Η COVID-19 μπορεί να είναι μία ιογενής ασθένεια όπως και άλλες της «κατηγορίας» της. Ή, όπως κάποιες άλλες, μπορεί να μετεξελιχθεί χειρότερα από τις συνηθισμένες που εμφανίζονται σταθερά και επαναλαμβανόμενα τις τελευταίες δεκαετίες υπό τη μορφή επιδημιών ή πανδημιών. Σε κάθε όμως περίπτωση, η πραγματικότητα γύρω από την προέλευση και τις ιδιότητές της συσκοτίζεται από μία ρητορική φόβου που συγκαλύπτει μία «επικίνδυνη» αλήθεια, όχι για την «ανθρωπότητα» άλλα για τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό που εξαπλώνεται παγκόσμια με ραγδαίους ρυθμούς. Αν και οι ιοί είναι αδιαχώριστο τμήμα της λεγόμενης οργανικής ζωής, με όλες τις θετικές και αρνητικές συνέπειες που επιφέρουν στους οργανισμούς στους οποίους αναπαράγονται, ο ιός SARS-CoV-2 ως τέτοιος όπως και η μεταδοτικότητά του δεν οφείλεται τόσο σε κάποια αυτονομημένη «γραμμική εξελικτικότητα» ούτε και σε μία άτυχη στιγμή, αλλά περισσότερο στις καταστροφικές συνθήκες που διαμορφώνει ο καπιταλισμός: βιομηχανική παραγωγή, λεηλασίας της γης, μαζική εκμετάλλευση και θανάτωση μη ανθρώπινων ζώων από τη μία, στοίβαγμα εκατομμυρίων ανθρώπων σε αποπνικτικές τσιμεντουπόλεις ή παραγκουπόλεις από την άλλη (σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζουν σε πόλεις άνω του ενός εκατομμυρίου κατοίκων).
Προτού όμως προλάβει καν να εκδηλωθεί, ο όρος «COVID-19» κατοχυρώθηκε ως ένας σταθμός όχι μόνο στη γενεαλογία των «μεγάλων κρίσεων» αλλά και στην τέχνη της σύγχρονης διακυβέρνησης. Οι αντιδράσεις των απανταχού «Αυτού Μεγαλειοτήτων» αυτού του κόσμου συγχρωτίστηκαν και συντονίστηκαν με τέτοια αμεσότητα και τόσο εφάμιλλη αναγνώριση και ενεργοποίηση, που σπάνια παρατηρείται απέναντι σε οποιονδήποτε άλλο (υπαρκτό ή λιγότερο υπαρκτό) κίνδυνο. Ειδικότερα, αν λάβουμε υπόψη ότι και στους δύο παγκόσμιους πολέμους πολλές περιοχές του πλανήτη ούτε έλαβαν ούτε έριξαν έστω μία τουφεκιά ή παρέμειναν «ουδέτερες», ενώ ο «δοξασμένος» διακρατικός συντονισμός των Συμμαχικών Δυνάμεων απέναντι στον κάθε άλλο παρά «αόρατο» Ναζιστικό Άξονα πήρε δύο ολόκληρα χρόνια για να σχηματιστεί ως τέτοιος, μετά το ξέσπασμα του πολέμου τον Σεπτέμβρη του 1939 (με τις ΗΠΑ να κηρύττουν από πλευράς τους τον πόλεμο μόλις στα τέλη του 1941). Σε κάθε πλευρά του πλανήτη, πολιτικές ηγεσίες, στρατοί και αστυνομικές δυνάμεις, ΜΜΕ και θεσμοί της διαμεσολάβησης, επιστημονικοί κλάδοι με βασικότερο στις μέρες μας τον ιατρικό, ολόκληροι βιομηχανικοί και τεχνολογικοί τομείς εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους πάνω στην ίδια γλώσσα: καθολικός συναγερμός με επίκεντρο το αστικό τοπίο και τις μεγαλουπόλεις, πολεμικά διαγγέλματα ενάντια σε έναν «αόρατο» εχθρό που απειλεί αδιακρίτως ζωές, στρατιωτικοποιημένα μέτρα κρατικής «προστασίας» υπό το πρίσμα μιας «κατάστασης έκτακτης ανάγκης».
Πολλές προσπάθειες γίνονται προκειμένου να εξηγηθεί αυτή η πρωτόγνωρη συνθήκη με επίκεντρο μία ίωση. Τα πράγματα όμως γίνονται πολύ πιο ξεκάθαρα όταν η κατάσταση εξηγηθεί με όλους τους παράγοντες που τη διαμορφώνουν στο επίκεντρο. Και αν αυτό που διαμορφώνει ένας ιός ως «βιολογικές ενδεχομενικότητες» είναι εδώ και αιώνες αρκετά γνωστό (με όλες τις επιταχύνσεις, τις μεταλλάξεις και τις επιπλοκές που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο από τις καπιταλιστικές σχέσεις που λεηλατούν γη, θάλασσες και κάθε τι ζωντανό), αυτό που συνεχίζει σκοπίμως να παραμένει θολό στη δημόσια συζήτηση είναι οι κυριαρχικές επιλογές των τελευταίων δεκαετιών για τον έλεγχο, την επιτήρηση και την καταστολή των υποτελών τάξεων. Οι διεργασίες και οι κατευθύνσεις που χαράσσουν και ανακοινώνουν ανοιχτά με κάθε επισημότητα τα πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά επιτελεία, είναι πολύ πιο κατατοπιστικές από οποιοδήποτε σενάριο συνομωσιολογικού τύπου ή επιστημονικής φαντασίας.
1. Στρατιωτικά Δόγματα, Κράτος Ασφάλειας και Γενικευμένος Φόβος
«…Γιατί ο εχθρός είναι αόρατος και ύπουλος.
Μείνετε, λοιπόν, ασφαλείς, μείνετε σπίτι!»*
17/03/2020
Μέχρι το μακελειό των δυο παγκόσμιων πολέμων, οι στρατοί μόνο αμέτοχοι δεν ήταν στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού»: από τις επαναστάσεις πριν και μετά τον 19ο αιώνα, την παρισινή κομμούνα του 1871 έως τη Θεσσαλονίκη του 1936, ο κατάλογος είναι μακρύς. Ωστόσο, με τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αυτή η συσσωρευτική αλλά ασύνδετη τεχνογνωσία καταπίεσης των «από κάτω» από τα εκάστοτε κράτη, άρχισε να διαμορφώνεται ως μία γενικότερη συστημική διεργασία για τον έλεγχο, την επιτήρηση και την καταστολή στο εσωτερικό τους. Αν στον δυτικό άξονα βασικός κόμβος αυτής της ψυχροπολεμικής διεργασίας υπήρξαν τα κράτη του ΝΑΤΟ, στην πλευρά του τότε “ανατολικού μπλοκ” βρίσκονταν τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, με αντίστοιχες επιδόσεις σε στρατιωτική ισχύ και καταστολή των “εσωτερικών εχθρών”. Ενδεικτικά, η «ασφάλεια» και η «ανάπτυξη» υπήρξαν τα εννοιολογικά θεμέλια της RAND Corporation, ενός από τα κεντρικότερα think tanks που ξεπήδησε το 1946 από τα σπλάχνα της πολεμικής αεροπορίας των ΗΠΑ με τη χρηματοδότηση του «Ινστιτούτου Φορντ». Άλλωστε, σε εκείνη την περίοδο εντοπίζεται η θέσμιση του «πολέμου στο αστικό τοπίο» ως επίσημου και μόνιμου κατασταλτικού σχεδιασμού, με τη RAND να πριμοδοτεί ταυτόχρονα τόσο τις άμεσες και έμμεσες στρατιωτικές επιθέσεις των ΗΠΑ σε άλλα κράτη όσο και την καταστολή εξεγέρσεων εντός των ΗΠΑ από την εθνοφρουρά. Μέσα από αυτήν, ξεπήδησαν και τα πρώτα δόγματα των νέων μορφών πολεμικών επιχειρήσεων, όπως το R.M.A. (Revolution in Military Affairs), που συστηματοποιήθηκε από τον πόλεμο στο Βιετνάμ τη δεκαετία του ‘70, καταστέλλοντας ταυτόχρονα τα αντιπολεμικά κινήματα στις ΗΠΑ, ενώ εξελισσόταν μέχρι και τη ΝΑΤΟϊκή εισβολή σε Αφγανιστάν και Ιράκ τη δεκαετία του 2000, νομιμοποιώντας παράλληλα την αντιτρομοκρατική φρενίτιδα στο εσωτερικό των ΗΠΑ και την επιβολή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης.
Το τέλος του «ψυχρού πολέμου» έφερε μαζί του την κυριαρχική αφήγηση για το «τέλος της Ιστορίας», τα νεοφιλελεύθερα δόγματά του και την υπερκυριαρχία του «δυτικού τρόπου ζωής». Παράλληλα, επιδείνωσε μία ιστορικά πρωτόγνωρη ερήμωση ολόκληρων περιοχών, με την αυξανόμενη συσσώρευση εκατομμυρίων ανθρώπων σε μεγαλουπόλεις και μητροπόλεις. Στο πλαίσιο αυτό, το «αστικό τοπίο» μετατράπηκε σε βασικό πεδίο εκδήλωσης του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού και ακολούθως σε βασικό πεδίο εφαρμογής όλο και περισσότερο στρατιωτικοποιημένων δογμάτων καταστολής. Δογμάτων και εγχειριδίων (όπως το Military Operations on Urban Terrain του 1998 ή το Civil Disturbance Operations του 2005), που σε ένα ολοένα και περισσότερο ομογενοποιημένο ενδοκυριαρχικό μπλοκ (με αρκετούς κοινούς στόχους ακόμα και μεταξύ «ανταγωνιστικών δυνάμεων» ενάντια στους «εσωτερικούς εχθρούς» τους) δεν δυσκολεύονται να αλληλεπιδρούν και να συνδιαμορφώνονται διακρατικά, μέσω διεθνών συναντήσεων, στρατιωτικών ασκήσεων και παγκόσμιων στρατιωτικών αγώνων[1]. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΝΑΤΟ μπορεί σήμερα να αποτελεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική συμμαχία παγκοσμίως, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι άλλα κυριαρχικά μπλοκ εξουσίας δεν συνιστούν εξίσου κομβικά κέντρα παραγωγής στρατιωτικών-κατασταλτικών δογμάτων και τεχνολογιών. Από το εγχείρημα των BRICS μεταξύ Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας και Νότιας Αφρικής (που παρά την οικονομική του αφετηρία, δεν στερήθηκε ποτέ την στρατιωτική του εκδοχή), μέχρι και μεμονωμένες περιπτώσεις κρατών όπως η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, που έχει συστηματικά εφαρμόσει αντίστοιχα δόγματα καταστολής των κοινωνικών/ταξικών αγώνων, με πιο πρόσφατη εκδοχή τη στρατιωτικοποιημένη διαχείριση της επιδημίας της νόσου COVID-19.
