Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών είναι με τηλεοπτικούς όρους «ραγδαίες και καταλυτικές». Αν προσπαθήσει κάποιος να σταθεί –για να βγάλει κεντρικό συμπέρασμα- σε μια αποσημειολόγηση καίριων σημείων της ρέουσας αφήγησης των γεγονότων μάλλον θα οδηγηθεί σε μια διαθλασμένη -από τη φαινομενικότητα των πραγμάτων- και όχι συνεκτική αποτύπωση της συγκυρίας. Κι αυτό συμβαίνει γιατί βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή για τις κυριαρχικές επιλογές και στρατηγικές, σε μια εποχή κρίσης που μπορεί να τσιμεντώνει την κρατική-καπιταλιστική αποφασιστικότητα και επιθετικότητα στους από κάτω, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για ενδοκυριαρχικές συγκρούσεις, για επαναδιευθέτηση συμμαχιών (και συμμάχων), για καταστροφή τμημάτων του πολιτικού προσωπικού ή της ίδιας της κυρίαρχης τάξης που δεν είναι λειτουργικά ή πλεονάζουν. Και όπως ακριβώς η επιτάχυνση της λεηλασίας των από κάτω γίνεται με όρους καταλυτικού πολέμου (blietzkrieg) με τον ίδιο τρόπο επιταχύνονται και οι «εξελίξεις» στο κυρίαρχο μπλοκ: η χρυσή αυγή από πολύτιμη εφεδρεία γίνεται ξαφνικά ένα βαρίδι που πρέπει προσωρινά να μπει στην άκρη (με αυτή της τη μορφή). Αυτό βέβαια δεν αποτυπώνει μια πραγματική μετατόπιση του συστήματος σε μια «άνοιξη της δημοκρατίας» αλλά σε μια άλλου είδους διεργασία: την ανάγκη της κρατικής μηχανής να τελειώνει με τους «ασταθείς μηχανισμούς» του που έχουν την τάση ενίοτε να αυτονομούνται, αλλά κυρίως την αφομοίωση-υποκατάσταση από την πλευρά της αστικής δημοκρατίας των μεθόδων του πρώην μηχανισμού της, χωρίς απαραίτητα την παρουσία του. Με απλά ελληνικά, ένα κράτος με ατζέντα και μεθόδους χρυσής αυγής χωρίς την ίδια την χρυσή αυγή… Είναι μια απαίτηση της εποχής…
Βέβαια κάποια σημεία των όσων ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ενδεικτικά: ο πρώτος φόβος των κυρίαρχων, όπως αποτυπώθηκε εξάλλου σε όλα τα καθεστωτικά media δεν ήταν άλλος από την πιθανότητα μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης. Τα γεγονότα της Τετάρτης 18/9 στο Κερατσίνι με τις πολύωρες οδομαχίες με τις δυνάμεις καταστολής και τις επιθέσεις σε τράπεζες και μαυραγορίτικα αλλά και οι επιθέσεις σε γραφεία των φασιστών και οι συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας επιβεβαίωσαν αυτούς τους φόβους και ανάγκασαν τον Δένδια να ακυρώσει το ταξίδι του στη Ρώμη για συνάντηση με ομολόγους του. Η σκληρή καταστολή της Τετάρτης 18/9 (ειδικά όταν έπειτα από κάποια ώρα οι διαδηλωτές δεν ησύχαζαν) και η ασφυκτική παρουσία μπάτσων σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση τις επόμενες μέρες έδειχνε την αποφασιστικότητα του κρατικού μηχανισμού να αποτρέψει οποιαδήποτε απόπειρα «σπίθας που θα άναβε πυρκαγιά». Η τακτική των μηχανισμών καταστολής ήταν πανομοιότυπη με το μοντέλο που ακολουθήθηκε μετά τη δολοφονία του Θανάση Καναούτη από ελεγκτές στο Περιστέρι στις 13/8.
