Βίδα Λάσκα: όταν ο εναλλακτισμός κεφαλαιοποιεί τις ιδέες

 

«Το Βίδο είναι ένα νησάκι 570 στρεμμάτων, απέναντι από την ιστορική παλαιά πόλη της Κέρκυρας. Έχει διατηρήσει αναλλοίωτη τη φυσική του ομορφιά, μακριά από έντονες ανθρώπινες παρεμβάσεις, καθώς παραμένει ακατοίκητο και δεν κυκλοφορούν οχήματα. Είναι ένας μικρός φυσικός παράδεισος με πλούσια πανίδα και βλάστηση, το πράσινο του Ιονίου, μονοπάτια για περιήγηση, παραλίες με γαλαζοπράσινα νερά και κατασκηνωτικούς χώρους. Στο καταπράσινο αυτό νησάκι γιορτάζουμε τις Τέχνες και το καλοκαίρι σε ένα τριήμερο φεστιβάλ (1-3 Ιουλίου).»1

Πράγματι, η περιγραφή των ίδιων των διοργανωτών του φεστιβάλ κρίνεται ιδιαίτερα ακριβής και ελκυστική. Η ‘Βίδα Λάσκα’ πρόκειται για ένα τριήμερο κατασκηνωτικό φεστιβάλ που διοργανώνεται για πρώτη φορά στο νησί του Βίδο από 1 έως και 3 Ιουλίου και το οποίο θα περιλαμβάνει συναυλίες, εκθέσεις, εργαστήρια και σεμινάρια, θεατρικά και μουσικοχορευτικά δρώμενα, ενώ στόχος είναι «η συνύπαρξη των Τεχνών, έχοντας ως θεμέλιο την οικολογική ευσυνειδησία, και ως αφορμή κοινωνικά ζητήματα.»2

Με μια πρώτη ματιά, μόνο θετικά μπορεί να κοιτάξει κανείς αυτή την απόπειρα για πολιτιστική συνάντηση με οικολογική και κοινωνική υπευθυνότητα• η προώθηση, άλλωστε, της ευαισθητοποίησης στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά ζητήματα είναι αδιαμφισβήτητα σημαντική. Με μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα γύρω από το περιεχόμενο, τα μέσα και το σκοπό της συγκεκριμένης διοργάνωσης, τα οποία είτε παρουσιάζονται σαφώς εξωραϊσμένα για να κατοχυρωθούν θετικά στην κοινωνική συνείδηση, είτε καταρρίπτονται ολοσχερώς από την απλή λογική και το βάρος των αντιφάσεών τους. Υπάρχουν πτυχές της ‘Βίδα Λάσκα’ που όχι μόνο θέτουν βάσιμα υπό αμφισβήτηση τις προθέσεις των διοργανωτών, αλλά καθιστούν το εν λόγω φεστιβάλ πλήρως προβληματικό σε κάθε πτυχή του. Ας τα πάρουμε, όμως, με τη σειρά:

 

Πατώντας πάνω στο φυσικό περιβάλλον…

Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία παραβλέπονται οι επιπτώσεις αυτής της διοργάνωσης στο αναλλοίωτης φυσικής ομορφιάς (σύμφωνα και με τους διοργανωτές του) περιβάλλον του νησιού. Επί τρεις ημέρες, οι (μικρής ή μεγάλης κλίμακας) διασκεδαστές θα μοιράσουν απλόχερα πολλά κιλοβάτ μουσικής στους επισκέπτες του φεστιβάλ, αλλά και στους μόνιμους κάτοικους του νησιού: τα πάμπολλα ζώα του (λαγοί, φασιανοί, πέρδικες, φώκιες, πρόβατα), που καθόλου δεν ενδιαφέρονται να διασκεδάσουν με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες των ανθρώπων. Μέσα από την ιστοσελίδα του φεστιβάλ οι κατασκηνωτές καλούνται να μη φέρουν μαζί τους τα κατοικίδιά τους, επειδή τα αυτόχθονα ζώα «ίσως προβληματιστούν.»3 Η αλήθεια είναι, όμως, ότι και μόνο η απλή παρουσία εκατοντάδων ή χιλιάδων ανθρώπων είναι υπεραρκετή για να τους δημιουργήσει προβλήματα• πόσο μάλλον όταν παρατείνεται επί τρεις ημέρες με διάθεση ξεφαντώματος.