Τον Νοέμβρη του 2010, στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα, συμπυκνώθηκε μία πολιτική/στρατιωτική διεργασία διάρκειας είκοσι ετών από τη λήξη του ψυχρού πολέμου στις αρχές του ‘90, για τον καθορισμό του νέου «εχθρού» του δυτικού μπλοκ, μετά την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού κινδύνου». Μη βλέποντας ως σοβαρό το ενδεχόμενο να εμπλακούν σε έναν μεγάλο συμβατικό πόλεμο -και λίγες μέρες μόνο πριν το ξέσπασμα των κοινωνικών συγκρούσεων και των εξεγέρσεων σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική που θα έμεναν γνωστές ως «αραβική άνοιξη»- τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ όρισαν τους νέους κινδύνους. Με την έννοια και τα ιδεολογήματα της ασφάλειας να έχουν εγκαθιδρυθεί ως το νέο ιδεολογικό φετίχ της κυριαρχίας, στη Σύνοδο της Λισαβόνας ορίστηκε ως υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος η «αποσταθεροποίηση» και οι «κρίσεις» εντός των κοινωνιών, τόσο στο εσωτερικό της Συμμαχίας όσο και ευρύτερα. Ως επιμέρους κίνδυνοι, αρκετοί εκ των οποίων αποτελούν συχνά συστημικές μεθοδεύσεις παρά πραγματικούς κινδύνους, ορίστηκαν τα εξής:
Κοινωνικές, εθνικιστικές και θρησκευτικές αντιπαραθέσεις
Δημογραφική έξαρση και οικονομική δυσπραγία
Έξαρση της μετανάστευσης και κακή διακυβέρνηση τρίτων χωρών
Διασυνοριακές παράνομες δραστηριότητες, όπως διακίνηση όπλων, προσώπων και ναρκωτικών
Επεξεργασμένα από το 1991 και διατυπωμένα ως έχουν το 2010 από επίσημους και καθ’ όλα αναγνωρισμένους πολιτικούς και θεσμικούς φορείς, τα σενάρια αυτά σε ό,τι αφορά στην κοινωνική τους πρόσληψη -ειδικά στον «δυτικό κόσμο»- ήταν από μακρινά έως και ανύπαρκτα. Στην ελληνική επικράτεια πριν το 2008, τα περισσότερα εξ αυτών θα ήταν δύσκολο ακόμα και να αναφερθούν ως πιθανά ενδεχόμενα κινδύνων δίχως να προκαλέσουν απορία. Κι όμως μέσα σε 12 χρόνια, η κοινωνική εξέγερση του 2008, η κρίση χρέους του ελληνικού κράτους το 2010, η τροπή της μετανάστευσης στα ανατολικά σύνορά του από το 2014 μέχρι και σήμερα (με όλον τον αντι-ισλαμισμό που οργανώθηκε ενάντιά της), οι εθνικές και θρησκευτικές «αντιπαραθέσεις» λόγω του «μακεδονικού ζητήματος» το 2018, η ορατή κλιματική αλλαγή των τελευταίων ετών, οι διασυνοριακοί πολιτικοστρατιωτικοί ανταγωνισμοί κυρίως με την Τουρκία λόγω του «ενεργειακού» ή του «μεταναστευτικού» και, τέλος, η τρέχουσα επιδημία του ιού SARS-CoV-2, έχουν εντυπωθεί ως οι πλέον αναγνωρίσιμοι κίνδυνοι της σύγχρονης πραγματικότητας.
Το «κράτος ασφάλειας» λοιπόν όρισε τους «κινδύνους» μέσω των οποίων θα διαχύσει έναν γενικευμένο φόβο και ενάντια στους οποίους θα «απασφαλίζει» κάθε φορά τους όρους και τους μηχανισμούς της καταστολής, ως «εκφραστής» αλλά και «προστάτης» του κοινωνικού σώματος. Το ότι το κράτος και το κεφάλαιο όμως, είτε αποτελούν τη βασική αιτία είτε διαμορφώνουν το κατάλληλο έδαφος μιας εκρηκτικής εκδήλωσης αυτών των «κινδύνων», αποσιωπάται ενδελεχώς μέσω της συστηματικής φυσικοποίησης της ύπαρξης και του ρόλου τους στην κοινωνική ζωή. Στο ιδεολογικό αυτό τσουβάλι των «κινδύνων», η κυριαρχία έχει συστηματικά τοποθετήσει -με προφανή πολιτική σκοπιμότητα- τις κοινωνικές εξεγέρσεις και αντιστάσεις, όπως και κάθε αγώνα ενάντια στην εξουσία. Στο ίδιο τσουβάλι «κινδύνων» φυσικά έχουν τοποθετηθεί σκόπιμα και παράγοντες που αναπαράγουν τους συστημικούς ανταγωνισμούς και τις κυρίαρχες αξίες (εθνικιστές/ρατσιστικές/θρησκευτικές εξάρσεις, διακρατικές και καπιταλιστικές αντιπαλότητες, παράνομο εμπόριο κ.ο.κ.), μαζί φυσικά με τα παράγωγα του καπιταλιστικού μοντέλου ζωής (ιογενείς επιδημίες, κλιματική αλλαγή κλπ). Ο γενικευμένος αυτός φόβος που γεννά η λίστα των επικαλούμενων «κινδύνων» διαμορφώνει και τη συνθήκη εκείνη στην οποία οι υπήκοοι θα αποδέχονται τον διαρκή εξανδραποδισμό τους σε οτιδήποτε τους ορίζεται από την κυριαρχία.
Όλα τα παραπάνω ευνοούν και μονιμοποιούν την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» ως έναν διαρκή τρόπο διακυβέρνησης. Η κρατική βία μπροστά σε περιόδους κοινωνικής ρευστότητας λόγω των διαφόρων «κρίσεων» αλλά και λόγω των απρόβλεπτων κοινωνικών αντιδράσεων που μπορούν να γεννήσουν οι «κρίσεις» αυτές, χρειάζεται διαρκείς νομικές/θεσμικές υπερβάσεις, οι οποίες κάθε φορά θα επιχειρούνται να θεσμίζονται στο κοινωνικό πεδίο ως νέες κανονικότητες. Οι ισορροπίες βέβαια είναι πολύ πιο εύθραυστες από αυτές του «ψυχρού πολέμου» που ελέγχονταν από δύο «ομοούσιους» εξουσιαστικούς πυλώνες και η επιβολή τους συναντάει την απρόβλεπτη, δημιουργική και χειραφετητική μεταβλητή των κοινωνικών αντιστάσεων, των εξεγέρσεων και των κινημάτων. Όμως, κάθε φορά που ένας «κίνδυνος» εμφανίζεται με περισσότερη ή λιγότερη επιτήδευση από την ίδια την κυριαρχία, η «έκτακτη ανάγκη» ενεργοποιείται προκειμένου να επιτρέψει κάθε αναγκαίο κατασταλτικό μέτρο, κάθε αναγκαία κοινωνική ή νομική ρύθμιση για την ολοένα και πιο επιθετική αναπαραγωγή του συστήματος, και εξορίζοντας οποιαδήποτε κριτική θέση και στάση στη σφαίρα της «εξαίρεσης».
Η τάση διατήρησης του «έκτακτου» ως νέα κανονικότητα είναι ήδη ανοιχτά διατυπωμένη. Οι συστημικές προειδοποιήσεις άλλωστε είναι παραπάνω από ενδεικτικές και στην τρέχουσα περίπτωση του κορονοϊού, όταν τα πρωθυπουργικά διαγγέλματα κάνουν λόγο για τις «…αξίες μιας νέας κοινωνικής ταυτότητας, που γεννήθηκαν από έκτακτες συνθήκες, αλλά που θα μετατραπούν γρήγορα σε κινητήριους μοχλούς της επόμενης μέρας». Αν λάβουμε υπόψη ότι το διακρατικό εύρος των «έκτακτων μέτρων» είναι τόσο μεγάλο ώστε ήδη να μας προαναγγέλλουν μία νέα αλληλουχία «κρίσεων» (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών κ.ά.), τότε είναι προφανές ότι επιθετικότητα κράτους και αφεντικών θα έχει τέτοια συνέχεια από την πλευρά τους που θα αντιστοιχηθεί με τον ολοκληρωτισμό μίας μόνιμης κατάστασης έκτακτης ανάγκης ως νέας κανονικότητας. Και αν υπάρχει μία διαδικασία που ξέρει να κάνει καλά την «δουλειά» της ώστε να επιτευχθεί μία τέτοια μονιμότητα, αυτή δεν είναι άλλη από την πολεμική διαδικασία. Ή όπως έλεγε και ο καθόλα έμπειρος στη διακυβέρνηση Ναπολέοντας δύο αιώνες νωρίτερα: «ο πόλεμος δικαιολογεί τα πάντα».
[1] Πέρα από άλλες στρατιωτικές ασκήσεις, που ακόμα και μέσω της «κρίσης του κορονοϊού» βρίσκονταν σε εξέλιξη ή ανακοινώθηκε η έναρξή τους (όπως π.χ. η ναυτική επιχείρηση στη Μεσόγειο με τον οξύμωρο τίτλο “Ειρήνη”, που ήρθε να αντικαταστήσει την επιχείρηση “Σοφία”), αξίζει να αναφερθεί η πιο πρόσφατη διοργάνωση των Παγκόσμιων Στρατιωτικών Αγώνων, 7η κατά σειρά, γνωστή και ως Wuhan 2019, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 18-27 Οκτωβρίου στην παγκοσμίως γνωστή πλέον Wuhan της επαρχίας Hubei στην Κίνα. Στη διοργάνωση που, πολύ αργότερα έφερε «διπλωματικό πυρετό» στις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας για το ποιος-κόλλησε-ποιον-τον-ιό, συμμετείχαν 109 κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα με 46 αθλητές. Στο κέντρο της τελετής έναρξης βρέθηκε ο …φαντασμαγορικός «δαυλός της ειρήνης», σύνθημα της διοργάνωσης, ο οποίος εν τέλει σήμανε την έναρξη μίας παγκόσμιας κρίσης.
Τελετή έναρξης των 7ων παγκοσμίων στρατιωτικών αγώνων, στη Wuhan της Κίνας, Οκτώβρης 2019
2. Η γλώσσα του πολέμου: από τις «ασύμμετρες απειλές» στις «αόρατες»
«…Το πρόβλημα αυτό δεν είναι πια προσφυγικό και μεταναστευτικό. Συνιστά μία ασύμμετρη απειλή. […] Το ηθικό είναι ακμαιότατο, να κάνουμε τη δουλειά μας, όλη η κοινωνία ενωμένη, εθνική η προσπάθεια, δεν θα περάσει κανείς παράνομα…»
03/03/2020
«Είμαστε σε πόλεμο. Με έναν εχθρό που είναι αόρατος αλλά δεν είναι ανίκητος.»
17/03/2020
«Για αυτό και επιβάλαμε […] μέτρα πρωτοφανή για καιρό ειρήνης.»
22/03/2020
Σύμφωνα με τον θεωρητικό της κυριαρχίας και της κατάστασης «εξαίρεσης» Carl Schmitt, προαπαιτούμενο οποιουδήποτε -επίσημα κηρυγμένου ή ακήρυχτου- πολέμου είναι η πολιτική απόφαση για το ποιος είναι ο «εχθρός». Ο μόνος όμως που μπορεί να προβεί σε πόλεμο, άρα και να ορίσει τον εκάστοτε «εχθρό» του, είναι αυτός που μπορεί και να τον διεξάγει: ένα κράτος, ένας στρατός ή ένας συνασπισμός κρατών (συνήθως με τη συνδρομή μίας καλά εξοπλισμένης αστυνομικής διεύθυνσης), με λίγα λόγια ο οποιοσδήποτε φέρει τα μέσα για έναν τέτοιο σκοπό. Μέχρι τη δεκαετία του ’90, για τα κράτη του φιλελεύθερου καπιταλισμού, ο «εχθρός» ήταν ξεκάθαρα προσδιορισμένος πολιτικά (κομμουνισμός), γεωγραφικά (τα σοσιαλιστικά κράτη και τα κράτη που πρόσκειντο σε αυτά), μέχρι και… χρωματικά (κόκκινο) ώστε να αποτυπώνεται με ευκολία ακόμα και στις παιδικές ηλικίες. Μια τέτοια σαφήνεια ενός «εξωτερικού εχθρού», ωστόσο, δεν έβρισκε κανέναν δισταγμό ώστε να μετατρέπεται σε «κατασταλτική ασάφεια» στο εσωτερικό των δυτικών κρατών, μιας και οποιοδήποτε πρόσωπο (και ειδικά τα πρόσωπα που αντιστέκονταν στην εξουσία τους) θα μπορούσε να «χρεωθεί» ως συνεργάτης της «κόκκινης απειλής», ως προδότης του έθνους, ως «εσωτερικός εχθρός». Προφανώς, το αντίστοιχο «κυνήγι μαγισσών» στα σοσιαλιστικά κράτη ενάντια στους «πράκτορες της δύσης» όχι μόνο δεν εξαιρείται αλλά δημιούργησε τα δικά του -αξιοζήλευτα στη δύση- δόγματα ελέγχου/επιτήρησης της κοινωνικής ζωής και καταστολής των κοινωνικών αντιστάσεων στο εσωτερικό των «υπαρκτών σοσιαλισμών».
