- Details
- Category: Μπροσούρες
Αναδημοσίευση απο το περιοδικό του Θερσίτη Σαμιζντάτ, Τεύχος 6, Γενάρης 2003. Ένα επίκαιρο όσο ποτέ κείμενο.
Το κείμενο αυτό φωτοτυπήθηκε και τέθηκε προς διανομή στο τραπεζάκι εντύπων του Θερσίτη στην εκδήλωση στις 29/11/2013 με θέμα "Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού και η θεωρία των άκρων". Την εισήγηση της σχετικής εκδήλωσης με τίτλο "Περί "κρατικού αντιφασισμού", "θεωρίας των άκρων" και αντιφασιστικών μαχών" μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Δημοσιεύουμε αποσπάσματα (που μεταφράζονται πρώτη φορά στα ελληνικά) από το κείμενο State and Individual under National Socialism, γραμμένο το 1942 και ανέκδοτο μέχρι το 1998, οπότε και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Herbert Marcuse, Technology, War and Fascism, από τις εκδόσεις Routledge, Λονδίνο-Νέα Υόρκη.
Η επιλογή της δημοσίευσης φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι τυχαία. Οι σκέψεις αυτές διατυπώθηκαν από τον πιο διακεκριμένο τιμητή της λεγόμενης Σχολής της Φραγκφούρτης μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Με τα εργαλεία μιας νεόφυτης για την εποχή μεταμαρξιστικής σκέψης γίνεται προσπάθεια να αναλυθεί το φαινόμενο του εθνικοσοσιαλισμού μέσα στα καινούργια του δεδομένα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί και οδηγήσει (σ)τον πόλεμο.
«Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν είναι επανάσταση ούτε ένα είδος ανανέωσης». Φαίνεται καταρχάς η ανάγκη να αποκαθηλωθεί μια γενικευμένη εντύπωση που ήθελε να δώσει αυτή η μορφή του φασισμού σε ολόκληρο τον κόσμο: η αύρα μιας νέας και λαοπρόβλητης δύναμης που μπορούσε να ενεργοποιήσει τα πιο απόκρυφα οράματα των φυλετικών ελίτ. Τα στοιχεία που αποκαλύπτουν το δυνάμωμα των γερμανών μεγαλοαφεντικών στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος είναι απαραίτητα για να απαντηθεί η εθνικοσοσιαλιστική λαϊκιστική ρητορεία της φετιχοποίησης των «αρετών της εργατικής τάξης».
Από κει και πέρα, θα μπορούσαμε να κάνουμε κριτική σε μια υπολανθάνουσα υπερασπιστική αντίληψη που χαρακτηρίζει το κείμενο για την αστική δημοκρατία. Όμως δεν είναι αυτό που διακυβεύεται σ’ αυτές τις γραμμές. Το κείμενο αυτό μπορεί να αφήσει κάποιον άναυδο, όχι τόσο για την αποκαλυπτική -και εμβριθή για την εποχή της- περιγραφή της πραγματικότητας του εθνικοσοσιαλισμού αλλά για την άμεση αναγνώριση των στοιχείων του φασισμού στα αστικοδημοκρατικά καθεστώτα της μεταπολεμικής περιόδου.
«Ενσωματώνοντας και τον ελεύθερο χρόνο, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλυσε και το τελευταίο προστατευτικό προπύργιο των προοδευτικών όψεων του ατομικισμού». Μήπως αυτή δεν είναι μια πρώιμη αναγνώριση των βασικών στοιχείων της επερχόμενης κοινωνίας του θεάματος;
Το απαύγασμα, βέβαια, που δικαιολογεί και την επιλογή αυτής της δημοσίευσης, είναι οι αναφορές του κειμένου στη δομή και τη λειτουργία του εθνικοσοσιαλισμού οι οποίες εμφανίζονται σε μια αντιδιαστολή με την δημοκρατία αλλά θυμίζουν επακριβώς την σημερινή πραγματικότητα της πολυδιαφημισμένης παγκοσμιοποίησης σε συνάρτηση με τον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό εθνικισμό.
Όπως: «Ο εθνικοσοσιαλιστικός αυταρχισμός:
-καταργεί, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος από τα κατάλοιπα του φιλελεύθερου παρελθόντος που είχαν ως αρμοδιότητα να εμποδίζουν την ανελέητη άσκηση της οικονομικής εξουσίας.
-στηρίζεται στην αγορά, θεσμός μέσω του οποίου, με τρόπο τυφλό και αναρχικό, η κοινωνία στην ολότητα της εξεγείρεται εναντίον των ατομικών συμφερόντων.
-επιτίθεται στην σπατάλη και στην καθυστέρηση που επιφέρουν μια ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα εργοστασίων και εργαστηρίων μη τεχνικά προσαρμοσμένων.
-εξαρτά την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης από την μέγιστη χρήση του βιομηχανικού μηχανισμού, ο οποίος πρέπει να ευεργετεί με ακόμη περισσότερα κέρδη αυτούς που τον ελέγχουν».
Στις γραμμές αυτές, αυτό που μπορεί να επιβεβαιώνεται από την ιστορική πραγματικότητα μπορεί να μην είναι μια μετακύληση της δημοκρατίας στον εθνικοσοσιαλισμό αλλά σίγουρα ένας «εμπλουτισμός» της με στοιχεία εθνικοσοσιαλισμού και, πάντως, ακόμα πιο σίγουρα, η δομική τους πολιτική και οικονομική επικοινωνία.
Η αναφορά που γίνεται στην ασφάλεια δεν μπορεί παρά να είναι προφητική για τις μέρες μας και το Κυρίαρχο πρόσχημα για την εκμαίευση της κοινωνικής συναίνεσης: «Η ασφάλεια αυτή, όμως, υποδουλώνει το άτομο στον πιο καταπιεστικό μηχανισμό που γνώρισε ποτέ η μοντέρνα κοινωνία. Φυσικά, η ανοιχτή τρομοκρατία δεν πλήττει παρά τους εχθρούς, τους «ξένους» και όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνεργασθούν. Αλλά η υποχθόνια τρομοκρατία της επιτήρησης και της γενικής επιστράτευσης, του πολέμου και της στέρησης πλήττει όλον τον κόσμο».
Εκείνο που μένει σε μας να επαναλάβουμε πολλές φορές και να σκεφτούμε είναι οι φράσεις του τέλους:
«Τα πάντα συμμαχούν για να μετατρέψουν τις παρορμήσεις για διαμαρτυρία και εξέγερση σε επιθυμία ενότητας. Όλα έρχονται να συνθέσουν την εικόνα ενός καθεστώτος που όχι μόνο υπόταξε τις πιο ατίθασες και τις καλύτερα προστατευμένες από την ατομικιστική κοινωνία ζώνες αλλά επίσης, έπεισε το άτομο να εκτιμά και να διαιωνίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν είναι παρά ένα όργανο καταπίεσης».
Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός;
Δεν είναι πλέον αναγκαίο να αμφισβητούμε την απατηλή ιδέα σύμφωνα με την οποία ο εθνικοσοσιαλισμός θα σηματοδοτούσε μιαν επανάσταση. Γνωρίζουμε σήμερα ότι το κίνημα αυτό δεν ανέτρεψε την θεμελιώδη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, της οποίας ο έλεγχος παραμένει στα χέρια ειδικών κοινωνικών ομάδων που ελέγχουν τα εργαλεία της εργασίας χωρίς να φροντίζουν για τις ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της (1). Η οικονομική δραστηριότητα του Γ΄ Ράιχ στηρίζεται στις μεγάλες βιομηχανικές κοινοπραξίες οι οποίες, πριν ακόμα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και έχοντας επωφεληθεί ευρέως από την κυβερνητική υποστήριξη, είχαν σταδιακά ενισχύσει τη θέση τους. Διατήρησαν αυτό το ρόλο-κλειδί σε μια οικονομία πολέμου και κατάκτησης. Από το 1933, οι διευθύνοντές τους συγχωνεύτηκαν με την νέα «ελίτ», μια «ελίτ» στρατολογημένη στο πιο υψηλό επίπεδο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αλλά δεν εγκατέλειψαν ως εκ τούτου τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές τους δραστηριότητες (2).
Ο εθνικοσοσιαλισμός δεν αποτελεί ούτε μια κοινωνική και πολιτική ανανέωση, ακόμη κι αν επανεγκατέστησε σε μεγάλο βαθμό στην εξουσία τις δυνάμεις και τις ομάδες συμφέροντος που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είχε απειλήσει ή καταστείλει: ο στρατός έγινε πάλι Κράτος Εν Κράτει, η εξουσία του διευθυντή επιχείρησης απαλλάχθηκε από πολλούς περιορισμούς και η εργατική τάξη υφίσταται μια πραγματική ολοκληρωτική επιρροή. Ως εκ τούτου, δεν αναμόρφωσε τις παλιές μορφές κυριαρχίας και ιεράρχησης.
Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος, όπως παρουσιάζεται, έχει ωστόσο λίγα κοινά σημεία με την πολιτική οργάνωση του παλαιού Ράϊχ. Ο στρατός, παραδοσιακή φυτογή της φεουδαρχίας και της Πρωσικής υπεροχής, οργανώθηκε εκ νέου σύμφωνα με πιο ανοιχτές αρχές στρατολόγησης, ενώ μια σειρά ψευτοδημοκρατικών μέτρων άρχισε να διέπει τις κοινωνικές επαφές. Αφεντικά κι εργάτες, ενωμένοι στους κόλπους του γερμανικού εργατικού Μετώπου, όφειλαν να συμμετέχουν πλάι-πλάι στις ίδιες πορείες και συγκεντρώσεις και να τηρούν τους ίδιους κανόνες καθοδήγησης. Πολλά προνόμια και τιμητικοί τίτλοι, κατάλοιπα της φεουδαρχικής τάξης, καταργήθηκαν. Επιπλέον -και πιο σημαντικό- η παλιά γραφειοκρατία και οι πιο υψηλές αρχές της βιομηχανίας και της οικονομίας αναγνώρισαν το νέο αφεντικό και τις νέες μεθόδους διαχείρισης.
Θα αναπτύξουμε παρακάτω την ιδέα, σύμφωνα με την οποία το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος απαλλάχθηκε από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά του μοντέρνου Κράτους. Το καθεστώς αυτό τείνει να καταργήσει κάθε διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία, μεταθέτοντας πολιτικές λειτουργίες στις κοινωνικές ομάδες που κατέχουν πραγματικά την εξουσία (…)
Το μοντέρνο Κράτος –και μόνο αυτό είναι που μας απασχολεί εδώ- κατασκευάστηκε και οργανώθηκε έξω από το πεδίο των διατομικών σχέσεων, τομέας που θεωρείται ως μη πολιτικός και που ανταποκρίνεται σε δικούς του νόμους και μοντέλα. Η ιδιωτική ζωή, η οικογένεια, η Εκκλησία και ευρείς τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής, υπάγονταν στον τομέα αυτό. (…) Το Κράτος αναγνώριζε ότι μερικά ειδικά κοινωνικά δικαιώματα προϋπήρχαν αυτού και η επέμβαση του δεν θα δικαιολογούταν ούτε θα γινόταν αποδεκτή παρά μόνο για να τα διαφυλάξει, να τα προάγει ή να τα αποκαταστήσει. (…) Ο εθνικοσοσιαλισμός κατήργησε αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε Κράτος και κοινωνία.
