- Details
- Category: Αναλύσεις
Με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ “Whose is this song?” στις 29/5/2015 στον Θερσίτη
ΠΑΡΑΔΟΣΗ - ΕΘΝΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ – ΕΘΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Μιλώντας για τον «πολιτισμό της παράδοσης» δύσκολα ξεφεύγεις από έννοιες όπως «πατρίδα» και «ένδοξο παρελθόν». Ανατρέχοντας μάλιστα στο λήμμα «παράδοση» ενός λεξικού και διαβάζοντας τον ορισμό θα δει κανείς τις λέξεις «στοιχεία του παρελθόντος» ή «στοιχεία ενός πολιτισμού». Η «παράδοση» αποτελεί διαχρονικά ένα εργαλείο της εξουσίας για την κατασκευή των εθνικών ταυτοτήτων. Εμπεριέχει και επικαλείται το κοινό βίωμα, την κοινή ιστορική μνήμη, τις συλλογικές αναπαραστάσεις της κοινωνίας εντός ενός γεωγραφικού χώρου, εντός του έθνους-κράτους. Η γλώσσα, η θρησκεία, η ιστορία, οι κοινωνικές «συνήθειες» γύρω από τη μουσική, το χορό, το τραγούδι, την αρχιτεκτονική, τη στέγαση, την ενδυμασία κ.ά. αποτελούν χαρακτηριστικά αυτών των «κοινών βιωμάτων. Στην ιστορία μάλιστα των εθνών-κρατών, η ύπαρξη μιας κοινής και μακροχρόνιας παράδοσης, αποτέλεσε τη βάση για την οικοδόμηση εθνικής –πολιτισμικής- ταυτότητας, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε απαγορεύσεις, διωγμούς και εκκαθαρίσεις των «διαφορετικών» πολιτισμικών ταυτοτήτων.
H συστημική καλλιέργεια της ύπαρξης ενός μοναδικού πολιτισμού -τις περισσότερες φορές ανώτερου- και η κατασκευή της ιστορίας γύρω από αυτή τη μοναδικότητα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό νομιμοποίησης και επιβολής των εθνών-κρατών: από τα ιστορικά βιβλία του σχολείου ως τις πατριωτικές κορώνες των εκπροσώπων του κράτους και του κεφαλαίου, κατασκευάζονται εθνικές ταυτότητες. Αυτή η κατασκευασμένη και συλλογικά αποθηκευμένη «εμπειρία» που μεταγγίζεται αιώνια από γενιά σε γενιά για την «κοινή καταγωγή και μοίρα», δημιουργεί μία «υποχρέωση» και ένα «βάρος» στους ζώντες στο παρόν να τη «σώσουν» και να τη διαδώσουν στους επόμενους. Η παράδοση, λοιπόν, αποτελεί έναν κατ’ εξοχήν εργαλείο της εξουσίας για την καλλιέργεια των εθνικών ιδεωδών και της εθνικής ενότητας. Ιδιαίτερα μάλιστα σε «ρευστές εποχές», όπου η εξουσία επιδιώκει εντονότερα την αναπαραγωγή της, αλλά και σε εποχές όπου αναζητούνται όλο και πιο επίμονα οι κοινωνικές συναινέσεις των «από κάτω» στις πολιτικές των «από πάνω», η «εθνική ενότητα» είναι ένα από τα αγαπημένα εργαλεία καθυπόταξης, επιβολής και συστράτευσης των κοινωνιών.
Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία, εν καιρώ συστημικής κρίσης και συνολικότερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, να διαρρήξουμε την αφήγηση περί εθνικής ενότητας. Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε καθημερινά την ισοπέδωση των ζωών μας. Για την εφαρμογή των «έκτακτων σχεδίων» και για τη διατήρηση της «κοινωνικής ομαλότητας», της «τάξης και ασφάλειας», παράγεται ολοένα και ισχυρότερος εθνικός λόγος. Καλλιεργείται στις κοινωνικές συνειδήσεις πως «όλοι μαζί οι Έλληνες πρέπει να τα καταφέρουμε, να κάνουμε υπομονή» ή τώρα με την αριστεροδεξιά συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πως «οι καλοί έλληνες θα νικήσουν τους κακούς γερμανούς στις διαπραγματεύσεις». Και παράλληλα, πάνω στο εθνικό «εμείς» χτίζεται το απειλητικό «άλλο» -που εμφανίζεται με τη μορφή του μετανάστη, του μουσουλμάνου, του «διαφορετικού»- εμπλουτίζοντας με αυτό τον τρόπο το ρατσιστικό και φασιστικό λόγο και δημιουργώντας κλίμα φόβου. Στην πραγματικότητα, κάτω από την ομπρέλα της εθνικής ενότητας εξισώνονται οι «από πάνω» με τους «από κάτω», οι εκμεταλλευτές με τους εκμεταλλευόμενους στη βάση μιας κοινής μοίρας.
ΠΑΡΑΔΟΣΗ & ΕΛΛΑΔΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ
Η ποικιλομορφία του ελλαδικού χώρου με μικρότερες και απομακρυσμένες –σε αρκετές περιπτώσεις- κοινότητες, που ανέπτυσσαν δικούς τους τρόπους επικοινωνίας (γλωσσικά ιδιώματα), ήθη, έθιμα, μουσικούς ρυθμούς, ενδυμασίες, αλλά και η γεωγραφική του θέση, τον καθιστούν ένα σταυροδρόμι πολιτισμών, ένα πέρασμα από την ανατολή στη δύση. Αποτέλεσμα αυτής της ιδιαιτερότητας είναι να αναπτυχθεί μία όσμωση ποικίλων πολιτισμικών στοιχείων, «ξένων» προς τους τοπικούς πληθυσμούς της ελλάδας. Αυτή η ιδιαιτερότητα της περιοχής δημιουργούσε μία ρευστότητα της εθνικής ταυτότητας των κατοίκων της. Για παράδειγμα οι κάτοικοι της ανατολικής μακεδονίας ένιωθαν πιο κοντά με τους κατοίκους της βουλγαρίας παρά με αυτούς της Αθήνας.
Οι πληθυσμοί που διέμεναν σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου πριν την οριστικοποίηση των εθνικών συνόρων, ήταν ένα ιδιότυπο μείγμα γηγενών και κυρίως προσφύγων (που είχαν φτάσει εκεί κατά τη διάρκεια των βαλκανικών και ρωσοτουρκικών πολέμων, τη «μικρασιατική καταστροφή» κ.ά.). Οι πρόσφυγες αυτοί αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη τότε εχθρότητα και ρατσισμό (τους χαρακτήριζαν «τουρκοσπορίτες», «παλιοούτηδες», «βουλγαροθρεμένους», «μογγόλους», «ρωσότουρκους», «παστρικιές» κτλ.) Στις μέρες μας, οι πληθυσμοί αυτοί, όχι μόνο έχουν αφομοιωθεί και «εξελληνιστεί», έχουν παραδόξως γίνει και εθνικά σύμβολα μνήμης, με εορτασμούς, χορούς και τραγούδια, από φορείς και συλλόγους που διαγράφουν σκοπίμως τη βαρβαρότητα που υπέστησαν από το τότε επίσημο ελληνικό κράτος (χιλιάδες πρόσφυγες πέθαναν από κακουχίες και αρρώστιες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, λοιμοκαθαρτήρια και ξερονήσια ενώ πολλοί πληθυσμοί ωθήθηκαν σε εσωτερική μετεγκατάσταση).
Μετά τον τελικό καθορισμό των εθνικών συνόρων, οι εσωτερικοί πληθυσμοί θα ήταν αδιανόητο για το ελληνικό κράτος να μην έχουν μία σχετική συνείδηση ομοιογένειας μεταξύ τους. Και εκεί όπου αυτή δεν υπήρχε, επινοήθηκε χρησιμοποιώντας το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Σε αυτή τη λευκή σελίδα καταγράφηκαν όσα εξυπηρετούσαν τους εξουσιαστικούς σκοπούς για την κατασκευή της «ελληνικότητας». Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις σβήστηκαν ή αφομοιώθηκαν (βάση των κρατικών πολιτικών για εθνικά καθαρούς χώρους) οι πραγματικές πολιτισμικές διαστάσεις των τοπικών κοινοτήτων. Στην πραγματικότητα όμως, υπήρχαν έκδηλες πολιτισμικές επιρροές από πολλούς άλλους πληθυσμούς που βρίσκονταν εκτός και εντός του ελλαδικού χώρου. Ενδεικτικό π.χ. είναι ότι οι μακεδονίτικοι σκοποί και τραγούδια συνδέονται άμεσα με τους σλαβόφωνους βαλκανικούς πληθυσμούς, ενώ αντίστοιχα, σκοποί και τραγούδια της ηπείρου συνδέονται με αρβανίτες και βλάχους των βαλκανίων, τα μικρασιάτικα με το ευρύτερο ανατολίτικο στοιχείο, τα επτανησιακά με την κουλτούρα και την επιρροή των ενετών κ.ο.κ
Η υποτιθέμενη εθνική σύνδεση κι ομοιογένεια, συνθλίβεται από την αντικειμενική συνθήκη της πολιτιστικής αλληλοεπιρροής ανομοιογενών πληθυσμών που για αιώνες κινούνταν σε κοινούς γεωγραφικούς χώρους. Παρόλα αυτά, για χάρη της εθνικής ομοιογένειας, κοινά έθιμα με τους λοιπούς βαλκανικούς λαούς απαγορεύτηκαν, καταβολές από την συνύπαρξη με τους τούρκους ελληνοποιήθηκαν, ντοπιολαλιές έπαψαν να είναι δόκιμες και εξαφανίστηκαν. Το πλάσμα του νεοελληνικού πολιτισμού καθόρισε εκ νέου τις υπάρξεις μας.
ΜΑΖΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ & ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Στην εποχή του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, σε μια εποχή όπου οι δημοκρατίες δείχνουν να μην έχουν αδιέξοδα με τη μονιμοποίηση ολοκληρωτικών μοντέλων εξουσίας, σε μια εποχή που τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται, σε μια εποχή επικυριαρχίας των αξιών της ατομικότητας και της ιδιοκτησίας, ο βιομηχανικός και αστικός πολιτισμός αποτελεί έναν από τους βασικούς μηχανισμούς κανονικοποίησης των ανθρώπινων συμπεριφορών και διαχείρισης της δημιουργικότητας και του «ελεύθερου χρόνου».
Αυτό που στις μέρες μας ονομάζεται «λαϊκός πολιτισμός» ή «λαϊκή τέχνη», στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από κατασκευές της βιομηχανίας της μαζικής κουλτούρας που προορίζεται για μαζική κατανάλωση. Ένα φάσμα από ειδικούς του «δημοτικού τραγουδιού», του «δημοτικού χορού» κ.ο.κ. αξιοποιούν και χειραγωγούν με βάση τις επιταγές του (εθνικού) βιομηχανικού πολιτισμού, την δημιουργικότητα και την ανθρώπινη έκφραση. Ο χορός και το τραγούδι, είναι ένα πρόσφορο πεδίο εμπορευματοποίησης και κατανάλωσης με βάση τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς. Ο παραδοσιακός μάλιστα χορός και το παραδοσιακό τραγούδι, στην εποχή της «ελληνικής» κρίσης, έχει επανέλθει στο προσκήνιο, κυρίως μέσα σε ένα «εναλλακτικό» πλαίσιο που επικαλείται μια ψευδαίσθηση διαφορετικότητας. Στην πραγματικότητα όμως, το πλαίσιο αυτό είναι ένα επικερδές τοπίο για την αγορά και τον κόσμο του θεάματος. Τις περισσότερες μάλιστα φορές στερείται από κριτική στα εθνικά ιδεώδη και καταλήγει να αναπαράγει τον πολιτισμό των κυριαρχικών σχέσεων και του εθνοκρατισμού.
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Ο πολιτισμός της παράδοσης είναι αξιοθρήνητος όταν αυτός σημαίνει τα τσάμικα στα χουντικά γλέντια, τα πανηγύρια του σύριζα στις παρελάσεις των εθνικών επετείων, το φολκλόρ εμπόρευμα στο μοναστηράκι, την κουλτούρα των πατριαρχικών και ατομιστικών θεαμάτων και διασκεδάσεων, την «αγία οικογένεια», τον στρατό, το σχολείο, τη θρησκεία, τους φασίστες, τους δημάρχους, τους «εθνοτοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους».
Η «παραδοσιακή μουσική» και ο «παραδοσιακός χορός», δεν μπορούν να νοηθούν έξω από τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που αναπτύχθηκαν ούτε φυσικά και έξω από την καθημερινότητα των κοινοτήτων από όπου πήγασαν. Για εμάς δεν υπάρχει ούτε «αιώνιο» ούτε «ιερό παρελθόν». Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το εδώ και τώρα, όπου μπορούμε να επικοινωνήσουμε, να αλληλεπιδράσουμε και να δημιουργήσουμε τον πολιτισμό του αγώνα και της ελευθερίας, προσθέτοντας τα δικά μας στοιχεία, αναζητώντας τη μουσική και το χορό, συμπεριλαμβάνοντας τη συσσωρευμένη κοινωνική εμπειρία και τις παρακαταθήκες των συλλογικών αγώνων. Απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας, η συλλογικοποίηση πάνω στη βάση της ισότητας και της αλληλεγγύης είναι η απάντηση στην εσωτερίκευση και τις λογικές εξατομίκευσης. Χωρίς διδαχές και εξιδανικεύσεις, μακριά από κρατικούς και εναλλακτικούς φορείς, ενάντια σε φυλετικούς, ταξικούς και έμφυλους διαχωρισμούς, στήνουμε τις δικές μας κοινότητες για τις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Αυτοοργανωμένα, αντιιεραχικά και αδιαμεσολάβητα.