Την περίοδο της «αντιτρομοκρατικής» αφήγησης και των ιδεολογημάτων «ασφάλειας» που ακολουθούν από τη δεκαετία του ΄90 και μετά, ο «εχθρός» είναι άτυπος, αόρατος, ασύμμετρος, μη άμεσα αναγνωρίσιμος, είναι ο καθένας και η καθεμία ή ακόμα και οι ίδιες οι κοινωνίες. Έτσι, το εκάστοτε «πλήθος» που για την κυριαρχία συνιστά μία «απειλή» (μετανάστ(ρι)ες, υποτελείς τάξεις, κοινωνικά κινήματα, εξεγερμένοι/ες, οι κάτοικοι μίας ολόκληρης περιοχής κλπ) γίνεται και ο στόχος των κατασταλτικών δογμάτων και σχεδιασμών. Μια τέτοια μετατόπιση, πριμοδότησε τους πολέμους που, παρά τη σφοδρότητα και την ολοκληρωτική τους τάση, εξελίσσονται μέσα σε αστικά τοπία είτε έξω από κάθε συμβατική έννοια είτε ανεπίσημα και ακήρυχτα: «εμφύλιες» συγκρούσεις όπως στη Συρία, τη Λιβύη ή την Υεμένη, «διασφάλιση της τάξης και της ειρήνης» σε κατεχόμενες περιοχές όπως η Γάζα ή το Ιράκ, «πόλεμοι ενάντια στα ναρκωτικά» και «την εγκληματικότητα» σε μητροπόλεις ή σε ολόκληρα κράτη (όπως στις ΗΠΑ ή την Κολομβία), «διαχείριση καταστροφών» όπως στον τυφώνα Κατρίνα στη Νέα Ορλεάνη, «πόλεμοι ενάντια σε επιδημίες» όπως στην υπόθεση COVID-19 σχεδόν σε κάθε γνωστή πόλη του κόσμου. Τα μέσα του πολέμου που κάποτε κοιτούσαν κατά βάση προς τα έξω, στρέφονται πλέον προς το εσωτερικό, ώστε να διεμβολίζουν βαθύτερα και με ολοένα πιο αυξανόμενη χρονική διάρκεια τις διάφορες εκφάνσεις της καθημερινότητας (έλεγχος δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, εργαλεία κοινωνικής και ατομικής χαρτογράφησης, διευρυνόμενη επιτήρηση προσώπων και ομάδων, ευέλικτες και αξιόμαχες ένστολες κατασταλτικές μονάδες, υλικοτεχνικός εξοπλισμός αντιμετώπισης πλήθους, μέσα μαζικού ψυχολογικού ελέγχου κ.ο.κ.). Πέραν της όποιας «επιθετικότητάς» του, πλέον η ασάφεια του προσδιορισμού του «εχθρού» είναι αυτή που νομιμοποιεί όλο και περισσότερα «έκτακτα μέτρα»: όσο πιο ρευστή η απειλή, όσο πιο αταυτοποίητος ο φορέας της, τόσο πιο εκτεταμένη η καταστολή, ο πόλεμος και τα μέσα διεξαγωγής τους. Στο πλαίσιο αυτό, η ασθμαίνουσα διάκριση μεταξύ πολέμου και ειρήνης μετατρέπεται σε μία δομική σύγχυση, υπέρ μίας αδιάκοπης πολεμικής διαδικασίας. Πολεμικά μέτρα εφαρμόζονται σε περιόδους ειρήνης και ειρηνικές βόμβες εκτοξεύονται σε περιόδους πολέμου.
Είναι προφανής όχι μόνο η αντιστοίχιση αλλά και η αναγωγή όλων των παραπάνω στον «αόρατο» εχθρό του κορονοϊού SARS-CoV-2. Μπορεί να ονομαστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους «εχθρούς της ανθρωπότητας» κι ας μην ξεπερνάει τα 90nm σε μέγεθος σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες (κατά αντιστοιχία με ένα ξυπόλητο παιδί στην Παλαιστίνη που «τρομοκρατεί» ένα πανίσχυρο ισραηλινό άρμα μάχης κραδαίνοντας μία πέτρα). Μπορεί η καταγωγή του να είναι προϊστορική αλλά η σημερινή του μεταφορά στον άνθρωπο να οφείλεται περισσότερο στην καπιταλιστική βιομηχανία παρά σε κάποια αυτούσια «φυσική εξέλιξή-μετάλλαξή» του (κατά αντιστοιχία με τη μετανάστευση των ανθρώπων σε άλλους τόπους). Μπορεί ο ανθρώπινος οργανισμός να μην νοείται υπαρξιακά χωρίς δισεκατομμύρια ιούς σαν κι αυτόν μέσα του, αλλά οι ιοί να εικονοποιούνται με περίσσια ευκολία ως «ξένοι εισβολείς» και «πορθητές» που «πολεμούν» με το «ανοσοποιητικό σύστημα» και το ανθρώπινο σώμα να μετατρέπεται σε πεδίο «μάχης», «καταστροφών» και «πολέμου» – κατά αντιστοιχία με τις κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στην εξουσία. Αυτό όμως που μετατρέπει τον συγκεκριμένο «εχθρό» σε κάτι τόσο «ιδιαίτερο» είναι η δυνητική ενσωμάτωσή του στους πάντες, όσο και αν τα ποσοστά θνησιμότητάς του παραμένουν χαμηλά: «…ο κορονοϊός δεν ξεχωρίζει σύνορα ή έθνη, εισοδήματα ή κοινωνικές ομάδες, απειλεί τον άνθρωπο, όποιος κι αν είναι, όπου κι αν κατοικεί…», «…μην φέρεστε ως υγιείς που δεν βγαίνουν για να μην νοσήσουν, αλλά σκεφτείτε διαφορετικά: σαν να έχετε ήδη τον ιό και δεν πρέπει να τον μεταφέρετε σε άλλους». Ο εχθρός είναι συγχρόνως υλικά «αόρατος» αλλά συμβολικά πιο ορατός και οικείος από ποτέ (το ανθρώπινο σώμα και μάλιστα το δικό μας ή των οικείων προσώπων μας), ενώ ιδεολογικά εντάσσεται σε (νεο)φιλελεύθερες αναφορές»: στην ελεύθερη ατομικότητα (του ανθρώπου) που κινείται σε έναν επικίνδυνο κόσμο. Τα κρατικά, στρατιωτικά και οικονομικά επιτελεία έβγαλαν στην επιφάνεια έναν καθόλου απρόσμενο και αρκετά «ιδεατό» κίνδυνο που σωματοποιείται σε όλες τις υποτελείς τάξεις και στον καθένα/καθεμία ξεχωριστά, που διαχέει τον φόβο και την ενοχή βαθύτερα και αμεσότερα από κάθε άλλον «εχθρό» του παρελθόντος. Συγχρόνως, ο κορονοϊός μέσα από τους φακούς της κυριαρχίας δεν δείχνει να έχει τα σοβαρά ή ανεξέλεγκτα καταστροφικά ενδεχόμενα των παρελθοντικών ή των μελλοντικών «κινδύνων» (πυρηνικός πόλεμος, κλιματική αλλαγή ή μία πανδημία πολύ υψηλότερης μεταδοτικότητας και θνησιμότητας κ.ά.). Επιπλέον, η «ανθρώπινη καταστροφή» που προκαλεί μπορεί να είναι δυσβάσταχτη μεν για τις κοινωνικές σχέσεις αλλά μάλλον αμελητέα για τη βιο-πολιτική διαχείριση, την ευγονική και τον υγιεινισμό της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, απέναντι σε ηλικιωμένους/ες και πρόσωπα με κάποια σοβαρή υποκείμενη ασθένεια. Σε κάθε περίπτωση όμως, για την κυριαρχία, κανένας πόλεμος δεν νοείται ως τέτοιος δίχως τις «κανονικές» ή «παράπλευρες απώλειές» του ή δίχως την ενσωμάτωση της έννοιας του αναλώσιμου στα σώματα και τις υπάρξεις των υπηκόων-στρατιωτών του.
Τα πολεμικά διαγγέλματα των αρχηγών των κρατών που κήρυξαν τον πόλεμο στον κορονοϊό άπλωσαν μία σειρά πανομοιότυπων «μέτρων έκτακτης ανάγκης», τα οποία δεν αποτελούν ούτε αυθόρμητους σχεδιασμούς ούτε και ουδέτερες ιδεολογικά επιστημονικές απολήξεις. Το ερώτημα λοιπόν δεν έγκειται στο κατά πόσο τα μέτρα της κυριαρχίας αντιστοιχούν στην ορθή καταπολέμηση του συγκεκριμένου «κινδύνου», αλλά στο εάν η κυριαρχία σήμερα θα μπορούσε να λάβει οποιαδήποτε άλλα μέτρα διαφορετικής φιλοσοφίας από αυτήν που οργανώνει έτσι κι αλλιώς εδώ και δεκαετίες για οποιοδήποτε «κίνδυνο». Η φιλοσοφία της καραντίνας και του αυτο-εγκλεισμού στον μικροαστικό ναό του σπιτιού, της εγκατάλειψης του «πολιτικού» δημόσιου χώρου στην παντοδυναμία των κράτους και της φετιχοποίησης της «προσωπικής» και «α-πολίτικης» ιδιωτικής σφαίρας στο «σπίτι» της πυρηνικής οικογένειας, των πατριαρχικών ηθών, των κακοποιήσεων και της επιβολής. Η «κοινωνική αποστασιοποίηση» και ο κοινωνικός αυτοματισμός, με την επανανοηματοδότηση -και συνεπώς την πλήρη ακύρωση- της «ατομικής ευθύνης» σε πλήρη ευθυγράμμιση με τις κρατικές επιταγές και ενάντια στις «παρεκκλίνουσες συμπεριφορές». Η βιοπολιτική διαχείριση της «υγείας των πολιτών», με την ίσως πιο απενοχοποιημένη ιστορικά συσσώρευση και αξιοποίηση προσωπικών δεδομένων και δεδομένων υγείας από κρατικούς και καπιταλιστικούς θεσμούς. Ο πληροφοριακός και ψυχολογικός πόλεμος των ΜΜΕ, με την τεράστια προβληματική της μονοθεματικότητας του κορονοϊού να ωχριά μπροστά στην προβληματική του λοβοτομημένου περιεχομένου της. Η απειλή της οικονομικής και ποινικής καταστολής των «απείθαρχων» και η υπερβατική θεοποίηση της κοσμολογικής επιστήμης (στα καθ’ ημάς με την πειθήνια περσόνα του επικεφαλής δεξιού ψάλτη – ιατρού Τσιόδρα να κλέβει την παράσταση).
Όλα τα προηγούμενα αποτελούν την υγειονομική όψη «έκτακτων μέτρων» που έχουν παρθεί ως τώρα: όπως η εκκένωση ολόκληρων περιοχών παρά τη θέληση των κατοίκων τους (π.χ. της Νέας Ορλεάνης μετά τον τυφώνα Κατρίνα από την εθνοφυλακή των ΗΠΑ και από την «πατριωτική ασφάλεια» της F.E.M.A, με σαφή ρατσιστικά κριτήρια), η απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά από -ή εν αναμονή- «τρομοκρατικές» επιθέσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις ή εν αναμονή τους, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η γκετοποίηση σε κλειστά ή ημίκλειστα κολαστήρια και στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστ(ρι)ών, η παρουσία στρατού και αστυνομίας στους δρόμους σε ρόλο επιτηρητών της κοινωνικής υπακοής/ειρήνης και κατασταλτικών μηχανισμών σε εξεγέρσεις ή/και κινητοποιήσεις ανά τον κόσμο (από την Χιλή μέχρι το Χονκ Κονγκ και από τη Γαλλία μέχρι τη Μέση Ανατολή). Τέλος, το οικονομικό κραχ και η νέα σφοδρή οικονομική λεηλασία, που προαναγγέλλονται από τα νεοφιλελεύθερα διευθυντήρια και τα κυβερνητικά/κρατικά επιτελεία σχεδόν σε όλο τον κόσμο, έχουν άμεσες αναφορές στην «πολεμική οικονομία» και τα «δόγματα του σοκ» που μέσω στρατιωτικών μέτρων καταστρέφουν και δημιουργούν κεφάλαια με ραγδαίους ρυθμούς στις πλάτες των «από κάτω».