Επιπλέον, οι διοργανωτές παραβλέπουν το γεγονός ότι το φυσικό περιβάλλον μιας περιοχής δεν περιορίζεται μονάχα στην πανίδα της, επομένως ζήτημα δεν είναι μόνο η ηχορύπανση, αλλά και η γενικότερη ρύπανση που αναπόφευκτα θα προκαλέσουν οι (αναμενόμενα υψηλού αριθμού) επισκέπτες και κατασκηνωτές. Η ρύπανση αυτή είναι αδύνατο να αποκατασταθεί ολοσχερώς, και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι γνωστό στους «οικολογικά ευσυνείδητους» διοργανωτές. Όπως γνωστός και αποδεκτός δεν μπορεί παρά να τους είναι και ο κίνδυνος πυρκαγιάς σε ένα καταπράσινο νησί με πευκόδασος.

… στις επιδοτήσεις και την άμισθη εργασία…

Πίσω από τη διοργάνωση του φεστιβάλ βρίσκεται η ΜΚΟ (μη κερδοσκοπική οργάνωση) OSCS – Οργανισμός Κοινωνική Διέγερσης. Όχι τυχαία, τα τελευταία χρόνια οι διάφορες ΜΚΟ ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια: ως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί είναι σε θέση να έχουν ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, να λαμβάνουν κονδύλια από ευρωπαϊκά και εγχώρια προγράμματα επιδοτήσεων, να επικαλούνται τους κοινωφελείς σκοπούς τους για τη λήψη αδειών εύκολα και γρήγορα, μα πάνω από όλα να εκμεταλλεύονται την εθελοντική εργασία ευαισθητοποιημένων ανθρώπων χάρη ενός «καλού σκοπού». Είναι ξεκάθαρο πως δεν είναι μονάχα η συγκεκριμένη ΜΚΟ το πρόβλημά μας, είναι η λογική που προάγεται από την τεράστια πλειοψηφία τέτοιων οργανώσεων.

Στον πυρήνα του θεσμού των ΜΚΟ βρίσκεται η έννοια της ‘κοινωνίας των πολιτών’. Είναι μία νέα κοινωνικοπολιτική κατασκευή που γίνεται αντιληπτή ως σύνολο ιδιωτικών φορέων, οργανώσεων και ενώσεων ανθρώπων γύρω από ένα σκοπό, που λειτουργούν ως μέσο συμμετοχής στη δημόσια ζωή. Η ‘κοινωνία των πολιτών’ είναι στην ουσία ένας τρίτος πόλος που σχηματίζεται ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, που έχει ως βασικό πολιτικό αίτημα τη ‘διανομή’ και διάχυση της εξουσίας σε ενώσεις και οργανώσεις πολιτών, που μπορούν να παράγουν και οι ίδιοι έργο στον τομέα που τους ενδιαφέρει, σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο.

Στην περίπτωση, λοιπόν, που δεν πρόκειται απλώς για ένα τυπικό-οργανωτικό σχήμα ανθρώπων που για γραφειοκρατικούς λόγους πρέπει να οργανωθεί σε νομικό πρόσωπο (παράδειγμα για να αποκτήσει άδειες χρήσης χώρου, πρόσβαση σε έγγραφα, συλλογική εκπροσώπηση σε διαδικασίες κλπ), η λειτουργία των ΜΚΟ διέπεται από τη συγκεκριμένη λογική της ‘κοινωνίας των πολιτών’. Ανεξάρτητα από τη νομική μορφή που θα επιλέξουν [σωματείο, ΑΜΚΕ (αστική μη κερδοσκοπική εταιρία, ίδρυμα, ΚΟΙΝΣΠΕ (κοινωνικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης)], οι ΜΚΟ έρχονται να απαλύνουν την αδυναμία του κράτους να έχει (ή την επιλογή του να μην έχει) δράση προς το δημόσιο όφελος και με κοινωνικό χαρακτήρα. Συγχρόνως, αφαιρούν από την κοινωνική σφαίρα την προοπτική της ακηδεμόνευτης αυτενέργειας και της αυτοοργάνωσης. Εισάγουν ως απαραίτητες κάθετες δομές, οι οποίες μάλιστα αντιδιαστέλλουν τους ιδρυτές και τους (όποιους τυχόν) εργαζόμενους της οργάνωσης από τους απλούς εθελοντές που προσφέρουν ως τρίτοι την εργασία τους αμισθί. Μετατρέπουν το κοινωνικό υποκείμενο που πρέπει να οργανωθεί και να αγωνιστεί για τη ζωή του σε απολίτικο υποκείμενο που πρέπει απλά να συνδράμει ή να ενισχύσει τη δράση της ΜΚΟ, ως χρηματοδότης, εθελοντής ή καταναλωτής.