Από ‘κει και πέρα ξεκινά μια επικοινωνιακή καταιγίδα: έρευνες στα γραφεία των φασιστών, αλλαγή τακτικής από τα μμε που πέρασαν από μια επιτηδευμένη καταδίκη και αποκλεισμό των φασιστών από τα πάνελ (δίνοντάς τους έτσι το παράσημο των αντισυστημικών) σε μια άνευ προηγούμενου και στα όρια του αντιδεοντολογικού σύμφωνα με τα δικά τους στάνταρ, επιθετικότητα στην χρυσή αυγή, μετανοημένα καραγκιοζάκια με γυρισμένα πρόσωπα στις κάμερες –που τρίβονταν τόσο καιρό με τους δολοφόνους και το έπαιζαν πατριωτικές περιστέρες- (αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά το υπερήφανο φρόνημα των ελληνόψυχων) να κάνουν «συνταρακτικές αποκαλύψεις» -που όλοι ήξεραν εδώ και δεκαετίες, τα αντιναζί διαγγέλματα ενός πατενταρισμένου ακροδεξιού πρωθυπουργού, η «εξαφάνιση» ελληνόψυχων ανώνυμων σχολιογράφων σε κάθε είδους καθεστωτικό ιντερνετικό media –όταν μέχρι λίγες μέρες πριν όλος ο γαλανόλευκος βόθρος αφηνόταν να εκφράζεται και κόβονταν τα σχόλια του «άλλου άκρου», η «αυτοκριτική» της δημοκρατίας για την έλλειψη βούλησης πάταξης του «φαινομένου» τόσα χρόνια… για να φτάσουμε στη σαββατιάτικη φιέστα με χειροπέδες στον Μιχαλολιάκο και την κουστωδία του.
Και κομμάτι αυτής της «επικοινωνιακής καταιγίδας» ήταν η απομόνωση και η απόκρυψη της κοινωνική κινητικότητας, των ροών της κοινωνικής αντίστασης και των απαντήσεων, της αντιφασιστικής οργής στους δρόμους. Όχι μόνο γιατί αυτός ο αντιφασισμός ανήκε στο «άλλο άκρο» αλλά γιατί το μονοπώλιο του «αντιφασισμού» έπρεπε να παράγεται και να αναπαράγεται από τις καθεστωτικές μηχανές δικαιώνοντας το «ισχυρό Κράτος» σε κάθε φαινομενική ή ουσιαστική απόφασή του.
Μπαίνοντας στην ουσία του ζητήματος θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί ξαφνικά ένα (κρατικό) μαγαζί-γωνία σαν την χρυσή αυγή, απαξιώνεται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες του; Μήπως το χαρτί της ακροδεξιάς πάλιωσε; Μήπως το κομμάτι του κοινωνικού εκφασισμού έπαψε να αποτελεί ένα βασικό όπλο στη φαρέτρα της ταξικής-κοινωνικής λεηλασίας; Μήπως γιατί η «αντιεξεγερτική στρατηγική» του κράτους εγκαταλείπεται (άρα πρέπει να εγκαταλειφθεί και ο συνασπισμός των προθύμων ταγμάτων εφόδου –ως εφεδρικός στρατός των σωμάτων καταστολής-); Ή γιατί ισχύει η «θεωρία των 2 άκρων» και αυτή τη στιγμή ξετυλίγεται μια επίθεση στο άλλο άκρο, όπως μερικούς μήνες πριν στο «δικό μας»; Τα ερωτήματα φυσικά, είναι όχι μόνο αφελή αλλά και ιστορικώς άτοπα.