Ως γνωστόν, οι εξουσιαστικές επιταγές κατισχύουν ή με τη ράβδο ή με την πειθώ. Ή συγχρόνως και με τα δύο. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, τα έκτακτα ολοκληρωτικά διαταγμάτα του Ορμπάν «καταγγέλλονται» από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη ως «υπερβολικά» και «ανησυχητικά» μόνο και μόνο για να κανονικοποιηθούν ως τέτοια με το απαραίτητο ξέπλυμα του φιλελευθερισμού που τα γέννησε. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μιλιταρισμός και όλες οι «υποκείμενες αρετές» του (πατριωτισμός, πειθαρχία, υποταγή, πατριαρχία κτλ) λαμβάνουν για ακόμα μία φορά πρωταγωνιστικό ρόλο. Πόσο μάλλον όταν η πολεμική ορολογία έχει εγκαθιδρυθεί στην πρώτη θέση του συστημικού λόγου…
Ο στρατός καταστέλλει και περιπολεί τους δρόμους της Νότιας Καρολίνας αμέσως μετά τον τυφώνα Κατρίνα το 2005
3. Μιλιταρισμός: στρατιωτάκια-ακούνητα-αγέλαστα και πολίτες-πειθαρχημένοι-εσώκλειστοι-νεκροζώντανοι
«Η κυβέρνηση μένει όρθια στο καθήκον της. Όμως πιστέψτε με, η νίκη θα έλθει μόνον αν όλοι -ο καθένας ξεχωριστά- φανούμε πειθαρχημένοι στρατιώτες σε αυτόν τον «πόλεμο της ζωής».
17/03/2020
«Καθώς η ατομική επιθυμία υποχωρεί μπροστά στην συλλογική βούληση, η πατρίδα περνά στα χέρια μας. Ελλάδα είμαστε όλοι […] Στο όνομα του συλλογικού καλού, λοιπόν, προχωρώ στη σημερινή απόφαση (της απαγόρευσης της κυκλοφορίας)[…] Μαζί σηκώνουμε το βάρος της πατρίδας. Θα χρειαστεί να επιστρατεύσουμε όλα τα αποθέματα σθένους και υπομονής για να ξεπεράσουμε την κρίση…»
22/03/2020
Η εδραίωση μιας πολεμικής συνθήκης δεν θα μπορούσε παρά να συνοδευτεί από το ξεδίπλωμα των ιδεολογικών και πρακτικών αναφορών του μιλιταρισμού. Άλλωστε, αυτό που προτάσσει στην πραγματικότητα η τρέχουσα «έκτακτη συνθήκη» είναι αυτό που προτάσσει γενικότερα ο μιλιταρισμός ως κοινωνική συνθήκη και αυτό που πραγματώνει στη στρατοπεδική ζωή, δηλαδή την καθολική αποδοχή των διαχωρισμών, της ιεραρχίας και των άνωθεν εντολών της εξουσίας. Αυτήν ακριβώς την αποκρυστάλλωση των κοινωνικών/ταξικών διαχωρισμών επικαλούνται και τα κάθε λογής διαγγέλματα και οι αποφάσεις τους, με όλους τους επακόλουθους θεσμικούς πειθαναγκασμούς. Η πειθαρχία και η υπακοή στις κρατικές αποφάσεις εξυμνούνται ως αρετές, οι ατομικές ελευθερίες περιστέλλονται ως απειλή στο «κοινό καλό», η πίστη σε κρατικούς θεσμούς και στην επιστημονική κοινότητα που ευθύνονται για τις καταστροφές από τις οποίες δήθεν σώζουν τους υπηκόους τους, η «εξαίρεση» όσων αμφισβητούν ή όσων «περισσεύουν» από τα στρατηγικά πλάνα (μετανάστ(ρι)ες, έγκλειστοι/ες σε φυλακές και ψυχιατρεία, άστεγοι/ες κ.ά.), ο εγκλεισμός των υπηκόων και η πλήρης ελευθερία κυκλοφορίας των κρατικών λειτουργών, των κατασταλτικών μονάδων και των στρατιωτικών, η «θυσία» των «στρατιωτών της πρώτης γραμμής» (εργαζόμενοι/ες στην υγεία, στη βιομηχανία, στα σούπερ μάρκετ κ.ά.), οι ευθείες αναγωγές ενός κοινωνικού ζητήματος σε πατριωτικά και εθνικιστικά «καθήκοντα» και φυσικά τα ανοιχτά σενάρια για εμπλοκή του στρατού στην τήρηση της τάξης «εάν και εφόσον χρειαστεί» είναι κομμάτια της ίδιας αντίληψης που στρατιωτικοποιεί την κοινωνική ζωή.
Οι όροι της κοινωνικής ενσωμάτωσης αυτής της στρατιωτικοποίησης σχετίζονται με τις ιδιαιτερότητες του «κινδύνου» και με τον πλήρη έλεγχο της ροής της πληροφορίας. Από τη στιγμή που ο «εχθρός» έχει οριστεί πάνω σε έναν κοινά αποδεκτό «ιερό σκοπό», τα «μέσα» και η προπαγάνδα του πολέμου τίθενται στο επίκεντρο προκειμένου να καθαγιασθούν και να διαμεσολαβήσουν τις κοινωνικές σχέσεις. Με διαμορφωμένο το πλαίσιο της «διαχείρισης κρίσεων» από την κυριαρχία προς όφελός της, η επιλογή των «μέσων» δεν έγκειται, φυσικά, στο κατά πόσο θα λύσουν το πρόβλημα αλλά στο βαθμό που θα εναρμονιστούν με τις κατευθυντήριες γραμμές της. Οι ιατρικές επιστήμες, με τη λοιμωξιολογία και την επιδημιολογία στον πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς επίσης και την εύπλαστη τέχνη της στατιστικής να συνεπικουρεί, οργανώνουν τις κοινωνικές προσλήψεις γύρω από τη «μάχη» και τους όρους της διεξαγωγής της, γύρω από το σώμα και την κοινωνική ζωή, δικαιολογώντας και προκαλώντας τη βιο-πολιτική και στρατιωτική διαχείριση της κοινωνίας. Η προπαγάνδα αυτού του πολέμου συντονίζεται από μία κουστωδία πολιτικών, οικονομικών, μιντιακών και θεαματικών δραματουργών με επίκεντρό τους το ιερατείο ενός θρήσκου επιστήμονα σε χρέη στρατηγού και ενός πολιτικού συντονιστή -γνωστού χαφιεδολάγνου από το παρελθόν του στην Τοπική Αυτοδιοίκηση- σε χρέη χωροφύλακα της κοινωνικής εκπειθάρχησης: καθημερινά διαγγέλματα πολεμικού χαρακτήρα, αριθμοί και στατιστικές για τα καθημερινά «θύματα του πολέμου», καταμέτρηση του «εξοπλισμού» και των «μέσων», δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον, επιχειρηματολογία που εκθειάζει την κρατική στρατηγική και ακυρώνει έντεχνα οποιαδήποτε ατομική ή κοινωνική παρέκκλιση, απειλές και ενοχές σε όποιον/α παραβαίνει τις γραμμές του κρατικού λόγου κ.ο.κ. Οποιαδήποτε άλλη έκφανση της «επιστημονικής κοινότητας» επιχειρήσει να διατυπώσει μία διαφορετική φιλοσοφία αντιμετώπισης, αποσιωπάται ή ναρκοθετείται εκ των προτέρων, ενώ οι χειραφετητικές αυτοοργανωμένες κοινωνικές πρακτικές και αντιλήψεις των «από κάτω» οδηγούνται στο «πυρ το εξώτερον» της επιστημονικής θεολογίας, ως εκ φύσεως «επικίνδυνες» (σύμφωνα με τους «ειδικούς» και τους «σωτήρες» της ευγονικής, των πυρηνικών όπλων, των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, της καρκινογένεσης και πολλών άλλων «πανανθρώπινων ευεργετημάτων»). Με τον τρόπο αυτό, η επιστήμη ως φιλοσοφία της διαχωρισμένης από τη ζωή γνώσης και εξειδίκευσης συμπορεύεται με τον μιλιταρισμό ως φιλοσοφία οργάνωσης της κρατικής βίας και αποκρυστάλλωσης των κοινωνικών/ταξικών διαχωρισμών. Στο πλάι τους, όλοι οι υπόλοιποι μηχανισμοί της διαμεσολάβησης, της κοινωνικής αναπαραγωγής των διαχωρισμών και της κοινωνικής θέσμισης των κυριαρχικών ιδεολογημάτων (διανοούμενοι, ΜΜΕ, ο κόσμος της τέχνης και του θεάματος) επιδεικνύουν τη δική του στήριξη και ενεργοποίηση για τη μετάδοση, τον καλλωπισμό και την μετάφραση των κρατικών επιλογών προς τις υποτελείς τάξεις.
Το διακύβευμα της κοινωνικής αποδοχής ή της αναπαραγωγής αυτής της στρατιωτικοποίησης σημαίνει πολλά για τις δυνατότητες κοινωνικών αντιστάσεων και συλλογικοποιημένων αρνήσεων στις κυριαρχικές προσταγές. Από τη μία είναι έκδηλο ότι σε πρώτο χρόνο ο «κίνδυνος» του κορονοϊού έχει προκαλέσει μία αποστομωτική αφομοίωση του φόβου και των εντολών από τους «από κάτω». Κανένας άλλος «εχθρός» -από χρέος και την πτώχευση ως την γενικευμένη πολιτική αποσταθεροποίηση και από τον τζιχαντιστή-μετανάστη ως την τούρκικη απειλή στα σύνορα- δεν κατάφερε να διαμορφώσει μία τέτοια «οντολογική ανασφάλεια», μία τέτοια «συλλογική ενοχή» και μία τέτοια συστράτευση στις υποδείξεις της εξουσίας. Η πολεμική ρητορική, η ανάγκη υπόδειξης διαπιστευτηρίων «κοινωνικής υπευθυνότητας» απέναντι στους δυνάστες και τους σφαγείς της κρατικής και καπιταλιστικής μηχανής και η αίσθηση μίας «ανθρωπιστικής κοινότητας» και μία «εκεχειρίας» με την άρχουσα τάξη έχει κατισχύσει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό και τραγελαφικό παράδειγμα, η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών που αναπαρήγαγε στην ολότητά της την πολεμική φρασεολογία του κράτους και επιχείρησε μέσω αυτής να διεκδικήσει τα «αυτονόητα» ως εκφραστής των «ηρώων-μαχητών της πρώτης γραμμής». Άλλο τόσο «αυτονόητο» όμως θα έπρεπε να είναι για κάθε εργαζόμενο/η στον χώρο της υγείας ότι σε κάθε πόλεμο οι «στρατιώτες της πρώτης γραμμής» όχι μόνο δεν γίνονται δεκτοί και δεν εισακούγονται από τους «στρατηγούς» τους αλλά αποτελούν τα πλέον άχρηστα αναλώσιμα των πολεμικών σχεδιασμών. Και ανάλογη θα είναι η μοίρα όσων προσπαθήσουν να «αντισταθούν» στις μεθοδεύσεις της εξουσίας χωρίς να αρνηθούν πρώτα και κύρια τον βούρκο του μιλιταρισμού και του πολέμου.
Ωστόσο, ίσως η «φύση» αυτού του «κινδύνου» (όπως ενδεχομένως και της κλιματικής αλλαγής) να εμπεριέχει πέρα από το σκληρό της περιτύλιγμα και τα νεύρα των αναγκαίων ρηγματώσεων προκειμένου οι αγώνες ενάντια στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό να απλώσουν κοινωνικά τον δικό τους ιό της ανυπακοής, της εξέγερσης και της αλληλοβοήθειας. Αυτό που έχει σημασία είναι οι δυνατότητες, οι προτάσεις και έμπρακτες αρνήσεις των αυτοοργανωμένων κοινοτήτων και των συλλογικοποιημένων δράσεων της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας ενάντια στην πανδημία του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, όσο οι αντοχές της κοινωνικής εκπειθάρχησης στις προσταγές κράτους και αφεντικών αρχίζουν σιγά σιγά να εξαντλούνται. Ο πόλεμος της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δείχνει να έχει ήδη προετοιμάσει τις «διαδοχικές κρίσεις» του για την ανανέωση της κοινωνικής καθυπόταξης με στρατιωτικούς σχεδιασμούς καταστολής και διαχείρισης.
Ο κύβος ας «ριφθεί» πίσω, αρχής γενομένης στον μιλιταρισμό της καθημερινής ζωής μέχρι το γκρέμισμα του κόσμου των προσταγών, των διαχωρισμών και των απαγορεύσεων.