Το Κράτος: μια μηχανή. Αυτή η υλιστική αντίληψη αντανακλά πολύ καλύτερα την εθνικοσοσιαλιστική πραγματικότητα απ’ ότι οι θεωρίες για την κοινότητα της φυλής ή για το Κράτος-οδηγό. Η μηχανή αυτή, η οποία ελέγχει παντού την ζωή των ανθρώπινων όντων, είναι η πιο τρομακτική απ’ όλες εφόσον, με όλη την αποτελεσματικότητα και την ακρίβεια που επιδεικνύει, μένει ολοκληρωτικά απρόβλεπτη και ιδιόρρυθμη. Κανείς δεν ξέρει, εξαιρουμένων ίσως κάποιων «μυημένων», πού και πότε θα κτυπήσει. Φαίνεται να λειτουργεί μόνο δυνάμει των νόμων της και προσαρμόζεται με ευελιξία και επιμέλεια και στην πιο ανεπαίσθητη αλλαγή στη σύνθεση των διευθυντηρίων ομάδων. Όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες υπόκεινται στους επιτακτικούς στόχους ελέγχου και επέκτασης.
Ο εθνικοσοσιαλισμός μάταια ισχυρίστηκε ότι το Κράτος διοικείται προσωπικά από μερικά πανίσχυρα άτομα: τα ίδια αυτά άτομα στην πραγματικότητα υπάγονται στο μηχανισμό του Κράτους. Δεν είναι ούτε ο Himmler, ούτε ο Göring, ούτε ο Ley (3) που χτυπούν και διατάζουν πραγματικά αλλά η Γκεστάπο ή η Λουφτβάφε και το εργατικό Μέτωπο. Οι διαφορετικές διοικητικές μηχανές συγκροτούν ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό που εξυπηρετεί καλά τόσο τα συμφέροντα της βιομηχανίας, όσο και εκείνα του στρατού και του κόμματος. Ας το επαναλάβουμε: η ανώτατη εξουσία δεν ενσαρκώνεται στη μορφή κάποιου επικεφαλής βιομηχανίας, στρατηγού ή πολιτικού αρχηγού αλλά ασκείται μέσω των μεγάλων βιομηχανικών κοινοπραξιών, του στρατιωτικού μηχανισμού και της πολιτικής λειτουργίας. Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος είναι η πολιτική διαχείριση των τριών υποστάσεων που λαμβάνουν οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξουσίες.
Αυτά τα ανταγωνιστικά στοιχεία συμφωνούν σε έναν συγκεκριμένο κοινό στόχο: την ιμπεριαλιστική επέκταση σε διηπειρωτική κλίμακα. Για να πετύχει τον στόχο αυτόν, το καθεστώς απαιτεί τη μέγιστη προσφυγή στην εργατική δύναμη, την ύπαρξη εκτεταμένου αποθέματος εργατών και την διανοητική και φυσική εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την εκμετάλλευση όλων των νεοκατακτηθέντων ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Τότε είναι –όταν η καλή λειτουργία του μηχανισμού δεν βασίζεται πια παρά μόνο σε απολύτως υποκειμενικούς παράγοντες- που η τρομοκρατική καταπίεση βρίσκει τα όρια της. Ένα κοινωνικό σύστημα σε πλήρη επέκταση, θεμελιωμένο στη μέγιστη δυνατή τεχνολογική και βιομηχανική αποδοτικότητα, δε μπορεί παρά να απελευθερώσει στο άτομο τις ικανότητες και τις παρορμήσεις που πραγματώνουν αυτή την επέκταση. Το ανθρώπινο όν, η πιο πολύτιμη πηγή ενέργειας και δύναμης, γίνεται λοιπόν το χαϊδεμένο παιδί του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. (…)
Όλα αυτά δεν μπορεί παρά να θυμίζουν την ατομικιστική φιλοσοφία της μεγάλης εποχής του φιλελευθερισμού. Εξάλλου, με τη σημασία που αποδίδει στο άτομο ως πρωταρχική πηγή της εργατικής δύναμης, ο εθνικοσοσιαλισμός συμπληρώνει μερικές από τις θεμελιώδεις τάσεις της [ατομικιστικής] κοινωνίας. Σύμφωνα με τη βασική αρχή της κοινωνίας αυτής, ο καθένας βλέπει τον εαυτό του να αμείβεται σύμφωνα με το ρόλο του στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και κάθε πράξη θα πρέπει να δικαιολογείται από την αναζήτηση του προσωπικού συμφέροντος. Ωστόσο, με την αρχή αυτή να έχει αυξήσει τελικά τις οικονομικές ανισότητες, η φιλελεύθερη κυβέρνηση ανέλαβε να πειθαρχήσει το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων.
Πρέπει, ωστόσο, να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση της δημόσιας και της οικονομικής ζωής είναι εντελώς διαφορετική από αυτήν που γνωρίζουμε ή εξυμνούμε στις δημοκρατικές χώρες. Όταν, στις χώρες αυτές, η κυβερνητική παρέμβαση υποτίθεται ότι μετριάζει τα αρνητικά αποτελέσματα της συγκέντρωσης της οικονομικής εξουσίας, η εθνικοσοσιαλιστική πειθαρχία τείνει να καταργήσει ή να διορθώσει τους μηχανισμούς που θα μπορούσαν να την εμποδίσουν(4). Ο εθνικοσοσιαλιστικός αυταρχισμός:
-καταργεί, σε μεγάλο βαθμό, πλήθος από τα κατάλοιπα του φιλελεύθερου παρελθόντος που είχαν ως αρμοδιότητα να εμποδίζουν την ανελέητη άσκηση της οικονομικής εξουσίας.
-στηρίζεται στην αγορά, θεσμός μέσω του οποίου, με τρόπο τυφλό και αναρχικό, η κοινωνία στην ολότητα της εξεγείρεται εναντίον των ατομικών συμφερόντων.
-επιτίθεται στην σπατάλη και στην καθυστέρηση που επιφέρουν μια ανεξέλεγκτη ανταγωνιστικότητα και η αναποτελεσματικότητα εργοστασίων και εργαστηρίων μη τεχνικά προσαρμοσμένων.
-εξαρτά την αποδοτικότητα της ατομικής επιχείρησης από την μέγιστη χρήση του βιομηχανικού μηχανισμού, ο οποίος πρέπει να ευεργετεί με ακόμη περισσότερα κέρδη αυτούς που τον ελέγχουν.
Μπροστά σε αυτή τη σύγκλιση απόψεων που αφορούν την ιμπεριαλιστική επέκταση, μια τέτοια εξάρτηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θρίαμβος του γενικού συμφέροντος επί των ατομικών συμφερόντων. Ωστόσο, η κοινωνία αυτή, της οποίας η κοινωνική ευημερία είναι επίσης αυτό που διακυβεύεται, είναι μια κοινωνία βασισμένη στην μονιμότητα της στέρησης και της καταπίεσης. Αυτό θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ ένα γιγαντιαίο μονοπωλιακό σύμπλεγμα το οποίο, έχοντας κατορθώσει να ελέγξει τον εσωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό και να υποτάξει τις εργατικές μάζες, προετοιμάζεται να κατακτήσει την παγκόσμια αγορά. Η άνοδος του Γ΄ Ράιχ είναι ακριβώς η πιο αποτελεσματική και η πιο ανελέητη απόδειξη αυτής της διαδικασίας.
Το εθνικοσοσιαλιστικό Κράτος δεν είναι το αντίθετο του ανταγωνιστικού ατομικισμού, είναι το επιστέγασμά του. Απελευθερώνει τις χυδαίες παρορμήσεις του προσωπικού συμφέροντος, τις οποίες οι δημοκρατίες προσπάθησαν να δαμάσουν και να συνταιριάξουν σε απαίτηση της ελευθερίας.
Όπως κάθε [ανταγωνιστική] κοινωνία, η εθνικοσοσιαλιστική κοινωνία στηρίζεται στην ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και οργανώνεται συνεπώς γύρω από τους δύο πόλους που σχηματίζουν απ’ τη μια, ο μικρός αριθμός εκείνων που ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία και απ’ την άλλη, το κύριο μέρος του πληθυσμού που -άμεσα ή έμμεσα- εξαρτάται από αυτούς. Με τον εθνικοσοσιαλισμό, η κατάσταση του ατόμου είναι αυτή που υφίσταται τις πιο βαθιές ανακατατάξεις, καθώς το ίδιο το άτομο εξελίσσεται σε αυτή την τελευταία κατηγορία. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο ακόμα, η εξέλιξη αυτή συγκεκριμενοποιεί –αλλά δεν αντιφάσκει- ορισμένες τάσεις της [ατομικιστικής] κοινωνίας.
Στην πολύ διευρυμένη βάση της κοινωνικής πυραμίδας, το άτομο υποβαθμίστηκε σε σημαντικό βαθμό στη θέση του απλού στοιχείου του «πλήθους». Το Γ΄ Ράιχ είναι φυσικά ένα «Κράτος των μαζών», στο οποίο όλες οι ατομικές δυνάμεις και συμφέροντα συγχωνεύονται σε μια παράλογη ανθρώπινη μάζα, την οποία μεταχειρίζεται με επιδεξιότητα το καθεστώς (5). Η μάζα αυτή δεν είναι, ωστόσο, ενοποιημένη από μια κοινή «συνείδηση» ή ένα κοινό συμφέρον. Τα άτομα που την αποτελούν, δεν αναζητάνε σε ατομικό επίπεδο παρά μόνο το πιο στοιχειώδες προσωπικό τους συμφέρον και η ανασυγκρότηση τους στάθηκε δυνατή μονάχα επειδή το συμφέρον αυτό συγχέεται με το βίαιο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που είναι κοινό σε όλους. Η συσπείρωση των ατόμων σε ένα πλήθος περισσότερο όξυνε την ιδιαιτερότητα και την απομόνωσή τους παρά τις ακύρωσε και η εξίσωσή τους δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναπαράγει το σενάριο σύμφωνα με το οποίο, η ατομικότητά τους είχε προηγουμένως διαμορφωθεί. (…)
Η ίδια αρχή αποδοτικότητας η οποία, σ’ αυτήν την τάξη πραγμάτων, οδήγησε στην υποταγή της βιομηχανίας –προς το μεγαλύτερο όφελος των ισχυρών κοινοπραξιών- επιφέρει επίσης τη γενική επιστράτευση όλων των δυνάμεων εργασίας. (…) Πράγματι, η άσκηση της εργατικής του δύναμης είναι η μόνη ελευθερία που παραχωρείται στο άτομο, το οποίο βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Το πιο πολύτιμο αγαθό του λαού είναι «η εργατική του δύναμη από την οποία εξαρτώνται το μεγαλείο και η ισχύς του έθνους. Η διαφύλαξη και η μεγιστοποίηση της είναι η πρωταρχική υποχρέωση του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος και το πιο πιεστικό καθήκον των γερμανικών επιχειρήσεων, των οποίων η επιβίωση και η αποδοτικότητα βασίζονται και στον αριθμό και στο επίπεδο ικανοτήτων των εργατών».(6)
Ο εθνικοσοσιαλισμός επεξεργάστηκε ένα πολύπλοκο σύστημα ηθικής, διανοητικής και φυσικής εκπαίδευσης, σκοπός του οποίου είναι να αυξήσει την απόδοση της εργασίας μέσω της παράπλευρης κατεύθυνσης των πλέον επιστημονικά επεξεργασμένων μεθόδων και τεχνικών. Ο μισθός εξαρτάται από την προσωπική απόδοση του εργαζομένου(7). Δημιουργούνται ινστιτούτα ψυχολογίας και τεχνολογίας για να μελετηθούν οι μέθοδοι οι καλύτερα προσαρμόσιμες στην ατομικοποίηση της εργασίας και να αποτραπούν τα δυσοίωνα αποτελέσματα της μηχανοποίησης. Τα εργοστάσια, τα σχολεία, οι χώροι για προπόνηση, τα στάδια, οι πολιτιστικοί θεσμοί και ο ελεύθερος χρόνος είναι εξίσου εργαστήρια «επιστημονικής διαχείρισης» της εργασίας.
