θεωρία της κοινωνίας.» Τα νέα στοιχεία του ολοκληρωτισμού, στοιχεία με τα οποία προαναγγέλλεται μια σαφής διαλεκτική αντίδραση ενάντια στον φιλελευθερισμό, αλλά που για την πραγματοποίησή τους χρειάζονται την κατάργηση των οικονομικών και κοινωνικών βάσεων τις οποίες κατέχει ακόμα το ολικό αυταρχικό κράτος. Γι αυτό δεν πρέπει να ερμηνεύουμε τη νέα θεωρία του κράτους και της κοινωνίας ως αποκλειστικά διεργασία ιδεολογικής προσαρμογής. Στο φιλοσοφικό πεδίο αυτά τα νέα στοιχεία (οικουμενικότητα, νατουραλισμός, υπαρξισμός) συγκλίνουν σε μια τεράστια προκατάληψη ενάντια στη φιλελεύθερη αρχή του Ορθού Λόγου. Στο πολιτικό πεδίο από την υποκρισία ενός λυτρωμένου από τον εαυτό του φιλελευθερισμού δεν απομένει παρά η απαίτηση για Κράτος.»
3. Για τη θεωρία των άκρων
Ο ολοκληρωτικός μετασχηματισμός του κράτους, έτσι όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες παραγράφους, αυτή η απαίτηση για Κράτος, όπως αναδύεται μέσα από το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», επιτυγχάνεται με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο, μέσα από ένα εργαλειακό σχήμα που έχει αποτελέσει αρκετές φορές μέρος της επίσημης κρατικής αφήγησης, τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην ελληνική ιστορία, αυτό της θεωρίας των άκρων. Ένα σχήμα που έχει εμφανιστεί με διάφορες μορφές, ανάλογα με τη συγκυρία (βλέπε θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων, πολιτική της έντασης, ακροκινούμενες ομάδες κ.α.) αλλά που σε κάθε περίπτωση αυτό που διακυβεύεται είναι η ισχυροποίηση του κρατικού μηχανισμού, το αδιαμφισβήτητο της δημοκρατίας ως επικυρίαρχου καθεστώτος και η επικύρωση κάθε φορά της συναίνεσης και της υποταγής των υποτελών. Διότι, μιλώντας για άκρα, προϋποθέτουμε ένα κέντρο. Και αφού είναι τα άκρα που απειλούν την ομαλότητα και την εύρυθμη λειτουργία του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, κύριος και μοναδικός εγγυητής της ασφάλειας και της νομιμότητας εμφανίζεται να είναι το κράτος. Ένα κέντρο όμως που οφείλει να κρατάει ίσες αποστάσεις από τα άκρα, έστω και προσχηματικά και εμφανίζεται ως το έχον το μονοπώλιο στην άσκηση της βίας. Μια νομιμότητα που ορίζεται αυτοαναφορικά από το κράτος κι επιβάλλεται με τη βία που είναι νόμιμη γιατί μπορεί κι ορίζει τη νομιμότητα. Η τελευταία αυτή φράση, πέραν του ότι καταδεικνύει την ίδια τη φύση του δικαίου και του νόμου που εδράζονται πάντα σε σχέσεις επιβολής, ανισοτιμίας και βίας, αποτυπώνει και τη «ρευστότητα» που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του κράτους έκτακτης ανάγκης, άρα και την αναγκαιότητα από την πλευρά της κυριαρχίας να αξιοποιήσει εργαλεία όπως αυτό της θεωρίας των άκρων.
Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητη μία σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της θεωρίας αυτής. Η πρώτη χρήση του σχήματος ανάγεται στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϋμάρης, όπου τότε το ένα «άκρο», ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα ανέβηκε στην εξουσία και κατέλυσε τη δημοκρατία γιατί ένα άλλο «άκρο», οι κομμουνιστές «απειλούσαν» τη δημοκρατία με συνεχείς απεργίες και αναταραχές. Τα χρόνια του ψυχρού πολέμου, προωθήθηκε η ρητορεία περί «ολοκληρωτικών καθεστώτων», των ισότιμα επικίνδυνων «κόκκινου και μαύρου αυταρχισμού», της ταύτισης του Στάλιν με το Χίτλερ. Μετά το 1989 ακολουθήθηκε ένα παρόμοιο σχήμα στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, για να συμπεριλάβει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού ως «τραγικών ιστορικών ατυχημάτων». Να αναφέρουμε εδώ ότι παραδόξως ο ιταλικός φασισμός - ιδεολογική μήτρα του εθνικοσοσιαλισμού – και το μουσολινικό καθεστώς δεν προσδένονται με τον ίδιο τρόπο στον άξονα του ολοκληρωτισμού, για τον ευρηματικό λόγο του ότι δεν ήταν ακραιφνώς βίαιο καθεστώς και δεν συστηματοποίησε τη βία του με ανάλογους τρόπους όπως τα άλλα δύο καθεστώτα. Οι λόγοι της μη πρόσδεσής του στο σχήμα σταλινισμός-ναζισμός, είναι οι άμεσες και σαφείς του ιδεολογικές συνάφειες και αναφορές με τον «παρακμάζοντα φιλελευθερισμό» του μεσοπολέμου και όχι μόνο. Στον ελλαδικό χώρο, το ίδιο ακριβώς ιδεολογικό εργαλείο είχε αξιοποιηθεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 από τον (κομμουνιστοφάγο κεντρώο δημοκράτη) Γεώργιο Παπανδρέου και τρεις δεκαετίες αργότερα επαναπροέκυψε ως «αριστεροχουντισμός» του «εθνοσωτήρα» Καραμανλή. Μετά από την εξέγερση του 2008, αλλά και την ανάδειξη της χρυσής αυγής σε πολιτικό παίχτη από το εγχώριο πολιτικό, παρακρατικό και μιντιακό σύστημα, ο ίδιος «συλλογισμός» θα διαχυθεί στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης έτσι που να ορίζει-νομιμοποιεί (ακόμα και όταν την «καταδικάζει») την άνοδο της ρατσιστικής και ακροδεξιάς βίας ως την απολύτως δικαιολογημένη απάντηση σε μία μακρά περίοδο αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας, με τον ίδιο τρόπο, που μία περιορισμένη τάση ελλήνων ιστορικών αναθεωρητών – τέκνα της εθνικής συμφιλίωσης, από τις αρχές του 20ου αιώνα θα θεωρήσουν τη βία των ταγματασφαλιτών στον εμφύλιο ως μία δικαιολογημένη αντίδραση στη βία της αριστεράς.