* όλες οι ανυπόγραφες παραθέσεις φράσεων ανήκουν σε πρωθυπουργικά διαγγέλματα και δηλώσεις
[Εν μέσω έκτακτων διαταγμάτων, στρατιωτικοποιημένων μέτρων και πρωτόγνωρων απαγορεύσεων των απανταχού «Αυτού Μεγαλειοτήτων» προς τις υποτελείς τάξεις με πρόσχημα για ακόμα μία φορά το «κοινό καλό», καταθέτουμε έναν εναντιωματικό λόγο με επίκεντρο την αλληλεγγύη στους μετανάστες και τις μετανάστριες -έχοντας επίγνωση της μερικότητάς του απέναντι σε μία συνολική και ραγδαία συστημική επίθεση- που μεταξύ άλλων επιχειρεί να δοκιμαστεί και να δοκιμάσει την επιφανειακότητα των προσλήψεων του «ανεπίκαιρου».]
Έβρος, Μάρτιος 2020
Η υποψήφια για Νόμπελ ειρήνης «ελληνική φιλοξενία» ξεφούσκωσε όπως και οι βάρκες των μεταναστών που βυθίζει το λιμενικό. Οι γιαγιάδες που βοηθούσαν παιδιά μεταναστ(ρι)ών που τα ξέβραζε η θάλασσα αντικαταστάθηκαν από ομάδες κρούσεις σκατόψυχων που τα ξαναπετάνε μέσα. Οι διεθνείς σταρ που στριμώχνονταν για να φωτογραφηθούν σαν εθελοντές των ΜΚΟ στα στρατόπεδα μεταναστ(ρι)ών τα καλοκαίρια, αντικαταστάθηκαν από διεθνή τάγματα φασιστών και ναζί που σπεύδουν να υπερασπιστούν την Ευρώπη από την «έφοδο των ισλαμιστών». Η Ευρώπη του «σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα» έγινε ξανά η Ευρώπη της καραντίνας και των ένστολων επιτηρητών έρημων δρόμων για το «κοινό καλό» από την «αόρατη απειλή» του κορονοϊού. Η Ευρώπη του Διαφωτισμού, υπό το «άγχος» της δικής της καθαρότητας, θα εντείνει την κατάσταση εξαίρεσης με περισσότερους εγκλεισμούς σε κέντρα κράτησης δίχως κανένα πρόσχημα, απελάσεις, καταπίεση και εκμετάλλευση, περισσότερο θάνατο – κοινώς κρατικές ή παρακρατικές δολοφονίες.
Θα μπορούσε κανείς να γράψει πολλά για όσα διαδραματίζονται αυτές τις μέρες στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου, όπως και εν γένει σχετικά με το «ζήτημα των μεταναστών». Όσο πρωτόγνωρα είναι σε επίπεδο έκτασης και έντασης, άλλο τόσο αποτελούν συνέχεια μιας ενιαίας αντιμεταναστευτικής πολιτικής αλλά και βαθιά ριζωμένων -σε Ελλάδα και Ευρώπη- ρατσιστικών και ξενοφοβικών πεποιθήσεων, ιδεολογιών και πρακτικών. Άλλωστε, στο πλαίσιο αυτό εξαπλώθηκε και εδραιώθηκε τόσο «φυσικά» ο -εδώ και χρόνια σμιλευμένος- πολεμικός όρος της «ασύμμετρης απειλής» πάνω σε ομάδες ανθρώπων που απλά μετακινούνται από τόπο σε τόπο. Και όσο τα μέτρα της κυβέρνησης -με τη στήριξη ολόκληρου του συστημικού φάσματος- και η προσοχή της θεσμικής ενημέρωσης έχουν στραφεί στον νέο κορωνοϊό, τόσο ο «ιός» της ξενοφοβίας εκκολάπτεται στην κοινωνική συνείδηση.
Από την κατασκευή του φράχτη στον Έβρο επί ΠΑΣΟΚ τον Φεβρουάριο του 2012 στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και αορατοποίησης επί ΝΔ, από την απενοχοποίηση του στρατού και την ανακήρυξή του ως κεντρικό διαχειριστή της αντιμεταναστευτικής πολιτικής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μέχρι τις πολυμέτωπες κατασταλτικές εκκαθαρίσεις μεταναστ(ρι)ών του τελευταίου διαστήματος από τη ΝΔ, η αντιμεταναστευτική στρατηγική του ελληνικού κράτους έχει συνέχεια. Στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα, η στρατιωτικοποίηση και η θανατοπολιτική συντελέσθηκε με μεθοδικότητα και θεσμική αλληλουχία. Η μετατροπή του Έβρου και του Αιγαίου -και από τις δύο πλευρές των συνόρων τους- σε στρατιωτικοποιημένες ζώνες και σε ορόσημο της Ευρώπης-Φρούριο χρειάστηκε τη συνεισφορά ολόκληρου του πολιτικού φάσματος (συμπεριλαμβανομένων της Ε.Ε., της Τουρκίας και διεθνών οργανισμών) προκειμένου να επιτευχθεί. Ο ανθρωπισμός -για ακόμα μία φορά- αποδείχτηκε περισσότερο νομιμοποιητικός πυλώνας παρά διαφοροποιητικό στοιχείο της πολεμικής αντιμετώπισης του νέου μεταψυχροπολεμικού «εχθρού»: του ανθρώπου που μετακινείται από ανάγκη ή βούληση αμφισβητώντας σύνορα και απαγορεύσεις. Γι αυτό και η παρούσα αλματώδης όξυνση της στρατιωτικής καταστολής χιλιάδων σύγχρονων φτωχοδιαβόλων εκ δεξιών -με τον γνωστό κυνισμό μίας πάνοπλης εξουσίας ενάντια σε ξυπόλητους- δεν θα μπορούσε να υπάρξει ως τέτοια δίχως την στρατιωτικοποιημένη αντιμεταναστευτική παρακαταθήκη της αριστεράς (η οποία έσπευσε προ ολίγων ημερών να καταθέσει ξανά τα «αλληλέγγυα» διαπιστευτήριά της, δηλώνοντας ότι θα ακολουθούσε πανομοιότυπη κατασταλτική στρατηγική «υπεράσπισης των συνόρων»).
Το διάστημα εξάλλου πριν την «έκρηξη» στα σύνορα, στα μεγάλα αστικά κέντρα της ενδοχώρας, η δαιμονοποίηση και η εγκληματοποίηση των μεταναστ(ρι)ών ακολούθησε τον δρόμο που είχε ανοιχτεί και τη δεκαετία του ‘90 ενάντια στους/στις μετανάστ(ρι)ες κυρίως από Βαλκάνια και Αλβανία. Κι αν μέχρι πρότινος το πρόσχημα του ανθρωπισμού συγκάλυπτε τον θεσμικό ρατσισμό, τον εγκλεισμό, την ομηρία και την καλοσχεδιασμένη περιθωριοποίηση, τώρα προμετωπίδα γίνεται η ανάπτυξη και η ασφάλεια: η δεξιά του κράτους προέβη σε διαφόρων ειδών εκκαθαρίσεις, ενώ σε δρόμους και πλατείες τα άτυπα checkpoints, οι επιχειρήσεις «σκούπα», η μπατσοκρατία και ο συνεχής έλεγχος όσων δεν δείχνουν «ντόπιοι» έχουν μετατραπεί σε κανονικότητα. Μέσα στο πλάνο αυτό εντάχθηκαν και οι εκκενώσεις καταλήψεων που φιλοξενούσαν μετανάστ(ρι)ες και αποτελούσαν μια τελευταία δομή αξιοπρεπούς διαβίωσης. Με τελευταία την εκκένωση του Πολυτεχνείου -ελέω κορονοϊού- όπου δεκάδες μετανάστ(ρι)ες (που μάλιστα πληρούν τις υποτιθέμενες προϋποθέσεις των περιβόητων χαρτιών) είχαν βρει εκεί στέγη, μη πειθαρχώντας στις αστυνομικές εντολές και αρνούμενοι/ες τον εγκλεισμό τους στην Αμυγδαλέζα, ενώ πλέον στοιβάζονται «για το κοινό καλό» μαζί με εκατοντάδες άλλους/ες αόρατους/ες στον «υγειονομικό παράδεισο» των υγρών κελιών των σύγχρονων κολαστηρίων, όπως αυτού της Πέτρου Ράλλη (ερμητικά κλειστό πλέον από τον έξω κόσμο χωρίς δυνατότητα επισκεπτηρίων). Η συνθήκη αυτή εξαίρεσης και καταστολής για τους μετανάστ(ρι)ες έρχεται να επιταθεί μέσα σε ένα καθεστώς «υγειονομικής καραντίνας», όπου αντί οποιουδήποτε ενδιαφέροντος ή μέριμνας τούς αποδίδεται -σαν έτοιμη από καιρό- η ταυτότητα της «υγεινονομικής απειλής» για να νομιμοποιηθεί η περαιτέρω καταστολή τους. Όπως παρόμοια συμβαίνει και για τους άστεγους/ες, τους φυλακισμένους/ες, τους τοξικοεξαρτημένους/ες κ.ο.κ. Οι πλέον «απειλούμενοι πληθυσμοί» δαιμονοποιούνται για να μπορούν να διαχειριστούν με όρους εξαίρεσης.
Σε ένα τέτοιο κλίμα «ελληνικής φιλοξενίας» άλλωστε, ουκ ολίγες ρατσιστικές «παλλαϊκές» αντιδράσεις εκδηλώθηκαν τους τελευταίους μήνες σε διάφορες περιοχές της ενδοχώρας σχεδόν σε κάθε μέρος που ανακοινώθηκε η δημιουργία δομών για μετανάστ(ρι)ες. Ακολούθως, τα σχέδια για δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης -ως ένα επόμενο στάδιο της αντιμεταναστευτικής πολιτικής- αποτέλεσαν αφορμή για αντιδράσεις σε διάφορες περιοχές, με τη Λέσβο να πρωτοστατεί μεταξύ των νησιών του Αιγαίου. Να θυμίσουμε ότι οι συνθήκες τέτοιου είδους κλειστών δομών θα είναι αντίστοιχες με το παράδειγμα της Αμυγδαλέζας και το κολαστήριο στην Πέτρου Ράλλη, όπου μετανάστες/ριες κρατούνται έγκλειστοι/ες για μήνες (πολλές φορές και πάνω από χρόνο) σε άθλιες συνθήκες χωρίς κανένα δικαίωμα και γίνονται υποκείμενα διαφόρων βασανισμών. Ακόμα όμως κι αν το ως τώρα παρελθόν δεν είναι αρκετό για μαντέματα, οι πάνω από 600 προς απέλαση μετανάστ(ρι)ες που στοιβάζονται αυτές τις μέρες στη μέση του πουθενά (στη θέση Κλειδί Σερρών), κάνοντας ακόμα και τους μπάτσους να «λυγίσουν» όπως φρόντισαν να γράψουν τα ΜΜΕ που τρέφονται από υποκρισία και κροκοδείλια δάκρυα, είναι μια εικόνα από το παρόν και το μέλλον. Παρά τις συλλογικοποιημένες κινήσεις αρκετού κόσμου που στάθηκε δίπλα στους μετανάστ(ρι)ες, τα χαρακτηριστικά των αντιδράσεων που κυριάρχησαν στο κατά τα άλλα «κόκκινο νησί» της Λέσβου απείχαν πολύ από την έννοια της αλληλεγγύης. Οι «τοπικές αντιδράσεις» ενάντια στα κλειστά κέντρα κράτησης «ξέχασαν» σε γενικές γραμμές να συμπεριλάβουν στους αγώνες τους το ίδιο το υποκείμενο του εγκλεισμού σε αυτά, παρά τις όχι σπάνιες κινητοποιήσεις των τελευταίων. Μέσα στον μύλο της «εναντίωσης στα κλειστά κέντρα», διάφοροι κάτοικοι οργανώθηκαν σε ομάδες κρούσης και απέτρεψαν μετανάστ(ρι)ες από το να βγουν στη στεριά, έστησαν μπλόκα και στοχοποίησαν όποιον/α στεκόταν αλληλέγγυος/α στους μετανάστ(ρι)ες -συμπεριλαμβανομένων μελών ΜΚΟ και δημοσιογράφων- με αποκορύφωμα επιθέσεις σε δομές μεταναστ(ρι)ών, σπίτια και οικίες. Και όλα αυτά με την κάλυψη των τοπικών αρχών (πολλές φορές των ίδιων που στο πρόσφατο παρελθόν υποστήριζαν τη «φιλόξενη» Λέσβο των ΜΚΟ μέχρι … «τελευταίας δεκάρας») ή ακόμα και με την πλήρη οργανωτική τους σύμπνοια. Στο αποκορύφωμα είδαμε την εναντιωματική στάση και σύγκρουση των ντόπιων στην εισβολή-κατοχή των ΜΑΤ παρά ένα χειραφετημένο και αντισυστημικό κοινωνικό αγώνα. Εξάλλου, σε γενικές γραμμές αυτοί που εκείνες τις ημέρες ήταν οι αγανακτισμένοι από την παρουσία των ΜΑΤ, σήμερα είναι οι χειροκροτητές όχι μόνο των ΜΑΤ αλλά και του λιμενικού, της frontex και κάθε στρατιωτικού σώματος που αποτρέπει μετανάστ(ρι)ες να περάσουν τα σύνορα. Στην ουσία, οι «αγανακτισμένοι ακρίτες» και οι συνεργάτες τους (αστυνομία και στρατός) συναγωνίζονταν για να δείξουν «ποιος είναι πιο πολύ Έλληνας», «ποιος νοιάζεται περισσότερο για τη χώρα», σε ένα ενιαίο εθνικιστικό μέτωπο απέναντι στους μετανάστ(ρι)ες.