Αυτό που συμβαίνει στο προκείμενο είναι μια συνολική επαναδιευθέτηση των ενδοσυστημικών συμμαχιών που «δυστυχώς» γι αυτούς δεν έγινε με μια ξεκάθαρη αυτεπιλογή αλλά υπό το καθεστώς ενός εκβιασμού: μια δολοφονία που ξεσκέπαζε σε όλα τα σημεία όχι μόνο την αγαστή σχέση κρατικών μηχανισμών και χρυσής αυγής αλλά την δομική-εσωτερική σχέση κράτους και φασισμού. «Δυστυχώς» γι αυτούς (και τους Ρουπακιάδες) ο Παύλος Φύσσας δεν ήταν ένας ακόμη «πακιστανός υπήκοος» με δύσκολο όνομα, αλλά μια μορφή που μπορούσαν όλοι να ταυτιστούν μαζί του, σε μια περιοχή που λίγες μέρες πριν τα ίδια πρόσωπα που τώρα τον δολοφόνησαν είχαν επιτεθεί σε κλιμάκιο του ΚΚΕ, ένα παιδί της εργατικής τάξης και δηλωμένος αντιφασίστας, ένας άνθρωπος που απλά εκείνο το βράδυ βγήκε για να δει τον Ολυμπιακό σε καφετέρια της γειτονιάς του. Τόσα σημαίνοντα για να ταυτιστούν εύκολα διάφορες κοινωνικές ομάδες, να οργιστούν, να στενοχωρηθούν, να δουν τον εαυτό τους στο σώμα του Παύλου Φύσσα.
Υπό την απειλή αποσταθεροποίησης λόγω συσσωρευμένης κοινωνικής οργής, έπρεπε να παρθούν ορισμένες γρήγορες αποφάσεις –σε ρυθμό και ταχύτητα χρηματιστηρίου- που θα αναδιάτασσαν ριζικά (αλλά στην πραγματικότητα σε φαινομενικό μόνο επίπεδο) τόσο τα κυριαρχικά προσχήματα όσο και τις πραγματικές συμμαχίες. Η πολύτιμη εφεδρεία της χρυσής αυγής εδώ και 2 χρόνια έπαιζε διαρκώς στα όρια των «αντιφάσεων» της αστικής δημοκρατίας,γινόταν όμως ανεκτή ως το πρωτοπόρο κομμάτι που «ακόνιζε στα πεζοδρόμια» τον κοινωνικό συντηρητισμό, αναβίωνε με τους καλύτερους όρους τον μετεμφυλιακό αντικομμουνισμό, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην παραγωγή ενός ιδεολογικού και κοινωνικού πόλου που θα «τελείωνε με την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στην πολιτική και την κοινωνική συνείδηση» όπως λένε όπου σταθούν και όπου βρεθούν διάφοροι θεσμικοί ακροδεξιοί Κρανιδιώτηδες, Βορίδηδες κ.α., δημιουργούσε φοβικά αντανακλαστικά σε αντιστεκόμενα κοινωνικά κομμάτια, έσερνε διαρκώς την πολιτική ατζέντα στις πιο σκοτεινές πλευρές του συστήματος, ήταν ένας «εμφυλιακός δούρειος ίππος» στην καρδιά των γειτονιών, των δρόμων και των κοινωνικών αντιστάσεων.
Αλλά άρχιζε (λόγω και τυχοδιωκτισμού της ηγεσίας της) να παρουσιάζει τάσεις αυτονόμησης ως ξεχωριστός πόλος μέσα στην κρατική μηχανή, χωρίς να προϋποθέτει τις ισορροπίες και τις ανάγκες που την ανέβασαν και την έφεραν να «κοσμεί» τον πολιτικό βίο της χώρας. Γι αυτό και ο περίφημος Μπάμπης Παπαδημητρίου –αηδόνι του καθεστωτικού λόγου- λίγες μέρες πριν είχε ζητήσει μια «σοβαρή χρυσή αυγή». Όταν ένας μηχανισμός μέσα σε μια μηχανή παρουσιάζει άλλες ροπές κάνει δυσλειτουργικό όλο το σύστημα: σε αυτήν την περίπτωση δεν πετάς τη μηχανή, αντικαθιστάς απλά τον μηχανισμό. Και «δυστυχώς» η απόφαση έπρεπε να παρθεί άμεσα, χωρίς να περιμένουν το πώς θα επανεκκινούσε η μηχανή με απλές επιδιορθώσεις και μπαλώματα. Ήταν ζήτημα ευρύτερης συστημικής ομαλότητας…
Στην πραγματικότητα, πέρα από την συριζαίικη φιλολογία, όλα αυτά δεν συμβαίνουν για τον εισοδισμό από την πλευρά της δεξιάς διαχείρισης του σιχαμερού εκλογικού πελατολογίου της χρυσής αυγής, για μια απόπειρα επαναπροσέγγισης των προβάτων που ξέφυγαν από το παραδοσιακό δεξιό μαντρί. Αυτό είναι ένα παρελκόμενο της κατάστασης που θα δείξει αν θα πετύχει. Όπως παρελκόμενο της κατάστασης θα είναι η άμεση από το σύστημα αναζήτηση ενός διάδοχου –«πιο θεσμικού»- ακροδεξιού πόλου που να εκπροσωπεί επίσημα το πελατολόγιο των φασιστών.