Ιστορικά λοιπόν, η θεωρία των άκρων, έχει εμφανιστεί σε περιόδους αστάθειας, όπου απαιτούνται «ενοποιητικοί» μύθοι που αποστρέφονται τη δυνατότητα της κοινωνίας να διευρυνθεί προς τον αυτοκαθορισμό και την απελευθέρωση. Μία τέτοια περίοδο αναμφισβήτητα διανύουμε τώρα, μία περίοδο συστημικής αστάθειας, σχετικοποιημένων νοημάτων και ρευστότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Σαμαρά και το επιτελείο του, η θεωρία των άκρων υιοθετήθηκε από την ακροδεξιά πολιτική, μαζί με το δόγμα της ασφάλειας και αυτό του νόμου και της τάξης. Διαμορφώνοντας το πλέγμα των ιδεολογημάτων, έτσι ώστε να συντηρήσουν την κατάσταση εξαίρεσης που έχει εισαχθεί και να ενισχύσουν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση μέσα από το μονόδρομο του εκβιασμού της κρίσης. Παράγοντας ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο την εννοιολογική βάση που είναι απαραίτητη τόσο για να αρθρωθεί ο αντιεξεγερτικός λόγος, όσο και για να ακολουθήσει η κατασταλτική πρακτική ολοκληρωτικού τύπου.
Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από φασίστα, οι απειλές για τσάκισμα των άκρων και επιβολή της νομιμότητας αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της κρατικής ρητορείας. Η «εξάρθρωση» της χ.α. έγινε με τέτοιο θεαματικό τρόπο ώστε να κρατήσει ζωντανή τη ναζιστική εφεδρεία ως ιδεολογία και πρακτική. Η αποπολιτικοποίηση της διαδικασίας, ο διαχωρισμός σε νόμιμο κόμμα και εγκληματική οργάνωση, η μη προφυλάκιση ορισμένων ηγετικών στελεχών είναι ενδεικτικά. Επίσης, η έννομη βία και ο φορέας της –ο στρατός και η αστυνομία- αποκαθάρονται υποτίθεται από τα ναζιστικά «σταγονίδια» και σύμφωνα με πόρισμα της ΕΛ.ΑΣ μετά από έρευνα σε εκατοντάδες αστυνομικούς βρέθηκαν μόνο 10 από αυτούς να διατηρούν σχέσεις με τη χ.α. και συνελήφθησαν. Με άλλα λόγια τα βασανιστήρια, η καταστολή, ο ρατσισμός και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη πρακτική του «δημοκρατικού» κράτους, χωρίς όμως κανένας να μπορεί να κατηγορήσει για αυτό την επιρροή της χ.α. Η δημοκρατία είναι τώρα φαινομενικά καθαρή από ναζιστικούς λεκέδες. Την ίδια στιγμή, η εξομοίωση της δολοφονίας του Φύσσα με τον κοινωνικό αγώνα στις Σκουριές και η άμεση ποινικοποίηση-εγκληματοποίησή του, η ταύτισή της με τους νεκρούς της marfin (υπόθεση που καθόλου τυχαία εκδικάζεται σε λίγες μέρες με τη σκευωρία εναντίον του αναρχικού Θοδωρή Σίψα), η στοχοποίηση των ελεύθερων κοινωνικών χώρων, των καταλήψεων και την στεκιών σαν ορμητήρια και εκκολαπτήρια τρομοκρατών, μετά και την εκτέλεση των δύο χρυσαυγιτών έξω από τα γραφεία τους στο Ν. Ηράκλειο, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρερμηνείας. Όποιος αμφισβητεί το μονοπώλιο της κρατικής βίας θα συντρίβεται. Κάθε κοινωνική αντίσταση αφού ποινικοποιηθεί θα καταστέλλεται.
Οπότε, καθίσταται σαφές ότι, αυτό που συντελείται δεν είναι η σύγκρουση των άκρων, αλλά η σύγκρουση δύο κόσμων. Ο κόσμος της εκμετάλλευσης και της υποταγής και ο κόσμος της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Κάθε προσπάθεια αντίστασης των από κάτω, από τους χώρους δουλειάς, από αυτοοργανωμένες κοινότητες, από σχολεία και πανεπιστήμια θα διαμορφώνεται σαν εσωτερικός εχθρός και θα στοχοποιείται, θα χωράει στα κυριαρχικά σχήματα και θα εξοντώνεται. Αποτελώντας τις «ολοκληρωτικές λύσεις» του κράτους έκτακτης ανάγκης, του κράτους των νομοθετικών περιεχομένων, των προεδρικών διαταγμάτων, των επιστρατεύσεων των απεργιών, των περιστολών και αναστολών των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Υστερόγραφο: κάποιες σκέψεις πάνω στην αντιφασιστική μάχη που συνεχίζεται και έρχεται μπροστά μας, για τον θάνατο στον φασισμό, την κρεμάλα στους φασίστες και τους εύστοχους πυροβολισμούς μιας άστοχης κυριολεξίας
Θα ήταν ανοησία να θεωρήσει κάποιος ότι το ζήτημα του αντιφασισμού εξαντλείται στον τρόπο αντιμετώπισης των ταγμάτων εφόδου, ότι το «παρακράτος» μπαίνει στο χρονοντούλαπο, ότι ο φασισμός (και οι διαδικασίες κοινωνικού εκφασισμού) τελειώνουν με τις διώξεις των χρυσαυγιτών και με μερικές νομιμόφρονες γονυκλισίες των Κασιδιαραίων, ότι «οι νίκες της δημοκρατίας» είναι αυτές που επαναχαράσσουν το πολιτικό-κοινωνικό τοπίο. Αν κάτι βγαίνει ως συμπέρασμα από την «αντιναζί» κρατική καμπάνια των τελευταίων εβδομάδων είναι πως πέρα από την (φιλολογική μάλλον) αποδυνάμωση των χρυσών αυγών ως παρακρατικό μαγαζί-γωνία, όχι μόνο δεν υπάρχει απόσυρση ή υποστολή των ολοκληρωτικών προσχημάτων και κατευθύνσεων του καθεστώτος αλλά ακριβώς αντίστροφα , υπάρχει ενίσχυση κάθε πτυχής τους.