Η ολική επιστράτευση της εργατικής δύναμης του ατόμου καταστρέφει και το τελευταίο προπύργιο που το προστάτευε από την κοινωνία και το Κράτος: παραβιάζει τον ιδιωτικό τομέα του ελεύθερου χρόνου του. Κατά τη διάρκεια της φιλελεύθερης περιόδου, το άτομο διαφοροποιούνταν από την κοινωνία μέσω της επιβεβλημένης διάκρισης ανάμεσα στη δουλειά και τον ελεύθερο χρόνο του. Υπό τον εθνικοσοσιαλισμό ο διαχωρισμός αυτός, όπως και εκείνος που υπήρχε ανάμεσα στην κοινωνία και το Κράτος, καταργήθηκε. (…) Ενσωματώνοντας και τον ελεύθερο χρόνο, ο εθνικοσοσιαλισμός κατάλυσε και το τελευταίο προστατευτικό προπύργιο των προοδευτικών όψεων του ατομικισμού. (…)
Η γενική επιστράτευση της εργατικής δύναμης δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς το άτομο να λαμβάνει ανταμοιβές για την απώλεια της ανεξαρτησίας του. Ο εθνικοσοσιαλισμός προσφέρει δύο: μια νέα οικονομική ασφάλεια κι ένα καινούργιο προνόμιο. Το γεγονός ότι η ιμπεριαλιστική οικονομία του Γ΄ Ράιχ εξασφάλισε την πλήρη απασχόληση, προσφέροντας παράλληλα μια στοιχειώδη οικονομική ασφάλεια στους πολίτες της, είναι αποφασιστικής σημασίας. Η ελευθερία που απολάμβανε το άτομο κατά την προ-φασιστική περίοδο, για ένα μεγάλο μέρος των Γερμανών, αντισταθμιζόταν με μια μόνιμη ανασφάλεια. Από το 1923, η συνειδητή βούληση να εγκαθιδρυθεί μια κοινωνία πραγματικά δημοκρατική, άφησε τη θέση της σε μια διεισδύουσα ατμόσφαιρα παραίτησης και απελπισίας. Δεν θα εκπλαγούμε που από τότε, η ελευθερία βάραινε λιγότερο μπροστά σε ένα σύστημα που προσέφερε πλήρη ασφάλεια στο καθένα από τα μέλη της γερμανικής οικογένειας. Ο εθνικοσοσιαλισμός άλλαξε το ελεύθερο υποκείμενο σε υποκείμενο οικονομικά σταθερό× η εφησυχαστική πραγματικότητα της οικονομικής ασφάλειας επισκίασε το επικίνδυνο ιδανικό της ελευθερίας. Η ασφάλεια αυτή, όμως, υποδουλώνει το άτομο στον πιο καταπιεστικό μηχανισμό που γνώρισε ποτέ η μοντέρνα κοινωνία. Φυσικά, η ανοιχτή τρομοκρατία δεν πλήττει παρά τους εχθρούς, τους «ξένους» και όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συνεργασθούν. Αλλά η υποχθόνια τρομοκρατία της επιτήρησης και της γενικής επιστράτευσης, του πολέμου και της στέρησης πλήττει όλον τον κόσμο. Το καθεστώς δεν επιτρέπεται να εξασφαλίζει την οικονομική ασφάλεια στο σημείο που εκείνη να γίνεται το έναυσμα της ελευθερίας. Όπως δεν μπορεί να καλυτερεύσει το βιοτικό επίπεδο στο βαθμό που το άτομο να βρίσκει, για τον εαυτό του, τους τρόπους μιας δικής του έκφρασης των ικανοτήτων του και την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Μια τέτοια χειραφέτηση θα ήταν, στην πραγματικότητα, ασυμβίβαστη με την κοινωνική κυριαρχία που απαιτεί η ιμπεριαλιστική οικονομία.
Η εθνικοσοσιαλιστική ρητορική γύρω από το καθήκον της θυσίας υπερβαίνει την απλή ιδεολογία. Δεν είναι μια προπαγανδιστική αρχή αλλά μια οικονομική αρχή. Η εθνικοσοσιαλιστική ασφάλεια συνδέθηκε εν μέρει με την στέρηση και την καταπίεση. Η οικονομική ασφάλεια, έστω κι αν είναι μια ανταμοιβή, πρέπει να συνοδεύεται από μια μορφή ελευθερίας που παρέχει ο εθνικοσοσιαλισμός αίροντας ορισμένα θεμελιώδη κοινωνικά ταμπού. (…)
Το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αποκάλυψε τη στέρηση σε αυτούς που το υποστήριζαν. (…) Ήταν στριμωγμένοι, προδομένοι και στερημένοι μέσα στις επιθυμίες και τις δυνατότητες τους αλλά τώρα είναι τα αφεντικά και μπορούν να κάνουν αυτό που τα παλιά τους αφεντικά τολμούσαν σπάνια να κάνουν. Ο Ernest R. Pope παραθέτει ένα διαφωτιστικό απόσπασμα του επίσημου προγράμματος της διάσημης (και οργιώδους) Νύχτας των Αμαζόνων: «αυτό που πριν ήταν αυστηρά περιορισμένο και παρουσιαζόταν μακριά από τα βλέμματα σε λίγους μυημένους, προσεκτικά επιλεγμένους, προσφέρεται σήμερα φανερά σε όλους μέσα στη νυχτερινή μαγεία του Nymphenburg Park (…) μέσα στα μινιμαλιστικά στολίδια των Μουσών, μέσα στη γυμνή ελευθερία θαυμάσιων κορμιών. (…) Αυτοί που αναγαλλιάζουν, παρασυρμένοι από τον χαρούμενο ενθουσιασμό αυτού στο οποίο συμμετέχουν και θαυμάζουν, είναι οι νέοι Γερμανοί του 1939 (8)…»
Τέτοιο είναι το προσφερόμενο θέαμα σε εκείνους που επιτρέπεται να διασκεδάζουν μέσα στη φυλακή τους, να απελευθερώνονται μέσα στους κήπους των παλιών τους βασιλιάδων, να συμμετέχουν και να «θαυμάζουν» τα άλλοτε απαγορευμένα θαύματα. Η γοητεία, η ομορφιά και η ελευθεριότητα της εθνικοσοσιαλιστικής χλιδής κουβαλάνε μέσα τους τα ίχνη της υποταγής και της καταπίεσης. Οι νεαρές όμορφες γυμνές κοπέλες και τα πολύχρωμα τοπία των εθνικοσοσιαλιστών καλλιτεχνών ανταποκρίνονται άψογα στον κλασικισμό των εξωραϊσμένων χώρων συγκέντρωσης, των εξωραϊσμένων εργοστασίων, των εξωραϊσμένων μηχανών και των εξωραϊσμένων στολών εργασίας. Τα πάντα συμμαχούν για να μετατρέψουν τις παρορμήσεις για διαμαρτυρία και εξέγερση σε επιθυμία ενότητας. Όλα έρχονται να συνθέσουν την εικόνα ενός καθεστώτος που όχι μόνο υπόταξε τις πιο ατίθασες και τις καλύτερα προστατευμένες από την ατομικιστική κοινωνία ζώνες αλλά επίσης, έπεισε το άτομο να εκτιμά και να διαιωνίζει έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν είναι παρά ένα όργανο καταπίεσης.
Herbert Marcuse
(1) Τα επιχειρήματα που επιτρέπουν αυτήν την ερμηνεία βρίσκονται στο έργο του Franz Newmann,Behemoth. The Origin and Structure of National Sosialism, Oxford University Press, Νέα Υόρκη, 1942.
(2) Για το μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στον πολιτικό μηχανισμό και τον επιχειρηματικό κόσμο πρβλ. Arkadji Gurland, “Technological Trends under National Sosialism” στο Studies in Philosophie and Social Science, 1941, Νέα Υόρκη, Νο 2 και, στο ίδιο τεύχος, Otto Kirchheimer “Changes in the Structure of Political Compromise”.
(3) O Heinrich Himmler, αρχηγός των SS, έγινε υπουργός εσωτερικών× ο στρατάρχης Hermann Göring ήταν διαδοχικά πρωθυπουργός της Πρωσίας, έπειτα ταγματάρχης των εναέριων δυνάμεων και υπεύθυνος σχεδίου× ο Robert Ley διοικούσε το γερμανικό εργατικό Μέτωπο προτού αναλάβει την οργάνωση του ναζιστικού κόμματος.
(4) Arkadji Gurland (όπ. π.)
(5) Βλέπε Emil Lederer, State of the Masses, Νέα Υόρκη, Howard Fertig, 1940.
(6) Robert Ley, “Anordnung über des Leistungskampf der deutschen Betriebe”, στο Deutsche Sozialpolitik, Bericht der Deutschen Arbeitfront, Zentralbureau, Sozialamt, Βερολίνο, 1937.
(7) Όπ. π.
(8) Munich Playground, Νέα Υόρκη, 1941.
[Διαβάστε το κείμενο σε αρχείο μορφής pdf πατώντας εδώ]
- Details
- Category: Μπροσούρες
Το παρακάτω κείμενο συνόδευσε την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Θερσίτη στις 29/11/2013 με θέμα "το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού και η θεωρία των άκρων". Μέρος του κειμένου αποτέλεσε και την εισήγηση της εκδήλωσης που στάθηκε αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Το κείμενο είναι χωρισμένο στις παρακάτω τρεις θεματικές και σε ένα υστερόγραφο.
1. Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού
2. Καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ολοκληρωτισμός και κράτος
3. Για τη θεωρία των άκρων
ΥΓ: Κάποιες σκέψεις πάνω στην αντιφασιστική μάχη που συνεχίζεται και έρχεται μπροστά μας, για τον θάνατο στον φασισμό, την κρεμάλα στους φασίστες και τους εύστοχους πυροβολισμούς μιας άστοχης κυριολεξίας
[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής pdf πατήστε εδώ]
1. Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού
Έχουν πλέον περάσει περισσότερο από 2 μήνες από τη μέρα που ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός στις 17 Σεπτέμβρη από τα χέρια φασιστών δολοφόνων. Και ενώ για αρκετό καιρό επιχειρήθηκε η τηλεοπτική ομηρία των κοινωνικών αντανακλαστικών από τις «ραγδαίες εξελίξεις γύρω από την εγκληματική οργάνωση της χρυσής αυγής», ο τηλεοπτικός χρόνος τελείωσε μαζί με την ποινική «τακτοποίηση» του ζητήματος. Η μάχη της δημοκρατίας με τον φασισμό στα μαρμαρένια αλώνια ήταν κάτι περισσότερο από ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και αφορά τον βαθύ πυρήνα του «κράτους έκτακτης ανάγκης» που πλέον δεν αποτελεί «μεταβατικό στάδιο» ή προθάλαμο για μια συνολική συστημική μετάβαση, αλλά ένα μονιμότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης/ρύθμισης/περίφραξης.
