Έγινε ο κόσμος μια μεγάλη φυλακή
κι εγώ ψάχνω έναν τρόπο τα δεσμά να σπάσω.
Έχω ένα μέρος που με περιμένει εκεί,
σε μια πολύ ψηλή κορφή πρέπει να φτάσω.
Γι’ αυτό απλώνω ξανά πολύ ψηλά τα δυο μου χέρια,
για να κλέψω λίγο φως από τα λαμπερά αστέρια.
Δεν αντέχω εδώ κάτω και κοντεύει να με πνίξει
των ανθρώπων η μιζέρια τόσο, όσο κι η θλίψη.
Δεν αντέχω άλλο κι όλοι αυτοί δε μου ταιριάξαν,
πήρα τ’άλλο μονοπάτι κι όχι αυτό που μου χαράξαν.
Ήταν δύσβατο, σκληρό και με παγίδες πολλές,
αγάπες σκάρτες και φίλοι φαρμακερές οχιές.
Είχε τέρατα με παράξενες στολές
που παραμονεύαν πάντοτε κρυφά μεσ’ στις σκιές,
Μην κοντοσταθείς αν πρόκειται ακολουθήσεις,
τα δόντια σφίξε γερά και μη δακρύσεις.
Εγώ το πήγα και το έφτασα στο τέρμα
κι όπως γράφουν στα βιβλία οι παλιοί σοφοί,
όταν θα φτάσει ο ήλιος στο τελευταίο γέρμα,
θα βάλουνε φωτιά από ψηλά οι αετοί.

Για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Και για αυτές τις αγάπες  τις παλιές θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Κι όσοι μ’ απείλησαν με πύρινα δεσμά θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μη φοβηθώ.
Να’ρθούνε να με βρουν στην κορυφή ψηλά, τους περιμένω και
σιγά μη φοβηθώ.

Μου είπαν να μην κάνω όνειρα τρελά,
να μην τολμήσω να κοιτάξω τα αστέρια,
μα εγώ ποτέ μου δεν τους πήρα σοβαρά,
πήρα τον κόσμο ολόκληρο στα δυο μου χέρια.
Θέλουνε τώρα να μου φτιάξουν μια φωλιά,
που εκεί πάνω της το φόβο, την ασχήμια
κι ένα κλάμα γοερό και μια αλυσίδα βαριά,
κουβαλάει την κατάρα των θεών και τη βλασφήμια.
Δε θα δακρύσω μια και δε θα φοβηθώ.
Δε θα αφήσω να μου κλέψουν τα όνειρα μου,
ελεύθερα, ψηλά, πολύ ψηλά πετώ
κι όλοι ζηλεύουν τα περήφανα και αδέσμευτα φτερά μου.
Και περιμένω κι άλλα αδέρφια για να ‘ρθουν
σ’ αυτήν την κορυφή που όλους περιμένει,
αρκεί να μη δακρύσουν και να μη φοβηθούν
σ’ αυτήν την έξυπνη απάτη, την καλοστημένη.

Για όσους με πρόδωσαν με πίσω μαχαιριές θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Και για αυτές τις αγάπες  τις παλιές θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μην κλάψω.
Κι όσοι μ’ απείλησαν με πύρινα δεσμά θέλω να ξέρουν ότι
σιγά μη φοβηθώ.
Να’ρθούνε να με βρουν στην κορυφή ψηλά, τους περιμένω και
σιγά μη φοβηθώ.