Πρόκειται για μια ποσοτική και ποιοτική επένδυση από την πλευρά του κράτους στο κοινωνικό κομμάτι που πειθόταν από τον κρετινισμό της χρυσής αυγής, για μια ενσωμάτωση της «εκφασισμένης ποιότητας» αυτού του κομματιού μέσα στην ίδια την δομή και την φιλοσοφία του, ο απόλυτος έλεγχος των εκφασισμένων κοινωνικών ροπών προς όφελος της μακροχρόνιας συστημικής σταθερότητας και ομαλότητας. Όχι μόνο για το τώρα αλλά και για το προσεχές μέλλον. Ας μην ξεχνάμε και την ορατή περίπτωση όπου ο κύκλος της δεξιάς νεοφιλελεύθερης διαχείρισης πιθανώς θα αρχίζει να κλείνει για να τον ακολουθήσει ένα αριστερό νεοφιλελεύθερο μοντέλο της έκτακτης ανάγκης (που εκφράζεται από τον σύριζα). Σε αυτήν την περίπτωση θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος για την «ομαλότητα» με αμολημένα και ακαταδίωκτα τα τάγματα εφόδου και τον ωκεανό «σταγονιδίων» μέσα στα σώματα ασφαλείας. Η στρόφιγγα του κοινωνικού εκφασισμού πρέπει να ανοιγοκλείνει ανάλογα με την ένταση του κοινωνικο-ταξικού ανταγωνισμού, δηλαδή του αντίπαλου δέους, και όχι να αφεθεί στα γούστα εξουσιοφρενών φυρερίσκων (ακόμα και όταν αυτοί είναι εδώ και δεκαετίες δηλωμένοι και πιστοί υπάλληλοι των παρακρατικών μηχανισμών).
Το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» που επιταχύνθηκε στην ελληνική πραγματικότητα τα 5 τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης (γιατί η θεμελίωσή του ως συστημική δυνατότητα είχε υπάρξει αρκετά χρόνια πριν και μάλιστα ως μια παγκόσμια επιλογή που χρονικά μπορεί να εντοπιστεί στον «πόλεμο ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία» στις αρχές του 2000) απαιτούσε και απαιτεί«κλειστές κοινωνίες», φτωχοποιημένες υλικά, πνευματικά και συναισθηματικά, που δεν μπορούν να παραγάγουν αυτόνομες, τις λύσεις ξεπεράσματος, αμφισβήτησης και άρνησης του υπάρχοντος, που φτύνουν ανήμπορες ακόμα και όλα αυτά που είχαν κατακτήσει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ολοκληρωτισμός και οι διάφορες –θεσμικές και μη μορφές του- δεν είναι απλά μια συστημική επιλογή ανάμεσα στις πολλές, αλλά η μοναδική κατεύθυνση. Τα «συμβάντα» σε Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία των τελευταίων μηνών και η «χλιαρή» -σε επίπεδο απλά διπλωματικών διακηρύξεων δημοκρατίας και δικαιωμάτων- αντιμετώπιση της αιματοβαμμένης κρατικής καταστολής από τις δημοκρατίες της Δύσης, δείχνει όχι ένα σύνηθες «μούδιασμα» των δυτικών δημοκρατιών αλλά μια κίνηση από την πλευρά τους να ενσωματώσουν και να νομιμοποιήσουν την αντιεξεγερτική πρακτική των καθεστώτων της παγκόσμιας περιφέρειας.
