Το τελευταίο διάστημα έχει εισβάλλει δυναμικά στο δημόσιο λόγο ένα πλέγμα Λόγων και αντιλήψεων σχετικά με την υγεία, την ασθένεια και τον υγιεινισμό. Περισσότερο από ποτέ, συζητάμε για μέτρα προστασίας, διάδοση ιών, παθογόνους παράγοντες, υποκείμενα νοσήματα, θανάτους, στατιστικές...

Δεν μας μιλάει πια μόνο το κράτος από τα δελτία των 8 (όπως λέει το παλιό αντεξουσιαστικό σύνθημα), αλλά και τα επιστημονικά του επιτελεία. Γιατροί, λοιμωξιολόγοι, επιδημιολόγοι, και ένα σωρό επιστήμονες και ειδικοί παρελαύνουν καθημερινά στα μίντια και ζητάνε να εφαρμοστούν τα κυβερνητικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης. «Κοινωνική αποστασιοποίηση», καραντίνα, απαγόρευση κυκλοφορίας... Μέτρα που ...βρωμάνε αυταρχισμό και θυμίζουν περισσότερο ένα μεγάλο εργαστήριο, με «πειραματόζωα» εμάς, ένα γενικευμένο πείραμα στο οποίο πρέπει όλες και όλοι να συμμετέχουμε, ο καθένας και η καθεμία σύμφωνα με τον ρόλο που του/της αποδίδεται.

Μέσα σ’ αυτό το γενικευμένο κλίμα πανικού και πειθάρχησης δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε την ίδια την έννοια της υγείας και της ασθένειας. Η υγεία, που εμφανίζεται ως ύψιστη αξία, κοινωνικό αγαθό, αλλά και κανονικοποιημένη συνθήκη, δεν είναι μια αυτοφυής σύλληψη, ούτε βέβαια καθολική και σταθερή ή αναλλοίωτη ιστορικά έννοια. Ακόμη περισσότερο, η σύγχρονη, βιοϊατρική αντίληψη της έννοιας της υγείας δεν είναι παρά μια κυρίαρχα ορισμένη ιδεατή κατάσταση, που εξελίσσεται και διευρύνεται ή/και αναπροσαρμόζεται με την εξέλιξη της ιατρικής και της βιολογίας αλλά και των τρεχουσών κοινωνικών αντιλήψεων. Αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως υγιές απέχει μακράν από το περιεχόμενο της υγείας στον μεσαίωνα, για παράδειγμα. Αντίστοιχα, οριοθετείται και ορίζεται η έννοια της ασθένειας. Στη βιοϊατρική αντίληψη για το σώμα και την υγεία, η ασθένεια εμφανίζεται ως παρέκκλιση από το ιδεατό πρότυπο του υγιούς και συνδέεται με σχέση αιτιότητας με κάποιο βιολογικό παράγοντα, ενώ το σώμα γίνεται αντιληπτό ως κάτι που μπορεί να «χαλάσει» και να «επιδιορθωθεί». Αυτή η αντίληψη τεμαχίζει το σώμα, απομονώνει και κατηγοριοποιεί τα συμπτώματα και τις αιτίες τους, ανάγοντάς τα σε βιολογικά συμβάντα και τα αποκόπτει από τις κοινωνικές, πολιτικές και ταξικές συνθήκες εντός των οποίων υπάρχουν. Έτσι, η ιατρική και η βιολογία γίνονται οι αποκλειστικές αυθεντίες επί της υγείας και του σώματος κατ’ επέκταση. Όσο μάλιστα αυτές εξελίσσονται και διευρύνονται ως επιστημονικοί κλάδοι, η γνώση αυτή γίνεται όλο και πιο δυσπρόσιτη, ανήκει σε ένα μικρό κύκλο επαϊόντων.

Η ίδια αντίληψη αποτυπώνεται και αποκρυσταλλώνεται και στο επίπεδο της ηθικής. Η υγεία είναι ευχή, η ασθένεια κατάρα ή τιμωρία. Οι μιαροί πρέπει να αποφεύγονται, «ιδανικά» να απομονώνονται. Το είδαμε να συμβαίνει το 2012 με τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών από το ΚΕΕΛΠΝΟ. Όταν δεκάδες γυναίκες διασύρθηκαν και τιμωρήθηκαν ως «υγειονομική βόμβα», φυλακίστηκαν και ορισμένες από αυτές ωθήθηκαν σε αυτοκτονία, στιγματισμένες ως μολυσματικές και επικίνδυνες. Το βλέπουμε να συμβαίνει -τηρουμένων των αναλογιών- και τώρα, με τον οχετό σεξιστικού και ρατσιστικού μιντιακού λόγου που στοχοποιεί τις μετανάστριες στο Κρανίδι ως «υγιειονομική βόμβα» που απειλεί τους ντόπιους άντρες πορνοπελάτες. Το στίγμα που συνοδεύει την ασθένεια, η σύλληψη της μιαρότητας είναι πρωτίστως έννοιες ηθικές και κοινωνικές. Το ίδιο το σώμα αποκτά ηθική διάσταση.