Στην ουσία πρόκειται για ανάθεση τμημάτων της κοινωνικής πολιτικής (περιβάλλον, ανθρώπινα δικαιώματα, ΑΜΕΑ, πολιτισμός, τέχνες, διαχείριση «ανθρωπιστικών κρίσεων»), στην ιδιωτική πρωτοβουλία που δρα με τρόπο απολύτως συμβατό με τη εξουσία, για αυτό άλλωστε και οι ΜΚΟ ενισχύονται και προωθούνται ποικιλοτρόπως από αυτήν σε όλα τα επίπεδα. Έτσι, από τη στιγμή που οι ΜΚΟ διεκπεραιώνουν και με την έγκριση του κράτους μέρος της κοινωνικής πολιτικής του, έχουν κάθε λόγο να ενισχύονται και χρηματικά από αυτό. Και αυτό συμβαίνει κατά κόρον σήμερα είτε με εγχώριες είτε με ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις.

Ο συγκεκριμένος οργανισμός δεν αποτελεί εξαίρεση στη συνθήκη των απλόχερων επιδοτήσεων: το 2015 έλαβε επιδότηση ύψους 20.980,02 € από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα LEADER, με απόφαση της αναπτυξιακής εταιρίας της τοπικής αυτοδιοίκησης Κέρκυρας ΑΝΙΟΝ4, καθώς και έγκριση προϋπολογισμού 19.074,32 €, σε εταιρικό σχήμα από κοινού με επιχειρήσεις του νησιού, με έγκριση του Περιφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων5. Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε ενισχυθεί από το ίδρυμα Κωστόπουλου6 για την πραγματοποίηση φεστιβάλ σύγχρονου χορού σε αστικό τοπίο (αδιευκρίνιστο ποσό). Επιπλέον, όχι μόνο πέτυχε την έγκριση ενός τόσο μεγάλου φεστιβάλ από τη δημοτική πλειοψηφία χωρίς κανένα εμπόδιο (παρά τα προφανή περιβαλλοντικά ζητήματα που απορρέουν), αλλά και εξασφάλισε τη συνδιοργάνωση του φεστιβάλ από το δήμο Κέρκυρας. Μάλιστα ο τελευταίος, ως συνδιοργανωτής πλέον, χορήγησε και το ποσό των 1000 ευρώ για εκτυπωτικά έξοδα.7

Παράλληλα, η ‘Βίδα Λάσκα’ μας καλεί να παρέχουμε την εθελοντική μας προσφορά8 για την ομαλή διεξαγωγή του φεστιβάλ και αποκατάσταση του Βίδο• προσφορά η οποία, εκτός του ότι μόνο εύκολη δεν πρόκειται να αποδειχτεί δεδομένου του μεγέθους των αναγκών της διοργάνωσης, ανταμείβεται με την ελεύθερη είσοδο στις δραστηριότητες του φεστιβάλ και… ένα πιάτο φαΐ την ημέρα. Επί της ουσίας, λοιπόν, κατά την προσφιλή συνήθεια των ΜΚΟ, η ομαλή διεξαγωγή του «καλού σκοπού» βασίζεται στην εκμετάλλευση (και όχι «προσφορά») εθελοντών που δεν πρόκειται να πληρωθούν για την εργασία τους, ενώ ταυτόχρονα τα έξοδα του φεστιβάλ μειώνονται και από τις διάφορες δημοτικές χορηγίες.