Οι ακηδεμόνευτες αντιφασιστικές μάχες που δόθηκαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης με το θεσμισμένο και μη φασισμό και την ίδια στιγμή αγωνιούσαν (και τα κατάφερναν) να μην αφομοιωθούν από το νεόκοπο θεσμικό «αντιφασισμό». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι μάχες απαιτούσαν μεγαλύτερη ενάργεια λόγου και πράξης, τοποθετημένες στην «ανακατάληψη των χαμένων από τον φόβο κοινωνικών εδαφών» (είτε αυτά αφορούν κοινωνικές σχέσεις είτε γειτονιές, δηλαδή γεωγραφία) η εκτέλεση των δύο ταγματασφαλιτών χρυσαυγιτών στο Νέο Ηράκλειο, ήρθε να προσθέσει όχι απλά μια μουτζούρα σε ένα ήδη παραφορτωμένο καμβά κοινωνικής σύγχυσης, αλλά να επανακαθορίσει μονοδιάστατα τους όρους που αυτές οι μάχες διεξάγονται.
Μια γόνιμη κριτική στην ενέργεια αυτή μπορεί να γίνει τόσο στο πεδίο του λόγου που τη συνόδευε στην ανάληψη ευθύνης, όσο και στο αυτόνομο πεδίο της πράξης αφ‘ εαυτής, ως «κινηματικής» παρακαταθήκης-πρότασης που αφήνει. Η ίδια η πράξη της εκτέλεσης έχει τη δική της δυναμική και δεν υποδηλώνει μόνο έναν συμβολικό πολιτικό στόχο, αλλά μια ολόκληρη πολιτική πρόταση (εκείνων που ανέλαβαν την ευθύνη) για να «τελειώνουμε με τους φασίστες». Είναι η ίδια αυτή επιλογή που μεταφέρει στο πεδίο μιας αμφιλεγόμενης κυριολεξίας το «θάνατος στο φασισμό», καθώς στην ουσία αδυνατεί ακόμα και μέσα από τις νοηματοδοτήσεις της να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα της διαλεκτικής των κοινωνικών αγώνων.
Η ανάληψη ευθύνης που ακολούθησε την εκτέλεση των δύο ταγματασφαλιτών στην πραγματικότητα απλά και μόνο την ακολούθησε...ως συνοδευτικό μιας αφ’ εαυτής πράξης. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε πουθενά την άρθρωση ενός πειστικού λόγου τού γιατί τώρα η εκτέλεση των δύο, πέρα από γενικές επικλήσεις ενός «λαϊκού δικαίου για κρεμάλα στους φασίστες». Κι ενώ ως κείμενο είναι πολύ εμβριθές στο να εξιστορεί τα θύματα των χρυσαυγιτών μέσα στα τελευταία χρόνια, αδυνατεί να εξηγήσει την απόφαση της εκτέλεσης στο τώρα και στο γιατί τώρα και όχι τρία χρόνια ή πέντε μήνες πριν και τη σχέση αυτής της απόφασης με τις κινηματικές-κοινωνικές διεργασίες. Επιπλέον, οι ακροβασίες που διασυνδέουν σε μια κοινή αφήγηση Ντουρούτι και ΟΠΛΑ, σύριζα και αναρχικούς, η ανάγνωση της σύγχρονης ιστορίας (από την αντίσταση, τον εμφύλιο, τη μεταπολίτευση, το Δεκέμβρη του 2008 και τα μεγάλα κοινωνικά ραντεβού των μνημονιακών χρόνων) μέσα από το πρίσμα της «λαϊκής ιστορίας των αγώνων» είναι μια μονοδιάστατη, α-ιστορική άρα και υπερβατική κοινή αφήγηση διαφορετικών ιστορικών και κοινωνικών υποκειμένων. Ο ΕΛΑΣ με την εξέγερση του 2008 επικοινωνούν μόνο μέσα από τον ημερολογιακό συμβολισμό του Δεκέμβρη και το ιστορικά αποδομητικό «Βάρκιζα τέλος!» στους τοίχους της πόλης...
Από ‘κει και πέρα τα ζητήματα που έθεσε στο «αντιφασιστικό κίνημα» η ενέργεια των ΜΛΕΔ ξεπερνάει κατά πολύ το γνωστό πολιτικό-ιστορικό ερώτημα-στοίχημα-ομφαλοσκόπηση για την ικανότητα λειτουργικής διασύνδεσης «ένοπλου» και «κινήματος».
Γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενέργεια που δε συνδιαλέγεται με κανέναν άλλο πέρα από την ίδια, τη λογική της και τον "ηθικό συμβολισμό" της (πχ το αίμα ξεπλένεται με αίμα, θάνατος στους φασίστες κτλ), που θεωρεί ότι πραγματώνει την κυριολεξία των συνθημάτων των δρόμων. Σαν αυτά να είναι προγραμματικές δηλώσεις και όχι κατευθύνσεις και προοπτικές και ότι όσο αυτές δεν πραγματώνονται στην κυριολεξία των «νοημάτων και των λέξεων» να ξεπέφτουν αξιολογικά σε απλά τσιτάτα. Σαν για την «κυριολεξία» των λέξεων και των νοημάτων, θα πρέπει να μεσολαβεί μια εργολαβία «συνειδητοποιημένων» που θα αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν το «χαμένο νόημα» και όχι μια ανοιχτή διαρκής ριζοσπαστική κοινωνική διεργασία. Κατά συνέπεια, όπου υπάρχει επίκληση ηθικής και συμβολισμοί, οι πράξεις διαμορφώνουν ένα φαινομενικό και όχι πραγματικό πεδίο συγκρούσεων. Όταν δε, υπάρχουν και τα δύο αυτά μαζί, τότε το κράμα αυτό παράγει μονάχα μια θεολογικού, μηχανιστικού, μιλιταριστικού τύπου προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης που παραπέμπει σε μονομαχία. Άρα, στο προκείμενο άστοχη και η κυριολεξία...