Στην ουσία αυτό που συντελέστηκε τους τελευταίους 2 μήνες ήταν μια «τακτοποίηση» ενός ανοιχτού ζητήματος που αφορά τους δεσμούς αίματος κράτους και παρακράτους και ακόμα βαθύτερα την απέκδυση από την πλευρά της δημοκρατίας έκτακτης ανάγκης των οποιωνδήποτε φασιστικών σκιών και συγγενειών έπεφταν πάνω στην ανάγκη ευρύτερης κοινωνικής νομιμοποίησής της. Ήταν η ανάγκη του κράτους έκτακτης ανάγκης να πείσει για το «σύντομο ατύχημα» του «φαινομένου της χρυσής αυγής», να προσπεραστεί η στενή δομική σχέση σε επίπεδο μηχανισμών και ιδεολογίας μεταξύ φιλελευθερισμού και ολοκληρωτισμού, να διαρραγούν μόνο οι πιο προφανείς και επιφανειακές διασυνδέσεις σε επίπεδο «απλών προσώπων» και να(!) ο φασισμός αδειασμένος από τα προσχήματά του: τερατούργημα στο θέατρο της ιστορίας μπορεί να αποτραβηχτεί από τη σκηνή. Τελικά όλα μπορούν να τακτοποιηθούν με την συσπείρωση των «υγιών ελλήνων» (δήλωση Σαμαρά από Νέα Υόρκη τις πρώτες μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα), της δημοκρατίας, της αθωότητας του έλληνα πολίτη που πλήττεται, αδικείται και διεκδικεί μια ήσυχη διέξοδο -επιστροφή στις «ανέφελες μέρες της ευμάρειας», του ενοποιητικού μύθου για «μονόδρομους εθνικής ανάπτυξης», της καταδίκης των «εξτρεμισμών», αυτής της γλοιώδικης τελικά «κοινοτοπίας του καλού» που εκφράζει η αστική δημοκρατία...Μήπως δεν ήταν ο τρόπος αντίστοιχος με αυτόν με τον οποίο η δυτική δημοκρατία αντιμετώπισε το «ατύχημα του φασισμού» μεταπολεμικά;
Σε κείμενο μας λίγες μέρες μετά τις «ραγδαίες εξελίξεις» αποτυπώσαμε την αίσθηση των ημερών και την προοπτική του «κράτους έκτακτης ανάγκης» μέσα από το πρίσμα αυτών των εξελίξεων:
Βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή για τις κυριαρχικές επιλογές και στρατηγικές, σε μια εποχή κρίσης που μπορεί να τσιμεντώνει την κρατική-καπιταλιστική αποφασιστικότητα και επιθετικότητα στους από κάτω, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για ενδοκυριαρχικές συγκρούσεις, για επαναδιευθέτηση συμμαχιών (και συμμάχων), για καταστροφή τμημάτων του πολιτικού προσωπικού ή της ίδιας της κυρίαρχης τάξης που δεν είναι λειτουργικά ή πλεονάζουν. Και όπως ακριβώς η επιτάχυνση της λεηλασίας των από κάτω γίνεται με όρους καταλυτικού πολέμου (blitzkrieg) με τον ίδιο τρόπο επιταχύνονται και οι «εξελίξεις» στο κυρίαρχο μπλοκ: η χρυσή αυγή από πολύτιμη εφεδρεία γίνεται ξαφνικά ένα βαρίδι που πρέπει προσωρινά να μπει στην άκρη (με αυτή της τη μορφή). Αυτό βέβαια δεν αποτυπώνει μια πραγματική μετατόπιση του συστήματος σε μια «άνοιξη της δημοκρατίας» αλλά σε μια άλλου είδους διεργασία: την ανάγκη της κρατικής μηχανής να τελειώνει με τους «ασταθείς μηχανισμούς» του που έχουν την τάση ενίοτε να αυτονομούνται, αλλά κυρίως την αφομοίωση-υποκατάσταση από την πλευρά της αστικής δημοκρατίας των μεθόδων του πρώην μηχανισμού της, χωρίς απαραίτητα την παρουσία του. Με απλά ελληνικά, ένα κράτος με ατζέντα και μεθόδους χρυσής αυγής χωρίς την ίδια την χρυσή αυγή… Είναι μια απαίτηση της εποχής…
Βέβαια κάποια σημεία των όσων ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ενδεικτικά: ο πρώτος φόβος των κυρίαρχων, όπως αποτυπώθηκε εξάλλου σε όλα τα καθεστωτικά media δεν ήταν άλλος από την πιθανότητα μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης. Τα γεγονότα της Τετάρτης 18/9 στο Κερατσίνι με τις πολύωρες οδομαχίες με τις δυνάμεις καταστολής και τις επιθέσεις σε τράπεζες και μαυραγορίτικα αλλά και οι επιθέσεις σε γραφεία των φασιστών και οι συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας επιβεβαίωσαν αυτούς τους φόβους και ανάγκασαν τον Δένδια να ακυρώσει το ταξίδι του στη Ρώμη για συνάντηση με ομολόγους του. Η σκληρή καταστολή της Τετάρτης 18/9 (ειδικά όταν έπειτα από κάποια ώρα οι διαδηλωτές δεν ησύχαζαν) και η ασφυκτική παρουσία μπάτσων σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση τις επόμενες μέρες έδειχνε την αποφασιστικότητα του κρατικού μηχανισμού να αποτρέψει οποιαδήποτε απόπειρα «σπίθας που θα άναβε πυρκαγιά». Η τακτική των μηχανισμών καταστολής ήταν πανομοιότυπη με το μοντέλο που ακολουθήθηκε μετά τη δολοφονία του Θανάση Καναούτη από ελεγκτές στο Περιστέρι στις 13/8.
Και κομμάτι αυτής της «επικοινωνιακής καταιγίδας» ήταν η απομόνωση και η απόκρυψη της κοινωνική κινητικότητας, των ροών της κοινωνικής αντίστασης και των απαντήσεων, της αντιφασιστικής οργής στους δρόμους. Όχι μόνο γιατί αυτός ο αντιφασισμός ανήκε στο «άλλο άκρο» αλλά γιατί το μονοπώλιο του «αντιφασισμού» έπρεπε να παράγεται και να αναπαράγεται από τις θεσμικές μηχανές δικαιώνοντας το «ισχυρό Κράτος» σε κάθε φαινομενική ή ουσιαστική απόφασή του.
Αυτό που συμβαίνει στο προκείμενο είναι μια συνολική επαναδιευθέτηση των ενδοσυστημικών συμμαχιών που «δυστυχώς» γι’ αυτούς δεν έγινε με μια ξεκάθαρη αυτεπιλογή αλλά υπό το καθεστώς ενός εκβιασμού: μια δολοφονία που ξεσκέπαζε σε όλα τα σημεία όχι μόνο την αγαστή σχέση κρατικών μηχανισμών και χρυσής αυγής αλλά την δομική-εσωτερική σχέση κράτους και φασισμού.
Υπό την απειλή αποσταθεροποίησης λόγω συσσωρευμένης κοινωνικής οργής, έπρεπε να παρθούν ορισμένες γρήγορες αποφάσεις –σε ρυθμό και ταχύτητα χρηματιστηρίου- που θα αναδιάτασσαν ριζικά (αλλά στην πραγματικότητα σε φαινομενικό μόνο επίπεδο) τόσο τα κυριαρχικά προσχήματα όσο και τις πραγματικές συμμαχίες. Η πολύτιμη εφεδρεία της χρυσής αυγής εδώ και 2 χρόνια έπαιζε διαρκώς στα όρια των «αντιφάσεων» της αστικής δημοκρατίας, γινόταν όμως ανεκτή ως το πρωτοπόρο κομμάτι που «ακόνιζε στα πεζοδρόμια» τον κοινωνικό συντηρητισμό, αναβίωνε με τους καλύτερους όρους τον μετεμφυλιακό αντικομμουνισμό, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην παραγωγή ενός ιδεολογικού και κοινωνικού πόλου που θα «τελείωνε με την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στην πολιτική και την κοινωνική συνείδηση», όπως λένε όπου σταθούν και όπου βρεθούν διάφοροι θεσμικοί ακροδεξιοί Κρανιδιώτηδες, Βορίδηδες κ.α., δημιουργούσε φοβικά αντανακλαστικά σε αντιστεκόμενα κοινωνικά κομμάτια, έσερνε διαρκώς την πολιτική ατζέντα στις πιο σκοτεινές πλευρές του συστήματος, ήταν ένας «εμφυλιακός δούρειος ίππος» στην καρδιά των γειτονιών, των δρόμων και των κοινωνικών αντιστάσεων.
Αλλά άρχιζε (λόγω και του τυχοδιωκτισμού της ηγεσίας της) να παρουσιάζει τάσεις αυτονόμησης ως ξεχωριστός πόλος μέσα στην κρατική μηχανή, χωρίς να προϋποθέτει τις ισορροπίες και τις ανάγκες που την ανέβασαν και την έφεραν να «κοσμεί» τον πολιτικό βίο της χώρας. Γι αυτό και ο περίφημος Μπάμπης Παπαδημητρίου –αηδόνι του καθεστωτικού λόγου- λίγες μέρες πριν είχε ζητήσει μια «σοβαρή χρυσή αυγή». Όταν ένας μηχανισμός μέσα σε μια μηχανή παρουσιάζει άλλες ροπές κάνει δυσλειτουργικό όλο το σύστημα: σε αυτήν την περίπτωση δεν πετάς τη μηχανή, αντικαθιστάς ή επιδιορθώνεις απλά τον μηχανισμό. Και «δυστυχώς» η απόφαση έπρεπε να παρθεί άμεσα, χωρίς να περιμένουν το πώς θα επανεκκινούσε η μηχανή με απλές επιδιορθώσεις και μπαλώματα. Ήταν ζήτημα ευρύτερης συστημικής ομαλότητας…
Πρόκειται για μια ποσοτική και ποιοτική επένδυση από την πλευρά του κράτους στο κοινωνικό κομμάτι που πειθόταν από τον κρετινισμό της χρυσής αυγής, για μια ενσωμάτωση της «εκφασισμένης ποιότητας» αυτού του κομματιού μέσα στην ίδια τη δομή και τη φιλοσοφία του (ακόμα και σε επίσημο θεσμικό επίπεδο, όπως συνέβη με την παρουσία της ΧΑ στη βουλή), ο απόλυτος έλεγχος των εκφασισμένων κοινωνικών ροπών προς όφελος της μακροχρόνιας συστημικής σταθερότητας και ομαλότητας.
2. Καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ολοκληρωτισμός και κράτος
«Κάθε νόμος, ως κανονιστική διάταξη, ακόμα και συνταγματικός νόμος, απαιτεί αναγκαστικά σε τελευταία ανάλυση, για να είναι έγκυρος, μια προκαταρκτική πολιτική απόφαση παρμένη από μια εξουσία ή από μια υπάρχουσα πολιτική αρχή. Κάθε υπάρχουσα πολιτική μονάδα βρίσκει την αξία της και τη δικαίωση της ύπαρξής της όχι στη δικαιοσύνη ή στην καταλληλότητα των κανόνων, αλλά από την ίδια της την ύπαρξη. Αυτό που υπάρχει ως πολιτική οντότητα είναι από νομική άποψη άξιο να υπάρχει.»
Αυτά έγραφε ο γερμανός Καρλ Σμίτ, ο θεωρητικός-θεμελιωτής του σύγχρονου «ολικού-αυταρχικού κράτους» και του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Αυτή η νομική θεωρία που διατυπώθηκε το 1928, είναι προάγγελος του πλαισίου που οικειοποιείται λίγα χρόνια μετά ο ναζισμός: το δίκαιο είναι πολιτική και η πολιτική θα είναι βούληση. Η ομογενοποίηση δικαίου και πολιτικού, η κατάλυση της σχετικής αυτονομίας τους και η υπαγωγή του πρώτου στο δεύτερο ακολουθεί μια άλλου είδους ομογενοποίηση: του οικονομικού με το πολιτικό. Τέτοιου είδους ομογενοποιήσεις και υπαγωγές είναι χαρακτηριστικές σε περιόδους κρισιακές για το σύστημα (κρίση αναπαραγωγής, διακυβέρνησης, ηγεμονίας κτλ), περιόδους συνολικών μεταβάσεων από ένα μοντέλο κοινωνικής-οικονομικής οργάνωσης και διακυβέρνησης σε ένα άλλο. Είναι οι περίοδοι που εμφανίζεται και θεμελιώνεται η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και η συνακόλουθη κρατική διαχείρισή της. Είναι οι περίοδοι των «ολοκληρωτισμών» που εμφανίζονται μεν ως «εξαιρετικοί» και «τυχαίοι» αλλά δεν παύουν να αποτελούν σάρκα από τη σάρκα του φιλελευθερισμού. Οι ολοκληρωτισμοί αυτοί εκφράζονται μέσα από κλασικές μορφές άρσης της «ελευθερίας του τύπου», κατάργηση συνδικαλιστικών και κοινωνικών ελευθεριών , υπερσυγκεντροποίηση εξουσιών σε έναν μηχανισμό (γραφειοκρατικό ή στρατιωτικό) που τίθεται υπεράνω των άλλων (το σύγχρονο καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιφυλάσσει μια διαφορετική σχέση με αυτές τις «ελευθερίες»: πχ συγκεντροποίηση και παραγωγή μίας συστημικής φωνής χωρίς πολλές διαφορετικές ή αποκλίνουσες «προφορές» στα μμε, κατάργηση του ρόλου των συνδικάτων και των «κοινωνικών φορέων» ως διαμεσολαβητικών μηχανισμών παραγωγής κοινωνικών συναινέσεων, «ταύτιση» της αστυνομίας και της δικαιοσύνης σε έναν κοινό σε αντίληψη αστυνομοδικαστικό μηχανισμό κτλ).
Προάγγελος της τρέχουσας συστημικής κρίσης ήταν και η αδυναμία της κυριαρχίας την τελευταία 15ετία τουλάχιστον, να παραγάγει ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που θα διασυνδέει την ομαλή και μεγεθυμένη καπιταλιστική κερδοφορία με μια σταθερή (ή σταθερότερη έστω) οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης. Η «αποτυχία» αυτή οδηγεί σταδιακά όχι απλά στην πριμοδότηση μορφών εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης (ακραία νεοφιλελεύθερη σχεδίαση της οικονομίας) αλλά στην ωμή μετατροπή της αστικής κυριαρχίας σε άμεση ωμή βιοπολιτική κυριαρχία ολόκληρων κοινωνικών κομματιών που «περισσεύουν», είναι «προβληματικά», «λεκιάζουν»...
Το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» επιβλήθηκε και επιταχύνθηκε στην ελληνική πραγματικότητα τα 5 τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης μέσω της «απειλής της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης» και της «εθνικής ανάγκης για σωτηρία της οικονομίας». Η θεμελίωσή του όμως, ως συστημική δυνατότητα, είχε υπάρξει αρκετά χρόνια πριν και μάλιστα ως μια παγκόσμια επιλογή που χρονικά μπορεί να εντοπιστεί στον «πόλεμο ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία» στις αρχές του 2000. Αυτό λοιπόν, απαιτούσε και απαιτεί «κλειστές κοινωνίες», φτωχοποιημένες υλικά, πνευματικά και συναισθηματικά, που δεν μπορούν να παραγάγουν αυτόνομες τις λύσεις ξεπεράσματος, αμφισβήτησης και άρνησης του υπάρχοντος, που φτύνουν ανήμπορες ακόμα και όλα αυτά που είχαν κατακτήσει. Οι κοινωνικοί εχθροί κατασκευάζονται ως αναπαραστάσεις φόβου εδώ και χρόνια, σύρονται στις τηλεοπτικές οθόνες ως «λαθρομετανάστες», οροθετικές, κουκουλοφόροι, εγκληματίες... Στα πολεμικά ανακοινωθέντα υπουργείων, αστυνομίας, μμε, ταυτοποιείται μια «καινούρια» γλώσσα που παίζει διαρκώς με τη διακινδύνευση, την ανασφάλεια, την αστάθεια και έρχεται να θεμελιώσει συνειδησιακά μια συγκεκριμένη κοινωνική πρόσληψη της «εποχής»: την ανάγκη όχι απλά για ένα κράτος διαιτητή/ουδέτερο αλλά για ένα κράτος εγγυητή της ομαλότητας, απόλυτο κυρίαρχο, πολεμικό. Οι ολοκληρωτικές πρακτικές δεν είναι δυνατές παρά μόνο επειδή έχουν γίνει αποδεκτές από γλώσσες οι οποίες και αυτές πρωτύτερα έχουν γίνει αποδεκτές. Δεν υπάρχει αποδοχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης πριν γίνει αποδεκτός «ο κίνδυνος που λέγεται λαθρομετανάστης». Η κοινοτοπία της ασφάλειας γεμίζει το κενό που αφήνει η συστολή του «πρώην απελευθερωμένου» κοινωνικού χώρου (είτε πρόκειται για αδιαμεσολάβητες κοινωνικές κατακτήσεις είτε για τις αντανακλάσεις τους στο θεσμικό πεδίο ως «δημοκρατικές παραχωρήσεις»). Αυτό προϋποθέτει την ενίσχυση του κατασταλτικού χαρακτήρα του κράτους και την απαγκίστρωσή του από την προνοιακή πολιτική. Αυτή η «μεταστροφή» απαιτεί επίσης μια θεμελιώδη ανάγνωση του κοινωνικού πεδίου ως πεδίου αστυνόμευσης, ελέγχου και υποβάθμισης του (πολιτικού και κοινωνικού) ατόμου σε ένα αναλώσιμο στοιχείο στο πολεμικό πεδίο (που παράγει η «επάρατος κρίση»). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ολοκληρωτισμός και οι διάφορες –θεσμικές και μη μορφές του- δεν είναι απλά μια συστημική επιλογή ανάμεσα στις πολλές αλλά η μοναδική κατεύθυνση. Τα «συμβάντα» σε Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία των τελευταίων μηνών και η «χλιαρή» -σε επίπεδο απλά διπλωματικών διακηρύξεων δημοκρατίας και δικαιωμάτων- αντιμετώπιση της αιματοβαμμένης κρατικής καταστολής από τις δημοκρατίες της Δύσης, δείχνει όχι ένα σύνηθες «μούδιασμα» των δυτικών δημοκρατιών αλλά μια κίνηση από την πλευρά τους να ενσωματώσουν και να νομιμοποιήσουν την αντιεξεγερτική πρακτική των καθεστώτων της παγκόσμιας περιφέρειας.
Η σημερινή συνθήκη δεν υποδηλώνει μια προσωρινότητα, ένα «εξαιρετικό και βραχυπρόθεσμο» χαρακτήρα της κρατικής μορφής, ούτε απλά ένα μεταβατικό στάδιο για την επιστροφή σε αυτό που υπήρξε και οργάνωνε την «ισορροπία»: πολλά σημεία δείχνουν πως βρισκόμαστε εμφατικά σε μια περίοδο όπου αυτό το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης γίνεται από εργαλείο, τρόπος, γίνεται μοντέλο διακυβέρνησης, γίνεται το ίδιο το ξεπέρασμα της «κρίσης». Ζητούμενο δεν είναι η διαχείριση-παραγωγή της κοινωνικής συναίνεσης και κοινωνικής ειρήνης (όπως αντιστοιχούσε στα προηγούμενα μοντέλα) αλλά η διαρκής «διαχείριση κρίσεων». Καταστατικό κομμάτι αυτής της διαχείρισης, φίλτρο της, είναι η όξυνση της καταστολής, των θεσμικών ολοκληρωτισμών, η διάχυση του φόβου, η περίφραξη, η άμβλυνση του ορισμού του εγκλήματος, η ποινική μεταχείριση και απαξίωση μεγάλων κοινωνικών κομματιών. Το νέο κράτος έκτακτης ανάγκης δεν αποκόβεται από τις «οικουμενικές φιλελεύθερες διακηρύξεις» τους «καταστατικούς μύθους» ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης κτλ. Είναι η περίοδος όπου οι «παλιοί οικουμενισμοί» του φιλελευθερισμού «ιδιωτικοποιούνται», αποκόβονται από την κοινωνική τους πρακτική, απονοηματοδοτούνται ως ιδιαιτερότητες, ως αφαιρέσεις ή και ως κρατικές παραχωρήσεις.
"Κατάσταση έκτακτης ανάγκης" σημαίνει θεσμική μετατροπή της εξαίρεσης σε κανόνα. Σημαίνει ταχύτατη και αιφνιδιαστική αναίρεση των προηγούμενων "ισορροπιών" (που κρίνονται πλέον αντιλειτουργικές από την κυριαρχία) και εδραίωση ενός νέου κανονιστικού πλαισίου. Το νέο κανονιστικό πλαίσιο (σε νομικό-ιδεολογικό-ηθικό πεδίο) διαμορφώνεται πάνω όχι σε μια σταθερή βάση-πλαίσιο που εντάσσονται- διαμεσολαβούνται-πειθαρχούνται οι κοινωνικές ροές (πχ κοινωνικό συμβόλαιο), αλλά πάνω σε μια κίνηση (στη συγκεκριμένη στιγμή η ανάγκη για ξεπέρασμα της κρίσης, η έξοδος από το τούνελ, η ασφάλεια και άλλα υπερβατικά φληναφήματα) η οποία θέτει ως πρωταρχικό στόχο την ίδια την αναπαραγωγή της κίνησης. Οι συστημικές ανάγκες είναι πέραν ακόμη και του ίδιου του Νόμου.
Το σημερινό κρατικό μοντέλο προσομοιάζει σε πολλά αλλά δεν μπορεί να αντιστοιχεί στο παλιό ολοκληρωτικό κράτος του μεσοπολέμου. Και αυτό όχι μόνο γιατί εκλείπουν πολλά «υπερβατικά» χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν τους ενοποιητικούς μύθους, όπως η φιγούρα του ηγεμόνα κτλ.