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ “WHOSE IS THIS SONG?”
Με αφορμή ένα κοινό μουσικό σκοπό σε Ελλάδα, Τουρκία, Μακεδονία, Αλβανία, Βοσνία, Σερβία και Βουλγαρία, η Adela Peeva, κινηματογραφική και τηλεοπτική παραγωγός από τη Βουλγαρία, ξεκινά ένα οδοιπορικό ταξίδι στις χώρες αυτές. Σκοπός του ταξιδιού της, η αναζήτηση της «καταγωγής» του τραγουδιού που στην ελληνική εκδοχή ονομάζεται «Από ξένο τόπο». Στη διαδρομή της συναντά διαφορετικές κατά περιοχή προσλήψεις για την εθνικότητά του. Αυτές απορρέουν από το κατά περιοχή διαφορετικό πολιτισμικό και εθνοτικό βίωμα που έχουν οι άνθρωποι που συναντά και απευθύνεται. Όλοι τους σχεδόν υπερασπίζονται απόλυτα και ένθερμα την αποκλειστικότητα της εθνικής καταγωγής του τραγουδιού στις χώρες τους. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, προκύπτουν διαμάχες μεταξύ της Adela και των ντόπιων, όταν η τελευταία με βάση την περιπλάνησή της αναφέρει ότι είναι αμφιλεγόμενη η εθνική ταυτότητα του τραγουδιού.
Στο ντοκιμαντέρ αναδεικνύονται όχι μόνο οι αντικρουόμενες απόψεις επί της εθνικής «ιδιοκτησίας» του τραγουδιού αλλά οι συνολικότερα εθνικοί διαχωρισμοί και αντιπαλότητες, μεταξύ ανθρώπων που ζουν σε κοινές ή κοντινές γεωγραφικές περιοχές. Η θρησκεία, η ιστορία, η γλώσσα, η «πολιτισμική κληρονομιά», η αρχαιολατρία, τα μυθικά και ηρωικά πρόσωπα, οι κοινές αναμνήσεις, οι προβαλλόμενες «λαϊκές αρετές», οι εθνικοί επέτειοι, οι πάσης φύσεως τελετές κ.ά, αποτελούν παράγοντες δόμησης και όξυνσης των εθνικών αντιπαλοτήτων που κατά καιρούς έχουν οδηγήσει και σε εθνικισμούς, πολέμους και άλλες διαμάχες. Αυτό που τελικά γίνεται επίδικο του ντοκιμαντέρ, δεν είναι η εύρεση της μίας και μοναδικής καταγωγής του τραγουδιού αλλά οι λόγοι για τους οποίους έρχονται σε σύγκρουση και διαμάχη οι πληθυσμοί στην ευρύτερη περιοχή των βαλκανίων και της μεσογείου. Ο «λαϊκός πολιτισμός», το «παραδοσιακό τραγούδι» και ο «παραδοσιακός χορός», έχουν αναδειχθεί κατά καιρούς σε ένα εργαλείο (μεταξύ άλλων) των εθνών-κρατών για την παραγωγή και αναπαραγωγή των εθνικών ταυτοτήτων, αφού αποτελούν στοιχεία της καθημερινότητας των υπηκόων. Στην πραγματικότητα όμως, η πολυσημία του τραγουδιού και η επιβίωσή του σε ένα ψηφιδωτό πολιτισμικών ταυτοτήτων και κοινοτήτων της περιοχής, ακυρώνει την ίδια την εθνική εργαλειοποίησή του.
Μάϊος 2015,
Αυτοοργανωμένη Ομάδα Παραδοσιακών Χορών του Θερσίτη
[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής Pdf πατήστε εδώ: Μικρή Ανάλυση, Μεγάλη Ανάλυση]
[2 ημέρες με την Αυτοοργανωμένη Ομάδα Παραδοσιακών Χορών του Θερσίτη 29-30 Μαΐου 2015]
- Details
- Category: Αναλύσεις
ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ ΤΟΣΟ "ΦΩΣ" ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΤΟ ΠΙΟ ΒΑΘΥ ΣΚΟΤΑΔΙ...
Με την εξαφάνιση του Βαγγέλη Γιακουμάκη ενεργοποιούνται οι μιντιακές μηχανές του θεάματος και της υποκρισίας που αναλαμβάνουν να καθηλώσουν το θανατολαγνικό τηλεοπτικό κοινό στους δέκτες του με όρους σίριαλ, ενώ κάθε είδους "ευαίσθητοι" υπόσχονται να ρίξουν άπλετο φως στην υπόθεση. Με την αποκάλυψη των τραμπουκισμών από παλικαράδες συμφοιτητές του -εξευτελισμούς, ταπεινώσεις, ξυλοδαρμούς- αρχίζει να διαμορφώνεται το τέλειο σχήμα αφήγησης της ιστορίας, στη βάση του απλουστευτικού διπόλου "θύμα-θύτης": εκείνοι, οι επιθετικοί, οι δυνατοί, κι εκείνος ο πολύ ευαίσθητος, ο αδύναμος, ο εσωστρεφής: το τέλειο "θύμα" για να προσαρμοστούν πάνω του οι νεοεισαγόμενοι λόγοι περί bullying. Το "καθάρισμα" της υπόθεσης με ψυχολογικούς όρους, με την παθολογικοποίηση των υποκειμένων και τον υποβιβασμό της ως ακόμη ένα περιστατικό σχολικού εκφοβισμού καταφέρνει να συγκαλύψει τις πολιτικές και κοινωνικές της διαστάσεις. Παράλληλα, δίνει για μια ακόμη φορά την ευκαιρία για θεσμική παρέμβαση "προστατευτικού-διορθωτικού" χαρακτήρα, με σχετικό νομοσχέδιο για την πάταξη του φαινομένου. Για να βασιλεύσει και πάλι η τάξη και η ασφάλεια στα σχολικά ιδρύματα. Για να μην διαταραχτεί η ροή των κυρίαρχων νοημάτων, για να μπορέσει να βρει τον ύπνο της ακόμα και η ...χαροκαμένη μάνα, αφού τα "ένοχα" μυστικά του αυτοκτονημένου γιού της μπορούν να θαφτούν μαζί του. Και η παράσταση κλείνει με την κηδεία του Βαγγέλη με μπαλωθιές, αφού έπρεπε οπωσδήποτε να αποκατασταθεί ως "παλικάρι", μιας που δεν κατάφερε να είναι τέτοιο όσο ζούσε. Πόση κακοποίηση μπορεί να δεχτεί ένα σώμα;
Πολλά ειπώθηκαν για να μην ειπωθεί τελικά τίποτα. Και δεν θα πούμε και εμείς τι ήταν και τι δεν ήταν ο Βαγγέλης. Θα μιλήσουμε όμως για τη δική μας βιωμένη εμπειρία, αυτής του διάχυτου σεξισμού, της θεσμισμένης επιβολής συγκεκριμένων μάτσο αρρενωποτήτων, που έρχονται να πνίξουν οτιδήποτε ξεφεύγει από τις κυρίαρχες νόρμες, για τους δυνατούς, τους θαρραλέους, τους κάθε λογής παλικαράδες, για τη διάχυτη ομοφοβία, την επιβεβλημένη ετεροφυλοφιλία, την πνιγηρή πραγματικότητα των έμφυλων ανισοτήτων, για το ότι ο σεξισμός έχει λέξεις, βλέμματα, χειρονομίες, κακοποίηση, βιασμούς, αμέτρητους θανάτους. Για το ότι όλα αυτά γεννιούνται και αναπαράγονται μέσα από την ασφυκτική κανονικότητα της οικογένειας, τις διδαχές του σχολείου, το μηχανισμό του στρατού, τα πρότυπα της βιομηχανίας του θεάματος... Για το ότι σιχαθήκαμε τις κυρίαρχες αφηγήσεις και τα "αθέατα" του πατριαρχικά δομημένου κόσμου. Να μιλήσουμε εμείς για εμάς. Να επιτεθούμε σε οτιδήποτε μας περιορίζει.
...ΤΟΣΗ "ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ" ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΕΠΑΣΕΙ ΤΟΝ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟ ΤΩΝ "ΚΑΝΟΝΙΚΩΝ"
[Για να κατεβάσετε την αφίσα σε αρχείο μορφής pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Αναλύσεις
[Κείμενο του Θερσίτη για την εξελισσόμενη απεργία πείνας των κρατούμενων αγωνιστών]
Να τελειώνουμε με τις φυλακές και τους ανθρωποφύλακες κάθε είδους
Εδώ και 3 εβδομάδες (από τις 2 Μαρτίου), έχει ξεκινήσει ένας αγώνας μέσα στις φυλακές, μια απεργία πείνας αγωνιστών και αναρχικών κρατουμένων, διεκδικώντας μια σειρά αιτημάτων που αφορούν τόσο τις νέες μορφές φυλακών και σωφρονισμού, όσο και την νομοθετική μέγγενη στους κοινωνικούς αγώνες (τρομονόμος, κουκουλονόμος). Και γιατί ένας αγώνας κάποιων "τρομοκρατών" θα έπρεπε να απασχολήσει τον οποιοδήποτε; Απλά, γιατί αυτή η απεργία πείνας είναι ένας αγώνας ενάντια στην ίδια την κοινωνία-φυλακή, ενάντια στην ασφυξία των νόμων στα κοινωνικά κομμάτια που αντιστέκονται. Γιατί όπως γράφουν και κάποιοι τοίχοι αυτών των γειτονιών, "η φτώχεια μας περικυκλώνει μαζί με την αστυνομία της", μαζί με τους νόμους, τον αποκλεισμό, την τιμωρία μεγάλων κοινωνικών κομματιών και την εγκληματοποίηση της κοινωνικής απειθαρχίας.
Τα τελευταία χρόνια, με την καραμέλα της ανάπτυξης και της διάσωσης της εθνικής οικονομίας, προωθούνται συνεχώς από τους «από τα πάνω» μεταρρυθμίσεις και νομοσχέδια που σαρώνουν κάθε είδους εργασιακά κεκτημένα και προνοιακές πολιτικές, φτωχοποιώντας και εξαθλιώνοντας μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας. Κύριο ζητούμενο μέσα στο περιβάλλον αυτό της συστημικής κρίσης, είναι η εύρυθμη λειτουργία του κεφαλαίου, και η εξάλειψη κάθε κοινωνικής αντίστασης στις επιταγές του. Έτσι, προκειμένου να αποσπαστεί η αναγκαία κοινωνική συναίνεση, η οποία μέχρι και πριν το ξέσπασμα της κρίσης εξασφαλιζόταν μέσω προνοιακών παροχών από την πλευρά του κράτους, αναβαθμίζονται τα κατασταλτικά και νομοθετικά του μέσα διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον φόβου και ανασφάλειας.
Το ιδεολόγημα της τάξης και της ασφάλειας αναδεικνύεται σε κυρίαρχο μοτίβο του ποινικού κράτους, με στόχο την ολοκληρωτική καταστολή οποιουδήποτε αγωνίζεται ενάντια στις κρατικές μεθοδεύσεις αλλά και όσων, σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση, αποτελούν κίνδυνο για το «κοινωνικό σύνολο». Απεργοί, διαδηλωτές, μετανάστες, αναρχικοί και οποιοσδήποτε θεωρείται, είτε ότι «περισσεύει», είτε ότι αμφισβητεί τις επιταγές της κυριαρχίας, βαφτίζεται εγκληματίας, επικίνδυνος, τρομοκράτης, διακρίνεται από το «υγιές» κομμάτι του πληθυσμού, και πάνω του εξαπολύεται επίθεση με όρους πλέον εξόντωσης. Από τις επιστρατεύσεις απεργών, τη διαπόμπευση των οροθετικών το 2012, τις σκούπες ενάντια στους τοξικοεξαρτημένους, μέχρι το όργιο καταστολής ενάντια στους αγωνιζόμενους στις Σκουριές, την εξαπόλυση κρατικής επίθεσης σε καταλήψεις και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, το κράτος επιδεικνύει μηδενική ανοχή στην όποια αμφισβήτησή του από τους «από τα κάτω» με απροσχημάτιστα ακραία καταστολή.