Συνεχίζοντας, εφόσον αναγνωρίζουμε πως το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και οι ολοκληρωτισμοί του είναι στημένοι πάνω στην κατασκευή/διάχυση/ διαχείριση του «φόβου» (και μέσα σε αυτό το πεδίο πολυδιάστατα είναι τοποθετημένη και πριμοδοτημένη η χ.α.), αντιλαμβανόμαστε το να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να μεταφέρει το φόβο στο «αντίπαλο στρατόπεδο» με σκοποβολή ως βασισμένο πάνω σε δύο αυταπάτες.
Η πρώτη σχετίζεται με το πραγματικό ιστορικό πεδίο της συγκυρίας, όπου εκ των πραγμάτων περισσότερη διστακτικότητα και φόβος υπήρχε στους χ.α., σαράντα μέρες τώρα που το «αντιφασιστικό κίνημα» «αδυνατούσε» να παραγάγει συνθήκες λειτουργικής σύγκρουσης με τους φασίστες και «αφομοιωνόταν» (κατά τους συγγραφείς της ανάληψης), παρά τώρα με δυο πτώματα στην πόρτα τους (τα οποία χρησιμοποίησαν οι αρχηγοί τους ως γνήσια αναλώσιμα για να εμβαπτιστούν και πάλι στην νομιμοποιητική αθωότητα της θυματοποίησης). Στην πραγματική ζωή, δεν ήταν ο αντιφασισμός των δρόμων που κόπασε (πόσο μάλλον αφομοιώθηκε!) και δεν είχε άλλες απαντήσεις, αλλά ο νεόκοπος αντιναζισμός του κράτους ο οποίος κινδύνευε να υποπέσει σε (γνώριμες στους υποψιασμένους) τεράστιες αντιφάσεις πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενε, με την τροπή που είχε πάρει τόσο η πολιτική όσο και η δικονομική πλευρά του ζητήματος. Όμως το ζήτημα του αντιφασισμού δεν μετριέται με μιντιακούς όρους, δεν αφορά τον τηλεοπτικό χρόνο που καταλαμβάνει για να οριστεί φουσκωμένος ή ξεφούσκωτος, αφομοιωμένος ή αναφομοίωτος και αιχμηρός. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν στηρίζεται πάνω σε μια φαινομενικότητα ισχύος αλλά στη διάρκεια, τα ριζώματα, τις σχέσεις και τις καθημερινές μάχες στο (ανοιχτό) κοινωνικό πεδίο. Ο ακηδεμόνευτος και μαχητικός αντιφασισμός ήταν και είναι αθέατος από τις μηχανές του θεάματος (πολύ περισσότερο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και αυτό όχι τυχαία βέβαια αφού έπρεπε να επιβεβαιωθεί η «μονοκρατορία» του κρατικού αντιναζισμού), δεν παράγει τηλεθέαση, αλλά διαμορφώνει υπόγειες και πραγματικές κοινωνικές δυναμικές.
Η δεύτερη αυταπάτη σχετίζεται με τη γενικότερη αντίληψη για το ιστορικό πολιτικό πλαίσιο: οι όροι της σύγκρουσης, το ισοζύγιο της δύναμης των αντίπαλων κόσμων, δεν καθορίζεται από ριπές «συμβολισμών» αλλά από διαρκείς ριπές τόνωσης του κοινωνικού ανταγωνισμού και των ριζοσπαστικών πειραματισμών, από περιφρούρηση και επέκταση του εδάφους που κατέχουν οι κοινωνικές αντιστάσεις. Ο «εμφύλιος πόλεμος» μπορεί να διεξαχθεί με όρους πραγματικούς και όχι με ιδεατές κατασκευές και επικλήσεις. Μπορεί να διεξαχθεί μόνο μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων πραγματικά χωρισμένων, συνειδητών και αποφασισμένων και όχι με «ιστορικά υποκείμενα» αποκυήματα μιας φαντασιακής νομοτέλειας που παράγει η σημερινή συγκυρία. Φυσική απόρροια αυτής της λογικής είναι να προκριθεί ως «πρωτοπόρα» η ένοπλη οργάνωση του αγώνα (που μπορεί να δίνει «καίριες» απαντήσεις στον εχθρό και να διαμορφώνει τις «υποκειμενικές συνθήκες για τον ξεσηκωμό») και να γίνει κάτι παραπάνω από «σαφής» η ιεράρχηση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και το «στρατιωτικό» κομμάτι της συγκρουσιακής στρατηγικής. Στην ιεράρχηση αυτή, όχι μόνο παύει η οργανική επικοινωνία των δύο αλλά στην ουσία το «στρατιωτικό» κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του αυθεντικού εκφραστή των «υποκειμενικών και αντικειμενικών κοινωνικών δυναμικών».
Οι μάχες που είναι μπροστά μας είναι πολλές και προεκτείνονται πέρα από τη φυσική σύγκρουση με τους φασίστες, πέρα από τα όποια κρατικά-παρακρατικά αντίποινα, στο πεδίο πρόκλησης ρηγματώσεων εκεί που αρθρώνεται, νομιμοποιείται, διευρύνεται και αναπαράγεται ο θεσμικός ολοκληρωτισμός και το κράτος έκτακτης ανάγκης, εκεί όπου εκβάλλει ο κοινωνικός εκφασισμός ,εκεί όπου παράγεται και αναπαράγεται ο φόβος.