Στη σημερινή συγκυρία φαίνεται να αναπαράγεται μια διαφορετική τάση από εκείνη της ισχυρής αυτονομίας της πολιτικής από την οικονομία (η οποία χαρακτηρίζει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου όπου η οικονομία ήταν ένα ακόμη πολεμικό μέσο επίτευξης των κρατικών σκοπών). Η διαλεκτική σχέση πολιτικής και οικονομίας διαμορφώνει νέα πεδία επικαθορισμών των μεταξύ τους αυτονομιών. Αυτό δεν αναιρεί την ισχύ του κράτους, ούτε σημαίνει λιγότερο ή ιδιωτικοποιημένο κράτος. Το αντίθετο μάλιστα: από παντού επιζητείται ένα διευρυμένο, εξοπλισμένο με έκτακτες εξουσίες, πολεμικό κράτος που θα μπορεί να παίξει έναν επιτελικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και όχι έναν απλό διαιτητικό-παρεμβατικό ρόλο. Πρόκειται για μια ποιοτική μετεξέλιξη του λεγόμενου «ποινικού κράτους» (που θεμελιώθηκε ως νεοφιλελεύθερο αγγλοσαξονικό μοντέλο από τη δεκαετία του ‘80 και που μετά το 2001-επίθεση στους δίδυμους πύργους- ονομάστηκε «κράτος ασφάλειας»). Το «ποινικό κράτος» αντιμετώπιζε τις «επικίνδυνες τάξεις» (ή καλύτερα τα εξατομικευμένα υποκείμενά τους) με εναλλασσόμενες αναπαραστάσεις (άλλοτε προνοιακές και άλλοτε ποινικές) και περισσότερο με λογικές κοινωνικού πανοπτισμού, εκπειθάρχησης και ενσωμάτωσης (πχ κοινωνικές υπηρεσίες επανένταξης «παρεκκλίνοντων» πληθυσμών κτλ). Σήμερα σκοπό δεν έχει πλέον απλά την τιμωρία των επικίνδυνων τάξεων, αλλά οργανώνεται πάνω στην ωμή βιοπολιτική τους εξουσίαση. Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία όπου η ανάσυρση του κράτους έκτακτης ανάγκης δεν συμβαίνει σποραδικά μπροστά σε «εξαιρετικές καταστάσεις» με σκοπό την γρήγορη επιστροφή στην πρότερη «εύρυθμη φιλελεύθερη-δημοκρατική» του κατάσταση. Μάλλον είμαστε μπροστά σε μια μόνιμη αναγνώριση του κοινωνικού χωροχρόνου ως πεδίο διαρκούς συναγερμού (σημείο που παράγει ταυτόχρονα νέες ποιότητες κοινωνικού αυτοματισμού οι οποίες συνδιαλέγονται πλέον με έναν ιδιότυπο «δαρβινισμό»), για μια διαδικασία όπου η κοινωνία δεν «αντιμετωπίζεται» ως ενιαίο πολιτικό υποκείμενο (μια από τις σταθερές του λεγόμενου κοινωνικού συμβολαίου) αλλά ως ένα κοινωνικό σώμα του οποίου η πολιτική υπόσταση(των επιμέρους κοινωνικών ομάδων) καθορίζεται από τον βαθμό εκπειθάρχησης και συντονισμού του στα νέα δεδομένα.
Μια υποσημείωση 80 χρόνια μετά, αποσπάσματα από κείμενο του Μαρκούζε γραμμένο το 1934, που αφορούσε την άνοδο των ολοκληρωτικών-αυταρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη:
«από το ένα μέρος η φιλελεύθερη θεωρία της κοινωνίας περιέχει εν σπέρματι πολλά στοιχεία της ολοκληρωτικής αντίληψης για το κράτος» και από το άλλο μέρος το αυταρχικό κράτος είναι «στο βάθος ευρύτατα σύμφωνο με τη βασική κοινωνική δομή του φιλελευθερισμού» έτσι ώστε το «πέρασμα από το φιλελεύθερο κράτος στο ολικό αυταρχικό κράτος να συντελείται μέσα στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος και με τέτοιον τρόπο όπου μπορούμε να πούμε για τούτη τη μοναδικότητα της οικονομικής βάσης ότι είναι ο ίδιος ο φιλελευθερισμός που γεννά το ολικό κράτος, το οποίο εμφανίζεται ως φιλελευθερισμός σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης. Το ολοκληρωτικό κράτος προσκομίζει στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού μια κατάλληλη οργάνωση και θεωρία της κοινωνίας.» Τα νέα στοιχεία του ολοκληρωτισμού, στοιχεία με τα οποία προαναγγέλλεται μια σαφής διαλεκτική αντίδραση ενάντια στον φιλελευθερισμό, αλλά που για την πραγματοποίησή τους χρειάζονται την κατάργηση των οικονομικών και κοινωνικών βάσεων τις οποίες κατέχει ακόμα το ολικό αυταρχικό κράτος. Γι αυτό δεν πρέπει να ερμηνεύουμε τη νέα θεωρία του κράτους και της κοινωνίας ως αποκλειστικά διεργασία ιδεολογικής προσαρμογής. Στο φιλοσοφικό πεδίο αυτά τα νέα στοιχεία (οικουμενικότητα, νατουραλισμός, υπαρξισμός) συγκλίνουν σε μια τεράστια προκατάληψη ενάντια στη φιλελεύθερη αρχή του Ορθού Λόγου. Στο πολιτικό πεδίο από την υποκρισία ενός λυτρωμένου από τον εαυτό του φιλελευθερισμού δεν απομένει παρά η απαίτηση για Κράτος.»
3. Για τη θεωρία των άκρων
Ο ολοκληρωτικός μετασχηματισμός του κράτους, έτσι όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες παραγράφους, αυτή η απαίτηση για Κράτος, όπως αναδύεται μέσα από το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», επιτυγχάνεται με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο, μέσα από ένα εργαλειακό σχήμα που έχει αποτελέσει αρκετές φορές μέρος της επίσημης κρατικής αφήγησης, τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην ελληνική ιστορία, αυτό της θεωρίας των άκρων. Ένα σχήμα που έχει εμφανιστεί με διάφορες μορφές, ανάλογα με τη συγκυρία (βλέπε θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων, πολιτική της έντασης, ακροκινούμενες ομάδες κ.α.) αλλά που σε κάθε περίπτωση αυτό που διακυβεύεται είναι η ισχυροποίηση του κρατικού μηχανισμού, το αδιαμφισβήτητο της δημοκρατίας ως επικυρίαρχου καθεστώτος και η επικύρωση κάθε φορά της συναίνεσης και της υποταγής των υποτελών. Διότι, μιλώντας για άκρα, προϋποθέτουμε ένα κέντρο. Και αφού είναι τα άκρα που απειλούν την ομαλότητα και την εύρυθμη λειτουργία του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, κύριος και μοναδικός εγγυητής της ασφάλειας και της νομιμότητας εμφανίζεται να είναι το κράτος. Ένα κέντρο όμως που οφείλει να κρατάει ίσες αποστάσεις από τα άκρα, έστω και προσχηματικά και εμφανίζεται ως το έχον το μονοπώλιο στην άσκηση της βίας. Μια νομιμότητα που ορίζεται αυτοαναφορικά από το κράτος κι επιβάλλεται με τη βία που είναι νόμιμη γιατί μπορεί κι ορίζει τη νομιμότητα. Η τελευταία αυτή φράση, πέραν του ότι καταδεικνύει την ίδια τη φύση του δικαίου και του νόμου που εδράζονται πάντα σε σχέσεις επιβολής, ανισοτιμίας και βίας, αποτυπώνει και τη «ρευστότητα» που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του κράτους έκτακτης ανάγκης, άρα και την αναγκαιότητα από την πλευρά της κυριαρχίας να αξιοποιήσει εργαλεία όπως αυτό της θεωρίας των άκρων.
Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητη μία σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της θεωρίας αυτής. Η πρώτη χρήση του σχήματος ανάγεται στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϋμάρης, όπου τότε το ένα «άκρο», ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα ανέβηκε στην εξουσία και κατέλυσε τη δημοκρατία γιατί ένα άλλο «άκρο», οι κομμουνιστές «απειλούσαν» τη δημοκρατία με συνεχείς απεργίες και αναταραχές. Τα χρόνια του ψυχρού πολέμου, προωθήθηκε η ρητορεία περί «ολοκληρωτικών καθεστώτων», των ισότιμα επικίνδυνων «κόκκινου και μαύρου αυταρχισμού», της ταύτισης του Στάλιν με το Χίτλερ. Μετά το 1989 ακολουθήθηκε ένα παρόμοιο σχήμα στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, για να συμπεριλάβει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού ως «τραγικών ιστορικών ατυχημάτων». Να αναφέρουμε εδώ ότι παραδόξως ο ιταλικός φασισμός - ιδεολογική μήτρα του εθνικοσοσιαλισμού – και το μουσολινικό καθεστώς δεν προσδένονται με τον ίδιο τρόπο στον άξονα του ολοκληρωτισμού, για τον ευρηματικό λόγο του ότι δεν ήταν ακραιφνώς βίαιο καθεστώς και δεν συστηματοποίησε τη βία του με ανάλογους τρόπους όπως τα άλλα δύο καθεστώτα. Οι λόγοι της μη πρόσδεσής του στο σχήμα σταλινισμός-ναζισμός, είναι οι άμεσες και σαφείς του ιδεολογικές συνάφειες και αναφορές με τον «παρακμάζοντα φιλελευθερισμό» του μεσοπολέμου και όχι μόνο. Στον ελλαδικό χώρο, το ίδιο ακριβώς ιδεολογικό εργαλείο είχε αξιοποιηθεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 από τον (κομμουνιστοφάγο κεντρώο δημοκράτη) Γεώργιο Παπανδρέου και τρεις δεκαετίες αργότερα επαναπροέκυψε ως «αριστεροχουντισμός» του «εθνοσωτήρα» Καραμανλή. Μετά από την εξέγερση του 2008, αλλά και την ανάδειξη της χρυσής αυγής σε πολιτικό παίχτη από το εγχώριο πολιτικό, παρακρατικό και μιντιακό σύστημα, ο ίδιος «συλλογισμός» θα διαχυθεί στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης έτσι που να ορίζει-νομιμοποιεί (ακόμα και όταν την «καταδικάζει») την άνοδο της ρατσιστικής και ακροδεξιάς βίας ως την απολύτως δικαιολογημένη απάντηση σε μία μακρά περίοδο αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας, με τον ίδιο τρόπο, που μία περιορισμένη τάση ελλήνων ιστορικών αναθεωρητών – τέκνα της εθνικής συμφιλίωσης, από τις αρχές του 20ου αιώνα θα θεωρήσουν τη βία των ταγματασφαλιτών στον εμφύλιο ως μία δικαιολογημένη αντίδραση στη βία της αριστεράς.