Σ’ αυτήν ακριβώς την ηθική διάσταση της υγείας και στον συνακόλουθο φόβο της ασθένειας βρίσκει γόνιμο έδαφος η πρακτική της καραντίνας. Οι νοσούντες/ούσες απομονώνονται σε συνθήκη εγκλεισμού «για την προστασία όλων». Το μολυσματικό δεν πρέπει να αλληλεπιδράσει με το υγιές, για να μην το αλλοιώσει. Ένα γενικό και αόριστο «κοινό καλό» το επιβάλλει. Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, που λειτουργούσε έως το 1957, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση όταν μιλάμε για στιγματισμό και εγκλεισμό των νοσούντων/ουσών στην πρόσφατη ιστορία. Την εποχή που η λέπρα (η χρήση του όρου μέχρι και σήμερα είναι επενδυμένη με ρατσιστικά συνδηλούμενα, κάτι το οποίο δεν αποφεύγεται ακριβώς ούτε με τον όρο «νόσος του Χάνσεν», ένα πιο εξευγενισμένο σχήμα που φροντίζει για την ανάδειξη σε βάθρο -όπως και σε πάμπολλες περιπτώσεις- του επιστήμονα που μελέτησε το νόσημα) προσλαμβανόταν ως θανατηφόρα και ανίατη, οι νοσούντες/ούσες φορούσαν κουδούνια για να είναι αναγνωρίσιμοι/ες ακριβώς ως τέτοιοι/ες - νοσούντες, μιαρές, μολυσματικοί, χρήζουσες «ελεημοσύνης». Πολλοί και πολλές από αυτούς/ές εγκλείστηκαν μαζικά σε απομονωμένους τόπους, στοιβάχτηκαν παρατημένοι/ες σε άθλιες συνθήκες, συχνά αφέθηκαν να πεθάνουν μόνοι/ες και μακρυά από τους οικείους τους, μιαροί και επικίνδυνες.

Η καραντίνα που ζούμε σήμερα και που επιβάλλεται στον «γενικό πληθυσμό», αφορά όχι μόνο στους ήδη ασθενείς αλλά και τις υγιείς. Διευρύνοντας το πεδίο, επιχειρώντας να οριοθετήσει και να εγγυηθεί το υγιές, απομονώνοντας το άρρωστο/μιαρό, επιβάλλεται παγκόσμια μια γενικευμένη συνθήκη ιατρικού εργαστηρίου. Μαζί της διευρύνεται και το στίγμα, τόσο που αποδίδεται σχεδόν στους πάντες. Ο ιός, η «αόρατη» αυτή «απειλή», μπορεί να κρύβεται παντού – σε κάθε χειραψία, άγγιγμα, φιλί, σε οποιαδήποτε επιφάνεια ή κοινόχρηστο χώρο. Δεν μπορεί κανείς να τον αναγνωρίσει, άρα τον υποπτεύεται σε κάθε κίνηση, σε κάθε αναπνοή. «Συνίσταται η κοινωνική αποστασιοποίηση», κράτος, επιστήμονες και μίντια, δηλαδή, μάς προστάζουν να είμαστε καχύποπτες η μία με τον άλλο. «Συμπεριφερθείτε σαν να έχετε ήδη τον ιό», όχι μόνο εσείς αλλά και ο καθένας και η καθεμία γύρω σας. Τι άλλο, αν όχι τον στιγματισμό, εξυπηρετούν, για παράδειγμα, τα πρόσφατα ρεπορτάζ που διαπομπεύουν ευπρόσωπα άτομα που τολμούν να αγγίζονται, να μοιράζονται το φαγητό τους, να μην τηρούν τις «αποστάσεις ασφαλείας»; Τι άλλο, πέρα από την ταύτιση του «μιαρού» με το «εγκληματικό», μπορεί να υπονοεί η «ιχνηλάτηση» του ιού, μέσω της παρακολούθησης και χαρτογράφησης των επαφών όσων επιβεβαιωμένα έχουν νοσήσει από την COVID-19 από ειδικό κέντρο της γαδα; Το στίγμα διευρύνεται, θεσμίζεται και επιβάλλεται. Και μαζί του, η στοχοποίηση, ο φόβος και η απομόνωση.

Η νέα ηθική που επιβάλλει η γενικευμένη καραντίνα φέρνει μαζί της και ένα νέο είδος ρατσισμού, αυτό του υγιούς απέναντι σε κάθε υποψία κίνησης που υποδηλώνει ασθένεια. Και περαιτέρω, απέναντι σε κάθε κίνηση που μπορεί να υπονοεί ότι κάποια/ος δεν φροντίζει «αρκετά» ώστε να μην νοσήσει. «Υγιείς» και θιασώτες της «υγείας» εναντίον «επικίνδυνα ανεύθυνων». «Υπεύθυνοι» πολίτες εναντίον απείθαρχων, εν δυνάμει δημοσίων κινδύνων. Δεν είναι μόνο το κράτος με τις δυνάμεις καταστολής που επιβάλλουν την καραντίνα, με πρόστιμα για «άσκοπη μετακίνηση», αλλά και μία ηθική γύρω από την υγεία και την ασθένεια που νομιμοποιεί το στιγματισμό και την τιμώρηση όσων τολμούν να μην τρώνε αμάσητα όσα τους σερβίρουν αυθεντίες και κάθε λογής ειδικοί, όσων η ...«σκοπιμότητα» δεν χωράει σε έξι «λόγους κατ’ εξαίρεση μετακίνησης», όσων η ζωή αρνείται να μπει σε καραντίνα.

Απέναντι στην επέλευση του ολοκληρωτισμού, εχθρικά προς την κυρίαρχη ηθική της υγείας και του υγιεινισμού, απέναντι σε αυθεντίες και επιστήμονες, επιμένουμε όσο ποτέ: τα σώματά μας είναι πεδίο αγώνα. Αγώνα ενάντια στην εξατομίκευση και το φόβο που μας επιβάλλουν, αγώνα για τη συλλογική και συνολική απελευθέρωση. Ως αμετανόητες/οι του ανεξέλεγκτου, του αδιαμεσολάβητου, της αυτοοργάνωσης, της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης.

ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΑΣ ΤΟΝ ΕΧΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ
Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΔΕΝ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΕ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