Και επειδή σύμφωνα με την γνωστή ρήση "το κράτος έχει συνέχεια", θα ήταν τραγική αφέλεια να πειστεί κάποιος για τις "καλές προθέσεις" της "ευαίσθητης" -πλην κυβερνώσας- αριστεράς: η καταστολή, η διεύρυνση των νόμων, ώστε να αγκαλιάζουν κάθε πτυχή της καθημερινότητας, η στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, παραμένουν τα βασικά όπλα του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που έχει επιβληθεί. Πώς αλλιώς θα στεριώσει η καπιταλιστική βαρβαρότητα; Πίσω από τις εξαγγελίες και κάποιες κινήσεις εντυπωσιασμού, η "ζωή" για κάποιους κυλάει στους ίδιους ρυθμούς: μπορεί τα "κάγκελα από το σύνταγμα να έφυγαν", γιατί στην ουσία αυτή τη στιγμή δεν απειλούνται από κανέναν, αλλά δεν πήγαν για ανακύκλωση: είναι εκεί και περιμένουν μαζί με τις σιδηρόφρακτες αστυνομικές δυνάμεις την εκδήλωση της κοινωνικής ανταρσίας. Γιατί, τί άλλο σημαίνουν, πχ. οι εξαντλητικές προσαγωγές "μελαμψών" και μεταναστών στο κέντρο της πόλης και στις γειτονιές (που θυμίζουν μέρες Δένδια), την ίδια στιγμή που "κλείνουν τις αμυγδαλέζες"; Τι άλλο σημαίνουν οι πρόσφατες εισβολές της αστυνομίας σε σπίτια πολλών αναρχικών την τελευταία εβδομάδα , με πρόσχημα "ανώνυμα τηλέφωνα που κατήγγειλαν ύπαρξη οπλισμού" (και που βεβαίως "ουδέν ανευρέθει"); Τί σημαίνει η πρόσφατη δημιουργία "κόκκινης ζώνης" από δυνάμεις των ΜΑΤ και η επίθεση στους διαδηλωτές, για να περιφρουρήσουν το δημοτικό συμβούλιο του μαφιόζου δημάρχου Μπέου στο Βόλο, που θα ψήφιζε την ιδιωτικοποίηση των νερών της περιοχής; Μα απλά, ότι πέρα από επικοινωνιακά παιχνίδια δημοκρατίας, το κράτος έχει όντως συνέχεια...
Ήδη από το 2009 η ανάγκη διαχείρισης των κοινωνικών αντιστάσεων, όπως αυτές αναδείχθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008, οδηγεί την τότε κυβέρνηση στη θέσπιση του περιβόητου κουκουλονόμου. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα δείγματα της εκδικητικής στάσης της κυριαρχίας απέναντι στον κόσμο του αγώνα και την προσπάθειά της να εμφυσήσει τον φόβο στους διαδηλωτές. Ταυτόχρονα θεσμίζονται οι συστηματικοί έλεγχοι πριν από τις πορείες, που οδηγούν σε προσαγωγές, εφόσον τα «ευρήματα» περιλαμβάνουν κάτι «ύποπτο», όπως μια χειρουργική μάσκα. Κουκούλες, μάσκες, κασκόλ και κάθε άλλο ελάχιστο μέσο αυτοπροστασίας από τα χημικά που απλόχερα κερνάει το κράτος, μεταφράζονται σε ποινικό αδίκημα κακουργηματικού χαρακτήρα επισύροντας βαρύτατες κυρώσεις.
Λίγο αργότερα, η διαδικασία λήψης γενετικού υλικού (DNA) αναδεικνύεται σε συνήθη πρακτική κατά τη διάρκεια συλλήψεων, για να φτάσουμε το 2012 στη βίαιη και παράνομη απόσπασή του από τους αγωνιζόμενους-ες στις Σκουριές και, λίγο αργότερα, τη χρήση του ως αδιαμφισβήτητο αποδεικτικό στοιχείο σε δίκες. Το 2014, ο αναρχικός Τ. Θεοφίλου καταδικάζεται για την υπόθεση της απαλλοτρίωσης τράπεζας στην Πάρο, με στοιχεία την ταυτότητά του ως αναρχικού και την ταυτόχρονη "επιστημονική" απόδειξη στοιχείων ενοχής πάνω σε εικασίες DNA.
Από τις σημαντικότερες πτυχές της κατασταλτικής στρατηγικής του ελληνικού κράτους ήταν η με ποινικούς όρους διαχείριση των λεγόμενων «περισσευούμενων πληθυσμών», των μεταναστών "χωρίς χαρτιά". Το αίμα τους έβαψε όχι μόνο τα θαλάσσια και χερσαία σύνορα, αλλά και τα μπουντρούμια των τοπικών αστυνομικών τμημάτων. Αποκορύφωμα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία στοιβάζονται σε άθλιες συνθήκες χιλιάδες μεταναστών, με μοναδικό «έγκλημα» την ύπαρξή τους στον «ελληνικό παράδεισο» χωρίς νομιμοποιητικά χαρτιά, όπου κάποιος μπορεί να κρατηθεί και πέραν των 18 μηνών χωρίς καν το πρόσχημα κάποιου αδικήματος...
Τον δρόμο για την αναβάθμιση των κατασταλτικών κινήσεων του κράτους ενάντια στον κόσμο του αγώνα, έχει ανοίξει ήδη το 2001 η θέσπιση του 187 του ποινικού κώδικα περί σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Το άρθρο 187 καθιερώνει την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης για ορισμένα αδικήματα, με τον πλέον αυθαίρετο τρόπο, αφού εξομοιώνει την συνέργεια με την ίδια την τέλεση της πράξης, επιφέροντας τις ίδιες ακριβώς κυρώσεις. Η προέκταση του 187, το περίφημο άρθρο 187Α (τρομονόμος) στοχεύει στην αυστηρότερη ποινική μεταχείριση των ανταρτών πόλης, ενώ χαρακτηρίζει ως τρομοκρατικές ενέργειες ακόμα και πλημμελήματα. Έτσι, ακόμη και κάθε διαδηλωτής μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με δίωξη για τρομοκρατία –κάθε διαδηλωτής είναι για το κράτος εν δυνάμει τρομοκράτης. Το άρθρο 187Α παρέχει όλα τα νομικά ερείσματα για ακόμη αυστηρότερες ποινές, για ακόμη περισσότερη καταστολή και διώξεις, για ακόμη μεγαλύτερο εκφοβισμό όσων αγωνίζονται. Παράλληλα, στοχοποιούνται ακόμα και οι φιλικές και συγγενικές σχέσεις όσων διώκονται βάσει του τρομονόμου, αφού δεν είναι λίγα τα παραδείγματα συγγενών και φίλων διωκόμενων αγωνιστών, οι οποίοι βρέθηκαν να κατηγορούνται για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο πέραν της ίδιας της σχέσης τους με τους διωκόμενους.
Το ασφυκτικό κλίμα καταστολής που διαμορφώνεται, επεκτείνεται με τη θέσπιση των φυλακών υψίστης ασφαλείας και στους έγκλειστους. Με το νόμο Δένδια και Αθανασίου για τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, οι κρατούμενοι χωρίζονται σε 3 κατηγορίες, με την Α να αφορά όσους έχουν καταδικαστεί για οικονομικά εγκλήματα, τη Γ τους «επικίνδυνους» κρατούμενους και τη Β όλους τους υπόλοιπους. Κελιά τύπου Γ, ένοπλη φύλαξη των φυλακών από ειδική ομάδα που υπάγεται στην αστυνομία (ενώ, μέχρι πρότινος, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι ήταν άοπλοι), μία μόνο ώρα προαυλισμού την ημέρα και δραματικός περιορισμός της επικοινωνίας των κρατουμένων με τον έξω κόσμο περιμένουν όσους κρατούμενους κρίνονται ως επικίνδυνοι (κατηγορία Γ), δηλαδή όσοι τολμούν να αντισταθούν στις απάνθρωπες συνθήκες κράτησής τους, αλλά και όσοι έχουν καταδικαστεί για «τρομοκρατική οργάνωση». Οι ήδη απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, αυτές που οδήγησαν στην επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του Σ. Ξηρού και φανέρωσαν πλήρως τον εκδικητικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης και του σωφρονιστικού συστήματος με την άρνηση αποφυλάκισής του, επεκτείνονται τώρα σε όλους όσους αντιστέκονται εντός και εκτός των τειχών. Παράλληλα, προωθείται και επιβραβεύεται ο χαφιεδισμός – που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε αποφυλάκιση – επιχειρώντας να οξύνει τις συνθήκες κανιβαλισμού μεταξύ των κρατουμένων ως μέσο για την υπονόμευση οποιασδήποτε απόπειρας συλλογικοποίησης εντός των τειχών.
Ενάντια στην απροκάλυπτη και ασφυκτική καταστολή κάθε αγωνιζόμενου κομματιού της κοινωνίας, από τις 2 Μαρτίου οι κρατούμενοι αγωνιστές Ν.Μαζιώτης, Κ.Γουρνάς, Δ.Κουφοντίνας, Α.Σταμπούλος, Τ.Θεοφίλου, Φ.Χαρίσης, Α.Ντάλιος και Γ.Καραγιαννίδης, από 9 Μαρτίου ο Γ.Σαραφούδης και από 16 Μαρτίου, οι Α.-Δ. Μπουρζούκος και Δ. Πολίτης ξεκίνησαν απεργία πείνας με αιτήματα την κατάργηση:
- των φυλακών υψίστης ασφαλείας
- του 187 (εγκληματική οργάνωση) και 187Α (τρομονόμος) του ποινικού κώδικα
- του κουκουλονόμου
- της βίαιης λήψης DNA και την κατάργηση της ανάλυσης δειγμάτων που εμπεριέχεται μίγμα γενετικού υλικού άνω των δύο ατόμων
-την άμεση απελευθέρωση του Σάββα Ξηρού, πολυτραυματία με αναπηρία 98%.
Παράλληλα, τα φυλακισμένα μέλη της Συνομωσίας των Πυρήνων της Φωτιάς και η προφυλακισμένη Α.Σπυροπούλου, βρίσκονται σε απεργία πείνας διεκδικώντας την άμεση απελευθέρωση των συγγενικών και φιλικών τους προσώπων που έχουν προφυλακιστεί βάσει του τρομονόμου για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση καθώς και τον τερματισμό κάθε κατασκευής ενόχου από το συγγενικό, φιλικό και συντροφικό τους περιβάλλον.
Δεν τρέφουμε αυταπάτες για τις «φιλάνθρωπες» εξαγγελίες της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που υπόσχεται να αποχαρακτηρίσει τις φυλακές Δομοκού ως υψίστης ασφαλείας και να επεκτείνει τις ειδικές συνθήκες κράτησης σε αντίστοιχες πτέρυγες σε κάθε φυλακή! Η βαρβαρότητα της ίδιας της συνθήκης του εγκλεισμού, η ψυχική και σωματική εξόντωση του εγκλείστου, η πολιτική, κοινωνική, αισθητηριακή του απομόνωση, σε έναν τόπο πρακτικά αφανή και ξεχασμένο, αλλά παράλληλα υπαρκτό και απειλητικό, δεν είναι δυνατό να εξωραϊστεί, ούτε να απεκδυθεί του τιμωρητικού και εκδικητικού χαρακτήρα της. Ξέρουμε πολύ καλά πως μόνο μέσα από τους ακηδεμόνευτους και αδιαμεσολάβητους αγώνες των «από τα κάτω» ρηγματώνεται κάθε έκφραση της εκδικητικότητας του κράτους απέναντι σε όποιον/α αντιστέκεται στην επέλαση του ολοκληρωτισμού σε κάθε πτυχή της ζωής μας.
Αλληλεγγύη στον αγώνα των κρατουμένων
Η ελευθερία θα ανθίσει πάνω στα συντρίμμια των φυλακών
21/3/2015,
Θερσίτης
[Για να διαβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής pdf πατήστε εδώ]
- Details
- Category: Αναλύσεις
Ενώ τα περιστατικά εν ψυχρώ εκτελέσεων κυρίως μαύρων εφήβων από αστυνομικούς στις ΗΠΑ συνεχίζονται αμείωτα (κάθε 28 ώρες ένας μαύρος νεαρός εκτελείται από αστυνομικούς), δόθηκε στην δημοσιότητα η ομοσπονδιακή έρευνα για τις συνθήκες που οδήγησαν στην εκτέλεση του Mike Brown από την τοπική αστυνομία του Ferguson, το μικρό προάστιο του St. Louis όπου έγινε το έδαφος μιας ιδιαίτερης εξέγερσης -τον περασμένο Αύγουστο και Νοέμβριο- της τοπικής κοινότητας και σημείο αναφοράς για όλες τις ΗΠΑ αναφορικά με το ζήτημα της αστυνομικής βίας, του ρατσισμού και της φτώχειας. Η ομοσπονδιακή έκθεση του υπουργείου δικαιοσύνης, αναμενόμενα λειτουργεί ως ένα δημοκρατικό πλυντήριο του ρατσιστικού περίγυρου του Ferguson (αποδίδοντας ευθύνες σε λίγα συγκεκριμένα πρόσωπα και πρακτικές των τοπικών αρχών), άσχετα αν αυτά τα «πρόσωπα» και αυτές οι πρακτικές είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε όλες τις ΗΠΑ, και ακόμη περισσότερο, είναι μια καταστατική αρχή του αμερικάνικου συγκείμενου που στήθηκε και ευδοκίμησε πάνω στις ζωές της μαύρης κοινότητας (και πιο πρόσφατα και στις ζωές των λατίνων μεταναστών). Το παρακάτω κείμενο είναι μετάφραση από εδώ: http://www.metamute.org/editorial/articles/inextinguishable-fire-ferguson-and-beyond
Το κείμενο παρατίθεται όχι γιατί απαραίτητα απηχεί και τις συλλογικές μας θέσεις και τα αναλυτικά μας εργαλεία, όσο περισσότερο γιατί αποτυπώνει μια θέαση των γεγονότων από την ριζοσπαστική οπτική του -πέραν του Ατλαντικού- ανταγωνιστικού κινήματος.
Είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε απόψε
ανώνυμο τουίτ
Ζούμε ακόμα στη σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Παρότι μοιάζουν φαινομενικά με μακρινή ανάμνηση –μαζί με το κύμα αγώνων που ακολούθησε στο διάβα τους–, οι πλήρεις επιπτώσεις της κρίσης συνεχίζουν να ξεδιπλώνονται σε όλο τους το εύρος ακόμη και σήμερα. Νωθροί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ σε παγκόσμια κλίμακα, υψηλά επίπεδα ανεργίας, και διάχυτη εξαθλίωση ανάμεσα στον πληθυσμό... Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις ασκούν μια αυστηρά αρνητική λειτουργία εφαρμόζοντας ένα συνονθύλευμα αναποτελεσματικών ημίμετρων που προορίζονται να αποτρέψουν την περαιτέρω κοινωνική διάλυση. Από αυτή την άποψη, συμφωνούμε απόλυτα με τον τρόπο που το Endnotesαναλύει την τωρινή στιγμή ως παγιδευμένη σε μια διαδικασία αιώρησης[1], κατά την οποία η παγκόσμια κρίση του κεφαλαίου έχει για την ώρα παγώσει και οι δυνάμεις της αποσύνθεσης έχουν απωθηθεί.[2]
Μέσα στους περιορισμούς που θέτουν αυτές οι περιστάσεις, μια αυξανόμενη μάζα ανθρώπων εγκαταλείπεται πίσω καθώς η οικονομία τρεκλίζει προς τα εμπρός. Προκειμένου η καπιταλιστική κοινωνία να συνεχίσει την πορεία της, η αυξανόμενη μάζα της πλεονάζουσας ανθρωπότητας πρέπει με κάποιο τρόπο να «ενσωματωθεί» στην ταξική κοινωνία, μολονότι είναι κοινωνικά «περιττή» για την αναπαραγωγή της. Ελλείψει οποιασδήποτε ευρύτερης κοινωνικής λύσης για την αυξανόμενη εξαθλίωση, αυτή η δύσκολη συνθήκη επιλύεται προς το παρόν ιδεολογικά μέσω της ποινικοποίησης και πρακτικά μέσω της τιμωρίας. Η αυξανόμενη εξαθλίωση, και ο συνεπαγόμενος αποκλεισμός, πρέπει συνεπώς να ρυθμιστούν και να κανονικοποιηθούν. Η εντεινόμενη κοινωνική ανισότητα διατυπώνεται ως πρόβλημα περιορισμού και η λύση ως ζήτημα αυξανόμενου ελέγχου.
Η εκτέλεση του Michael Brown από την αστυνομία αντηχεί πολύ οικεία εντός αυτής της ενδιάμεσης περιόδου. Εντούτοις, σε αντίθεση με παρόμοια περιστατικά, η αντίδραση στο Ferguson εξελίχτηκε ιδιαίτερα εκρηκτικά και παρατεταμένα. Η επιρροή της έχει κατά πολύ ξεπεράσει τα όρια του μικρού προαστίου του Ferguson όχι μόνο προσελκύοντας όσους βρίσκονται σε μικρή ακτίνα από την ίδια την πόλη, αλλά αντηχώντας σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ποιοι παράγοντες επέτρεψαν στην ανταρσία στο Ferguson να πάρει αυτό τον ιδιαίτερα εκτεταμένο χαρακτήρα; Υπό το φως των προηγούμενων αγώνων, υποδεικνύει αυτή η έκρηξη κάποια προωθητική εξέλιξη σε σχέση με το ζήτημα του συντονισμού μεταξύ των προλετάριων; Και τι σημαίνει αυτή η έκρηξη για τη δική μας θέση εντός της συνεχιζόμενης κρίσης της καπιταλιστικής ταξικής σχέσης;
Φτωχοποίηση
Σήμερα, είσαι ένα τίποτα αν υπάρχεις έξω από κάθε τυπική σχέση με το κεφάλαιο. Αυτό είναι το ουσιαστικό νόημα του θανάτου του Michael Brown και άλλων μαύρων νεολαίων που έτυχαν της ίδιας μοίρας πριν από αυτόν. Οι ταραχές και οι διαδηλώσεις που ακολούθησαν στο Ferguson εκφράζουν πρωτίστως έναν αγώνα ενάντια σε αυτήν την καταδίκη στην ανυπαρξία, μια αμφισβήτηση αναφορικά με το τίνος η ζωή έχει κάποια αξία και τίνος η ζωή δεν έχει καμιά.
Όμως, αυτός ο αγώνας για αναγνώριση συναντά ένα εμπόδιο που βασίζεται στην εγγενή αστάθεια της «φυλής» ως βάσης ενότητας. Η «φυλή», η οποία παρέχει το βασικό στοιχείο που συνέχει τη δραστηριότητα όσων συμμετέχουν στον αγώνα, αποτελεί επίσης το στοιχείο στη βάση του οποίου οι ίδιοι συμμετέχοντες αποκλείονται. Γιατί η «φυλή» δεν είναι υπαρξιακή συνθήκη αλλά μάλλον αποτέλεσμα ενός τύπου κοινωνικής σχέσης, μιας σειράς κοινωνικών και υλικών πρακτικών αποκλεισμού –με άλλα λόγια, είναι φυλετικοποίηση. Μέσω μιας αντιστροφής, αυτές οι κοινωνικές και υλικές πρακτικές αποκλεισμού μεταμορφώνονται άμεσα σε φυσικοποιημένο χαρακτηριστικό ενός υποσυνόλου του πληθυσμού.[3]
Ωστόσο, η σειρά με την οποία η «φυλή» εμφανίζεται είναι αντίστροφη της σειράς κατασκευής της. Ως ιδεολογικό στοιχείο, η «φυλή» παρουσιάζεται σαν μια λογική που αποκλείει μετατρεπόμενη σε δικαιολόγηση του ίδιου του εαυτού της. Με αυτόν τον τρόπο, η σχέση μεταξύ φυλετικοποίησης και «φυλής» μοιάζει πολύ με τη λωρίδα του Möbius[4], όπου αιτία και αποτέλεσμα δε διακρίνονται μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, αυτό που προκύπτει ως επακόλουθο της δολοφονίας (το «μαύρο χρώμα»)[5] μετατρέπεται σε αιτία της· η «φυλή» του Brown εμφανίζεται ως η λογική που οδήγησε στον θάνατό του από το χέρι του αστυνομικού Darren Wilson. Συνεπώς, η γλώσσα αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ «λευκών» και «μαύρων» καθίσταται αδύνατη όταν εξετάζεται μέσα από αυτό το ιδεολογικό πρίσμα, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί κανείς να γλιστρήσει στην ταυτολογία – «τον πυροβόλησαν επειδή ήταν μαύρος, ήταν μαύρος και έτσι τον πυροβόλησαν». Και με τον τρόπο αυτό η «φυλή» εμφανίζεται εδώ ως ανεξάρτητο χαρακτηριστικό, το οποία κατέχει καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτού μια «φαντασματική» αντικειμενικότητα.
Προκειμένου να αποκτήσουμε μια επαρκέστερη εννοιολόγηση του «μαύρου χρώματος», και της «φυλής» γενικότερα, θα πρέπει να προσέξουμε την ιστορικά ειδική σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική ταξική σχέση και τη φυλετικοποίηση. Μέσω ποιων μηχανισμών ένας προλετάριος "γίνεται" μαύρος; Και το πιο σημαντικό, ποιες είναι οι πιθανές βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί η δυαδική σχέση μεταξύ τάξης και «φυλής» να καταστεί μη λειτουργική;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκείνοι των οποίων η ζωή δεν αξίζει τίποτα έχουν ιστορικά προσδιοριστεί ως μαύροι. Στην καπιταλιστική κοινωνία, η αξία της ζωής ενός ανθρώπου προϋποθέτει ότι αυτός είναι ικανός να παράγει αξία, ότι έχει μια κοινωνικά αναγνωρισμένη αξία χρήσης – δηλαδή, ότι είναι κάτοχος του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Επιπλέον, όμως, αυτή η εργασιακή δύναμη πρέπει να αξιολογείται ως ειδικά ανθρώπινη εργασιακή δύναμη.
Ας επαναλάβουμε τον ορισμό του Μαρξ για αυτό το ιδιάζον εμπόρευμα: εργασιακή δύναμη είναι απλά η τυπική ικανότητα κάποιου να εργαστεί, η δυνητικότητα για εργασία – «το σύνολο των φυσικών και πνευματικών δυνατοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης».[6] Η εργασιακή δύναμη είναι το μόνο που απομένει στον εργάτη, ο οποίος στερείται τα μέσα διαβίωσης και παραγωγής. Αλλά θα ήταν δυνατό να τύχει αποστέρησης το ίδιο το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη; Τι θα απέμενε τότε;
Όταν το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη δεν υφίσταται πλέον, το ανθρώπινο δοχείο που θα κατείχε αυτήν την εργασιακή δύναμη συνεχίζει να υπάρχει σαν ένα κενό κέλυφος. Το μόνο που απομένει είναι ένα φυσικό υπόλειμμα, μια αδρανής σαρκική υλικότητα που επισημαίνει την έλλειψη εργασιακής δύναμης, μια αμιγώς φυσική ύπαρξη χωρίς υποκειμενικότητα. Το ανθρώπινο δοχείο αποκοινωνικοποιείται ή, με άλλα λόγια, μετατρέπεται σε πράγμα χωρίς καμία κοινωνική χρησιμότητα. Στην τελική, αυτή η αμιγώς φυσική ύπαρξη ανάγεται σε απλή εμφάνιση, της οποίας το φαινοτυπικό χαρακτηριστικό έρχεται να διαμεσολαβήσει και να καθορίσει τη μορφή κοινωνικής ύπαρξης του εν λόγω ανθρώπινου δοχείου από τη στιγμή που αυτό ενσωματώνεται στην ταξική σχέση. Συνεπώς, το «μαύρο χρώμα» εμφανίζεται ως αναπαράσταση της έλλειψης εργασιακής δύναμης, η θετική της υποστασιοποίηση. Το φαινοτυπικό χαρακτηριστικό («μαύρο δέρμα») έρχεται να φυσικοποιήσει αυτή την έλλειψη ως εγγενές γνώρισμα του ίδιου του ανθρώπινου δοχείου, ενώ πρόκειται απλά για την κοινωνική αναπαράσταση της απουσίας εργασιακής δύναμης.
Αυτό το τμήμα του πληθυσμού, ανίκανο να ενσωματωθεί πλήρως στην ταξική σχέση, δεν μπορεί καν να πληροί τις προϋποθέσεις για να είναι κανονικά προλεταριακό δεδομένου ότι το ταξικό ανήκειν προϋποθέτει τουλάχιστον την ιδιοκτησία του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Έτσι, οι αποκλεισμένοι όχι μόνο αποβάλλονται από την αγορά εργασίας, αλλά αποστερούνται του ίδιου του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη. Υπ’ αυτή την έννοια, λαμβάνει χώρα μια εσωτερική διαφοροποίηση στην αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης: από τη μια, υπάρχει η κοινωνική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και, από την άλλη, η ακοινωνική φυσική αναπαραγωγή των ανθρώπινων όντων.
Αυτό το τμήμα του πληθυσμού, το οποίο βρίσκεται εκτός της μισθωτής σχέσης, έχει ως εκ τούτου υποβιβαστεί σε μια συνεχή διαδικασία απο-προλεταριοποίησης, δια της οποίας η κοινωνική αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης διαχωρίζεται από τη φυσική αναπαραγωγή των αμιγώς φυσικών όντων. Κατά συνέπεια, αυτός ο διαχωρισμός της κοινωνικά αναγνωρισμένης πλευράς της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης έχει ως αποτέλεσμα την αποκοινωνικοποίηση των προλετάριων, κατά την οποία η αντικειμενικότητα του σώματος περισσεύει ως απλό υπόλειμμα. Ως αποτέλεσμα αυτής της γενικής κίνησης, ένα τμήμα του πληθυσμού φυλετικοποιείται ως «μαύρο» και με αυτόν τον τρόπο αποκλείεται από την ταξική σχέση.