Ιστορικά λοιπόν, η θεωρία των άκρων, έχει εμφανιστεί σε περιόδους αστάθειας, όπου απαιτούνται «ενοποιητικοί» μύθοι που αποστρέφονται τη δυνατότητα της κοινωνίας να διευρυνθεί προς τον αυτοκαθορισμό και την απελευθέρωση. Μία τέτοια περίοδο αναμφισβήτητα διανύουμε τώρα, μία περίοδο συστημικής αστάθειας, σχετικοποιημένων νοημάτων και ρευστότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Σαμαρά και το επιτελείο του, η θεωρία των άκρων υιοθετήθηκε από την ακροδεξιά πολιτική, μαζί με το δόγμα της ασφάλειας και αυτό του νόμου και της τάξης. Διαμορφώνοντας το πλέγμα των ιδεολογημάτων, έτσι ώστε να συντηρήσουν την κατάσταση εξαίρεσης που έχει εισαχθεί και να ενισχύσουν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση μέσα από το μονόδρομο του εκβιασμού της κρίσης. Παράγοντας ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο την εννοιολογική βάση που είναι απαραίτητη τόσο για να αρθρωθεί ο αντιεξεγερτικός λόγος, όσο και για να ακολουθήσει η κατασταλτική πρακτική ολοκληρωτικού τύπου.
Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από φασίστα, οι απειλές για τσάκισμα των άκρων και επιβολή της νομιμότητας αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της κρατικής ρητορείας. Η «εξάρθρωση» της χ.α. έγινε με τέτοιο θεαματικό τρόπο ώστε να κρατήσει ζωντανή τη ναζιστική εφεδρεία ως ιδεολογία και πρακτική. Η αποπολιτικοποίηση της διαδικασίας, ο διαχωρισμός σε νόμιμο κόμμα και εγκληματική οργάνωση, η μη προφυλάκιση ορισμένων ηγετικών στελεχών είναι ενδεικτικά. Επίσης, η έννομη βία και ο φορέας της –ο στρατός και η αστυνομία- αποκαθάρονται υποτίθεται από τα ναζιστικά «σταγονίδια» και σύμφωνα με πόρισμα της ΕΛ.ΑΣ μετά από έρευνα σε εκατοντάδες αστυνομικούς βρέθηκαν μόνο 10 από αυτούς να διατηρούν σχέσεις με τη χ.α. και συνελήφθησαν. Με άλλα λόγια τα βασανιστήρια, η καταστολή, ο ρατσισμός και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη πρακτική του «δημοκρατικού» κράτους, χωρίς όμως κανένας να μπορεί να κατηγορήσει για αυτό την επιρροή της χ.α. Η δημοκρατία είναι τώρα φαινομενικά καθαρή από ναζιστικούς λεκέδες. Την ίδια στιγμή, η εξομοίωση της δολοφονίας του Φύσσα με τον κοινωνικό αγώνα στις Σκουριές και η άμεση ποινικοποίηση-εγκληματοποίησή του, η ταύτισή της με τους νεκρούς της marfin (υπόθεση που καθόλου τυχαία εκδικάζεται σε λίγες μέρες με τη σκευωρία εναντίον του αναρχικού Θοδωρή Σίψα), η στοχοποίηση των ελεύθερων κοινωνικών χώρων, των καταλήψεων και την στεκιών σαν ορμητήρια και εκκολαπτήρια τρομοκρατών, μετά και την εκτέλεση των δύο χρυσαυγιτών έξω από τα γραφεία τους στο Ν. Ηράκλειο, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρερμηνείας. Όποιος αμφισβητεί το μονοπώλιο της κρατικής βίας θα συντρίβεται. Κάθε κοινωνική αντίσταση αφού ποινικοποιηθεί θα καταστέλλεται.
Οπότε, καθίσταται σαφές ότι, αυτό που συντελείται δεν είναι η σύγκρουση των άκρων, αλλά η σύγκρουση δύο κόσμων. Ο κόσμος της εκμετάλλευσης και της υποταγής και ο κόσμος της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Κάθε προσπάθεια αντίστασης των από κάτω, από τους χώρους δουλειάς, από αυτοοργανωμένες κοινότητες, από σχολεία και πανεπιστήμια θα διαμορφώνεται σαν εσωτερικός εχθρός και θα στοχοποιείται, θα χωράει στα κυριαρχικά σχήματα και θα εξοντώνεται. Αποτελώντας τις «ολοκληρωτικές λύσεις» του κράτους έκτακτης ανάγκης, του κράτους των νομοθετικών περιεχομένων, των προεδρικών διαταγμάτων, των επιστρατεύσεων των απεργιών, των περιστολών και αναστολών των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Υστερόγραφο: κάποιες σκέψεις πάνω στην αντιφασιστική μάχη που συνεχίζεται και έρχεται μπροστά μας, για τον θάνατο στον φασισμό, την κρεμάλα στους φασίστες και τους εύστοχους πυροβολισμούς μιας άστοχης κυριολεξίας
Θα ήταν ανοησία να θεωρήσει κάποιος ότι το ζήτημα του αντιφασισμού εξαντλείται στον τρόπο αντιμετώπισης των ταγμάτων εφόδου, ότι το «παρακράτος» μπαίνει στο χρονοντούλαπο, ότι ο φασισμός (και οι διαδικασίες κοινωνικού εκφασισμού) τελειώνουν με τις διώξεις των χρυσαυγιτών και με μερικές νομιμόφρονες γονυκλισίες των Κασιδιαραίων, ότι «οι νίκες της δημοκρατίας» είναι αυτές που επαναχαράσσουν το πολιτικό-κοινωνικό τοπίο. Αν κάτι βγαίνει ως συμπέρασμα από την «αντιναζί» κρατική καμπάνια των τελευταίων εβδομάδων είναι πως πέρα από την (φιλολογική μάλλον) αποδυνάμωση των χρυσών αυγών ως παρακρατικό μαγαζί-γωνία, όχι μόνο δεν υπάρχει απόσυρση ή υποστολή των ολοκληρωτικών προσχημάτων και κατευθύνσεων του καθεστώτος αλλά ακριβώς αντίστροφα , υπάρχει ενίσχυση κάθε πτυχής τους.
Οι ακηδεμόνευτες αντιφασιστικές μάχες που δόθηκαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης με το θεσμισμένο και μη φασισμό και την ίδια στιγμή αγωνιούσαν (και τα κατάφερναν) να μην αφομοιωθούν από το νεόκοπο θεσμικό «αντιφασισμό». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι μάχες απαιτούσαν μεγαλύτερη ενάργεια λόγου και πράξης, τοποθετημένες στην «ανακατάληψη των χαμένων από τον φόβο κοινωνικών εδαφών» (είτε αυτά αφορούν κοινωνικές σχέσεις είτε γειτονιές, δηλαδή γεωγραφία) η εκτέλεση των δύο ταγματασφαλιτών χρυσαυγιτών στο Νέο Ηράκλειο, ήρθε να προσθέσει όχι απλά μια μουτζούρα σε ένα ήδη παραφορτωμένο καμβά κοινωνικής σύγχυσης, αλλά να επανακαθορίσει μονοδιάστατα τους όρους που αυτές οι μάχες διεξάγονται.
Μια γόνιμη κριτική στην ενέργεια αυτή μπορεί να γίνει τόσο στο πεδίο του λόγου που τη συνόδευε στην ανάληψη ευθύνης, όσο και στο αυτόνομο πεδίο της πράξης αφ‘ εαυτής, ως «κινηματικής» παρακαταθήκης-πρότασης που αφήνει. Η ίδια η πράξη της εκτέλεσης έχει τη δική της δυναμική και δεν υποδηλώνει μόνο έναν συμβολικό πολιτικό στόχο, αλλά μια ολόκληρη πολιτική πρόταση (εκείνων που ανέλαβαν την ευθύνη) για να «τελειώνουμε με τους φασίστες». Είναι η ίδια αυτή επιλογή που μεταφέρει στο πεδίο μιας αμφιλεγόμενης κυριολεξίας το «θάνατος στο φασισμό», καθώς στην ουσία αδυνατεί ακόμα και μέσα από τις νοηματοδοτήσεις της να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα της διαλεκτικής των κοινωνικών αγώνων.
Η ανάληψη ευθύνης που ακολούθησε την εκτέλεση των δύο ταγματασφαλιτών στην πραγματικότητα απλά και μόνο την ακολούθησε...ως συνοδευτικό μιας αφ’ εαυτής πράξης. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε πουθενά την άρθρωση ενός πειστικού λόγου τού γιατί τώρα η εκτέλεση των δύο, πέρα από γενικές επικλήσεις ενός «λαϊκού δικαίου για κρεμάλα στους φασίστες». Κι ενώ ως κείμενο είναι πολύ εμβριθές στο να εξιστορεί τα θύματα των χρυσαυγιτών μέσα στα τελευταία χρόνια, αδυνατεί να εξηγήσει την απόφαση της εκτέλεσης στο τώρα και στο γιατί τώρα και όχι τρία χρόνια ή πέντε μήνες πριν και τη σχέση αυτής της απόφασης με τις κινηματικές-κοινωνικές διεργασίες. Επιπλέον, οι ακροβασίες που διασυνδέουν σε μια κοινή αφήγηση Ντουρούτι και ΟΠΛΑ, σύριζα και αναρχικούς, η ανάγνωση της σύγχρονης ιστορίας (από την αντίσταση, τον εμφύλιο, τη μεταπολίτευση, το Δεκέμβρη του 2008 και τα μεγάλα κοινωνικά ραντεβού των μνημονιακών χρόνων) μέσα από το πρίσμα της «λαϊκής ιστορίας των αγώνων» είναι μια μονοδιάστατη, α-ιστορική άρα και υπερβατική κοινή αφήγηση διαφορετικών ιστορικών και κοινωνικών υποκειμένων. Ο ΕΛΑΣ με την εξέγερση του 2008 επικοινωνούν μόνο μέσα από τον ημερολογιακό συμβολισμό του Δεκέμβρη και το ιστορικά αποδομητικό «Βάρκιζα τέλος!» στους τοίχους της πόλης...
Από ‘κει και πέρα τα ζητήματα που έθεσε στο «αντιφασιστικό κίνημα» η ενέργεια των ΜΛΕΔ ξεπερνάει κατά πολύ το γνωστό πολιτικό-ιστορικό ερώτημα-στοίχημα-ομφαλοσκόπηση για την ικανότητα λειτουργικής διασύνδεσης «ένοπλου» και «κινήματος».
Γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενέργεια που δε συνδιαλέγεται με κανέναν άλλο πέρα από την ίδια, τη λογική της και τον "ηθικό συμβολισμό" της (πχ το αίμα ξεπλένεται με αίμα, θάνατος στους φασίστες κτλ), που θεωρεί ότι πραγματώνει την κυριολεξία των συνθημάτων των δρόμων. Σαν αυτά να είναι προγραμματικές δηλώσεις και όχι κατευθύνσεις και προοπτικές και ότι όσο αυτές δεν πραγματώνονται στην κυριολεξία των «νοημάτων και των λέξεων» να ξεπέφτουν αξιολογικά σε απλά τσιτάτα. Σαν για την «κυριολεξία» των λέξεων και των νοημάτων, θα πρέπει να μεσολαβεί μια εργολαβία «συνειδητοποιημένων» που θα αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν το «χαμένο νόημα» και όχι μια ανοιχτή διαρκής ριζοσπαστική κοινωνική διεργασία. Κατά συνέπεια, όπου υπάρχει επίκληση ηθικής και συμβολισμοί, οι πράξεις διαμορφώνουν ένα φαινομενικό και όχι πραγματικό πεδίο συγκρούσεων. Όταν δε, υπάρχουν και τα δύο αυτά μαζί, τότε το κράμα αυτό παράγει μονάχα μια θεολογικού, μηχανιστικού, μιλιταριστικού τύπου προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης που παραπέμπει σε μονομαχία. Άρα, στο προκείμενο άστοχη και η κυριολεξία...
