Κείμενο του Ρεσάλτο το οποίο μοιράστηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα στις γειτονιές του Κερατσινίου, εν όψει της εκδήλωσης στις 9/7 "για τις συναντήσεις των αποκλεισμένων, εξορισμένων, εξαιρουμένων - ντόπιων και μεταναστών", στο πρώην εργοστάσιο Καχραμάνογλου (Κωνσταντινουπόλεως 51).

 

Για να κατεβάσετε το κείμενο σε pdf, πατήστε εδώ.

 

 

 

Η εξόφθαλμη καταστολή των αοράτων

(για τους μετανάστες/πρόσφυγες[1] που πέρασαν ή εγκλωβίστηκαν στις περιοχές του Πειραιά)

Οι επίσημες πηγές για το 2016, κάνουν λόγο για 157 χιλιάδες ανθρώπους οι οποίοι διέσχισαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Περισσότεροι από τους 140.000 εξ αυτών, προέρχονται από τρία μόλις κράτη: τη Συρία κατά 50%, το Αφγανιστάν κατά 25%, καθώς και το Ιράκ κατά 15%. Οι περίπου 15 χιλιάδες άνθρωποι που απομένουν προέρχονται κατά βάση από το Πακιστάν και το Ιράν. Από όλον αυτόν τον πληθυσμό, οι περισσότεροι έχουν καταφέρει να συνεχίσουν την πορεία τους σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ περίπου 57.000 άνθρωποι εξακολουθούν και βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, με τη συντριπτική τους πλειονότητα να βρίσκεται πλέον μέσα σε στρατοπεδικούς (ή στρατιωτικοποιημένους) χώρους.

Η όξυνση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής

Παγκοσμίως, η κρατική και καπιταλιστική λεηλασία ολόκληρων περιοχών και πληθυσμών συνεχίζεται αδιάκοπα, ενώ τα τελευταία χρόνια ολοένα και εντείνεται. Ανάμεσα σε διαχρονικά εμπόλεμες και ρημαγμένες επικράτειες -όπως αυτές του Ιράκ, του Αφγανιστάν και άλλων κρατών- ήρθε να προστεθεί μία ακόμα επικράτεια, 20 εκατομμύριων ανθρώπων, με ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική βαρύτητα για τη Μέση Ανατολή αλλά και για τα δυτικά κράτη. Η Συρία, από το 2011, βρίσκεται σε μία περίπλοκη και εξαιρετικά βίαιη πολεμική διαδικασία στην οποία αναμετρούνται με άμεσους όρους διάφοροι εξουσιαστικοί σχηματισμοί (Άσαντ, Ρωσία, Η.Π.Α., Ισλαμικό Κράτος κ.ά.), ενώ εμμέσως εμπλέκονται διάφοροι άλλοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες. Η έως τώρα κοινωνική αποτύπωση των αποτελεσμάτων αυτού του πολέμου, αντιστοιχεί σε πάνω από 300.000 νεκρούς, σε ολοσχερώς κατεστραμμένες πόλεις και χωριά, καθώς και σε περισσότερους/ες των 10 εκατομμυρίων εκτοπισμένων, οι μισοί εξ αυτών εκτός των συνόρων της Συρίας. Ωστόσο, η Συρία δεν αποτελεί κάποια εξαίρεση συγκριτικά με τους υπόλοιπους τόπους προέλευσης των μεταναστών. Απεναντίας, εκβάλλει ως μία χαρακτηριστική περίπτωση ενός ευρύτερου κανόνα πολέμων, οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής καταπίεσης, που προέρχεται από τις κυρίαρχες τάξεις και στοχεύει τους «από κάτω», όπου γης.

