Ελεύθερα, ψηλά, πολύ ψηλά πετώ κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα και αδέσμευτα φτερά μου...

Ελεύθερα, ψηλά, πολύ ψηλά πετώ κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα και αδέσμευτα φτερά μου...

 

 

Έγινε ο κόσμος μια μεγάλη φυλακή
κι εγώ ψάχνω έναν τρόπο τα δεσμά να σπάσω.
Έχω ένα μέρος που με περιμένει εκεί,
σε μια πολύ ψηλή κορφή πρέπει να φτάσω.
Γι’ αυτό απλώνω ξανά πολύ ψηλά τα δυο μου χέρια,
για να κλέψω λίγο φως από τα λαμπερά αστέρια.
Δεν αντέχω εδώ κάτω και κοντεύει να με πνίξει
των ανθρώπων η μιζέρια τόσο, όσο κι η θλίψη.
Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δε μου ταιριάξαν,
πήρα τ’άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν.
Ήταν δύσβατο, σκληρό και με παγίδες πολλές,
αγάπες σκάρτες…