Μυτιλήνη, Φεβρουάριος 2020
Τα γεγονότα στον Έβρο που ακολούθησαν αμέσως μετά, ήρθαν να κλιμακώσουν τις αντιδράσεις αλλά και να αναγάγουν ξανά το ζήτημα από τοπικό σε εθνικό (και ακολούθως σε ευρωπαϊκό) και από κοινωνικό σε στρατιωτικό. Χιλιάδες μετανάστ(ρι)ες βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο συνορα και δύο στρατούς, ανάμεσα στον ολοκληρωτισμό των κρατών και των εθνικισμών. Πάνω στα σώματά τους η κυριαρχία αποτύπωσε όλα τα ιδεολογήματα των πολεμικών δογμάτων και της ασφάλειας: άνθρωποι όλων των ηλικιών στο δρόμο της επιβίωσης καταδικάστηκαν συλλήβδην ως «ασύμμετρη απειλή», «εθνικός κίνδυνος», «εχθρός της κοινωνικής ευημερίας» ή «δάχτυλος του προαιώνιου εχθρού». Κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος, από την ακροδεξιά μέχρι και το ΚΚΕ και την αριστερά, υιοθέτησε από τη δική της σκοπιά αυτούς τους ορισμούς, βγαλμένους απευθείας μέσα από τα ΝΑΤΟϊκά think tanks και τα Συμβούλια, τα οποία κατά τα άλλα αποτελούν τον εχθρό της «νέας τάξης πραγμάτων που πλήττει την πατρίδα» ή της «καπιταλιστικής λαίλαπας που πλήττει τα λαϊκά στρώματα». Η φιγούρα του μετανάστη έγινε το «ανάθεμα» της εθνικής συνείδησης, ο στρατός και η αστυνομία παρατάχθηκαν απέναντι στους ξυπόλητους «πορθητές», τα κρατικά επιτελεία σε Ελλάδα και Τουρκία ενορχήστρωσαν τον πολεμικό σχεδιασμό και τα πάσης φύσεως μίντια πριμοδότησαν την ωμή καταστολή. Στο σύνολο του θεσμικού λόγου υπήρξε από άκρη σε άκρη σύμπνοια ότι «η πατρίδα απειλείται» και όπως σε κάθε καλό πολεμικό επεισόδιο κάθε «αντιφρονούντας» έπρεπε πρώτα να αποδείξει τη φιλοπατρία του προτού επιτραπεί να διαφωνήσει. Εικόνες από τη χειρότερη μορφή εθνικής προπαγάνδας κυριάρχησαν στην πραγματικότητα: αρχιερείς έσπευσαν να ευλογήσουν το στράτευμα, ντόπιοι εκφραστές του κεφαλαίου στήριξαν τον «εθνικό αγώνα» οικονομικά και υλικά, απόστρατοι ζητούσαν να επιστρατευτούν και σύλλογοι έστειλαν τρόφιμα και ενίσχυση στους στρατιώτες που «φυλούσαν τα σύνορα της πατρίδας», σε μια χώρα που καταλαμβάνει μία από τις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σε ποσοστό ΑΕΠ που επενδύεται σε αμυντικές και στρατιωτικές δαπάνες.
Τα εθνικό-πατριωτικά αντανακλαστικά ενεργοποιήθηκαν άμεσα. Όσοι απογοητεύτηκαν πέρσι μιας και οι προσπάθειες τους δεν ευοδώθηκαν για «εθνικό ξεσηκωμό» με αφορμή το Μακεδονικό, βρήκαν πρόσφορο έδαφος και επιτέλους εισακούστηκαν. Το πολεμικό σκηνικό έφυγε από τα άρθρα των συστημικών μέσων ενημέρωσης. Οι γραφικοί Μακεδονομάχοι έγιναν εθνοφρουροί, σχημάτισαν ένοπλες πολιτοφυλακές και μαζί με στρατό και αστυνομία έσπευσαν στο κυνήγι των μεταναστ(ρι)ών με πραγματικά πυρά, ενόσω το επίσημο κράτος όρθωνε όλα τα «αμυντικά» όπλα του απέναντι σε άοπλους κατατρεγμένους ανθρώπους, κηρύσσοντας έτσι μια κατάσταση πολεμικού συναγερμού εν όψει «εισβολής». Μέσα σε μία τέτοια επικυριάρχηση της στρατιωτικής και παραστρατιωτικής φρενίτιδας, τα όπλα μίλησαν και τουλάχιστον δύο μετανάστες βρέθηκαν νεκροί. Ένας εξ αυτόν, ο Μουχάμαντ Γκουλζάρ, ζούσε στο κατειλημμένο City Plaza στην Αθήνα και δολοφονήθηκε στην προσπάθεια του να επιστρέψει από το Πακιστάν όπου πήγε για να πάρει τη γυναίκα του στην Ευρώπη. Με βεβαιωμένη την προέλευση των πυρών από την ελληνική πλευρά, το ελληνικό κράτος και ο στρατός, τα εγχώρια μίντια και σύσσωμη η «εθνική περηφάνια» έσπευσαν σε πλήρη αποποίηση ευθυνών για τις δύο δολοφονίες, αρχικά αμφισβητώντας τες ως κακεντρεχείς ή «fake news» και μετέπειτα προσάπτοντας «δολιότητα» και «αναπαραγωγή τουρκικής προπαγάνδας» σε κάθε προσπάθεια περιγραφής της πραγματικότητας (όπως αντίστοιχα θα έπραττε και η τουρκική εξουσία και κάθε εξουσία που σέβεται τους μύθους της). Ως εκ τούτου, η συζήτηση μετατοπίστηκε σκοπίμως γύρω από την ακριβή προέλευση των θανάσιμων πυρών, μόνο και μόνο για να συγκαλυφθεί η πραγματικότητα: ότι οι δολοφονίες των δύο μεταναστών οφείλονται στον μιλιταρισμό και τον στρατό που πολιόρκησαν και στοχοποίησαν χιλιάδες ανθρώπους σε μία λωρίδα γης, ανεξαρτήτως του αν οι δολοφόνοι ήταν επίσημοι ή ανεπίσημοι στρατιώτες της πατρίδας (ή από κοινού).
‘Εβρος, Μάρτιος 2020
Η εργαλειοποίηση του «μεταναστευτικού» είναι προφανής. Σε αυτή την περιοχή του πλανήτη, η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας είναι μια πολύ συγκεκριμένη υλοποίηση αυτής της προσέγγισης, αν και όχι η μοναδική. Σε αυτή τη διπλωματική διελκυστίνδα και οι δύο πλευρές τραβάνε προς την πλευρά τους, χρησιμοποιώντας τους μετανάστ(ρι)ες προς το εκάστοτε συμφέρον ανά περίοδο, στην καλύτερη αδιαφορώντας δολοφονικά και στη χειρότερη δολοφονώντας με αδιαφορία. Συνεπακόλουθα, το ζήτημα από πλευράς κυριαρχίας είναι πάντα πέρα από ελληνικό και ευρωπαϊκό. Ο «δυτικός κόσμος» απειλείται και είχε προετοιμαστεί για αυτό. Η θεσμική βοήθεια κατέφτασε μέσω Frontex, χρηματοδοτήσεων αλλά και πρωτοβουλιακή αποστολή στρατιωτικών και κατασταλτικών δυνάμεων από κάποιες χώρες. Όσο στην ενημέρωση μονοπωλεί ο κορονοϊός, αθόρυβα έφτασαν στην Ελλάδα δυνάμεις από Αυστρία, Κροατία, Δανία κ.α. και πήραν θέση με τους ντόπιους συναδέλφους τους στα ελληνικά σύνορα απέναντι σε «αυτό που απειλεί την Ευρώπη». Οι μετακινήσεις των μεταναστ(ρι)ών αμφισβητούν έμπρακτα την έννοια των συνόρων, μια έννοια θεμέλιο λίθο όλων των κρατών. Οι ευλογίες λοιπόν για τα δικαιώματα της Ελλάδας για άμυνα των συνόρων από όλες τις κατευθύνσεις υπερσκέπασαν ακόμα και την καταστρατήγηση του θεσμικού διεθνούς δικαίου αποδεικνύοντας τον εώλο χαρακτήρα του.
Εν μέσω της συνεχιζόμενης έκτακτης συνθήκης και με νεκρωμένους τους δρόμους, τους αγώνες και τα κοινωνικά αντανακλαστικά, ο μιλιταρισμός που είδαμε να εγκαθιδρύεται στην καθημερινότητά μας μέσα από τις κατασταλτικές επιχειρήσεις σε καταλήψεις και την αύξηση της αστυνομίας σε γειτονιές κτλ, φλερτάρει πια να γίνει κανονικότητα και να συντρίψει ό,τι δεν συμβιβάζεται, ό,τι δεν «χωράει» στα πλάνα της ανάπτυξης, ό,τι απειλεί την εξουσία. Στο πλαίσιο αυτό, είναι παραπάνω από πιθανό ότι το καθεστώς έκτακτης ανάγκης του κορονοϊού θα αποτελέσει μία ακόμη απόπειρα μονιμοποίησης ολοκληρωτικού τύπου αντιμεταναστευτικών σχεδιασμών.
Η αλληλεγγύη στους μετανάστ(ρι)ες είναι το μόνο αντίδοτο ενάντια στη σήψη που επιβάλλουν οι εθνικισμοί και ο μιλιταρισμός. Οι αγώνες και οι συγκρούσεις τους ενάντια στους στρατούς που βρίσκονται στα περάσματά τους (συγκρούσεις που ακόμα αναζωπυρώνονται στον «ξεχασμένο» από τον κορονοϊό Έβρο) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κοινωνικών αντιστάσεων ενάντια στη συστημική βαρβαρότητα. Αμφισβητούμε τα σύνορα όπου και αν αυτά εγκαθιδρύονται απο την εξουσία, ανάμεσα στα σπίτια μας, ανάμεσα στις γειτονιές μας, ανάμεσα από και ενάντια στα κράτη.
Να γίνουμε όλες/οι ασύμμετρη απειλή για την εξουσία και το μιλιταρισμό
Η αλληλεγγύη μας σε μετανάστ(ρι)ες κατά του ιού της ξενοφοβίας
Ολική άρνηση στράτευσης σε κράτη, έθνη, θρησκείες, στρατούς
Μέχρι το γκρέμισμα του κόσμου των στρατοπέδων και των κέντρων κράτησης
βρε τι χάνουμε τόσα χρόνια που δεν διαβάζουμε Lifo
Πέρασαν δώδεκα χρόνια από την ιστορία του βιασμού της δεκαεξάχρονης μετανάστριας στην Αμάρυνθο, το διωγμό της και την αθώωση των βιαστών της. Και στα αυτιά κάποιων από εμάς, ηχούν ακόμα τα ουρλιαχτά των κατοίκων της Αμαρύνθου για την “εύκολη βουλγάρα” και τους “άπλυτους που έρχονται και τη στηρίζουν”. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι, όταν μάθαμε πως η δραστήρια cultural manager, φιλόδοξη σκηνοθέτιδα και έγκριτη κοινωνική ανθρωπολόγος Μάρθα Μπουζιούρη σκοπεύει να ανεβάσει στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου μια παράσταση με τίτλο “το case της Αμαρύνθου”, νιώσαμε ένα περίεργο σφίξιμο. Όταν όμως διαβάσαμε στη διάσημη φυλλάδα Lifo (σ’ αυτό το mega-πλυντήριο νομιμοποίησης του φαινομενικά πλουραλιστικού Θεάματος μέσα από τα εφήμερα φλερτ με την αμφισβήτηση) την πλήρως αποκαλυπτική συνέντευξη της σκηνοθέτιδας, τότε το σφίξιμο έγινε οργή.