Είναι ευρέως αντιληπτό πλέον ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) έχει δομική και ενεργή συμμετοχή στην ισοπέδωση των περιοχών αυτών, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί έναν από τους κύριους προορισμούς των ανθρώπων που μεταναστεύουν. Αυτό, δεν την σταματάει από το να συνεχίσει μία δολοφονική πολιτική εναντίον των μεταναστών, ολοκληρώνοντας έναν κύκλο καταστολής και καταπίεσης των «περισσευούμενων» αυτών πληθυσμών. Το σχέδιο της θωράκισης των ευρωπαϊκών συνόρων (ή, αλλιώς, η οικοδόμηση της «Ευρώπης-Φρούριο») ενάντια σε όσους/ες δεν χωρούν στις κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες του ευρωπαϊκού καθεστώτος, εξελίσσεται εδώ και χρόνια με κονδύλια δισεκατομμυρίων ευρώ, στρατιωτικές δυνάμεις και τεχνολογικό εξοπλισμό τελευταίας γενιάς. Τα τελευταία χρόνια, τα χερσαία σύνορα της Ευρώπης οχυρώθηκαν με φράχτες και μεγαλύτερη στρατιωτική φύλαξη, ενώ τα θαλάσσια σύνορα της Μεσογείου και του Αιγαίου μετατράπηκαν σε υγρούς τάφους για χιλιάδες μετανάστες/ριες ετησίως. Ωστόσο, η μετακίνηση των ανθρώπων προς την ευρωπαϊκή ενδοχώρα δεν έπαυσε, αφού οι λόγοι στους τόπους προέλευσής τους που τους ωθούσαν στη μετανάστευση γίνονταν όλο και πιο αφόρητοι. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν τα σύνορα της Ε.Ε. και κινήθηκαν προς την ευρωπαϊκή ενδοχώρα, μέχρι και το 2015, χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε η μεγαλύτερη μετακίνηση των τελευταίων δεκαετιών.

Στη συνέχεια, η αντιμεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε. οξύνθηκε πάνω σε δύο άξονες: αφενός, στην καταστολή και τον έλεγχο της μετακίνησης όσων μεταναστών/ριών είχαν ήδη εισέλθει σε ευρωπαϊκό έδαφος και αφετέρου, στη διακοπή των νέων αφίξεων μεταναστών που συνεχίζονταν. Οι θεσμικές διεργασίες κορυφώθηκαν στα τέλη του 2015 και από τις αρχές του 2016 επισημοποιήθηκαν και άρχισαν να υλοποιούνται οι νέοι διακρατικοί σχεδιασμοί. Κομβικές και αλληλένδετες αποφάσεις, μεταξύ άλλων, ήταν το κλείσιμο των χερσαίων συνόρων των κρατών της Ε.Ε., οι νέες μέθοδοι στρατιωτικής φύλαξης των θαλάσσιων συνόρων με την εμπλοκή και τη συνεργασία εθνικών στρατών, ΝΑΤΟ, FRONTEX κ.ά., καθώς και η συμφωνία μεταξύ Ε.Ε.-Τουρκίας τον Μάρτιο του 2016. Με τον τρόπο αυτόν, μία νέα στρατιωτικού τύπου διαχείριση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων ήρθε να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή καθημερινότητα. Στρατόπεδα συγκέντρωσης και Hot Spots στα σύνορα, στρατοπεδικοί και μη χώροι εγκλεισμού στην ενδοχώρα, γκετοποιημένες ζώνες και διάφοροι άλλοι τόποι εξαίρεσης, έθεσαν ένα καθεστώς πολιορκίας, ομηρίας, διαχωρισμών και ωμών εκβιασμών ενάντια στους μετανάστες.