Γιατί, όπως (συνυπο)γράφαμε στην αφίσα που κολλήθηκε τον Οκτώβρη στις δυτικές γειτονιές, «ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός δεν είναι η αναβίωση των παραδοσιακών φασιστικών συμβολισμών, παρά μόνο περιθωριακά και κατά περίπτωση. Είναι «επίκαιρος» στο βαθμό που εκφράζει τη στρατηγική κατεύθυνση των κυρίαρχων αυτού του κόσμου: έναν άγριο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με νόμο και τάξη. Έναν καπιταλισμό που επιστρατεύει την υποτιμημένη εργασία και την (μισό)δουλεία. Φρουροί αυτής της βαρβαρότητας είναι οι επίσημοι και ανεπίσημοι «φρουροί της νομιμότητας» και του «μονοπωλίου της (παρα)κρατικής βίας»: οι μπάτσοι, οι δικαστές, οι δημοσιογράφοι, οι μαφίες και οι μπράβοι τους.»
Ούτε βήμα πίσω! Τσακίζουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό σε όλες του τις μορφές μαζί με τις παρακρατικές συμμορίες του!
- Details
- Category: Αναλύσεις
Κείμενο του Θερσίτη με αφορμή το διεθνές κάλεσμα αλληλεγγύης στον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής (9 Νοέμβρη 2013) αλλά και την εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στο χώρο του Θερσίτη για την ίδια υπόθεση την Παρασκευή 8 Νοέμβρη 2013 και ώρα 7 μ.μ.
Για τον αγώνα των κατοίκων της Β.Α. Χαλκιδικής
Στη Β.Α. Χαλκιδική βρίσκεται σε εξέλιξη ένας από τους σημαντικότερους αγώνες των τελευταίων χρόνων. Κάτοικοι της περιοχής και αλληλέγγυοι αγωνίζονται ενάντια στα μεταλλεία χρυσού της εταιρίας Ελληνικός Χρυσός (95% ιδιοκτησία της καναδικής πολυεθνικής EldoradoGoldS.A. και 5% της ΑΚΤΩΡ Α.Ε.συμφερόντων Μπόμπολα). Οι εξορύξεις απειλούν με αφανισμό πολλές εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα αρχέγονου δάσους, με μη αντιστρεπτή ρύπανση των υδάτων, του εδάφους και του αέρα, με αλλαγή του χάρτη της περιοχής και καταστροφή της ζωής των ανθρώπων των γύρω χωριών. Η ιστορία όμως των εξορύξεων και του αγώνα των κατοίκων δεν είναι καινούργια. Για περισσότερο από είκοσι χρόνια, τα μεταλλεία Κασσάνδρας, με μεταλλεύματα όπως χαλκό, άργυρο, μόλυβδο, ψευδάργυρο, χρυσό κ.α., έχουν μπει στο στόχαστρο ντόπιων και πολυεθνικών εταιριών, και σ’ αυτό το «έργο» η συμβολή του κράτους υπήρξε πάντα καθοριστική. Η περιβαλλοντική καταστροφή που ήδη έχει συντελεστεί είναι σε πολλές περιπτώσεις ανυπολόγιστη. Ωστόσο, οι τοπικές αντιστάσεις υπήρξαν πάντα ισχυρό ανάχωμα στις ορέξεις των εταιριών και των κρατικών σχεδιασμών, αποτελώντας ένα από τα πιο φωτεινά σημεία του ανταγωνιστικού κινήματος.
Αναμφισβήτητα, η διαχείριση του «φαινομένου Σκουριές», τόσο σε κατασταλτικό όσο και σε ιδεολογικό επίπεδο, συμπυκνώνει τις πολιτικές του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που έχει επιβληθεί με την ένταξη της χώρας στις μνημονιακές νεοφιλελεύθερες πολιτικές και αναδεικνύεται σε πείραμα εκπειθάρχησης και εξανδραποδισμού μεγάλων κοινωνικών κομματιών, που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια και αλλού. Ως προς αυτό αξίζει να επισημάνουμε κάποια επιμέρους σημεία.
Είναι δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις της εταιρίας αντλούν νομιμοποιητικά άλλοθι από όλα εκείνα τα πολύ γνωστά περί «σωτήριας ανάπτυξης για την περιοχή, κατεπείγουσας ανάγκης, εθνικού συμφέροντος»… Μια κρίση του συστήματος είναι πάντα ευκαιρία για τους «από πάνω» για αναδιάρθρωση, όχι μόνο στο επίπεδο της εξυγίανσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και για αναδιευθέτηση του κοινωνικού σε όλα τα πεδία. Μισθοί υποδιπλασιάζονται, συντάξεις-πενταροδεκάρες μετατρέπουν τους ηλικιωμένους σε επαίτες, στοιχειώδεις υποδομές κοινωνικής πρόνοιας γίνονται είδη πολυτελείας, άνθρωποι πετιούνται σαν αναλώσιμα από τις δουλειές τους, κι άλλοι στοιβάζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης (βλ. μετανάστες). Από αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει η γη. Οι έρευνες για γεωτρήσεις υδρογονανθράκων βρίσκονται στην ημερήσια ατζέντα επιστημονικών και επιχειρηματικών συνεδρίων, ενώ χρυσοθήρες ετοιμάζουν ήδη κρατήρες σε δασικές εκτάσεις σε Κιλκίς και Έβρο. Οι αναπτυξιακές πολιτικές αντλούν επιπλέον νομιμοποίηση, αφού παρουσιάζονται ως κύρια οδός για τη σωτηρία από την ύφεση (δεξιές και αριστερές συνιστώσες του συστήματος την εξυψώνουν σε σωτήρια λύση κατά της ανεργίας). Από ομιλία του πρωθυπουργού στην τελευταία ΔΕΘ: «Η χώρα δεν χρειάζεται νέα μέτρα λιτότητας αλλά ανάκαμψη και ανάπτυξη», στη λαχαναγορά του Ρέντη: «απαραίτητη για την κοινωνική συνοχή είναι η ανάπτυξη», και σε τηλεοπτική συνέντευξη: «ανάπτυξη και θέσεις εργασίας θα περιορίσουν την ακροδεξιά». Περισσότερο από ποτέ, η ανάπτυξη αποφορτίζεται από τα αρνητικά της νοήματα, ουδετεροποιείται, γίνεται μέρος της κανονικότητας που παράγει η γλώσσα του συστήματος.