—————————————————————————————————————————
ΤΙ ΞΕΡΑΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΑΡΥΝΘΟ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
H Αμάρυνθος είναι μια κωμόπολη της νοτιοανατολικής Εύβοιας και έχει πάρει το όνομά της από το ρήμα αμαρύσσω που σημαίνει “λάμπω”, “ακτινοβολώ”.
Η Αμάρυνθος έχει μόνιμο οικισμό από τη νεολιθική περίοδο (6000-3500 π.Χ.) ενώ την περίοδο του Χαλκού (3000-2100 π.Χ.) είχε ήδη καθιερωθεί ως σημαντικό λιμάνι.
Η Αμάρυνθος έχει αφήσει και στη σύγχρονη ελληνική ιστορία το στίγμα της, όπως μας πληροφορεί το μνημείο στην κεντρική της πλατεία, αφιερωμένο στα θύματα των “κομμουνιστοσυμμοριτών”.
Η Αμάρυνθος το 2006 είχε περίπου 3.500 κατοίκους, μία από τους οποίους ήταν ένα κορίτσι 16 χρονών, μετανάστρια 2ης γενιάς με καταγωγή από τη Βουλγαρία.
Η Αμάρυνθος ήταν το μέρος όπου το φθινόπωρο του 2006 η κοπέλα αυτή βιάστηκε ομαδικά από συμμαθητές της, βέρους έλληνες, ενώ κάποιες συμμαθήτριές της, ντόπιες κι αυτές, τη βιντεοσκοπούσαν.
Η Αμάρυνθος ήταν το χωριό που αντέδρασε στην καταγγελία του βιασμού, καλύπτοντας σύσσωμο τους βιαστές. Ήταν η κοινωνία που κατήγγειλε στα ΜΜΕ την “εύκολη Βουλγάρα”, την απείλησε, τη συκοφάντησε και τελικώς την ανάγκασε να μεταναστεύσει για μια ακόμη φορά.
Η Αμάρυνθος ήταν η κοινότητα που συσπειρώθηκε και επιτέθηκε “μ’ ένα σώμα, μια ψυχή” στον κόσμο που τόλμησε να καταγγείλει “μέσα στο ίδιο της το σπίτι” τον βιασμό και τη συγκάλυψή του.
Η Αμάρυνθος ήταν η επιβεβαίωση ότι η ματσίλα, ο σεξισμός και ο ρατσισμός είναι πάντα εδώ, ως δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας που συνεχίζουν να θρέφουν (και) την κουλτούρα του βιασμού.
Η Αμάρυνθος είναι τραύμα, θλίψη, φόβος, οργή, μνήμη, συνείδηση.
Όμως η Αμάρυνθος
το καλοκαίρι του 2018
θα πάψει να είναι όλα αυτά
και θα γίνει
“Τοcase της Αμαρύνθου”
(πληροφορίες παρακάτω ↴ )
—————————————————————————————————————————
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΟ “CASE ΤΗΣ ΑΜΑΡΥΝΘΟΥ”
Το case της Αμαρύνθου είναι μια παράσταση θεάτρου-ντοκουμέντο που θα λάβει χώρα στο περίφημο φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου στις 4-5-6 Ιουλίου.
Το case της Αμαρύνθου αναζητά την “αλήθεια” ενάντια στη “λήθη” που επιβλήθηκε, κεντράροντας στην κριτική της διαχείρισης του γεγονότος από τα ΜΜΕ εκείνης της εποχής, διαπιστώνοντας ότι οι άνθρωποι έχουν συχνά το κουσούρι να παίρνουν με ευκολία “ακραίες θέσεις”.
Το case της Αμαρύνθου συμπέρανε μετά από την έρευνά του ότι υπήρχαν γενικεύσεις και από τις δύο πλευρές. Την πλευρά που στήριξε τους βιαστές και κατηγορούσε την κοπέλα ως “εύκολη Βουλγάρα που ψαχνότανε” και την πλευρά που υποστήριζε ότι η κουλτούρα του βιασμού, ο ρατσισμός και μια ολόκληρη κοινότητα που κάνει πλάτες, δώσανε το “δικαίωμα” στους βιαστές να βιάσουν.
Το case της Αμαρύνθου κατέληξε ότι το πρόβλημα είναι το κενό διαλόγου που δημιουργήθηκε ανάμεσα σε αυτά τα “δύοάκρα”.
Το case της Αμαρύνθου έχει την αυτοπεποίθηση μιας άρτιας επιστημονικά θέσης και είναι σίγουρο ότι θα δείξει την απαραίτητη κοινωνική και πολιτική ευαισθησία επειδή έχει κάνει εξαντλητική έρευνα και έχει πάρει συνεντεύξεις, τηρώντας κάθε επιστημονική δεοντολογία. Άλλωστε πλαισιώνεται από σοβαρούς κοινωνικούς επιστήμονες και έχει επιβλέπουσα την καθηγήτρια πανεπιστημίου Αθηνά Αθανασίου, ιδιαίτερα γνωστή για το έργο της πάνω στους φεμινισμούς.
Το case της Αμαρύνθου φιλοδοξεί να φτιάξει διαύλους επικοινωνίας και ίσως καταφέρει “να φέρει για πρώτη φορά τις δύο πλευρές κοντά”, ώστε να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο.
Το case της Αμαρύνθου κρατάει ίσες αποστάσεις. Ίσες αποστάσεις από μια κοπέλα που βιάστηκε και εκδιώχθηκε μαζί με τη οικογένεια της από τον τόπο της και από μια παρέα βιαστών που συνέχισαν τη ζωή τους εκεί που ζούσαν (και επιπλέον αθωώθηκαν πανηγυρικά στο δικαστήριο).
Το case της Αμαρύνθου είναι ψύχραιμο, σοβαρό και χωρίς προκαταλήψεις. Πιθανώς να εκτιμά ότι η κοπέλα ξύπνησε ένα πρωί και έγινε Βουλγάρα σε μια ελληνική επαρχία και ότι τα αγόρια ξύπνησαν ένα πρωί και έγιναν βιαστές. Ή ίσως θεωρεί το γεγονός μεμονωμένο και άσχετο με τον διάχυτο ρατσιστικό και πατριαρχικό λόγο στην ελληνική κοινωνία.
—————————————————————————————————————————
ΤΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΜΕ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΓΙΑ ΤΟ “CASE ΤΗΣ ΑΜΑΡΥΝΘΟΥ”
Το case της Αμαρύνθου θεωρεί ότι δεν παίρνει θέση στο ζήτημα του βιασμού της Αμαρύνθου και ότι έχει άλλη στόχευση και άλλα κίνητρα. Προφανώς όμως παίρνει και παραπαίρνει! Η λογική των ίσων αποστάσεων και των “γενικεύσεων και από τις δύο πλευρές”, ο σχολιασμός μιας γενικής παθολογίας των μαζών που φανατίζονται και αδικούν, ο άκρατος φιλελεύθερος ανθρωπισμός που έρχεται να συμφιλιώσει “τις δύο πλευρές” χωρίς να διακρίνει νικητές και ηττημένους, είναι σαφώς λήψη θέσης και μάλιστα εξόχως αντιδραστικής. Επιπλέον, η “επιστημονικότητα”, η “αντικειμενική ματιά”, ο αποπροσανατολισμός μέσω της στοχοθεσίας της παράστασης ενάντια στα ΜΜΕ, εισάγουν έναν αποδυναμωτικό σχετικισμό που υπονομεύει την κριτική στην κουλτούρα του βιασμού ως κοινωνικού φαινομένου που συστημικά τροφοδοτείται από τον σεξισμό, την πατριαρχία και τον ρατσισμό.
Το case της Αμαρύνθου επιβεβαιώνει το μούδιασμά μας απέναντι στον τρόπο με τον οποίο ηακαδημαϊκή έρευνα καταπιάνεται συχνά με την έπαρση του “από τα πάνω” με αιχμηρά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, χωρίς να νοιάζεται για το κόστος της αποπλαισίωσής τους από τα κοινωνικά συμφραζόμενα, για τη βίαιη απογύμνωσή τους από το πεδίο αγώνα στο οποίο εκτυλίχθηκαν και εν τέλει για την πλήρη απολιτικοποίησή τους.
Το case της Αμαρύνθου επιβεβαιώνει το μούδιασμά μας απέναντι στον τρόπο με τον οποίο η αστική τέχνη καταπιάνεται συχνά με την έπαρση του “από τα πάνω” με αιχμηρά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, χωρίς να νοιάζεται για το κόστος της αποπλαισίωσής τους από τα κοινωνικά συμφραζόμενα, για τη βίαιη απογύμνωσή τους από το πεδίο αγώνα στο οποίο εκτυλίχθηκαν και εν τέλει για την πλήρη απολιτικοποίησή τους.
Το case της Αμαρύνθου θα προσφέρει την αναπαράσταση αυτής της ιστορίας σε ένα κοινό μαγεμένο από την αδιαμφισβήτητη αυθεντία της επιστήμης και την ακαταμάχητη αίγλη της τέχνης. Για το ίδιο βέβαια το κοινό δεν θα απομείνουν παρά λίγα πράγματα, αφού η βασική απάντηση έχει ήδη δοθεί: Οφείλει να σταθεί μακριά και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Επομένως, μπορεί να αγοράσει το εισιτήριό του, να μπει ευπρεπώς στην αίθουσα και να παρακολουθήσει από την ασφαλή θέση του θεατή, τα όσα θα συμβούν επί σκηνής. Και για μας δεν μένει παρά να αναρωτηθούμε πώς θα χωρέσει μέσα σε τόση κατάφαση η ευαισθησία, ο θυμός και η κριτική που αντιστοιχούν στην ιστορία της Αμαρύνθου.
Το case της Αμαρύνθου ίσως εν τέλει να λέει λιγότερο απαίσια και επικίνδυνα πράγματα στην παράσταση, από αυτά που διαβάσαμε στη συνέντευξη. Δυστυχώς όμως για το “case”, η διαφήμισή του μέσα από αυτή τη συνέντευξη, είναι αναπόφευκτα βασικό κομμάτι των νοημάτων που παράγει.
Κρίμα που δεν θα του δώσουμε την ευκαιρία να μας πείσει για το αντίθετο.
Η μπροσούρα αυτή αποτελεί το εισηγητικό μέρος της εκδήλωσης – συζήτησης για την αλληλεγγύη στη ZAD (Νάντη), που πραγματοποιήθηκε από την κατάληψη Αγρός στις 09-06-2018.
Η παρούσα έκδοσηπραγματοποιήθηκε επ’ αφορμής της ανοιχτής εκδήλωσης «Αλληλεγγύη στη ZAD« που διοργάνωσε το αυτοδιαχειριζόμενο κατειλημμένο έδαφος Αγρός στο πάρκο τρίτση, το Σάββατο 9 Ιούνη 2018. Αφορά στην ελληνική μετάφραση της ηλεκτρονικής δημοσίευσης «One but Many Movements» από την ιστοσελίδα crimethinc.com, στις 23 Απριλίου 2018.