Το ελληνικό κράτος δεν ήταν ένας απλός εντολοδόχος αυτού του σχεδιασμού αλλά μία δομική του πτυχή. Η γεωγραφική του θέση, η εμπειρία και η τεχνογνωσία πολλών ετών αντιμεταναστευτικής πολιτικής, καθώς επίσης και η τρέχουσα σοσιαλδημοκρατική διαχείριση που κραδαίνει όλο και περισσότερο τα συρματοπλέγματα ενός στρατιωτικού ανθρωπισμού, το αναδεικνύουν ως ενεργό συμμέτοχο των ευρύτερων κυριαρχικών διεργασιών. Η ευθεία ανάθεση της κρατικής διαχείρισης δεκάδων χιλιάδων ζωών -και μάλιστα των πλέον απαξιωμένων- στον στρατό και το ΥΠ.ΕΘ.Α. στις αρχές του 2016, δεν αφήνει πολλά περιθώρια παρερμηνειών της σαφούς στρατιωτικοποίησης, του θεσμικού ρατσισμού και του κοινωνικού εκφασισμού που προωθείται. Στο λιμάνι και τις περιοχές του Πειραιά, συντελείται μία χαρακτηριστική έκφανση αυτής της διαδικασίας εξαίρεσης, καταστολής και κοινωνικών διαχωρισμών.

 

Λιμάνι Πειραιά: μεταξύ καταστολής και εμπορευματοποίησης

Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι έχουν διασχίσει τη διαδρομή Ανατολικό Αιγαίο-Πειραιάς-Ειδομένη, προκειμένου να εισέλθουν στην Ευρώπη. Το 2016, η απρόσκοπτη αυτή ροή διακόπηκε λόγω του κλεισίματος των συνόρων της Ειδομένης και την απαγόρευση της μετακίνησης των μεταναστών προς τα εκεί, από την ελληνική αστυνομία. Επακόλουθο της νέας αυτής συνθήκης, ήταν η παραμονή των μεταναστών στο λιμάνι του Πειραιά ή στο κέντρο της Αθήνας -που μέχρι τότε ήταν απλά σημεία μετάβασης (transit) και αθρόας οικονομικής εκμετάλλευσης από ταξιδιωτικά πρακτορεία και διακινητές και όχι τόποι παραμονής- αναμένοντας ή διεκδικώντας τη συνέχιση της πορείας τους προς τα βόρεια σύνορα. Ωστόσο, η στασιμότητα αυτή επέφερε παράλληλα και την παρουσία των μέχρι τότε αόρατων στο δημόσιο πεδίο. Οι φευγαλέες και εφήμερες φιγούρες όσων μετέβαιναν από τον Πειραιά στην Ειδομένη, μετατράπηκαν μέσα σε λίγες μέρες σε ευπρόσωπες και αναγνωρίσιμες παρουσίες στην καθημερινότητα και τους κατοίκους της περιοχής. Στον σταθμό του ηλεκτρικού, στους δρόμους, τις πλατείες και τις κεντρικές πύλες του λιμανιού συγκεντρώνονταν καθημερινά εκατοντάδες μετανάστες που διαρρήγνυαν την κυρίαρχη εικόνα του λιμανιού, ως κόμβου εμπορευματικών ροών, εμπορικών δραστηριοτήτων, κεφαλαίων και φυσικά τουριστών. Επιπλέον, η προσβασιμότητα στον σταθμό του Ηλεκτρικού και από εκεί σε διάφορες άλλες περιοχές της Αθήνας, οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, η καθημερινή άμεση επικοινωνία των σύγχρονων πληβείων με τους αλληλέγγυους/ες και τους κατοίκους των περιοχών που έσπευδαν να τους βοηθήσουν με τρόφιμα, ρούχα, είδη υγιεινής κ.ο.κ., έθεταν υπό ανοιχτή δοκιμασία -και πιθανή αμφισβήτηση- ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών διαχωρισμών, ρατσισμών και θεσμικών διαμεσολαβήσεων.