Είναι σαφές ακόμη πως, μπορεί το φεστιβάλ να στήνεται από έναν οργανισμό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όμως οι επαγγελματίες που θα συμμετάσχουν σε αυτό (είτε στο κομμάτι της υλικής υποστήριξης είτε σε εκείνο της χορηγίας-διαφήμισης) σίγουρα δεν συμμερίζονται τη μη κερδοσκοπική πτυχή του.

… θα την περάσουμε φίνα…

Το εισιτήριο των 35-40 ευρώ σε συνδυασμό με την ήδη εξασφαλισμένη μείωση των εξόδων, θα διατεθούν για την πληρωμή των (μεγάλης κλίμακας) διασκεδαστών από άλλα μέρη της χώρας. Το χρήμα ρέει άφθονο σε ένα φεστιβάλ με στόχο τη διάδοση του πολιτισμού και των τεχνών. Και όντως, περί τέτοιας διάδοσης πρόκειται, με τη διαφορά ότι ο «πολιτισμός» δεν είναι άλλος από αυτόν του κέρδους, ενώ οι «τέχνες» δεν ξεπερνούν τις δύο: την τέχνη της προσφοράς και την τέχνη της ζήτησης. Η βιομηχανία της τέχνης δεν αναπαράγεται μονάχα στα «υψηλά» μέγαρα και τις «underground» γκαλερί ή στα κάπως «κατώτερα» εναλλακτικά συναυλιάδικα και τα «ρηχά» σκυλάδικα• μπορεί κάλλιστα να βρει το δρόμο της και στα πολιτιστικά φεστιβάλ με οικολογικές ανησυχίες και κοινωνικό μήνυμα. Το μόνο που χρειάζεται είναι τα μέσα διοργάνωσης να έχουν αντληθεί από τη βαθιά δεξαμενή αυτής της βιομηχανίας.

Έτσι, μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που αναζητά απλήρωτους εργαζόμενους και κοστολογεί τις «Τέχνες» 35-40 ευρώ, ενεργοποιεί την τοπική έκφραση της κρατικής εξουσίας (δήμος Κέρκυρας) προκειμένου να ανταλλάξει μείωση δαπανών με αύξηση των «πολιτιστικών μετοχών» του δήμου, επιστρατεύει πρόθυμους ιδιώτες να προωθήσουν τα προϊόντα τους και προσφέρει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να πράξουν το ίδιο. Σε αυτό το παζάρι προώθησης και πώλησης εμπορευμάτων, όλα έχουν την τιμή τους• από το υψηλό εισιτήριο εισόδου -σε έναν κατά τα άλλα δημόσιο και ελεύθερο χώρο- που θα δικαιολογηθεί από την υψηλή αμοιβή των επαγγελματιών εμπόρων κουλτούρας (και μόνο αυτών καθότι οι μικρότερης εμβέλειας συμμετέχοντες δεν θα πληρωθούν), μέχρι τις συμφωνίες με το κρατικό και ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι κατασκηνωτές-εθελοντές θα έχουν την ευκαιρία να ασχοληθούν με όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες ώστε οι καλλιτέχνες να πουλήσουν το προϊόν ‘κουλτούρα και τέχνη’, ενώ οι κατασκηνωτές-καταναλωτές έχουν την ευκαιρία να το αγοράσουν.

... έχοντας ήσυχη και τη συνείδησή μας ότι όλα έγιναν για καλό σκοπό…

Επειδή, όμως, μέχρι στιγμής όλο αυτό δεν διαφέρει καθόλου από οποιοδήποτε άλλο εμπορικό φεστιβάλ που συμβαίνει μέσα στο κυρίαρχο πλαίσιο της βιομηχανίας της τέχνης, η διοργάνωση πρέπει να επιστρατεύσει ένα κοινωνικό μήνυμα που θα την καθιστά ικανή να φαντασιώνεται την αποστασιοποίησή της από αυτή τη βιομηχανία. Το κοινωνικό ζήτημα, λοιπόν, για την πρώτη ‘Βίδα Λάσκα’ είναι το «το ζήτημα των φυλακών και των συνθηκών κράτησης εν γένει.»9 Για το λόγο αυτό, μάλιστα, οι κατασκηνωτές καλούνται να… ξεσκονίσουν όσα παλιά βιβλία δεν χρειάζονται και να τα φέρουν μαζί τους ώστε να δωριστούν στις φυλακές.10