Όλα σαρώνονται στο νέο περιβάλλον της κρίσης, ενώ διεκδικήσεις του παρελθόντος για αρμονική συνύπαρξη με τη φύση μοιάζουν περισσότερο από ποτέ γραφικότητες και ρομαντισμοί. Σε αυτή τη συνθήκη, η περιοχή της Β.Α. Χαλκιδικής γίνεται ουσιαστικά μια ειδική οικονομική ζώνη. Τα συμφέροντα της εταιρίας υπερασπίζονται από τους έμμισθους του κράτους με κάθε μέσο, ολόκληρα χωριά αλώνονται από αστυνομικούς στρατούς κατοχής, το δάσος συνεχίζει να αφανίζεται για να εξαχθούν μόλις 0,8gr χρυσού από 1 τόνο εδάφους, με την ταυτόχρονη διάχυση στην ατμόσφαιρα 3.116 τόνων σκόνης/ώρα μόνο από το ορυχείο στις Σκουριές!
Σε κατασταλτικό επίπεδο, από τον Μάρτιο του ‘12, οπότε και εντείνονται οι δυναμικές κινητοποιήσεις ενάντια στα μεταλλεία, τα χωριά της Β.Α. Χαλκιδικής τελούν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς κατοχής από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις και τραμπούκους της εταιρίας (χαρακτηριστική στιγμή είναι η εισβολή πολυάριθμου στρατού ΜΑΤ – ΕΚΑΜ στην πόλη της Ιερισσού στις 7 Μάρτη). Η Β.Α. Χαλκιδική βρίσκεται σε «κατάσταση εξαίρεσης». Οι διαδηλώσεις που πραγματοποιούν κάτοικοι και αλληλέγγυοι στο βουνό συνοδεύονται απόρριψη άφθονων χημικών, ξυλοδαρμούς διαδηλωτών κάθε ηλικίας, από πλαστικές σφαίρες, τραμπουκισμούς από τα δουλικά-εργαζόμενους της εταιρίας, ενώ το τελευταίο εξάμηνο (μετά την καταστροφή του εργοταξίου της εταιρίας στις 17 Φλεβάρη) εφαρμόζονται και αστυνομικές εισβολές σε σπίτια και απαγωγές αγωνιζόμενων.
Σε όλο αυτό το διάστημα, σχηματίζονται 14 ογκωδέστατες δικογραφίες, 210 άνθρωποι κατηγορούνται ή φέρονται ως ύποπτοι, από τους οποίους οι 56 με βαριά κακουργήματα για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, δηλαδή διώκονται με τον τρομονόμο, 4 άνθρωποι προφυλάκιζονται (οι 2 αποφυλάκισθηκαν μετά από 6μηνη κράτηση και οι άλλοι 2 μόλις πριν δύο ημέρες μετά από τρίμηνη φυλάκιση), πάνω από 200 άνθρωποι υποβάλλονται δια της βίας σε απόσπαση γενετικού υλικού, ενώ μέχρι σήμερα εξακολουθούν να μοιράζονται κλήσεις για απολογία στον ανακριτή. Όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί, πρόκειται για βιομηχανία παραγωγής διώξεων, μια επιχείρηση σκούπα στους αγωνιζόμενους, ώστε να δοθεί ευκρινές το μήνυμα ότι δεν πρέπει να κουνιέται ούτε φύλλο, ότι το «ησυχία, τάξη και ασφάλεια» θα εφαρμοστεί δια ροπάλου. Τα τριψήφια νούμερα των διωκόμενων θέλουν να υπογραμμίσουν τη δύναμη του καθεστώτος να σαρώνει περνώντας πάνω από ανθρώπους, και οι υπερμεγεθυμένοι αριθμοί θέλουν να προκαλέσουν τρόμο. Οι διώξεις έχουν στόχο να εγκλωβίσουν σε καθεστώς δικαστικής ομηρίας μεγάλο μέρος των αγωνιζόμενων, να τους μπλέξουν στα πλοκάμια του δικονομικού συστήματος και των θεσμικών διευθετήσεων. Επιχειρούν να διασπάσουν τη συνοχή τους, δημιουργώντας ρήγματα ως προς τις διεκδικήσεις τους, απομακρύνοντάς τους ταυτόχρονα από το πεδίο του καθημερινού αγώνα. Αυτό είναι εξάλλου το κυρίαρχο μότο: καθένας πρέπει εδώ και τώρα να επιστρέψει στον ιδιωτικό του βίο, να κοιτάζει τις προσωπικές του υποθέσεις και τη «δουλίτσα» του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτούς, οι διωκόμενοι της Β.Α. Χαλκιδικής διαψεύδουν τις προσδοκίες τους.