Η επιλογή του συγκεκριμένου άρθρου -όπως θα φανεί και από τα περιεχόμενά του- συνοδεύει τη γενικότερη προσπάθεια κατανόησης και κριτικής προσέγγισης ενός καθόλα σημαντικού -αν και γεωγραφικά μακρινού- εδαφικοποιημένου κινήματος καταλήψεων γης στα περίχωρα της Νάντης στη βορειοδυτική Γαλλία (στην περιοχή Notre-Dame-de-Lands) γνωστού εδώ και πολλά χρόνια ως ZAD (Zone À Défendre – Ζώνη προς Υπεράσπιση, σε μία εκτροπή του κυριαρχικού χαρακτηρισμού της περιοχής ως Zone d’ Aménagement Différé – Αναβληθείσα Ζώνη Ανάπτυξης). Μίας απελευθερωμένης περιοχής όπου στεγάζονται πολλές και διαφορετικές εναντιωματικές αντιλήψεις και πειραματισμοί, όπου μετά την επίσημη κρατική απόφαση για εγκατάλειψη του πλάνου κατασκευής μητροπολιτικού αεροδρομίου στα τέλη του 2017 (ενός αναπτυξιακού πλάνου που δημιούργησε και συντήρησε επί σχεδόν 50 χρόνια τις κοινωνικές αντιστάσεις σε αυτό με αποκορύφωμα τη ZAD), βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση από την πλευρά τόσο της καταστολής κυρίως μέσω της επιχείρησης Καίσαρας 2 από τον Απρίλη του 2018 -με στρατιωτικές δυνάμεις χωροφυλακής χιλιάδων gendarmeries και δυσθεώρητο στρατιωτικό εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας- όσο και της αφομοίωσης -με τα θεσμικά κελεύσματα εκ μέρους κράτους, νομαρχίας, τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και τη συνεργία των ΜΜΕ και πληθώρας άλλων ινστιτούτων και οργανώσεων. Με μοναδικό γνώμονα την αλληλεγγύη ενάντια στην κυριαρχική επιβολή και την κατανόηση των διακυβευμάτων που προκύπτουν και των απαντήσεων που ευδοκιμούν στο πλαίσιο του κοινωνικού/ταξικού ανταγωνισμού για έναν κόσμο απελεύθερο και ανεξούσιο. Η παρούσα μετάφραση, αν και βρήκε διάφορες δυσκολίες απόδοσης εννοιών και εκφράσεων, προσβλέπει σε μία επακριβή αποτύπωση του λόγου της εκάστοτε πλευράς.
[απόσπασμα από το εισαγωγικό της μπροσούρας των αναρχικών από τις δυτικές γειτονιές της Αθήνας και τον Πειραιά]
[Οι θέσεις που ακολουθούν δεν διεκδικούν την αποτύπωση μίας κλειστής θεωρίας, την οποία άλλωστε απεχθανόμαστε. Επιχειρούμε μία πρώτη συμβολή της συλλογικότητάς μας στην κριτική, την αποδόμηση και την εναντίωση στα έθνη, μέσα σε μία συγκυρία όξυνσης διαφόρων εκφάνσεων του εθνικιστικού λόγου. Για την ολική άρνηση στράτευσης σε μία αυταπάτη που συγκροτεί και συγκροτείται από τα κράτη, το κεφάλαιο, τους στρατούς, τα σύνορα και τη μισαλλοδοξία.]
1. Το έθνος δεν είναι απλά μία φαντασιακή κοινότητα. Είναι μία φαντασιακή κοινότητα που δημιουργήθηκε από το σύγχρονο κράτος και τον καπιταλισμό, δίχως τα οποία θα παρέμενε μία αμελητέα, ασήμαντη και πολύσημη έννοια. Είναι μία πολιτική θρησκεία που εγγυάται τη συνοχή και τη διαιώνιση μίας κοινωνίας διαχωρισμένης με βάση την τάξη, το φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία κ.ο.κ. Το ότι δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του νεωτερισμού δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να δημιουργηθεί υπό άλλες συνθήκες. Σε αντίθεση όμως με τις θαυμάσιες αντιστροφές των απανταχού εθνικοφρόνων, αυτό σημαίνει επίσης ότι το έθνος ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά σε οποιαδήποτε άλλη παρελθοντική συνθήκη.
2. Τα συστατικά των εθνών μπορεί να ποικίλλουν αλλά δεν διαφέρουν ως προς τους κοινωνικούς διαχωρισμούς που επιβάλλουν, έχοντας μια βαθιά αλλεργία στον κοινωνικό/ταξικό ανταγωνισμό και την ιστορική αλήθεια που αυτός συγκροτεί. Ένα έθνος μπορεί να κατασκευάζει και να κατασκευάζεται από μία «γλώσσα», μία «επικράτεια», έναν «πολιτισμό», μία «ιστορία» (ή έναν «οικονομικό τρόπο οργάνωσης» κατά τα κομμουνιστικά δόγματα) κ.ο.κ. αλλά ποτέ από μία κοινωνική ομάδα που καταπιέζεται ή μία τάξη υπό εκμετάλλευση. Η ύπαρξή του δεν ήρθε για να σβήσει τις προϋπάρχουσες και ιστορικές σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης αλλά για να τις επαναορίσει, να τις εκσυγχρονίσει, να τις ανατροφοδοτήσει και να τις επαναθεσμίσει. Ό,τι καταπιεστικό και εξουσιαστικό προηγήθηκε (πατριαρχία, θρησκεία, πολιτική εξουσία, στρατός κ.ά.) ανανεώθηκε και επανατοποθετήθηκε εντός του έθνους βρίσκοντας νέες οδούς, μορφές και περιεχόμενα κοινωνικής αγωγιμότητας και νομιμοποιήσης. Γι αυτό και η εθνική συνείδηση όχι μόνο δεν νοείται δίχως τις έμφυλες καταπιέσεις, την ταξική διάρθρωση και κάθε άλλο κοινωνικό διαχωρισμό, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει δίχως αυτές.
Το έθνος δεν δημιουργήθηκε σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα πειραμάτων πολυπληθών κοινοτήτων. Η φενάκη της -επιλεκτικής- αδελφοσύνης μεταξύ διάφορων πληθυσμών ανά την γη, ήταν άλλο ένα εργαλείο της εξουσίας για την διαιώνιση της κυριαρχίας μέσα σε ένα περιβάλλον κοινωνικού/πολιτικού/οικονομικού μετασχηματισμού, στο πέρασμα δηλαδή από τη φεουδαρχία και την θρησκευτική εξουσία στον καπιταλισμό και την κοσμική εξουσία. Εφόσον οι εξουσιαστικές σχέσεις αποτελούν το πεδίο συγκρότησης ενός έθνους, τότε οποιαδήποτε συλλογικοποίηση των «από κάτω» χωρίς τους καταπιεστές τους αντιτίθεται στην εθνική συγκρότηση. Πόσο μάλλον, όταν οποιαδήποτε τέτοια συλλογικοποίηση συνειδητοποιηθεί, χειραφετηθεί και εναντιωθεί σε κάθε εξουσία. Μόνο όταν οι «από κάτω» γίνουν σε επαρκή βαθμό φορείς νέων εξουσιαστικών και ιεραρχικών σχέσεων, μόνο όταν τελικά αυτό-ακυρωθούν ως τέτοιοι, μπορούν να στραφούν προς μία εθνική ιδιότητα.
3. Η εξουσία έχει την εγγενή τάση να αναπαράγεται και να διαστέλλεται. Ο καπιταλισμός δεν κατάφερε απλά να επιβιώσει και να εξαπλωθεί παγκόσμια μεταξύ άλλων οικονομικών μοντέλων, αλλά επιβίωσε γιατί κατίσχυσε πάνω σε οποιοδήποτε άλλο μοντέλο βρέθηκε μπροστά του. Η φαντασιακή/πολιτική κοινότητα του έθνους δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβιώσει αντίστοιχα, εάν δεν επιβαλλόταν ως τέτοια σε πλανητική έκταση.
Παρ’ όλ’ αυτά, κανένα έθνος -ανεξαρτήτως πληθυσμιακού μεγέθους- δεν βλέπει τον εαυτό του ταυτισμένο με την ανθρωπότητα. Όπως επίσης, κανένα έθνος δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβιώσει μόνο του σε έναν κατά τα άλλα α-εθνικό κόσμο. Έτσι, όσο εμμονικά αυτοαναφορικό και αν εμφανίζεται, το έθνος δεν νοείται αφ’ εαυτού αλλά προϋποθέτει να εντάσσεται και να ετεροκαθορίζεται σε συνεχή διάδραση σε μία «Κοινωνία των Εθνών»… Η τελευταία έχει μία διπλή σημασία: από τη μία διευθετεί την αντίφαση αυτής της «αυτιστικής συνύπαρξης» και από την άλλη διαμορφώνει μία καθολική αφήγηση για τον κόσμο, ενός ενιαία κατακερματισμένου κόσμου σε έθνη. Η καθολικότητα αυτής της αφήγησης, μαζί με όλες τις ιδεοπλασίες που συνοδεύουν κάθε έθνος, δίνουν την απαραίτητη εγκυρότητα στα έθνη να λειτουργούν ως πολιτικές θρησκείες. Ως μία κοσμική-ορθολογική-πολιτική αντίληψη με ταυτόχρονη αναφορά σε ανορθολογικές και υπαρξιακές αγωνίες. Ο διττός αυτός χαρακτήρας των εθνών είναι άλλωστε και αυτός που τα επικύρωσε τόσο βαθιά στους θεσμικούς πυλώνες του μοντέρνου κόσμου. Αν ο τελευταίος ορθώθηκε αρπάζοντας την πολιτική εξουσία από την εκκλησία, έπρεπε ταυτόχρονα να βρει τη νέα συγκολλητική ουσία των υπηκόων του. Η μετάβαση αυτή, από το «ποίμνιο» και τον «περιούσιο λαό» του εκάστοτε Θεού ενός βασιλείου ή μίας αυτοκρατορίας στον λαό των πολιτών ενός έθνους-κράτους, μπόρεσε και έγινε μόνο με μπόλικους εθνικούς ύμνους, σύμβολα και περίσσεια εθνική ιδεολογία.
4. Στον βαθμό που η εθνική αφήγηση είναι καθολική, επιχειρεί να εκταθεί σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Αν τα δύο τελευταία εκφράζονται μέσω της εθνικής κυριαρχίας της πολιτικής/κρατικής εξουσίας, το παρελθόν -ελλείψει οποιασδήποτε εθνοκρατικής υπόστασης- χρειάζεται τη συνδρομή της ιστοριογραφικής ανακατασκευής, της παραχάραξης, της φαλκίδευσης και των μυθοπλασιών.
Βασικότερο εργαλείο της εθνικής επέλασης στο παρελθόν αποτελεί ο αναχρονισμός, ο οποίος μεταφέρει με κάθε αυθαιρεσία το σύγχρονο «εθνικό πνεύμα» σε παρελθοντικές ιστορικές συνθήκες (στις οποίες το έθνος ήταν απλά ανύπαρκτο). Η πρώτη έννοια άλλωστε που έπρεπε να εθνικοποιηθεί ήταν η λέξη «έθνος»: ένας επουσιώδης και δυσεύρετος (αν όχι ανύπαρκτος) όρος σε προκαπιταλιστικές κοινωνίες με πολλαπλές χρήσεις ανά τόπους και χρόνους, ορισμένες από τις οποίες σαρκάζουν τραγελαφικά τη σημερινή της έννοια: η λέξη έθνος σε διάφορες ιστορικές περιόδους ήταν συνώνυμη του αλλοδαπού, ενώ αλλού συναντάται για να χαρακτηρίσει μία συντεχνία, τους φοιτητές ενός πανεπιστημίου ή τους «ξένους» εμπόρους ενός λιμανιού…
Η ρευστότητα της έννοιας του έθνους είναι εμφανής ακόμα και πολύ μετά την «ληξιαρχική πράξη γέννησής» του κατά την Αμερικάνικη και Γαλλική Επανάσταση, όπως για παράδειγμα υποδηλώνει το μνημειώδες «έθνος των προλετάριων» στο μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, το 1848. Μία ολοένα και απομειωμένη έκτοτε ρευστότητα που χρειάστηκε το ασύλληπτο μακελειό δύο παγκόσμιων πολέμων για να αποκρυσταλλωθεί εντελώς. Η αναχρονιστική λεηλασία και η απονέκρωση του παρελθόντος σε μία θεαματική διάσταση αποτελεί μία μόνιμη διαδικασία για την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας, στην οποία επιστρατεύτηκαν παλιές και νέες μέθοδοι, θεσμοί και επιστήμες: μουσεία, χάρτες, ιστοριογραφίες, εθνολογία, αρχαιολογία, αστικές τέχνες και πολλά άλλα φρόντισαν να μιλήσουν και να εποικήσουν τον παρελθοντικό χρόνο προς χάρη ενός εθνικά περήφανου παρόντος και προς αποτροπή οποιουδήποτε απελεύθερου μέλλοντος. Άνθρωποι, κοινότητες, γεωγραφίες, γεγονότα, σημασίες, απονοηματοδούνται και επανεγγράφονται στην κοινωνική συνείδηση μέσα στα στενά και προκαθορισμένα όρια του κάθε εθνικού πεπρωμένου στο όνομα της εθνικής ολοκλήρωσης. Από τη στιγμή που το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον έχουν αποικηθεί από την εθνικιστική ιδεολογία, κανένα ιστορικό πλαίσιο ή ιστορικό υποκείμενο δεν αφήνεται ανέπαφο…