Μπροστά στη συνθήκη αυτή, η διαχείριση του ελληνικού κράτους (με την αρωγή δημοτικών αρχών, αστυνομικών δυνάμεων, λιμενικών, κομματικών νεροκουβαλητών, διαφόρων Μ.Κ.Ο. και κυρίως κάποιων ηγετίσκων της «Παμπειραϊκής Πρωτοβουλίας») έσπρωξε τους μετανάστες στις πιο απομακρυσμένες και αφανείς πύλες του λιμανιού (Ε1, Ε2). Λίγο αργότερα όταν οι εγκλωβισμένοι μετανάστες έγιναν πολλές χιλιάδες, μέρος εξ αυτών κινήθηκε προς την -πιο ορατή- Ε3 των κρητικών νηολογίων, η οποία εκκενώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι, παρά τη θέλησή τους, οι μετανάστες εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν σε έναν πρόχειρο καταυλισμό στην περιοχή της ταξικά χαρακτηρισμένης Δραπετσώνας, και όσο το δυνατόν πιο μακριά από το κέντρο του Πειραιά, τον ηλεκτρικό, τις κεντρικές πύλες του λιμανιού (των Κυκλάδων και των περισσότερων νησιών) και ακόμα μακρύτερα από αυτές των κρουαζιερόπλοιων. Χιλιάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους πολλά παιδιά, στοιβάχθηκαν υπό τις υποδείξεις των αρχών σε άθλιες συνθήκες στις πύλες αυτές, καθώς και σε μία εγκαταλελειμμένη και ερειπωμένη πέτρινη αποθήκη δίπλα ακριβώς από το κτίριο του Υπουργείου Ναυτιλίας.

Ήταν η αρχή μίας κρατικής στρατηγικής στη λογική της πολιορκίας, που επεδίωκε τη σταδιακή φθορά, την εξουθένωση, τον εκμηδενισμό και εν τέλει την άνευ όρων παράδοση των μεταναστών στους ανθρωπιστικούς τραμπουκισμούς (λιμενικών, αστυνομικών και διάφορων άλλων καλοθελητών από Μ.Κ.Ο.) για τον οικειοθελή τους εγκλεισμό σε στρατοπεδικούς χώρους, οι οποίοι εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον, σε όλη την ελληνική επικράτεια. Κυβερνώντες, Ο.Λ.Π., δήμαρχοι κ.ά. με συνειδητές πολιτικές αποφάσεις στέρησαν επί εβδομάδες το νερό, τη στοιχειώδη περίθαλψη και υγιεινή στους μετανάστες (ανεξαρτήτως ηλικίας) για την όσο το δυνατόν ταχύτερη εξαθλίωσή τους. Τα Μ.Μ.Ε. έσερναν τον ρατσιστικό χορό της συστηματικής διάχυσης ενός κλίματος πανικού και κινδύνου, όχι για τους μετανάστες που υπέφεραν από έναν απάνθρωπο κρατικό σαδισμό αλλά «για την ομαλή λειτουργία του λιμανιού». Παράλληλα, ξεδιπλωνόταν ο θεσμικός ρόλος της Παμπειραϊκής Πρωτοβουλίας αλλά και πολλών άλλων οργανώσεων και Μ.Κ.Ο. (Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε., Ερυθρός Σταυρός κ.ά.), ως διπλού χωροφύλακα: από τη μία να παραπληροφορούν, να χειραγωγούν ή και να εκφοβίζουν τους μετανάστες σύμφωνα με τις επιταγές και τις εντολές των αρμόδιων υπουργείων και των κατασταλτικών μηχανισμών και από την άλλη να αφομοιώνουν, να ποδηγετούν ή και να καταπνίγουν οποιαδήποτε ανιδιοτελή και αγωνιστική κίνηση αλληλεγγύης, είτε αυτή προερχόταν από τις τάξεις τους, είτε από οπουδήποτε αλλού.

Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώθηκε μία κινηματογραφική δυστοπία. Σε λίγα χιλιόμετρα στην άκρη του λιμανιού, εν πολλοίς αόρατοι από την καθημερινότητά του, χιλιάδες εκτοπισμένοι/ες στις άθλιες συνθήκες μιας ανοιχτής φυλακής, ανάμεσα σε ένα φουτουριστικό υπουργείο-φρούριο, σε ΝΑΤΟϊκές φρεγάτες και πλοία του ελληνικού ναυτικού, σε χλιδάτα κρουαζεριόπλοια, σε εκατομμύρια εμπορεύματα με προορισμό τις καταναλωτικές κοινωνίες της Ευρώπης, σε κλειδωμένα κοντέινερ γεμάτα ρουχισμό και τρόφιμα που όμως δεν δίνονται σε αυτούς που τα έχουν ανάγκη, καθώς και σε χιλιάδες «ανυποψίαστους» τουρίστες που αναχωρούν ή επιστρέφουν από τα «ταξίδια αναψυχής» τους. Έτσι, ο μύλος της κυριαρχίας, των εμπορευματικών σχέσεων και του θεάματος κατάφερε να αλέσει ακόμα και την πλέον αντιθετική συνθήκη: ανάμεσα στις διάφορες εικόνες και τις αντίστοιχες φωτογραφίες ενός λιμανιού-αξιοθέατου, ήρθε να χωρέσει (και να αξιοποιηθεί) ένα φευγαλέο στιγμιότυπο ανθρώπινης δυστυχίας, ως ένας στυγνός παραδειγματισμός προς τους υπηκόους της Δύσης, για όσα συμβαίνουν σε όσους/ες δεν την (εξ)υπηρετούν.

Στρατόπεδα Σχιστού-Σκαραμαγκά: η «φιλοξενία» της εξαίρεσης

Στα τέλη του Ιανουαρίου του 2016, με fast-track κυβερνητικές αποφάσεις και ευθεία ανάθεση της διαχείρισης των μεταναστών (και των σχετικών ευρωπαϊκών κονδυλίων) προς τον μηχανισμό του στρατού, ανακοινώθηκε η εφαρμογή των νέων αντιμεταναστευτικών σχεδιασμών. Από τη μία, άνοιγμα κέντρων «Hot-Spot» σε 5 μεγάλα νησιά των ελληνοτουρκικών συνόρων, για μία πρώτη διαδικασία «καταγραφής» και «διαλογής» των μεταναστών, ως κατασταλτικά Logistics ανθρώπινων ζωών. Από την άλλη, άνοιγμα μία σειράς στρατοπεδικών χώρων για την «αποθήκευση» όσων περάσουν το πρώτο φιλτράρισμα στα σύνορα. Το στρατόπεδο «Στεφανάκη» στο Σχιστό (μαζί με ένα ακόμα στη Σίνδο) ήταν ο πρώτος τέτοιος χώρος που ανακοινώθηκε πανελλαδικά, αρχικά ως δήθεν «κέντρο μετεγκατάστασης». Σύντομα, αποδείχθηκε ότι πρόκειται για ένα στρατοπεδικό κέντρο κράτησης περίπου 2.000 ατόμων, με στόχο τους μετανάσταστες/πρόσφυγες από το Αφγανιστάν που βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά. Ακολούθως, παρόμοιοι χώροι φτιάχτηκαν σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας, ενώ λίγους μήνες αργότερα άρχισε να λειτουργεί και ένα δεύτερο, μεγαλύτερης χωρητικότητας, στρατοπεδικό κέντρο στην περιοχή, αυτό του Σκαραμαγκά, για Σύρους, Κούρδους, Ιρανούς κ.ά που βρίσκονταν επίσης κατά κύριο λόγο στο λιμάνι.