Αυτός ο υποβιβασμός στο περιθώριο των αγορών εργασίας είναι αυτό που ο Μαρξ είχε ονομάσει παουπερισμό, κατά τον οποίο τμήματα του προλεταριάτου υπόκεινται σε διαρκή εξαθλίωση. Ωστόσο, ιστορικά, η διαδικασία της σχετικής φτωχοποίησης στις ΗΠΑ τείνει να λάβει τη μορφή της φυλετικοποίησης των διακριτών κομματιών του προλεταριάτου. Ο παουπερισμός, ως δομική τάση αποκλεισμού εμμενής στην καπιταλιστική συσσώρευση, παίρνει τη μορφή εμφάνισης του «μαύρου χρώματος» στο δέρμα, το οποίο γίνεται ο κύριος δείκτης του αποκλεισμού. Ιστορικά, η ανεργία των μαύρων έχει ανέκαθεν υπάρξει κατά δύο τρίτα υψηλότερη από την αντίστοιχη των λευκών, ενώ αυτό το χάσμα έχει διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών.[7]
Στην τωρινή στιγμή, η φτωχοποίηση γίνεται απόλυτη. Η μη-αναπαραγωγή της ταξικής σχέσης συνιστά μια αντικειμενική κατάσταση που παράγεται από το ίδιο το κεφάλαιο· ωστόσο, σε αυτή την τάση προς τη μη-αναπαραγωγή αντιπαρατίθεται το κράτος και επιπλέον ο νόμος, έργο των οποίων είναι να ράψουν αυτή τη σχισμή. Με τον τρόπο αυτό, η δομική θέση εκείνων που φυλετικοποιούνται ως μαύροι ενσωματώνει αντικειμενικά την εμμενή τάση προς τη κεφαλαιακή μη-αναπαραγωγή, στην οποία η συνάντηση κεφαλαίου και εργασίας καταρρέει. Η φτωχοποίηση – δηλαδή, ο αποκλεισμός από την ταξική σχέση – πρέπει να καταστεί ευδιάκριτη, κάτι που με τη σειρά του παράγει τη φυλετικοποίηση της μαύρης ταυτότητας.
Έτσι, για τους αποκλεισμένους, το ταξικό ανήκειν παράγεται ως εξωτερικός καταναγκασμός·αλλά η παραγωγή του παίρνει τη μορφή της φυλετικοποίησης, η οποία ακολούθως μετατρέπει τη «φυλή» σε αυτόνομο υποκείμενο. Οι διάφορες εκρήξεις των αποκλεισμένων που σημάδεψαν την περίοδο μετά την κρίση αποτελούν απόπειρες να αναιρεθεί αυτή η φυλετικοποίηση, να καταστούν ορατοί οι μηχανισμοί αυτής της διαδικασίας, και στο αμερικανικό συγκείμενο, να αμφισβητηθεί εν τέλει η φυλετικοποίηση και η μαύρη ταυτότητα όχι απλά ως ιδιαίτερο ζήτημα, αλλά ως θεμελιώδες στοιχείο της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Σαν αποτέλεσμα, υπάρχει μια αντιφατική ένταση που παρήχθη εντός της έκρηξης του Ferguson, κατά την οποία το ταξικό ανήκειν παίρνει τη μορφή εμφάνισης της μαύρης ταυτότητας. Πρόκειται για την πραγμάτωση της μαύρης ταυτότητας ενάντια στο κεφάλαιο είτε με σκοπό την ενσωμάτωση στην ταξική σχέση είτε ως ανταγωνιστική πολιτική δύναμη σε σύγκρουση με το κεφάλαιο. Όμως, με αυτόν τον τρόπο η διαδικασία φυλετικοποίησης ουσιαστικά πραγμοποιείται παίρνοντας τη μορφή ενός αυτόνομου φυλετικοποιημένου υποκειμένου. Από την άλλη, υπάρχει η τάση προς την κατάργηση του φυλετικοποιημένου υποκειμένου, αλλά στη βάση ενός θεμελιώδους μη-ανήκειν, της αδυναμίας να ανήκεις σε οποιαδήποτε τάξη. Και στις δύο περιπτώσεις, η παραγωγή της μαύρης ταυτότητας εμφανίζεται ως ένα αυτόνομο πράγμα που καταλήγει να αντιπροσωπεύει την απουσία σχέσης με οποιαδήποτε τάξη, τη συνθήκη του να μην ανήκεις σε καμία ιδιαίτερη τάξη.
Έξοδος
Οι ταραχές αποτέλεσαν πρώτα και κύρια μια απάντηση σε αυτές τις εντατικοποιούμενες διαδικασίες εξαθλίωσης που λαμβάνουν χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του ’00. Το Ferguson, ένα σχετικά μικρό προάστιο στην περιφέρεια της πόλης του St. Louis, δεν ήταν ένα παρηκμασμένο αστικό γκέτο αλλά έδρα για νοικοκυριά της μαύρης μεσαίας και εργατικής τάξης. Όπως έχει αναφερθεί σε διάφορες εκθέσεις για την κοινωνική και οικονομική του κατάσταση, το Ferguson είχε βιώσει μια ευρείας κλίμακας πτώση του βιοτικού επιπέδου μόλις πρόσφατα. Το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό έπεσε κατά 25% την τελευταία δεκαετία, ενώ 1 στους 4 κατοίκους ζουν κάτω από το ομοσπονδιακό όριο της φτώχιας. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η ανεργία διπλασιάστηκε στο 13%.
Όμως, οι πόλεις σαν το Ferguson αφθονούν στην επαρχία του St. Louis. Όπως έχει ήδη σημειωθεί σε διάφορες αναφορές, το Ferguson αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα προαστιοποίησης της φτώχειας, η οποία έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και αρκετές δεκαετίες.[8] Το Ferguson, σε αντίθεση με τα αστικά γκέτο όπου η φτώχεια έχει παγιωθεί από τα τέλη του ’70, είναι ένα προάστιο που έχει πρόσφατα υποβληθεί σε μια οικονομική και φυλετική διαδικασία μετάβασης.[9] Μόνο την τελευταία δεκαετία, η δημογραφική σύνθεση έχει αλλάξει εμφανώς, καθώς οι λευκοί έχουν πάψει να είναι αριθμητικά κυρίαρχοι στις γειτονιές.
Ενώ η συγκέντρωση της φτώχειας αποτελεί ακόμα χαρακτηριστικό του αστικού περιβάλλοντος σε μεγάλο βαθμό, και επιπλέον έχει εντατικοποιηθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες, η εξαθλίωση στα προάστια εμφανώς βαθαίνει ακόμα περισσότερο, καθώς ο φτωχός πληθυσμός στις μείζονες μητροπολιτικές περιοχές αυξήθηκε κατά 65% μεταξύ 2000 και 2012. Οι μεσοδυτικές και νότιες πολιτείες αποτελούν περιοχές που έχουν επηρεαστεί ιδιαίτερα από αυτή την τάση και όπου η αύξηση του φτωχού πληθυσμού κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου έχει ξεπεράσει κατά πολύ το 100%.[10]
Μια παρόμοια τάση παρατηρείται και σε άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου η ανάδυση της προαστιακής φτώχειας συνέβαλε στο ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών που προκλήθηκαν από περιθωριοποιημένους πληθυσμούς. Το Παρίσι του 2005 αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα. Στη Σουηδία, η αναταραχή ξέσπασε στα προάστια της Στοκχόλμης το 2013, ενώ είχαν προηγηθεί οι ταραχές στο Μάλμε το 2008 και ένας χείμαρρος ταραχών στη Στοκχόλμη το 2010 και 2012. Οι τρεις μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές – Στοκχόλμη, Γκέτεμποργκ και Μάλμε – έχουν βιώσει μια σημαντική αύξηση στην πληθυσμιακή πυκνότητα που συγκεντρώνεται στα προάστια σε αντιδιαστολή με τον αστικό πυρήνα.[11]
Παρ’ όλα αυτά, εδώ και αρκετές δεκαετίες, η άλλη όψη του νομίσματος κατά τη διαδικασία προαστιοποίησης της φτώχειας είναι η σταθερή φυγή κεφαλαίου. Από το 1980 ως το 2000, οι βιομηχανικές θέσεις εργασίας στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του St. Louis αυξήθηκαν κατά 38%, την ίδια στιγμή που στην κεντρική επαρχία μειώθηκαν κατά 24%. Κατά την πρώτη δεκαετία του ’00, ωστόσο, σε αμφότερες περιπτώσεις σημειώθηκε μείωση στις βιομηχανικές θέσεις εργασίας κατά 41% και 23% αντίστοιχα. Από μια πιο μακροπρόθεσμη οπτική, η φυγή του πυρήνα της κατασκευαστικής βιομηχανίας, και κατά συνέπεια της απασχόλησης, από το κέντρο προς τα προάστια και στη συνέχεια ακόμα πιο πέρα προς τις περιαστικές ζώνες, άφησε στον χάρτη τα ίχνη τοποθεσιών, όπου αυτοί που δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στη φυγή του κεφαλαίου εγκαταλείπονταν πίσω. Αυτή η κίνηση συνοδεύτηκε και συμπληρώθηκε από τη διαδικασία φυγής των λευκών, η οποία ξεκίνησε ιστορικά στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν οι λευκές οικογένειες μετακόμισαν στα προάστια.
Έτσι, καθώς το κεφάλαιο έφευγε από το κέντρο του St. Louis προς τις περιφέρειες, άφηνε πίσω του τα ίχνη της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής στην πόλη, του μαρασμού και των περικοπών εκ μέρους των τοπικών αρχών. Σε μια προσπάθεια καταπολέμησης αυτής της κατάστασης, τοπικοί αξιωματούχοι εισήγαγαν ένα πρόγραμμα αστικής ανάπλασης με στόχο την ανακαίνιση μεγάλων τμημάτων της πόλης. Αλλά αυτό το σχέδιο σε μεγάλο βαθμό απέτυχε με αποτέλεσμα οι μαύρες οικογένειες απλά να εκτοπιστούν από το κέντρο της πόλης προς άλλες κοντινές προαστιακές γειτονιές. Η κατεδάφιση των κτιρίων του ιστορικού προγράμματος οικιστικής ανάπτυξης Pruit-Igoe στις αρχές της δεκαετίας του ’70 σήμανε την αρχή αυτού του εκτεταμένου σχήματος εκτοπισμού των μαύρων νοικοκυριών κατανέμοντας πολλά από αυτά κατά μήκος του προαστιακού τοπίου που απλώνεται στις εξωτερικές άκρες της πόλης του St. Louis.
Η υποχρεωτική εσωτερική μετανάστευση εντός της επαρχίας του St. Louis έγινε ένα περισσότερο συνηθισμένο φαινόμενο, καθώς καθιερωμένες μαύρες γειτονιές, οι οποίες είχαν κάποτε στεγάσει πολλές γενιές μαύρων οικογενειών, εκτοπίζονταν σταθερά αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να μετακινηθούν.
Κορυφαίο παράδειγμα αυτού του φαινομένου είναι η πόλη του Kinloch, όπου κάτοικοι της περιοχής για μια ολόκληρη ζωή αναγκάστηκαν να μετακομίσουν εξαιτίας ενός προγράμματος εξαγοράς που εισήχθη από τις αρχές του St. Louis με σκοπό την επέκταση του αυτοκινητόδρομου προς το Διεθνές Αεροδρόμιο Lambert-St. Louis. Από το 1980 ως το 2014, ο πληθυσμός μειώθηκε από 4.000 άτομα σε λιγότερα από 300. Οι πρώην κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε όλη την έκταση της ευρύτερης επαρχίας, ενώ το Kinloch έχει καταντήσει μια μαραζωμένη περιοχή και ο εν λόγω αυτοκινητόδρομος δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί.[12] Πολλοί από τους προηγούμενους κατοίκους του Kinloch μένουν πλέον στο Ferguson και σε άλλα κοντινά προάστια.
Κατά συνέπεια, αυτό το μοτίβο εκτοπισμού έχει θέσει σε κυκλοφορία μια διάχυτη μαύρη κοινότητα που απλώνεται σε όλη την έκταση του βόρειου St. Louis: «πολλοί μαύροι κάτοικοι εκνευρίζονται με τα ενοίκια μετακομίζοντας συχνά και μην αποκτώντας ποτέ κυριότητα κατοικίας ή αποταμιεύσεις για να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους. Οι περιοχές όπου ζούσαν δεν είχαν φορολογική βάση, δεν είχαν κατάλληλα σχολεία και δεν ήταν ελκυστικές για τις τοπικές επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να παρέχουν θέσεις εργασίας.»[13]
Αυτή η διαδικασία προκύπτει από μια ευρύτερη τάση στις Ηνωμένες Πολιτείες να αποτελεί η ιδιοκτησία της κατοικίας το κύριο περιουσιακό στοιχείο μιας οικογένειας. Ενώ το 73% των λευκών οικογενειών είναι ιδιοκτήτες κατοικιών, μονάχα το 44% περίπου των μαύρων οικογενειών κατέχουν τις κατοικίες τους. Στο Ferguson, η κρίση των ενυπόθηκων δανείων έπληξε ιδιαίτερα σκληρά τα μαύρα νοικοκυριά. Πάνω από τα μισά στεγαστικά δάνεια είναι «κάτω από τη στάθμη της θάλασσας» (αυτό σημαίνει πως η εμπορική αξία του ακινήτου εκτιμάται κατώτερη από αυτή που έχει υπολογιστεί στην υποθήκη). Κατά συνέπεια, περισσότερες μαύρες οικογένειες έχουν εξωθηθεί στην ενοικίαση κατοικιών που ανήκουν σε μικρές ή μεσαίου μεγέθους επενδυτικές εταιρίες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται εκτός πολιτείας.[14] Οι αποταμιεύσεις και τα περιουσιακά στοιχεία πολλών μαύρων οικογενειών έχουν υποστεί μια εμφανή μείωση της αξίας τους. Το μέσο εισόδημα ανά νοικοκυριό ανέρχεται αυτή τη στιγμή γύρω στα 35 χιλιάδες $ για τα μαύρα νοικοκυριά, ενώ για τα λευκά νοικοκυριά ανέρχεται στα 59χιλιάδες $.[15]
Η αναγκαστική μετανάστευση είναι αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης της γενικότερης σχέσης μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής, η οποία εκφράζεται πιο συγκεκριμένα στη χωρική απόσταση μεταξύ του τόπου εργασίας και της γειτονιάς. Τα προάστια μετατρέπονται σε παγίδες φτώχειας, καθώς οι προλετάριοι είτε φρακάρουν σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας της βιομηχανίας παροχής υπηρεσιών δουλεύοντας με τον βασικό μισθό είτε ψάχνουν για δουλειά σε άλλες πλουσιότερες περιοχές. Επομένως, προκειμένου κάποιος να βρει μια δουλειά με αξιοπρεπή μισθό, θα πρέπει είτε να είναι σε θέση να μετακινείται παράλληλα μαζί με τις θέσεις εργασίας ή να είναι πρόθυμος να ταξιδέψει ακόμα πιο μακριά για να βρει αυτές τις δουλειές. Ενώ σε προηγούμενο χρόνο η σχέση μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής ήταν χωρικά συνδεδεμένη, σήμερα αυτή η σχέση διασπάται ολοένα και περισσότερο.