Στη διασκέδασή μας, λοιπόν, αντιστοιχούν 35-40 ευρώ και στους φυλακισμένους αντιστοιχούν τα αχρείαστα, σκονισμένα βιβλία μας. Στην κοινωνία του Θεάματος (όχι υπό την έννοια μίας κοινωνίας του ‘φαντασμαγορικού’, αλλά μίας που διαρκώς διαχωρίζει τη μορφή από το περιεχόμενο), ο ευτελισμός εννοιών είναι δομικό της χαρακτηριστικό. Όπως αλληλεγγύη δεν είναι να προσμένεις τα ξεροκόμματα των από πάνω αλλά να δημιουργείς αμφίδρομες σχέσεις που ανοίγουν πεδία αντίστασης και αγώνα, έτσι και η «ανάδειξη του ζητήματος των φυλακισμένων και των συνθηκών κράτησης» δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με ένα τριήμερο ξεφάντωμα (στο νησί όπου κάποτε κρατούνταν πολιτικοί κρατούμενοι του εμφυλίου). Όπως η «φροντίδα και η συντήρηση του Βίδο από τα τυχόν έσοδα του φεστιβάλ»11 δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε σχέση με την ανυπολόγιστη υποβάθμισή του επί τρεις ημέρες.

Όπως, γενικότερα, η εναλλακτική προσέγγιση σε κοινωνικά ζητήματα δεν κάνει τίποτα άλλο από μια παροδική ελάφρυνση της έντασής τους, δίχως ποτέ να βάλει στο στόχαστρο τα αίτιά τους. Ο εναλλακτισμός πατά αδίστακτα πάνω σε σημαντικά ζητήματα όπως προστασία του περιβάλλοντος, ανθρώπινα δικαιώματα, στήριξη στους μετανάστες και τους φυλακισμένους… τα απομακρύνει από οποιαδήποτε μορφή αγώνα (καθώς αυτός είναι δύσκολος, ριψοκίνδυνος και δεν τραβά τις μάζες), τα μετατρέπει σε lifestyle και μόδα (που είναι εύκολα και ίσως να «πληρώνονται ακριβά» μερικές φορές, αλλά μόνο με οικονομικούς όρους), σε τρόπο διασκέδασης, εμφάνισης, συμπεριφοράς και κατανάλωσης, πλήρως ακίνδυνα για το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σύστημα και πλήρως ελεγχόμενα από αυτό.

Σερβίρει συγκεκριμένα εμπορεύματα με συγκεκριμένο πολιτικό περιτύλιγμα• αποτελεί μία ακόμα έκφανση του marketing με συγκεκριμένο πολιτιστικό περιεχόμενο (φεστιβάλ, εκθέσεις φωτογραφίας, αγώνες δρόμου κλπ), με συγκεκριμένο προεξέχον -και πάντα επιφανειακό- αξιακό άλλοθι (αλληλοβοήθεια, σεβασμός στη διαφορετικότητα κλπ), διαθέτει συγκεκριμένο αγοραστικό κοινό (πολιτικοποιημένοι και σκεπτόμενοι άνθρωποι, άτομα με κοινές αισθητικές προτιμήσεις, αλλά και αδιάφορα άτομα που απλώς αρέσκονται σε αυτό το lifestyle), και πάντα ανακαλύπτει συγκεκριμένους τρόπους να αποκομίσει κέρδος (χορηγίες, εισιτήρια κλπ). Ο εναλλακτισμός αντιστέκεται «ως ένα σημείο» στην κυρίαρχη πραγματικότητα, σημείο από το οποίο και πέρα εκμεταλλεύεται τα «οφέλη» και τους θεσμούς της (παράδειγμα ο «γενικά απαράδεκτος» εθελοντισμός δεν είναι τόσο κακός όταν συμβαίνει σε «αποδεκτά όρια»). Αποτελεί έναν ακόμα πυλώνα της εμπορευματικής οικονομίας που προσαρμόζει αναλόγως τη γλώσσα προώθησης των προϊόντων του• μεταχειρίζεται, δηλαδή, μια ανατρεπτική φρασεολογία που θα προσελκύσει τους αντίστοιχους καταναλωτές. Γιατί, μονάχα μέσω της ιδιότητας του καταναλωτή (και δη του «σκεπτόμενου και ευαισθητοποιημένου») μπορεί κανείς να μετάσχει σε ό,τι διοργανώνει ο εναλλακτισμός.