Χώροι, όπως το στρατόπεδο του Σχιστού, δε θα μπορούσαν παρά να οργανώσουν την καταπίεση και τον πειθαναγκασμό της στρατοπεδικής ζωής και μάλιστα με όρους ανοιχτής φυλακής του χειρίστου είδους. Χιλιάδες άνθρωποι όλων των ηλικιών, που ήδη έχουν διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα με αμέτρητες δυσκολίες και κινδύνους, βιώνουν τον ανθρωπιστικό καταναγκασμό μίας διαμονής σε συνθήκες «αποθήκης ψυχών». Σε μία περιφραγμένη έκταση, μακριά, αόρατη και δυσπρόσιτη από τον αστικό ιστό και την τοπική κοινωνία, σε υγρά και ασυντήρητα κτίρια, σε σκηνές στημένες πάνω σε πέτρες, τσιμέντο και φίδια, με μόνιμη διατροφή βραστής πατάτας που οδηγεί σε ασθένειες ή ακόμα και θανάτους, με μηδαμινή ιατρική περίθαλψη από στρατιωτικούς ιατρούς (κάποιοι εκ των οποίων με ναζιστικές αντιλήψεις και αντίστοιχες αγωγές) και με μια αβέβαιη καθημερινότητα, στερούμενη κοινωνικών, πολιτισμικών, ψυχαγωγικών και μορφωτικών δραστηριοτήτων. Την ίδια στιγμή, τα κρατικά κονδύλια αλλά και πολλά συγκεντρωμένα αγαθά από κινήσεις αλληλεγγύης αποτελούν εύρωστη λεία για τον ελληνικό στρατό, τις ανάδοχες εργολαβικές εταιρίες σίτισης και για τις περισσότερες των Μ.Κ.Ο., η λειτουργία των οποίων βασίζεται περισσότερο στη λογική του κέρδους παρά της προσφοράς βοήθειας, ανεξαρτήτως των εκάστοτε προσπαθειών και προθέσεων των εργαζομένων τους.

Η περιβόητη «ανοιχτότητα» των κέντρων αυτών αναδεικνύει τη φτηνή υποκρισία της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης. Ο στρατιωτικός έλεγχος εντός των στρατοπέδων απαγορεύει αυστηρά την είσοδο σε κάθε αδιαμεσολάβητη κοινωνική παρουσία στον κατά τα άλλα «χώρο φιλοξενίας», ενώ παράλληλα εποπτεύει και καταστέλλει την εσωτερική καθημερινότητα των ημι-έγκλειστων. Η αστυνομική παρουσία εκτός των στρατοπέδων ολοκληρώνει την κρατική επιτήρηση. Η ήδη δύσκολη πρόσβαση των μεταναστών στον αστικό ιστό, γίνεται ακόμα δυσκολότερη από την ολοένα και μεγαλύτερη οικονομική τους ένδεια, αφού τα όποια χρήματα διέθεταν έχουν ήδη γίνει βορά στην οικονομική τους εκμετάλλευση από κυκλώματα ταξιδιωτικών πρακτορείων, διακινητών και φυσικά των καθημερινών αγορών προϊόντων τροφής, ένδυσης, υγιεινής και φαρμάκων, λόγω της στέρησης των στοιχειωδών αγαθών διαβίωσης και υπηρεσιών υγείας για τα οποία όμως χρηματοδοτούνται αδρά, ελληνικό κράτος, στρατός και Μ.Κ.Ο. Παρόλα αυτά, η κρατική καταστολή δεν έχει όρια στην πολιορκία ακόμα και μίας τέτοιας βάναυσης καθημερινότητας, αφού τόσο η είσοδος όσο και η παρουσία ενός μετανάστη/πρόσφυγα στους χώρους αυτούς, συνδέεται ολοένα και περισσότερο όχι μόνο με την «καλή διαγωγή» του σύμφωνα με τις επιταγές του στρατωνισμού, αλλά και με την πολυπόθητη διαδικασία της αίτησης ασύλου, διαμορφώνοντας έτσι έναν αμείλικτο πειθαρχικό και αυτό-κατασταλτικό κώδικα συμπεριφοράς και αυτο-εγκλεισμού.