Η 17 Φλεβάρη, όταν ομάδα ατόμων αιφνιδίασε τους σεκιούριτι των εγκαταστάσεων της εταιρίας στις Σκουριές και πυρπόλησε οχήματα και υποδομές της, αποτέλεσε χρονικό σημείο αναβάθμισης της κατασταλτικής στρατηγικής και του ιδεολογικού πολέμου. Τα εκτενή ρεπορτάζ των μίντια –που έμοιαζαν περισσότερο με πολεμικά ανακοινωθέντα του υπουργείου τύπου της κυβέρνησης, η παρουσία του ίδιου του υπουργού προστασίας του πολίτη στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής και του αρχηγού της αστυνομίας, οι καταγγελίες από όλο το φάσμα του κομματικού συρφετού, δημιούργησαν το κατάλληλο υπόστρωμα για να ξεδιπλωθεί μια άνευ προηγουμένου εγκληματοποίηση του αγώνα. Από εκεί και πέρα, ασταμάτητα, στη βουλή, στις αστικές εφημερίδες, στα τηλεοπτικά πάνελ οι όποιες αναφορές στη βία συνδέονται πάντα και με τις Σκουριές. Η θεωρία των δύο άκρων, αυτό το κυρίαρχο κατασκεύασμα που θέλει στο ένα άκρο τη νεοναζιστική κτηνωδία, βρήκε στην κοινωνική αντι-βία του αγώνα των κατοίκων στις Σκουριές το δεύτερο μισό της. Τα «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται» και οι ασκήσεις νομιμοφροσύνης δίνουν και παίρνουν. Επιμένουν να θέτουν σε κοινό πλαίσιο ανάγνωσης τη δολοφονία του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα από τον φασίστα Ρουπακιά με τον αγώνα ανθρώπων που παλεύουν για τη ζωή τους και τη φύση, ώστε να απονομιμοποιηθεί πλήρως στην κοινωνική συνείδηση ο τελευταίος, να χάσει τα κοινωνικά του ερείσματα, να περιθωριοποιηθεί. Εγκληματική οργάνωση η νεοναζιστική συμμορία της χρυσής αυγής, εγκληματική οργάνωση και αγωνιζόμενοι της Β.Α. Χαλκιδικής. Η διεύρυνση της ποινικότητας, ώστε «το εγκληματικό» να ταυτίζεται με τις κοινωνικές αντιστάσεις στα σχέδια κράτους και αφεντικών, είναι χαρακτηριστικό σημείο του εντεινόμενου ολοκληρωτισμού της δημοκρατίας, μιας ακόμα κίνησης από το ποινικό κράτος να επιβάλλει κοινωνική σιγή. Η βία όμως δεν είναι μία. Όπως έγραψαν οι ίδιοι οι αγωνιζόμενοι ενάντια στα μεταλλεία σε προκήρυξή τους: «Βία είναι η καταστροφή της Χαλκιδικής, ο μη έλεγχος της Ελληνικός Χρυσός, η έκθεση σε κίνδυνο της δημόσιας υγείας από διαρροές τοξικών κατά τη μεταφορά τους. Βία είναι η δημιουργία τετελεσμένων με στόχο την τελική νομιμοποίηση παράνομων εταιρικών δραστηριοτήτων. Βία είναι η θυσία ανθρώπινων ζωών στο βωμό μιας “ανάπτυξης” όπως την ορίζετε εσείς και τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετείτε. Κι αυτή τη βία δεν την καταδικάζετε και βέβαια δεν τη διώκετε... Τα δύο άκρα δεν είναι οι νεοναζί και οι Σκουριές. Τα δύο άκρα είναι το κράτος και το παρακράτος. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: του μηχανισμού καταστολής κάθε άποψης και κινήματος που αντιστέκεται στα σχέδιά τους».
Συμπερασματικά, ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία, ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη συγκυρία που οι κοινωνικές αντιστάσεις φαίνεται ότι βρίσκονται σε ύφεση, κρίνεται εξαιρετικά σημαντικός. Στην περίοδο που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, μέσα από την πολεμική συνθήκη του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης περνούν σαν οδοστρωτήρας των όποιων κεκτημένων, η ρητή και αμετάκλητη εναντίωση σε τέτοια «έργα» είναι κοινωνικό οδόφραγμα στις ορέξεις των κυρίαρχων. Ακριβώς γιατί οι καιροί υποβάλλουν σε εκβιασμούς και προβλήματα επιβίωσης που απαιτούν λύσεις, το να μην υποκύπτεις σε εξατομικευμένες λύσεις του στυλ «κάνω οτιδήποτε για να ζήσω, γίνομαι τσιράκι των αφεντικών, κανιβαλίζω…», το να αντιμετωπίζεις άγρια καταστολή και ωστόσο να συνεχίζεις, είναι πράξη αντίστασης, είναι επιθετική κίνηση ενάντια σ’ αυτούς που θέλουν να ορίζουν τις ζωές μας. Ο αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής και των αλληλέγγυων είναι υπόθεση όλων μας, ρητή διακήρυξη ότι οι ζωές μας δεν είναι αναλώσιμες, ότι στη γη αναλαμβάνουμε να στήσουμε τα ριζώματά μας, ότι η γη είναι ζωή και αυτή δεν παραδίδεται.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ Β.Α. ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΧΡΥΣΟΥ
Θερσίτης,
Νοέμβριος ‘13
[Για να διαβάσετε το κείμενο σε μορφή αρχείου pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Αναλύσεις
4ος Κύκλος Αυτομόρφωσης στο χώρο του Θερσίτη
Ως συνέχεια της προσπάθειας που ξεκίνησε πριν τρία χρόνια να μοιραστούμε τη γνώση με όρους αυτομόρφωσης, θα πραγματοποιηθούν και φέτος στο χώρο του Θερσίτη μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες-τριες, μαθήματα μουσικών οργάνων (μπάσου, μπουζουκιού κ.α.), παραδοσιακών χορών,kick-boxing, φωτογραφίας, μοντάζ-επεξεργασίας βίντεο, σκακιού, γαλλικών, ενώ ευπρόσδεκτοι είναι και όσοι-ες επιθυμούν να μοιραστούν τη γνώση οποιουδήποτε επιπλέον αντικειμένου.