… θα ανοίξουμε και το δρόμο στη μελλοντική εμπορική εκμετάλλευση του νησιού…

Το Βίδο αποτελεί δημόσια γη, ένα νησί που είναι ελεύθερα προσβάσιμο από τον καθένα. Στο τριήμερο φεστιβάλ, όμως, ο επισκέπτης θα πληρώνει αντίτιμο για την πρόσβαση σε αυτό, καθώς θα είναι ‘ρεζερβέ’ από τον συγκεκριμένο φορέα. Πρόκειται για μια λογική που μας βρίσκει εχθρικούς. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να κοστολογεί την πρόσβαση σε δημόσιο χώρο, όσο ‘ιδανικός για φεστιβάλ’ κι αν είναι, όποιον ‘ευγενή σκοπό’ κι αν επικαλείται. Αν η τριήμερη εκμετάλλευση του Βίδο γίνει αποδεκτή, θα μπορεί να γίνει το ίδιο και για οποιοδήποτε άλλο δημόσιο χώρο. Και αν επιτραπεί σε έναν ΜΚΟ προϋπολογισμού δεκάδων χιλιάδων ευρώ που μετά βεβαιότητας θα αποκτήσει έσοδα παρόμοιου μεγέθους, μπορεί εύκολα να επιτραπεί και σε άλλους ιδιωτικούς φορείς, κερδοσκοπικούς ή μη. Πρόκειται για μία ακόμη μορφή ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας αφού, μπορεί να μην πωλείται με ιδιοκτησιακούς όρους, προσφέρεται όμως βορά στα ιδιωτικά συμφέροντα να την εκμεταλλευτούν και να αποκομίσουν κέρδος από αυτή.

Η οικονομική εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας δεν είναι κάτι καινούριο, παραμένει όμως κάτι επικίνδυνο. Πόσο μάλλον σήμερα που η εισβολή των εμπορευμάτων σε κάθε πτυχή της ζωής, και η αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε ολοένα και πιο διευρυμένο έδαφος, είναι πιο εμφανής στόχος της κυριαρχίας από ποτέ. Η δημόσια περιουσία δεν πρέπει να μένει «αναξιοποίητη», αλλά τα εμπορεύματα να κυκλοφορούν ανεμπόδιστα και φυσικά μέσα της. Το τι εμπορεύματα θα είναι αυτά, εξαρτάται από τους όρους κατανάλωσης που θα θέτει κάθε φορά το κεφάλαιο. Εν προκειμένω, ο δρόμος που ανοίγει διάπλατα για το ως τώρα «αναξιοποίητο» Βίδο, έχει προορισμό την αξιοποίηση της ομορφιάς του από εμπόρους κουλτούρας και πολιτισμού. Πέρα από αυτό τον προορισμό, όμως, τι ακριβώς εμποδίζει κάποιον άλλο ιδιώτη, τοπική ή πολυεθνική εταιρεία (ή ΜΚΟ με την υποστήριξή τους) να πραγματοποιήσουν στο ενδιάμεσο μια διαφορετική ‘στάση’; Ή να πραγματοποιήσουν κάτι αντίστοιχο στον Ίσσο, εκτός προστατευόμενης ζώνης βεβαίως και πάντα με «οικολογική ευσυνειδησία», με σκοπό την ‘υπεράσπιση της δημόσιας περιουσίας’. Η απάντηση είναι απολύτως τίποτα, αφού η αρχή θα έχει γίνει.