Οι δομές των στρατοπέδων προσφέρουν στο κράτος μία σειρά πλεονεκτημάτων για την αντιμεταναστευτική του πολιτική. Αορατότητα και κοινωνικός διαχωρισμός από τις τοπικές κοινωνίες, διαμοσελαβημένες και εξαρτημένες σχέσεις υπό τον έλεγχο του στρατού και ακολούθως της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. και των Μ.Κ.Ο., εξουθένωση των ήδη καταπονημένων μεταναστών, δυνατότητα άμεσης αποτροπής οποιασδήποτε ακηδεμόνευτης αλληλέγγυας κίνησης. Ακόμα περισσότερο, ένας στρατοπεδικός χώρος δίνει την ευκαιρία (νομικά, πρακτικά και πολιτικά) για άμεση μετατροπή του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και πλήρους εγκλεισμού. Μία δυνατότητα που παρέχεται στο καθεστώς εξαίρεσης με υπογραφή της αριστερής διακυβέρνησης και του ιδεολογήματος του ανθρωπισμού.

 

Αγώνες και γειτονιές αλληλεγγύης, ενάντια στην στρατιωτικοποίηση της καθημερινής ζωής και την κρατική/καπιταλιστική βαρβαρότητα

Η αντιμεταναστευτική πολιτική δεν περιορίζεται μόνο στην καταστολή των μεταναστών/προσφύγων αλλά αναδιατάσσει ευρύτερα όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Η κοινωνική διαίρεση και οι επίπλαστες ταυτότητες της θρησκείας, του έθνους και της φυλής, βρίσκουν το πλέον προνομιακό έδαφος στη φιγούρα του μετανάστη, του Άλλου, του ανεπιθύμητου. Στη φιγούρα αυτή, εκατομμύρια άνθρωποι ξεριζωμένοι και εκτοπισμένοι από την καπιταλιστική λεηλασία και τον πόλεμο, δαιμονοποιούνται, μυστικοποιούνται και ξορκίζονται ως κατάρα. Η κυρίαρχη ιδεολογία διαχέεται κοινωνικά ως μία πλήρης και χυδαία αντιστροφή: το «πρόβλημα» της ίδιας της ύπαρξης του κεφαλαίου, του κράτους, του μιλιταρισμού και των θρησκειών μετατοπίζεται εξολοκλήρου σε όσους υποφέρουν όσο κανείς άλλος τα αποτελέσματα της ύπαρξης αυτής. Η καθημερινή ζωή εγκολπώνει τους κοινωνικούς διαχωρισμούς, ο ανθρωπισμός διατηρεί την ιεραρχία του «ανώτερου» δότη και του «κατώτερου» δέκτη, τα στρατόπεδα αρχίζουν να γίνονται κόμβοι κοινωνικής αναπαραγωγής και βασικό σημείο αναφοράς της καθημερινότητάς μας. Ο θεσμικός ρατσισμός, ο κοινωνικός κανιβαλισμός, οι μεσολαβητικοί μηχανισμοί, οι φασιστικές και νεοναζιστικές παραφυάδες της αστικής δημοκρατίας δε θα μπορούσαν να βρουν μεγαλύτερη επιβεβαίωση από αυτήν της στρατιωτικής διαχείρισης μίας κοινωνικής ομάδας, και ειδικότερα της πιο καταπιεσμένης και απαξιωμένης.