Το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα διαμορφώνει ένα πολύ ασφυκτικό πλαίσιο, στο οποίο οι πραγματικές μαθησιακές ανάγκες απωθούνται και τελικά σαρώνονται από τον τεράστιο όγκο απαιτήσεων των σύγχρονων κοινωνικών προτύπων. Η διαδικασία της μάθησης εκφυλίζεται σε διαδικασία απόκτησης γνωστικών αντικειμένων, εχέγγυα υποσχέσεων κοινωνικής και επαγγελματικής ανέλιξης και επιτυχίας (αν και στην περίοδο που διανύουμε κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον αμφίβολο). Η γνώση γίνεται εργαλείο για πολύ συγκεκριμένη χρήση: στόχο έχει να δημιουργήσει πειθήνιους, παραγωγικούς υπηκόους του κυρίαρχου κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού τρόπου οργάνωσης. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός αποτελούν βασικά συστατικά της κυρίαρχης εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ο χρόνος που απαιτείται για να μάθει κανείς κάτι γίνεται ανταλλακτικός και κοστολογείται, οπότε η εργαλειοποιημένη γνώση γίνεται και εμπόρευμα. Αυτό θα πει ότι μπορεί να αποκτηθεί μόνο από εκείνους κι εκείνες που μπορούν να την αγοράσουν, κάτι που ταυτόχρονα αναπαράγει και διευρύνει τους υπάρχοντες κοινωνικούς αποκλεισμούς. Μαζί με όλα αυτά, η αποστειρωμένη εκπαιδευτική διαδικασία είναι γεμάτη από την αναπαραγωγή των κυρίαρχων διαχωρισμών, με πρώτο και κύριο τη διάκριση του διδάσκοντος από το διδασκόμενο και την τοποθέτηση του πρώτου στον άμβωνα του πεφωτισμένου και της αυθεντίας.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα προτάσσουμε το μοίρασμα της γνώσης μέσα από τις διαδικασίες της συλλογικής αυτομόρφωσης. Επιχειρούμε να καταργήσουμε έμπρακτα ρόλους και δίπολα (διδάσκων-διδασκόμενος), να καταρρίψουμε την έννοια της αυθεντίας -οι αυθεντίες απλά δε χωράνε στη λογική της αλληλεπίδρασης και της ανιδιοτέλειας μιας τέτοιας διαδικασίας. Τα μαθήματα δεν έχουν και δεν επιθυμούν να έχουν καμία σχέση με την αναγνώριση και πιστοποίησή τους από «ειδήμονες» και κρατικούς ή μη οργανισμούς. Επιθυμούμε να γίνει η μάθηση το πεδίο για να συναντηθούν, να επικοινωνηθούν και τελικά να χαριστούν οι γνώσεις μας. Μέσα από διαδικασίες ισοτιμίας, να θέσουμε τους δικούς μας όρους για τη διεύρυνση των γνωστικών μας πεδίων, για την «ενίσχυση» ή την ανακάλυψη των πραγματικά δικών μας ενδιαφερόντων, των δικών μας αναγκών. Να μεταστρέψουμε τη στείρα μετάδοση γνώσης με πειραματισμούς, παιχνίδι, δημιουργικότητα, ανταλλαγή... Να αποκαθηλώσουμε τη γνώση από τον εργαλειακό της προορισμό...
Ταυτόχρονα, σκοπεύουμε στο σπάσιμο των κοινωνικών αποκλεισμών και των ανισοτήτων που παράγονται μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα -τα μαθήματα είναι ανοιχτά και ελεύθερα για όποιον-α θέλει να συμμετάσχει. Τα μαθήματα δεν έχουν κάποια χρηματική αξία ανταλλαγής, διότι δεν συνοδεύουν ούτε επιθυμούν να συμπορευτούν με τις επιταγές των «από τα πάνω», οι οποίοι θέλουν κάθε πτυχή της ζωής μας συνυφασμένη με την έννοια του κέρδους. Το μοίρασμα της γνώσης δεν μπορεί να έχει αντίτιμο, όταν προορίζεται να χαριστεί για την ίδια τη χαρά της μάθησης και όχι μόνο για τη χρησιμότητά της. Μέσα και από αυτή την αντι-εμπορευματική σχέση μπλοκάρουμε τη χρηματική συναλλαγή που διαμεσολαβεί τις σχέσεις και τις δραστηριότητές μας. Και είναι αυτό το μοίρασμα απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ραδιουργίας ενάντια στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα και τις προτάσεις του και συνάμα έκφραση της δύναμης του πάθους μας για την ανατροπή κάθε χειραγωγικού μηχανισμού. Εδώ και τώρα.
Όμως, στις μέρες που ζούμε επιχειρείται συστηματικά σύγχυση των νοημάτων. Με πρώτη και καλύτερη την τοπική αυτοδιοίκηση του Ιλίου που τα τελευταία χρόνια αναλαμβάνει να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από τις διαλυμένες προνοιακές υπηρεσίες, διαθέτοντας ασφαλώς ψίχουλα. Και αυτό το κάνει επιχειρώντας να ενσωματώσει την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης και του μοιράσματος σε θεσμικά καλούπια και ανταλλακτικές αξίες. Στήνει κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά φροντιστήρια, επιχορηγεί με 71.000 ευρώ(!) τους εθνικοτοπικούς συλλόγους “για την ενίσχυση της πολιτιστικής ταυτότητας”. Όμως, τέτοιες κινήσεις που γίνονται “από τα πάνω” μόνο καλές προθέσεις δεν έχουν και σε καμία περίπτωση δεν γίνονται χωρίς αντάλλαγμα. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μερικούς μήνες έρχονται οι δημοτικές εκλογές και οι τοπικοί άρχοντες αγωνιούν για την εκλογική τους πελατεία. Και πέρα από αυτό, δε νοείται κοινωνική αλληλεγγύη προερχόμενη “από τα πάνω”, δηλαδή από φορείς εξουσίας και εκμετάλλευσης, όπως οι δημοτικές αρχές.
Μακριά από θεσμικούς φορείς, φιλανθρωπίες και εθελοντισμούς, τα μαθήματα αυτομόρφωσης είναι μόνο μία ανάμεσα σε άλλες υποδομές που μπορούμε να φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες: συλλογικές κουζίνες, χαριστικά παζάρια, κοινωνικά ιατρεία…. Βλέπουμε αυτά τα μαθήματα ως μικρές χειρονομίες κοινωνικής αλληλεγγύης. Να ξαναθυμηθούμε πώς είναι να χαρίζουμε, να μοιραζόμαστε χωρίς αντάλλαγμα. Ιδιαίτερα τώρα, που οι «από πάνω» εφορμούν εναντίον μας αγριότερα από ποτέ, που οι κοινωνικοί αποκλεισμοί εντείνονται, που η μοναξιά και η μιζέρια σκιάζουν ανεξίτηλα την καθημερινότητά μας, να στήσουμε -μακριά από λογικές ηττοπάθειας- τα δικά μας οδοφράγματα ενάντιά τους, να ορθώσουμε συνολικές, συλλογικές απαντήσεις. Με πυξίδα την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια ας χτίσουμε σχέσεις αυθεντικές, ρηγματώνοντας βαθιά τον κόσμο της εξατομίκευσης και του κέρδους. Ας δημιουργήσουμε εκείνους τους τόπους που θα διασταυρωθεί ο πλούτος των επιθυμιών μας, των δεξιοτήτων μας, των γνώσεων μας. Σε μια κίνηση να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Τώρα και πάντα.
Οκτώβρης 2013
Θερσίτης – χώρος ραδιουργίας & ανατροπής
Για να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατήστε εδώ.