Η μοναδική διαφορά είναι ότι σε αυτό το έγκλημα καλούνται να γίνουν συνένοχοι άνθρωποι με οικολογικές ανησυχίες, άνθρωποι που τους αρέσει το ελεύθερο κάμπινγκ, άνθρωποι που υπερασπίζονται το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στη φύση. Ακριβώς οι ίδιοι άνθρωποι που υπό άλλες προϋποθέσεις (αν για παράδειγμα κάτι αντίστοιχο διοργάνωνε η Eurobank) θα αντιμάχονταν την επικείμενη εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου, καλούνται τώρα να αγκαλιάσουν την προσπάθεια αυτή, επειδή θα «συναντηθούν οι Τέχνες» με τη βούλα του δήμου και θολό φόντο ένα «καλό κοινωνικό σκοπό».

… ενώ τις συνέπειες των επιλογών μας, για άλλη μια φορά θα τις αποφύγουμε.

Οι αντιφάσεις που έχουμε όλοι, υπάρχουν για να τις υπερβαίνουμε, όχι να τις μετατρέπουμε σε κανόνα. Η καταστροφή του περιβάλλοντος στο όνομα της οικολογίας δεν γίνεται να προσπερνάται ως μη γενόμενη χωρίς να κατακρίνεται. Η προετοιμασία του εδάφους για την αυριανή οικονομική εκμετάλλευση ενός μέρους σαν το Βίδο, μάλιστα στο όνομα της ‘σύνδεσης πολιτισμού και φύσης’, δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Τέχνες και πολιτισμός που χρειάζονται από τη μία καλοπληρωμένους «καλλιτέχνες» και από την άλλη άμισθους «νεροκουβαλητές» διαιωνίζουν την κυρίαρχη πρόσληψη της τέχνης ως μιας απαραιτήτως κατακερματισμένης δραστηριότητας που πατά πάνω στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και ανάγκη για έκφραση.

Κοινωνική δράση που έχει πίσω της κρατική υποστήριξη και επιχειρηματικά συμφέροντα είναι επικίνδυνη δράση. Είναι δράση που εκμεταλλεύεται συνειδήσεις, εξαργυρώνει την απάθεια και την απραξία, διαστρεβλώνει έννοιες, συγκαλύπτει αίτια και προεκτείνει την ένταση των κοινωνικών προβλημάτων. Είναι δράση που παριστάνεται ως δράση-από-τα-κάτω, στην πραγματικότητα όμως σε κάθε της διάσταση εμφιλοχωρούν η τακτική και η φιλοσοφία των από-πάνω. Ενώ, ακόμα κι αν η δράση αυτή ξεκινά από ανθρώπους που έχουν υπάρξει (και πιθανότατα θα υπάρξουν ξανά) στη μεριά των αγωνιζόμενων, βρίσκεται στην υπηρεσία των από-πάνω αφού συντηρεί τη δική τους λογική, υιοθετεί τα δικά τους μέσα, προωθεί τα δικά τους κίνητρα. Και το γεγονός ότι στο παρελθόν έχουμε συνυπάρξει με τέτοιους ανθρώπους σε μαζικές πορείες-πρωτοβουλίες-κινήσεις αλληλεγγύης (και ίσως συνυπάρξουμε ξανά)… δεν σημαίνει ούτε πως η συνύπαρξη αυτή συμβαίνει άνευ προϋποθέσεων, ούτε πως για χάρη της κάθε κριτική θα πρέπει να αποσιωπάται.