Το εγγύς μέλλον προδιαγράφει την εντατικοποίηση της παρούσας κατάστασης. Τα στρατόπεδα ήρθαν για να μείνουν ως δομική πτυχή της κρατικής καταστολής, οι κρατικοί και τοπικοί άρχοντες θα συνεχίσουν την καταπίεση και την εκμετάλλευση των σύγχρονων πληβείων, ενώ η καπιταλιστική βαρβαρότητα ήδη σχεδιάζει πιθανούς τρόπους ταξικής και εργασιακής υπερ-εκμετάλλευσης των συσσωρευμένων εργατικών χεριών, με πενιχρά ανταλλάγματα κόκκων αξιοπρέπειας. Επιπλέον, η αντιμεταναστευτική πολιτική (αφού πρώτα φρόντισε με την στρατιωτικοποίηση και το κλείσιμο των συνόρων να διακόψει την αμφισβήτησή τους από την κίνηση των μεταναστών) δρομολογεί πλέον την πλήρη μετατόπιση του «μεταναστευτικού» στη θεσμική διελκυστίνδα της παροχής ή μη ασύλου. Με τον τρόπο αυτό, οργανώνεται βαθύτερα η συστηματικοποίηση του εγκλεισμού, της ομηρίας και του εξανδραποδισμού των μεταναστών, ενώ παράλληλα επιχειρείται η αφομοίωση της αλληλεγγύης, των αγώνων και της ατομικής/κοινωνικής χειραφέτησης σε θεσμικές διαδικασίες, στα μέτρα και τα σταθμά της κρατικής λειτουργίας.

Απέναντι στον εξουσιαστικό εσμό, η αδιαμεσολάβητη, αυτοοργανωμένη και αντιθεσμική αλληλεγγύη έχει ήδη ανοίξει και ιχνηλατεί νέους δρόμους ενάντια στην επελαύνουσα κρατική/καπιταλιστική βαρβαρότητα. Η εναντίωση στα σύνορα, τους φράχτες, τον μιλιταρισμό, τους επίπλαστους διαχωρισμούς, τους εθνικισμούς, τα ιδεολογήματα της ασφάλειας και τη διάχυση του φόβου αμφισβητεί τις κυριαρχικές αφηγήσεις και τα ψευδοδιλλήματα της εξουσίας, χτίζοντας γέφυρες μεταξύ των καταπιεσμένων. Οι κοινοί αγώνες με τους μετανάστες, το σπάσιμο των διαχωρισμών, οι καταλήψεις και οι αντιδομές στέγασης και σίτισης, η οριζόντια συλλογή και το μοίρασμα αγαθών και τροφίμων χωρίς τη θεσμική μεσολάβηση κρατικών και θεσμικών φορέων, η αντιφασιστική δράση ενάντια στις φασιστικές και ακροδεξιές κουστωδίες που οργανώνουν φιέστες μισανθρωπισμού, η άρνηση της αφομοίωσης στον ανθρωπισμό της αστικής τάξης, των ΜΚΟ, των τοπικών αρχόντων, των ΜΜΕ και των εργολάβων της αλληλεγγύης, είναι περάσματα προς μία κοινωνία αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, για έναν κόσμο χωρίς σύνορα, κράτη, χαρτιά, πατρίδες, θρησκείες, εκμετάλλευση.

 

Κοινοί αγώνες - Αλληλεγγύη στους μετανάστες/πρόσφυγες

Ούτε στρατόπεδα ούτε κέντρα «φιλοξενίας»

Είμαστε με τους αόρατους αυτής της κοινωνίας



Ρεσάλτο

Ιούλιος 2016

 

[1] Η κυριαρχία χρησιμοποιεί τους όρους τους «μετανάστη» και του «πρόσφυγα» προκειμένου να κατηγοριοποιεί, να διαχωρίζει και να καταστέλλει κατά το δοκούν τους εξορισμένους, εκτοπισμένους και μετακινούμενους πληθυσμούς. Ιδίως, όταν η ταυτότητα του «πρόσφυγα» γίνεται εργαλείο όξυνσης της καταστολής όσων κατηγοριοποιούνται ως «μετανάστες». Η χρήση από πλευράς μας των όρων αυτών, γίνεται προς χάρη συντομίας και κατανόησης, χωρίς να ενσωματώνονται επουδενί οι κοινωνικοί διαχωρισμοί και οι ιδεολογικές επιταγές της Εξουσίας.

 

[Αναδημοσίευση από Ρεσάλτο]