Αστικοποίηση
Στις χώρες υψηλού εισοδήματος, η εξαθλίωση των προαστίων αποτελεί ιδιαίτερη στιγμή της γενικότερης αναδιάρθρωση του αστικού εδάφους εδώ και αρκετές δεκαετίες. Στις ΗΠΑ, μεγάλα τμήματα της αυτοκινητοβιομηχανίας μετεγκαταστάθηκαν στο Νότο κυρίως εξαιτίας κινήτρων που παρείχαν οι εκεί πολιτείες όπως οι χαμηλές μισθολογικές κλίμακες και η αντεργατική νομοθεσία.[16] Η βιομηχανική παραγωγή έχει μετατοπιστεί μακριά από το κέντρο των μητροπολιτικών περιοχών και αντί αυτών συγκεντρώνεται στις πλέον απόκεντρες περιαστικές περιφέρειες. Επιπλέον, οι εργοστασιακές μονάδες έχουν μειωθεί σε μέγεθος απασχολώντας μικρότερους αριθμούς εργατών λόγω και των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων σε πάγιο κεφάλαιο – μια μέση βιομηχανική μονάδα απασχολεί περίπου 57 εργάτες.[17] Μέρος της λογικής πίσω από αυτή τη μείωση είναι οι απαιτήσεις αυξημένης κινητικότητας των επιχειρήσεων και ικανότητας γρήγορης μετακίνησης του παγίου κεφαλαίου τους, αν αυτό υπαγορευθεί από τις συγκυρίες της αγοράς.
Παράλληλα με τη διασπορά της βιομηχανικής παραγωγής προς τις εξωτερικές μητροπολιτικές περιφέρειες καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90, τα κέντρα των πόλεων άδειασαν και προετοιμάστηκαν για εκ νέου ανάπτυξη. Η αναδιάρθρωση του παραγωγικού κεφαλαίου υποχρέωσε την αστική ανάπλαση να ακολουθήσει κατά πόδας με αποτέλεσμα η πόλη να καταστεί ένα από τα κορυφαία πεδία συγκρούσεων. Το 2007 ήταν μια κρίσιμη χρονιά, καθώς τότε όχι μόνο γεννήθηκε η οικονομική κρίση, αλλά σημειώθηκε μια σημαντική εξέλιξη στην αστική ανάπτυξη. Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία πάνω από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε πόλεις. Επιπλέον, ο ρυθμός της αστικοποίησης αναμένεται να αυξηθεί, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες οικονομίες. Είναι επομένως λογικό πως η αστικοποίηση έχει γίνει σημαντικό σημείο σύγκρουσης. Σχέδια ταχείας αστικοποίησης, όπως για παράδειγμα οι γρήγορα πολλαπλασιαζόμενες μεγαπόλεις στην Κίνα και η ευρείας κλίμακας σύγκρουση για την ανάπλαση του πάρκου Gezi στην Τουρκία, φέρνουν στο προσκήνιο τη μεταβολή του ρόλου των πόλεων σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία.
Η αποκέντρωση της βιομηχανικής παραγωγής σε όλο τον κόσμο σε σχέση με τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού έχει παράξει έναν σφιχτά συγκροτημένο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Νέα αστικά κέντρα ξεπηδούν στις αναδυόμενες οικονομίες ως αποτέλεσμα του τρόπου που κατανέμεται εκ νέου το παραγωγικό κεφάλαιο. Επισημαίνοντας τις ανακατατάξεις στην παγκόσμια γεωγραφική κατανομή της παραγωγής, ο γεωγράφος Neil Smith γράφει ότι:
συστήματα παραγωγής, εδαφικοποιημένα προηγουμένως σε (υποεθνική) τοπική κλίμακα, αποκόβονται ολοένα και περισσότερο από το δεσμευτικό εθνικό τους πλαίσιο με αποτέλεσμα όχι μόνο τα κύματα αποβιομηχάνισης των δεκαετιών του ’70 και του ’80, αλλά και τη συνολική αναδιάρθρωση και αποδιάρθρωση σαν μέρος της επαναδιατύπωσης των κατεστημένων ιεραρχιών κλίμακας. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η συρρίκνωση του μεγέθους των συστημάτων παραγωγής. Η εδαφικοποίηση της παραγωγής επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο σε διευρυμένα μητροπολιτικά κέντρα, παρά σε μεγαλύτερες περιοχές: η μητροπολιτική κλίμακα καταλήγει και πάλι να κυριαρχήσει επί της περιφερειακής, και όχι το αντίθετο.[18] (έμφαση δική μου, σ.τ.σ.)
Ιστορικά, οι βασικοί τομείς της οικονομικής ανάπτυξης που βασίστηκε στη βιομηχανική παραγωγή μεγάλης κλίμακας ήταν κατανεμημένοι περιφερειακά, όπως συμβολίζουν περιοχές σαν τη RustBelt στις ΗΠΑ ή το Ρουρ στη Γερμανία. Σήμερα, ωστόσο, από χωρικής άποψης, η κεφαλαιακή συσσώρευση έχει θεμελιωδώς ανακατανεμηθεί. Μητροπολιτικά κέντρα, κάποτε έδρες της βιομηχανικής παραγωγής, έχουν αδειάσει και αναπτυχθεί εκ νέου. Αυτά τα κέντρα καταλαμβάνονται τώρα από τον αναπτυσσόμενο τομέα της τεχνολογίας και της καινοτομίας, ο οποίος έχει καταστεί η πρωταρχική κινητήρια δύναμη οικονομικής ανάπτυξης σε πολλές μητροπολιτικές περιοχές.
Η αναζήτηση της βάσης γι' αυτή την περιφερειακή ανακατανομή της παραγωγής μας οδηγεί πίσω στον Νέο Φεντεραλισμό, ο οποίος εισήχθη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 και ο οποίος είχε ως στόχο να αποκαταστήσει την αυτονομία των πολιτειών σε υποεθνικό επίπεδο μετά από μια περίοδο που φτάνει μέχρι το NewDeal, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποτελούσε την κυρίαρχη εξουσία. Ενώ πρόθεση ήταν να αποκατασταθεί η εξουσία σε υποεθνικό επίπεδο, αυτό που προέκυψε ήταν περισσότερο μια σύγχυση στην κατανομή της εξουσίας μεταξύ ομοσπονδιακού και πολιτειακού επιπέδου και ένας κατακερματισμός της εθνικής οικονομίας. Οι αρμοδιότητες για τη χρηματοδότηση δημόσιων προγραμμάτων, όπως είναι η εκπαίδευση και το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, μεταφέρθηκαν από το ομοσπονδιακό στο πολιτειακό και δημοτικό επίπεδο, ενώ οι τοπικές μητροπολιτικές οικονομίες εκτέθηκαν στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς και έγιναν ευάλωτες. Κάθε μητροπολιτική περιφέρεια αφέθηκε έτσι να υπερασπιστεί τον εαυτό της, επιβαρυμένη με την ευθύνη της τόνωσης της τοπικής οικονομίας της, προσπαθώντας να προσελκύσει κεφάλαιο και εργασία ανάμεσα σε ένα πλήθος άλλων ανταγωνιζόμενων μητροπολιτικών περιοχών. Με σκοπό την προσέλκυση πόρων, κάθε μητροπολιτική περιοχή πήρε θέση ενάντια στις άλλες όχι μόνο εντός των εθνικών συνόρων, αλλά ακόμα και σε διεθνές επίπεδο. Όπως είχε παρατηρήσει με ενθουσιασμό ο Μαρξ, «ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες δεν είναι παρά μια άλλη μορφή του ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαίων».[19]
Στο ίδιο πνεύμα, η ιστορία του St. Louis συνιστά σε πολύ μεγάλο βαθμό μια ιδιαίτερα συμπυκνωμένη παραλλαγή του τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκε αυτό το εθνικό τοπίο. Η επαρχία του St. Louis, η οποία απαρτίζεται από περισσότερες από 90 κοινωνικά και οικονομικά ετερογενείς μικρο-κοινότητες, αποτελεί ένα ευρύτερο μωσαϊκό, μέρος του οποίου είναι και το Ferguson. Ο ανταγωνισμός μεταξύ λευκών και μαύρων εργατών παίζεται κυρίως στο πεδίο της διανομής, όπου η μάχη για τη χρηματοδότηση των δημοτικών υπηρεσιών μέσω των φόρων έγινε ζήτημα εδαφικής οριοθέτησης και διαχωρισμού. Οι πλουσιότερες κοινότητες – συνήθως λευκές – προσπάθησαν να αποστασιοποιηθούν από τις κοινότητες με χαμηλό εισόδημα προκειμένου να λάβουν φορολογικές ελαφρύνσεις και άλλα παρόμοια κίνητρα, με αποτέλεσμα την παραγωγή και αναπαραγωγή ενδημικών συγκεντρώσεων φτώχειας και απομόνωσης. Το ακραίο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου στο εσωτερικό της επαρχίας του St. Louis, στη βάση οικονομικών και φυλετικών διακρίσεων, είναι το αποκορύφωμα αυτής της λογικής που υπάρχει εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Αυτά τα κατακερματισμένα περιφερειακά συστήματα στηρίζονται σε ένα σύστημα ποινικής δικαιοσύνης που σε μεγάλο βαθμό έχει αποσυνδεθεί από τον πληθυσμό, τον οποίο παριστάνει ότι υπηρετεί. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτοί οι δύο θεσμοί λειτουργούν αποτελεσματικά ως «καλή τη πίστη» κομπιναδόροι με ένα εκτεταμένο πελατειακό δίκτυο. Λόγω των σταθερών δημοσιονομικών περιορισμών, τα δημοτικά έσοδα στο Ferguson και σε άλλες παρόμοιες γειτονιές καταλήγουν να βασίζονται στην τιμωρία των κατοίκων του, καθώς από τους πληθυσμούς χαμηλού εισοδήματος αποσπώνται πρόστιμα και δικαστικά έξοδα με δυσανάλογο τρόπο. Η πόλη του Ferguson λαμβάνει περίπου το ένα τέταρτο των εσόδων της από τέλη και πρόστιμα· άλλες πόλεις στην επαρχία του St. Louis, σε ανάλογη κατάσταση, λαμβάνουν με παρόμοιες πρακτικές πάνω από το 50% των εσόδων τους.
Οι κάτοικοι του Ferguson, κατά συνέπεια, αντιμετωπίζουν μια συνθήκη ουσιαστικής αναδιανομής του εισοδήματος από τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού προς τα πάνω, σε κυβερνητικούς αξιωματούχους και αστυνομικούς. Έτσι, όχι μόνο το εισόδημα των κατοίκων δέχεται πίεση, αλλά η απειλή και η καθημερινότητα της ποινικοποίησης χρησιμεύουν στην απόδοση κέρδους σε μια τοπική κυβέρνηση που επί της ουσίας θεσπίζει μια πολιτική μορφή ιδιοποίησης της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, δηλαδή των μισθών. Αυτό μπορεί να συγκριθεί με τη φορολόγηση κάποιου απλά "επειδή είναι μαύρος", κάτι που επιβαρύνει περισσότερο την αναπαραγωγή του.
Οι μαύροι προλετάριοι έχουν, επομένως, πιεστεί μεταξύ δύο αντιτιθέμενων δυνάμεων: από τη μία πλευρά, η αναγκαιότητα της εσωτερικής μετανάστευσης, αποτέλεσμα είτε του εκτοπισμού είτε της ανάγκης εξεύρεσης εργασίας και απόκτησης πρόσβασης σε δημόσια παρεχόμενες υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και η περίθαλψη· από την άλλη πλευρά, οι περιορισμοί σε αυτή την ίδια την κίνηση από το κράτος, ιδίως με τη μορφή της αστυνομίας, η οποία δεν χρησιμεύει μόνο στη ρύθμιση της κυκλοφορίας των μαύρων προλετάριων, αλλά και στη διαμεσολάβηση της αναπαραγωγής τους.