Είναι γνωστό ότι υπάρχει πρόθεση των διοργανωτών το φεστιβάλ να επαναληφθεί και του χρόνου. Μέχρι τότε η παρακαταθήκη του θα είναι οι ‘αξέχαστες εμπειρίες’ κατά τη διάρκεια του τριημέρου, οι επιπτώσεις στην πανίδα και το φυσικό περιβάλλον, τα ‘αχρείαστα βιβλία’ που θα φτάσουν στα χέρια ανθρώπων στοιβαγμένων σε ασφυκτικά κελιά που ζουν κάτω από ανείπωτα απαράδεκτες συνθήκες, η ενσωμάτωση ακόμα εντονότερα, ακόμα βαθύτερα, των χαρακτηριστικών της εξουσίας και της εκμετάλλευσης σε κόσμο που διατείνεται ότι είναι εναντίον τους. Και όλα αυτά, απλά για να διασκεδάσουμε. Διασκέδαση που αδιαφορεί για τους όρους, τις επιπτώσεις, και τις αντιφάσεις της, είναι χείριστου είδους διασκέδαση εντυπώσεων (ατομικών και κοινωνικών) για να μη ξεγυμνωθεί η αναποτελεσματικότητα (στην καλύτερη) ή το ψέμα (στη χειρότερη) πίσω από ανατρεπτικά ευφυολογήματα. Γιατί ακριβώς αυτά τα ευφυολογήματα έχουν συμβάλλει στην κυρίαρχη ενσωμάτωση συνθημάτων και πρακτικών, ακόμα και προταγμάτων και αξιών.

Κάθε ένας που σκοπεύει να στηρίξει το συγκεκριμένο φεστιβάλ, είτε με την απλή φυσική παρουσία του, είτε με την οποιαδήποτε είδους ενεργή «προσφορά» του, οφείλει να αναλογιστεί κατά πόσο τελικά όλο αυτό τον εκφράζει. Όπως επίσης και να δώσει απάντηση στο αν η συγκεκριμένη φιέστα αποτελεί πράγματι «γιορτή του καλοκαιριού» ή πλήρη αλλοίωση αξιών που ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται. Όσο πρέπει να τελειώνουμε με τον κόσμο της εξουσίας, άλλο τόσο πρέπει να τελειώνουμε με τις «εναλλακτικές γέφυρες» που μας συνδέουν με αυτόν. Όσο γεφυρώνεται ο κόσμος της αλληλεγγύης, της οικολογίας, της ανθρώπινης δημιουργικότητας με εκείνον του κέρδους, της εκμετάλλευσης, της απάθειας, τόσο η κυριαρχία θα κερδίζει έδαφος. Να γκρεμίσουμε κάθε γέφυρα με την εξουσία, όσο αφανής κι αν μοιάζει. Να ενισχύσουμε και να επινοήσουμε τους τρόπους εκείνους που θα μας φέρουν πιο κοντά σε μια κοινωνία απαλλαγμένη από εκμετάλλευση, μια κοινωνία ελευθερίας.

ΥΓ: Το παρόν κείμενο αποτελεί την ολοκληρωμένη μορφή του προηγούμενου σχετικού κειμένου μας,12 το οποίο μοιράστηκε στην πόλη της Κέρκυρας και για πρακτικούς λόγους είχε μικρότερη έκταση. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί απάντηση στην ανακοίνωση της διοργανώτριας αρχής του φεστιβάλ που μεσολάβησε χρονικά. Άλλωστε οι πολιτικές οργανώσεις που αποσκοπούν στην ατομική και κοινωνική απελευθέρωση δεν συνδιαλέγονται με εταιρίες.

 

1, 2, 3: http://vidalaska.com

4: ΑΔΑ: ΨΘΜ4465ΦΘΗ (Διαύγεια)

5: ΑΔΑ: 65Α7ΨΔΟΚΚ-5ΝΝ (Διαύγεια)

6: http://www.costopoulosfoundation.org/wp-content/uploads/2014/07/IFK_Apologismos_2012_gr1.pdf

7: ΑΔΑ: Ω9ΖΥΟΚΙΖ-ΜΡΟ (Διαύγεια)

8, 9, 10, 11: http://vidalaska.com

12: http://cumulonimbus.squat.gr/2016/06/05/%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b5%cf%87%ce%ae-%ce%b5%ce%ba%ce%bc%ce%b5%cf%84%ce%ac%ce%bb%ce%bb%ce%b5%cf%85%cf%83%ce%b7-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%ce%af%ce%b4%ce%bf/

 

[Αναδημοσίευση από Αναρχική Ομάδα Κέρκυρας Cumulonimbus]