Δεν χρειάζεται να πούμε ότι δεν υπάρχει συντομότερο ανέκδοτο από τον καθεστωτικό αντιφασισμό (πόσο περισσότερο όταν αυτός εκφράζεται από την επάρατο Δεξιά). Δεν χρειάζεται επίσης να πούμε πως οι αποφάσεις που πάρθηκαν δεν πάρθηκαν ερήμην κανενός καθεστωτικού πυλώνα (από την αριστερά ως την ακροδεξιά) και όχι χωρίς εκατέρωθεν συμφωνίες, συναινέσεις και ασκήσεις νομιμοφροσύνης. Όπως και δείχνει πολιτική και ιστορική φτώχεια αναλυτικών εργαλείων το να θεωρούμε πως η αστική δημοκρατία τελειώνει με τον φασισμό στην Ελλάδα ή βρίσκεται σε στάδιο εξόντωσης του «ενός άκρου». Βρισκόμαστε στο στάδιο ενός επικίνδυνου κρατικού μονολόγου, μιας κίνησης ισχυροποίησης δομών και προσχημάτων, ενός κράτους που αναδύεται όχι ως απλός μεσολαβητής αλλά ως μοναδικός εγγυητής της σταθερότητας, ως ο μοναδικός έλλογος διαχειριστής-εξολοθρευτής του «παραλογισμού των δυο άκρων». Και επειδή στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν 2 άκρα, ή για την ακρίβεια δεν υπάρχουν τα 2 άκρα σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, αλλά το ένα άκρο είναι το κράτος και οι συμμορίες του και το άλλο άκρο τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας, πρέπει να γνωρίζουμε πολύ καλά και να προετοιμαζόμαστε, για τη στιγμή που θα τελειώσει αυτή η δημοκρατική αντιφασιστική φιέστα με τις χειροπέδες στους κάθε είδους Μιχαλολιάκους και Κασιδιάρηδες, θα ξεδιπλωθεί επιταχυνόμενο ένα ευρύτερο σχέδιο εξόντωσης του «δικού μας» άκρου. Τόσο σε θεσμικό, όσο σε νομικό και ιδεολογικό πεδίο, η «αποφασισμένη για σταθερότητα δημοκρατία» θα στραφεί με μένος εκεί όπου παράγονται οι ρηγματώσεις. Και δεν πρέπει απλά να είμαστε υποψιασμένοι-ες, αλλά ψύχραιμοι-ες, έτοιμοι-ες και αποφασισμένοι-ες. Και είμαστε σίγουροι-ες πως ο φασισμός θα «λάμψει» και πάλι.
Μπορεί αυτή τη στιγμή η ελληνόψυχη παλικαροσύνη να είναι στις τρύπες της είτε αποσβολωμένη από το βόθρο των κατορθωμάτων της ηγεσίας της, είτε να «δίνει και τη μάνα της» στις αρχές και ταmedia, αλλά πολύ σύντομα και χωρίς απόγνωση θα ξανασυρθεί στο προσκήνιο για να διαμορφώσει κοινωνικές πραγματικότητες. Πολύ σύντομα θα ξεφυτρώσει εκείνος ο συνεκτικός κομματικός πόλος που θα εκφράσει «γραβατωμένος» αυτή τη φορά, τα τάγματα εφόδου και τις λογικές τους. Πολύ σύντομα θα επαναχαραχτεί η στρατηγική των παρακρατικών μηχανισμών, τώρα που το κυπατζίδικο μαγαζί «Χρυσή Αυγή» πνέει τα λοίσθια. Αλλά πέρα από τον κοινωνικό κρετινισμό, ο ολοκληρωτισμός θα συνεχίσει να λάμπει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στη διαπόμπευση και απαξία ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, στην καταστολή των επικίνδυνων τάξεων και των επικίνδυνων απαντήσεων, στα παρακρατικά χτυπήματα «σταγονιδίων» στο σκοτάδι, στα ελληνόψυχα πογκρόμ, στις «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου», στην «αναβαθμισμένη ποινική νομολογία»…