Κατά συνέπεια, στο Ferguson οι τακτικές των συμμετεχόντων ανταποκρίθηκαν σε αυτές τις αντικειμενικές συνθήκες και ως επί το πλείστον είχαν τη ρίζα τους στην κατασκευή μιας μορφής εδαφικότητας και κυκλοφορίας που να συντονίζει τις κινήσεις των συμμετεχόντων. H λεωφόρος WestFlorissant, η βασική οδική αρτηρία του Ferguson, έγινε ο κύριος τόπος σύγκρουσης μεταξύ της αστυνομίας και των εξεγερμένων. Το πολυκατάστημα QT Mart που λεηλατήθηκε και κάηκε τις πρώτες νύχτες μετατράπηκε σε έναν ιδιότυπο καταυλισμό, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ημέρας χρησίμευε ως σημείο συνεύρεσης των κατοίκων και άλλων που είχαν έρθει για να εκφράσουν την υποστήριξή τους. Η ανθεκτικότητα αυτού του χώρου χρησίμευσε ως σημείο ανάφλεξης που έδωσε τη δυνατότητα στις συγκρούσεις να διατηρηθούν.[20] Οι επαναλαμβανόμενες νυχτερινές συγκρούσεις με την αστυνομία θυμίζουν την ίδια τακτική που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του κινήματος των πλατειών, όπως στην Ταχρίρ ή στο Όκλαντ· όποτε η αστυνομία προσπαθούσε να εκκενώσει τη λεωφόρο Florissant, οι διαδηλωτές επέστρεφαν επίμονα, πιο ανένδοτοι και αποφασισμένοι από πριν. Αυτός ο τρόπος δράσης ήταν στο ίδιο ακριβώς πνεύμα με αυτό που το περιοδικό Aufheben είχε χαρακτηρίσει κοινοτική εξέγερση, ακολουθώντας την τυπολογία των επεισοδίων στις ταραχές του 2011 στην Αγγλία. Το κύριο μέλημα των ταραξιών ήταν να συντηρήσουν μια διακριτή εδαφικότητα και να ανακτήσουν ένα χώρο, τον οποίο συνήθως ήλεγχε η αστυνομία.
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, το Ferguson έγινε ένα σημείο ανάφλεξης που προσελκύει διάφορους ανθρώπους από όλη την πολιτεία, οι οποίοι αισθάνονται υποχρεωμένοι να συμμετάσχουν στην εξέγερση. Πολλοί ήρθαν από γειτονικές πόλεις, οι οποίες πλήττονται από τις ίδιες ρατσιστικές πρακτικές αστυνόμευσης όπως το Ferguson. Άλλοι διαδηλωτές ταξίδεψαν από μακρινές πόλεις ή ακόμη και από μακρινές πολιτείες σε ορισμένες περιπτώσεις. Έτσι, με πολλούς τρόπους το Ferguson δεν αποτέλεσε απλά μια κοινοτική εξέγερση, αλλά περισσότερο μια μητροπολιτική εξέγερση· το μικρό προάστιο έγινε ένας κόμβος σύγκλισης, όπου κυκλοφορούσαν άνθρωποι και πόροι προερχόμενοι από μικρή και μεγάλη απόσταση μοιάζοντας πολύ με το κίνημα των πλατειών. Με αυτόν τον τρόπο, η διάκριση μεταξύ «ντόπιων» και “εξωτερικών ταραχοποιών” ανεστάλη σε όλο της το εύρος.
Οι στρατηγικές εδάφους διαδραμάτισαν ένα πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην έκρηξη του Ferguson, από ό,τι στις εξεγέρσεις ενάντια στην αστυνομία που προηγήθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ταραχές στην Αγγλία το 2011 επίσης εξέφρασαν μια παρόμοια λογική, όπου διάφοροι τόποι μετατράπηκαν σε σημεία αντιπαράθεσης μεταξύ εξεγερμένων και αστυνομίας. Ωστόσο, η συνολική κατανομή των αγγλικών ταραχών πραγματοποιήθηκε σε μια τεράστια έκταση εδάφους, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό την ετερογενή σύνθεση των ίδιων των εξεγερμένων. Έτσι, η εξάπλωση των ταραχών είχε μεγαλύτερη εμβέλεια από ό, τι στο Ferguson, το οποίο έγινε ένας πυκνός και αποκρυσταλλωμένος κόμβος ανταγωνισμού.
Σημαντικό μερίδιο των αιτιών αυτής της συμπύκνωσης μπορεί να αποδοθεί στην ιδιαιτερότητα της περιοχής, που ενσωματώνει χαρακτηριστικά τόσο από τις Μεσοδυτικές πολιτείες όσο και από το Νότο, και τον ιστορικά συγκεκριμένο φυλετικό σχηματισμό της. Ως ένα από τα κύρια μεταναστευτικά περάσματα για τους μαύρους κατά τα τέλη του δέκατου ένατου και τις αρχές του εικοστού αιώνα, εδώ οι σχέσεις μεταξύ λευκών και μαύρων προλετάριων αποκτούν ένα σαφώς διαφορετικό νόημα από ό, τι σε άλλες περιοχές της χώρας.
Κοινωνικός θάνατος
Είναι άραγε εφικτή μια πολιτική που να βασίζεται στην ενότητα των μαύρων; Παλιότερες μορφές πολιτικών οργανώσεων των μαύρων που εμφανίστηκαν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 φαντάζουν τώρα – από τη δική μας οπτική – μοναδικά ιστορικά φαινόμενα. Αν και ο μαύρος πληθυσμός ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένος στα γκέτο του κέντρου των πόλεων, αυτό το περιβάλλον συμπληρωνόταν από μια σειρά μαύρων πολιτικών οργανώσεων, επιχειρήσεων και κοινωνικών δομών που ευνοούσαν τις συνθήκες μέσα στις οποίες μια συγκεκριμένη ιστορική μορφή «μαύρης πολιτικής» μπορούσε να αναδυθεί. Γενικά, και ενώ υπήρχαν ταξικές διαφορές εντός της μαύρης κοινότητας, αυτές δεν εκφράστηκαν και χωρoταξικά: μαύροι από διαφορετικές τάξεις αλληλεπιδρούσαν και κατοικούσαν στις ίδιες γειτονιές.
Αυτές οι διαταξικές γειτονιές, συμπληρωμένες από ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων – αυτό που ο Αλαν Σπηαρ ονόμαζε θεσμικό γκέτο – αποτέλεσαν την ουσιαστική βάση για τη «μαύρη πολιτική» των μέσων του εικοστού αιώνα που κατ’ ουσίαν εκφράστηκε με το κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα και το κίνημα Black Power. Η αλληλουχία αγώνων της δεκαετίας του ’60 και του ’70 προκύπτει από το μεσουράνημα αυτού του τύπου αστικού σχηματισμού, το οποίο σύντομα ακολούθησαν οι περικοπές των κρατικά παρεχόμενων υπηρεσιών και η απόσυρση των αγορών εργασίας. Μέσα σε αυτό το νέο πλαίσιο, ο αστικός σχηματισμός, στη βάση του οποίου δομήθηκε το θεσμικό γκέτο, έσβησε.
Με την έλευση της αποβιομηχανοποίησης και τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, η εξαθλίωση χτύπησε το θεσμικό γκέτο. Οι μαύροι της μεσαίας τάξης αποστασιοποιήθηκαν από τους οικονομικά ασθενέστερους μετακομίζοντας στα προάστια ή σε περιοχές που δεν πλήττονταν άμεσα από την αυξανόμενη ανεργία και τον κοινωνικό εκτοπισμό. Έτσι, ο φυλετικός και οικονομικός διαχωρισμός βάθυνε καθώς τα μαύρα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης διέφυγαν της επερχόμενης ερήμωσης του θεσμικού γκέτο.
Ενώ η ενότητα μεταξύ των μαύρων αποτελεί την ουσία της συνοχής των ταραχών, η υποκείμενη βάση αυτής της ενότητας είναι σαθρή. Πως μπορούσε κανείς να επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό που αποτελούσε ταυτόχρονα τη βάση της κυριαρχίας που βίωνε; Αυτή η καίρια ερώτηση οδήγησε σε εσωτερικές ρήξεις κατά την εξέλιξη των ταραχών και των διαδηλώσεων του Ferguson. Οι ίδιοι οι συμμετέχοντες επιχείρησαν να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση με διάφορους τρόπους που είναι ετερογενείς τόσο σε σύνθεση όσο και σε προοπτική. Η ποικιλία των τακτικών αντανακλά περαιτέρω το πλήθος των διακριτών κομματιών που ενήργησαν άλλοτε μαζί και άλλοτε ανταγωνιστικά το ένα με το άλλο. Σε μια αποκαλυπτική ανάλυση των βασικών συμμετεχόντων στις ταραχές, η Washington Post άθελά της δημοσίευσε ένα άρθρο που επεξεργάζεται την ταξική σύνθεση της εξέγερσης ανάγοντας τους συμμετέχοντες σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: οι ηλικιωμένοι, οι ειρηνικοί διαδηλωτές, οι πλιατσικολόγοι και οι μάχιμοι[21].[22]
Είναι ειδικά οι μάχιμοι, το πιο ακραίο κομμάτι των αποκλεισμένων, αυτοί των οποίων οι απελπισμένες πράξεις και η μηδενιστική οπτική αποκαλύπτουν την πραγματική κατάσταση των μαύρων της Αμερικής. Οι μάχιμοι συγκροτούν ένα άτυπο δίκτυο νέων και άνεργων μαύρων, πολλοί προερχόμενοι όχι μόνοι από γειτονικές πόλεις εντός της επαρχίας του St. Louis, αλλά και από γειτονικές πολιτείες όπως το Σικάγο, το Ντιτρόιτ, τη Νέα Υόρκη και άλλα αστικά περιβάλλοντα που μοιράζονται την ίδια ιστορική μοίρα με το St. Louis. Πρωταρχικός τους στόχος είναι η άμεση σύγκρουση με την αστυνομία με κάθε μέσο. Αυτός ο στόχος πήρε είτε τη μορφή του πλιάτσικου είτε των ταραχών είτε της σποραδικής ανταλλαγής πυροβολισμών με την αστυνομία κ.α. που έδωσαν τον τόνο στα εξελισσόμενα γεγονότα. Οι διακηρύξεις τους που επιβεβαιώνουν τον θάνατο («είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε») αναδεικνύουν και τον ορίζοντα των περισσότερων μαύρων νέων σήμερα είτε από τη σκοπιά του κράτους είτε από τη σκοπιά της οικονομίας. Βιώνοντας το επικείμενο του θανάτου ανά πάσα στιγμή, αναγνωρίζουν την ουσία του να είσαι μαύρος στην Αμερική σήμερα. Αυτή η καθημερινή συνθήκη διαπερνάται από ένα είδος διάχυτου, μικρής έντασης εμφυλίου με την αστυνομία.
Μια πρόσφατη δήλωση νεαρών μαύρων ακτιβιστών τεκμηριώνει περαιτέρω αυτή την οπτική «Μην έρθετε στο Φέργκιουσον αν δεν είσαστε έτοιμοι να πεθάνετε».[23] Τα πιο μάχιμα κομμάτια των διαδηλωτών εμφανίζονται να αναδεικνύουν τη πραγματικότητα της κατάστασης: η επιβεβαίωση του να είσαι μαύρος σημαίνει ταυτόχρονα επιβεβαίωση του θανάτου ως συνθήκης ύπαρξης της ίδιας της «μελανότητας».
Αυτή η προοπτική είναι έντονα αντίθετη με αυτή των γηραιότερων, οι οποίοι έχουν ευρέως γαλουχηθεί εντός ενός παλιότερου θεσμικού πλαισίου πολιτικής αντιπροσώπευσης που καλλιεργήθηκε από τις υποδομές του θεσμικού γκέτο. Αυτή η παλιότερη γενιά κραυγάζει υπέρ μιας «πολιτικής της ευπρέπειας», μια ιδεολογία της μαύρης μεσαίας τάξης που στηρίχτηκε στην αναγνώριση μιας ειδικά μαύρης εργασιακής ηθικής. Εντούτοις, για πολλούς νεαρούς μαύρους κάτι τέτοιο δεν έχει και πολύ νόημα σε μια εποχή που η αύξηση των ποσοστών ανεργίας και φυλακίσεων αποτελούν πλέον τις κύριες μορφές αναγνώρισης.
Όταν μαθεύτηκαν τα αρχικά γεγονότα στο Φέργκιουσον, πολλοί νέοι μαύροι εξέφρασαν την αγανάκτησή τους με τους γηραιότερους, των οποίων οι διακηρύξεις συχνά μοιάζουν να μη συνδέονται με τα άμεσα ενδιαφέροντα των νέων. Αυτή η αγανάκτηση ξεχείλισε κατά τη διάρκεια των ημερών δράσης στα μέσα του Οκτώβρη – ένα σαββατοκύριακο που ονομάστηκε Οκτώβρης του Φεργκιουσον – κατά τη διάρκεια των οποίων μαύροι νεολαίοι έκαναν για λίγο ένα συλλαλητήριο διαμαρτυρίας ενάντια στον «καθωσπρεπισμό» παλιότερων ιστορικών οργανώσεων όπως του NAACP.[24] Για τους νεότερους, η πολιτική της αντιπροσώπευσης που ενσαρκώνουν οι γηραιότεροι αποτελεί ένδειξη αδιεξόδου.
Το ρήγμα ανάμεσα στους μεγαλύτερους σε ηλικία και τους νεότερους μαύρους είναι δείκτης του βαθέματος της ταξικής διαφοροποίησης, το οποίο προκαλεί μια ένταση σύμφυτη με την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Αυτή η κατάσταση αντανακλάται άμεσα στο εσωτερικό ειδικά της μαύρης νεολαίας που επιβαρύνεται με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας πέρα από κάθε δημογραφική σύγκριση. Οι νέοι ζουν πάνω στο ρήγμα μεταξύ της καθημερινής αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και της μακροπρόθεσμης αναπαραγωγής της. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσαρμονία, το κεφάλαιο «προτιμά στρατηγικές που ελαχιστοποιούν την αναγκαία εργασία σε βάθος χρόνου, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης.»[25]
Αυτός ο κατακερματισμός στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης παρατηρείται περαιτέρω στην έλλειψη «σύγκλισης των γενιών»· ιδιαίτερα εμφανής στην ηλικιακή σύνθεση του Φέργκιουσον, όπου η μέση ηλικία είναι γύρω στα 30.[26] Η σύγκλιση των γενιών προϋποθέτει την αλληλεπικάλυψη των κοινωνικών δικτυώσεων των ενήλικων και των νέων σε μια δεδομένη γειτονιά. Όσο μεγαλύτερη είναι η αλληλεπικάλυψη των κοινωνικών δικτυώσεων τόσο καλύτερα ενσωματώνονται οι ενήλικες, αλλά κυρίως οι νεότεροι, στην ευρύτερη κοινότητα. Αυτά επαληθεύονται περαιτέρω στους διάφορους θεσμούς της κοινότητας όπως οι πολιτικές οργανώσεις, οι λέσχες, τα σχολεία, οι εκκλησίες κλπ.
Καθώς έχει υποχωρήσει κάθε έδαφος για συλλογική δράση που να στηρίζεται σε μια θετικά προσδιορισμένη κοινοτική ταυτότητα, οι ταραχές εμφανίζονται ως απάντηση στη γενικότερη αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού. Οποιοδήποτε θετικό στοιχείο διασύνδεσης μεταξύ των προλετάριων καταλήγει να φέρει μια αρνητική χρήση σε σχέση με την αστυνομία, της οποίας πρωταρχική λειτουργία είναι να διατηρεί κάπως την αυξανόμενη αποσύνδεση και τον ανταγωνισμό εντός και ανάμεσα στις υπό διάλυση κοινότητες. Ίσως η πιο ξεκάθαρη έκφραση αυτού του αυξανόμενου ανταγωνισμού είναι οι αντιδράσεις στον πυροβολισμό του Michael Brown, τα γεγονότα που ακολούθησαν στο Φέργκιουσον και η πόλωση σε φυλετική βάση που προκλήθηκε. Ένας αυξανόμενος αριθμός λευκών προλετάριων, κάποιοι από τους οποίους θεώρησαν τον πυροβολισμό δικαιολογημένο, εξέφρασαν όλο και πιο έντονα την αποδοκιμασία τους, ακόμα και την έχθρα τους, για τις διαδηλώσεις.
Ο Αντόνιο Φρεντς, ένας τοπικός πολιτικός παράγοντας που συμμετείχε στις διαδηλώσεις, επιβεβαιώνει αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα: «Πάρα πολλοί νέοι άνθρωποι δηλώνουν πως είναι έτοιμοι να πεθάνουν απόψε». Χωρίς κανένα περιθώριο να επικαλεστούν ότι μοιάζουν με ανθρώπους, φαίνεται πως αυτό είναι η μόνη επιλογή που απέμεινε σε αυτούς τους νέους των οποίων οι ζωές θεωρούνται αναλώσιμες. Ελλείψει κάθε θετικού ορίζοντα, η μαύρη νεολαία αφήνεται να εμπλακεί σε έναν αγώνα βασισμένο αποκλειστικά στα αντίποινα.
Οι νεότερες γενιές που μεγαλώνουν σήμερα μέσα σε μια καπιταλιστική κοινωνία βιώνουν την εξαθλίωση ως μια συνεχώς διευρυνόμενη συνθήκη αποκλεισμού από την καπιταλιστική κοινωνία και τους θεσμούς της. Σήμερα παγκοσμίως υπάρχουν περίπου 357,7 εκατομμύρια νέων που δεν έχουν πρόσβαση στη μόρφωση, την απασχόληση ή την κατάρτιση. Στις χώρες με υψηλό εισόδημα 16,7 εκατ. νέοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση, ενώ σε χώρες με μέσο και χαμηλό εισόδημα πάνω από 341 εκατομμύρια νέοι έχουν αποσυνδεθεί από τέτοιους θεσμούς.[27] Στις Ηνωμένες Πολιτείες το 16% του πληθυσμού ηλικίας από 15 ως 29 ετών υπολογίζεται πως έχει αποσυνδεθεί. Έρευνα που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο πέρυσι έδειξε πως 1 στους 10 μακροχρόνια ανέργους νέους δε βρίσκει κάποιο λόγο για να ζει.[28] Αυτοί οι νέοι αφήνονται στο περιθώριο καθώς η οικονομία κοπιάζει να βρει το δρόμο της μέσα στην αβεβαιότητα· αυτοί οι νέοι έρχονται για να πληθύνουν τις γραμμές των αποκλεισμένων, των ανέργων, των απόκληρων.
Που βρισκόμαστε λοιπόν; Κι ενώ τόσο η Πολιτεία του Μιζούρι όσο και οι κάτοικοι του Φέργκιουσον προετοιμάζονται για την ανακοίνωση της ετυμηγορίας του ανωτάτου δικαστηρίου, αυτό που μένει σε μας είναι μια σειρά ζητημάτων που τίθενται στα εξωτερικά όρια των ταραχών. Καθώς η εδαφικότητα καταλήγει να παίζει έναν όλο και πιο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της μορφής και της έκτασης των αγώνων σήμερα, μπορούμε ίσως να συντονίσουμε τα αισθητήριά μας στον τρόπο με τον οποίο αυτοί οι αγώνες καταλήγουν να θέτουν το ζήτημα της σύνθεσης του χώρου, ζήτημα που σε μεγάλο βαθμό ρυθμίζεται από τη συσσώρευση κεφαλαίου. Πως αντιλαμβανόμαστε μια εξέγερση που εξαπλώνεται και καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση στο χώρο; Με ποιο τρόπο προάστια παρόμοια με το Φέργκιουσον, που είναι σχετικά αποκομμένα και απομονωμένα από τα κέντρα συσσώρευσης πλούτου, σχετίζονται με αυτά τα κέντρα; Πως θα γίνουν οι διασυνδέσεις μεταξύ των εξεγερμένων εδαφών; Πως θα μπορούσαν τα διάφορα σχήματα ανάστροφης κυκλοφορίας – δηλαδή, κυκλοφορίας πόρων και ανθρώπων που οικειοποιούνται και εκτρέπουν την κυκλοφορία του κεφαλαίου – να γίνουν μέρος εξεγερσιακών δράσεων; Φυσικά πρόκειται για ανοιχτά ζητήματα, ζητήματα που θα επιλυθούν με υλικό τρόπο στην πορεία των επικείμενων εκρήξεων.
17 Νοεμβρίου 2014
R.L.
[1] (Σ.τ.Μ.) Στην αεροπορική διάλεκτο, ο όρος holding pattern χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία αναμονής, κατά την οποία ένα αεροπλάνο κάνει κύκλους περιμένοντας άδεια για να προσγειωθεί.
[2] Βλ. Endnotes, ‘The Holding Pattern’, Endnotes, no. 3 (Σεπτέμβριος 2013), http://endnotes .org.uk/en/ endnotes-the-holding-pattern.
[3] Όσον αφορά τη «φυλή» και τον ρατσισμό, εδώ χρησιμοποιούμε την εννοιολόγηση των Barbara και Karen Fields που αναπτύχθηκε στο βιβλίο τους με τίτλο Racecraft. Όταν αναφερόμαστε σε«μαύρους» ή «λευκούς», λαμβάνουμε επίσης υπ’ όψιν την αναγκαία απόσταση που πρέπει να παίρνει κανείς από τέτοιους όρους ως πραγμοποιήσεις μιας κοινωνικής σχέσης, δηλαδή του ρατσισμού.
[4] (Σ.τ.Μ.) Η λωρίδα ή κορδέλα Möbius είναι ένα µαθηµατικό αντικείµενο µε ιδιαίτερες ιδιότητες, το οποίο πήρε το όνομά του από τον αστρονόµο και µαθηµατικό August Ferdinand Möbius. Πρόκειται για µια λωρίδα χαρτιού που έχουν ενωθεί οι άκρες της, αλλά, προτού αυτές ενωθούν, έχουµε στρίψει το ένα άκρο κατά 180ο. Με αυτόν τον τρόπο η λωρίδα αποκτά μια σειρά από αναπάντεχες ιδιότητες, όπως ότι έχει μόνο μία όψη και μία ακμή, αν σύρουμε μία γραμμή με μολύβι κατά μήκος της η γραμμή αυτή θα καταλήξει στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε κ.α.
[5] (Σ.τ.Μ.) Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εδώ τον όρο blackness.
[6] Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 180.
[7] «Η μαύρη ανεργία είναι πάντα πολύ χειρότερη από τη λευκή. Αλλά το χάσμα εξαρτάται από το πού μένεις», Philip Bump, WashingtonPost, 6 Σεπτεμβρίου 2014.
[8] Βλ. Phil A. Neel, ‘New Ghettos Burning’, Ultra, Αύγουστος 2014, http://www.ultra-com.org/project/new-ghettos-burning/. [(Σ.τ.Μ.) Το κείμενο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά από τον agesilaus santander, βλ. Τα Νέα Γκέτο Φλέγονται (ακριβώς όπως τα παλιά), διαθέσιμο στο http://skya.espiv.net/2014/12/13/ferguson-phil-a-neel/].
[9] ‘The Making of Ferguson’, Dissent Magazine, 16 Αυγούστου 2014.
[10] Για αναλυτική επεξεργασία των συγκεντρωτικών δεδομένων, επισκεφτείτε το www. confrontingsuburbanpoverty.org και πληκτρολογήστε στην αναζήτηση ‘Suburban Poverty DataTables’.
[11] Jan-Evert Nilsson, ‘Sweden – the emergence of a national urban policy’, Blekinge Institute of Technology, 2007.
[12] Βλ. ‘Kinloch connection: Ferguson fuelled by razing of historic black town’, Al Jazeera America, 20 Αυγούστου 2014.
[13] Βλ. ‘St. Louis: A City Divided’, Al Jazeera America, 18 Αυγούστου 2014.
[14] Βλ. ‘Another Shadow in Ferguson as Outside Firms Buy and Rent Out Distressed Homes", New York Times, 3 Σεπτεμβρίου 2014.
[15] Βλ. ‘5 disturbing stats on black-white inequality", CNN Money, 21 Αυγούστου 2014.
[16] Η συγκεκριμένη νομοθεσία σχεδιάστηκε ώστε να αποτραπεί η λειτουργία ενός σωματείου ως συντεχνία εμποδίζοντας αποτελεσματικά κάθε δυνατότητα επίσημης οργάνωσης των εργαζομένων.
[17] Susan Helper, Timothy Krueger, and Howard Wial.‘Locating American Manufacturing: Trends in the Geography of Production’, The Brookings Institution, 9 Μαΐου 2012. http://www.brookings. edu/research/reports/2012/05/09-locating-american-manufacturing-wial
[18] Neil Smith, ‘New Globalism, New Urbanism: Gentrification as Global Urban Strategy’, Antipode 34, no. 3 (1 Ιουλίου 2002), pp.427–50.
[19] Καρλ Μαρξ, Grundrisse, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β’. Αθήνα: Στοχαστής, σελ. 498.
[20] "Cars, Guns, Autonomy: On the Finer Points of the Recent Revolt in Ferguson, MO", Avalanche, Issue 3, Νοέμβριος 2014.
[21] (Σ.τΜ.) Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο militants.
[22] "Ferguson protestors: The peaceful, the elders, the looters, and the “militants” ", The Washington Post, 18 Αυγούστου 2014.
[23] "Activists: “Don’t come to Ferguson if you aren’t ready to die” ", The Washington Times, 8 Οκτωβρίου 2014.
[24] (Σ.τ.Μ) Πρόκειται για τα αρχικά της Εθνικής Ένωσης για την Ανέλιξη των Έγχρωμων Ανθρώπων, (National Association for the Advancement of Colored People).
[25] Lise Vogel, Marxism and the Oppression of Women: Toward a Unitary Theory, Cambridge: Pluto Press, 1983.
[26] Όρος που επινοήθηκε από τον James S. Coleman και γίνεται αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας από τον William Julius Wilson στο "When Work Disappears: The World of the New Urban Poor", New York: Vintage, 1997.
[27] "Global Agenda Councils - Youth Unemployment Visualization 2013", World Economic Forum.