Συνεχίζοντας, εφόσον αναγνωρίζουμε πως το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και οι ολοκληρωτισμοί του είναι στημένοι πάνω στην κατασκευή/διάχυση/ διαχείριση του «φόβου» (και μέσα σε αυτό το πεδίο πολυδιάστατα είναι τοποθετημένη και πριμοδοτημένη η χ.α.), αντιλαμβανόμαστε το να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να μεταφέρει το φόβο στο «αντίπαλο στρατόπεδο» με σκοποβολή ως βασισμένο πάνω σε δύο αυταπάτες.
Η πρώτη σχετίζεται με το πραγματικό ιστορικό πεδίο της συγκυρίας, όπου εκ των πραγμάτων περισσότερη διστακτικότητα και φόβος υπήρχε στους χ.α., σαράντα μέρες τώρα που το «αντιφασιστικό κίνημα» «αδυνατούσε» να παραγάγει συνθήκες λειτουργικής σύγκρουσης με τους φασίστες και «αφομοιωνόταν» (κατά τους συγγραφείς της ανάληψης), παρά τώρα με δυο πτώματα στην πόρτα τους (τα οποία χρησιμοποίησαν οι αρχηγοί τους ως γνήσια αναλώσιμα για να εμβαπτιστούν και πάλι στην νομιμοποιητική αθωότητα της θυματοποίησης). Στην πραγματική ζωή, δεν ήταν ο αντιφασισμός των δρόμων που κόπασε (πόσο μάλλον αφομοιώθηκε!) και δεν είχε άλλες απαντήσεις, αλλά ο νεόκοπος αντιναζισμός του κράτους ο οποίος κινδύνευε να υποπέσει σε (γνώριμες στους υποψιασμένους) τεράστιες αντιφάσεις πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενε, με την τροπή που είχε πάρει τόσο η πολιτική όσο και η δικονομική πλευρά του ζητήματος. Όμως το ζήτημα του αντιφασισμού δεν μετριέται με μιντιακούς όρους, δεν αφορά τον τηλεοπτικό χρόνο που καταλαμβάνει για να οριστεί φουσκωμένος ή ξεφούσκωτος, αφομοιωμένος ή αναφομοίωτος και αιχμηρός. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν στηρίζεται πάνω σε μια φαινομενικότητα ισχύος αλλά στη διάρκεια, τα ριζώματα, τις σχέσεις και τις καθημερινές μάχες στο (ανοιχτό) κοινωνικό πεδίο. Ο ακηδεμόνευτος και μαχητικός αντιφασισμός ήταν και είναι αθέατος από τις μηχανές του θεάματος (πολύ περισσότερο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και αυτό όχι τυχαία βέβαια αφού έπρεπε να επιβεβαιωθεί η «μονοκρατορία» του κρατικού αντιναζισμού), δεν παράγει τηλεθέαση, αλλά διαμορφώνει υπόγειες και πραγματικές κοινωνικές δυναμικές.
Η δεύτερη αυταπάτη σχετίζεται με τη γενικότερη αντίληψη για το ιστορικό πολιτικό πλαίσιο: οι όροι της σύγκρουσης, το ισοζύγιο της δύναμης των αντίπαλων κόσμων, δεν καθορίζεται από ριπές «συμβολισμών» αλλά από διαρκείς ριπές τόνωσης του κοινωνικού ανταγωνισμού και των ριζοσπαστικών πειραματισμών, από περιφρούρηση και επέκταση του εδάφους που κατέχουν οι κοινωνικές αντιστάσεις. Ο «εμφύλιος πόλεμος» μπορεί να διεξαχθεί με όρους πραγματικούς και όχι με ιδεατές κατασκευές και επικλήσεις. Μπορεί να διεξαχθεί μόνο μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων πραγματικά χωρισμένων, συνειδητών και αποφασισμένων και όχι με «ιστορικά υποκείμενα» αποκυήματα μιας φαντασιακής νομοτέλειας που παράγει η σημερινή συγκυρία. Φυσική απόρροια αυτής της λογικής είναι να προκριθεί ως «πρωτοπόρα» η ένοπλη οργάνωση του αγώνα (που μπορεί να δίνει «καίριες» απαντήσεις στον εχθρό και να διαμορφώνει τις «υποκειμενικές συνθήκες για τον ξεσηκωμό») και να γίνει κάτι παραπάνω από «σαφής» η ιεράρχηση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και το «στρατιωτικό» κομμάτι της συγκρουσιακής στρατηγικής. Στην ιεράρχηση αυτή, όχι μόνο παύει η οργανική επικοινωνία των δύο αλλά στην ουσία το «στρατιωτικό» κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του αυθεντικού εκφραστή των «υποκειμενικών και αντικειμενικών κοινωνικών δυναμικών».
Οι μάχες που είναι μπροστά μας είναι πολλές και προεκτείνονται πέρα από τη φυσική σύγκρουση με τους φασίστες, πέρα από τα όποια κρατικά-παρακρατικά αντίποινα, στο πεδίο πρόκλησης ρηγματώσεων εκεί που αρθρώνεται, νομιμοποιείται, διευρύνεται και αναπαράγεται ο θεσμικός ολοκληρωτισμός και το κράτος έκτακτης ανάγκης, εκεί όπου εκβάλλει ο κοινωνικός εκφασισμός ,εκεί όπου παράγεται και αναπαράγεται ο φόβος.
Γιατί, όπως (συνυπο)γράφαμε στην αφίσα που κολλήθηκε τον Οκτώβρη στις δυτικές γειτονιές, «ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός δεν είναι η αναβίωση των παραδοσιακών φασιστικών συμβολισμών, παρά μόνο περιθωριακά και κατά περίπτωση. Είναι «επίκαιρος» στο βαθμό που εκφράζει τη στρατηγική κατεύθυνση των κυρίαρχων αυτού του κόσμου: έναν άγριο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με νόμο και τάξη. Έναν καπιταλισμό που επιστρατεύει την υποτιμημένη εργασία και την (μισό)δουλεία. Φρουροί αυτής της βαρβαρότητας είναι οι επίσημοι και ανεπίσημοι «φρουροί της νομιμότητας» και του «μονοπωλίου της (παρα)κρατικής βίας»: οι μπάτσοι, οι δικαστές, οι δημοσιογράφοι, οι μαφίες και οι μπράβοι τους.»
Ούτε βήμα πίσω! Τσακίζουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό σε όλες του τις μορφές μαζί με τις παρακρατικές συμμορίες του!
- Details
- Category: Μπροσούρες
[ Το εντυπάκι με τις "θέσεις μάχης για τον κοινωνικό εκφασισμό, τους φασίστες και τον αγώνα ενάντιά τους" από τους/τις "αναρχικούς/ές, αντιεξουσιαστές/τριες, αντιφασίστες/τριες από Ίλιον, Αγ. Ανάργυρους, Καματερό" συντάχθηκε με αφορμή την αντιφασιστική συναυλία που θα γίνει στις 22 Ιούνη στον πευκώνα Αγίων Αναργύρων. Θα το βρείτε σε έντυπη μορφή στα τραπεζάκια της εκδήλωσης.
* Για να κατεβάσετε το έντυπο σε αρχείο pdf πατήστε εδώ ]
Κάτι περισσότερο από τρία χρόνια από την ένταξη της χώρας στις μνημονιακές πολιτικές, σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και με ένα ατέλειωτο σερί από εφαρμογές εξαιρέσεων. Μαζί με την αγριότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών εκπαιδευόμαστε να ζούμε με πράξεις καθημερινής βαρβαρότητας –φασιστικές, δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες, στρατόπεδα συγκέντρωσης έμψυχων αχρήστων, καταστολή, αστυνομικοί στρατοί κατοχής των πόλεων, εξαθλίωση, δυστυχία. Και με ένα λεξιλόγιο που διεκδικεί να πνίξει ό,τι αντιτίθεται στις κυρίαρχες επιλογές, που επιβάλλει τον ασφυκτικό μονόλογο της γλώσσας της καθεστωτικής βίας.
Καθεστώς έκτακτης ανάγκης και κοινωνικός εκφασισμός
Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τη διαδικασία κοινωνικού εκφασισμού που συντελείται χωρίς να αναφερθούμε στο τι σημαίνει καθεστώς έκτακτης ανάγκης και συνθήκη εξαίρεσης. Η μόνιμη και σταθερή «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» ενεργοποιήθηκε ευθύς εξαρχής με την ένταξη της χώρας στις μνημονιακές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ώστε η εξουσία να λάβει οικονομικά και κατασταλτικά μέτρα, με στόχο την πλήρη εκπειθάρχηση και τον ακαριαίο και αιφνιδιαστικό εξανδραποδισμό μεγάλων κοινωνικών κομματιών. Σύμφωνα με τα νομικά λεξιλόγια, «κατάσταση εξαίρεσης» ορίζεται το δικαίωμα της εξουσίας να αποφασίζει την αναστολή της κανονικότητας που εγγυώνται οι νόμοι και το σύνταγμα μπροστά στον εκάστοτε κίνδυνο πολέμου, επανάστασης, τρομοκρατίας ή οικονομικής κατάρρευσης. Στην περίοδο που διανύουμε η εξαίρεση έχει γίνει πρότυπο άσκησης της εξουσίας. Ο Καρλ Σμιτ, νομικός των ναζί, τη δεκαετία του ’20 ανέφερε ότι: «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την επιβολή της κατάστασης εξαίρεσης και εγγυάται τη σύνδεσή της με την έννομη τάξη». Το νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο δομήθηκαν τα κοινωνικά συμβόλαια, αναστέλλεται αλλά η αναστολή αυτή εμφανίζεται όχι ως απόκλιση από το «δίκαιο» αλλά ως ο πλέον συνεπής και ενδεδειγμένος τρόπος εφαρμογής του. Με τη συνθήκη αυτή, η εξουσία δεν καταφέρνει αναδιαρθρώσεις μόνο σε πολιτικό, οικονομικό και κατασταλτικό επίπεδο, αλλά προχωράει ένα βήμα πιο πέρα: επανακαθορίζει το «κοινωνικό», τον κοινωνικά αποδεκτό αξιακό κώδικα στη βάση της τάξης και του νόμου, ενισχύοντας την εθνο-πατριωτική ρητορεία, το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Έτσι, αναδιευθετούνται οι κοινωνικές σχέσεις και εισάγονται προς εμπέδωση λογικές αξιοβίωτης και μη ζωής. Γιατί η δικτατορία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν αφορά μόνο στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς αλλά και στην εισαγωγή των νόμων της αγοράς εντός του «κοινωνικού». Υπό αυτό το πρίσμα, η ζωή διεξάγεται με τους δαρβινικούς όρους της «φυσικής επιλογής»: όσοι/ες δεν τα βγάζουν πέρα, όσοι/ες δεν προσαρμόζονται, δεν ακολουθούν λογικές βελτιστοποίησης ή δεν επιβιώνουν της βελτιστοποίησης σύμφωνα με τα κυρίαρχα στάνταρντ, όσοι/ες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του εθνο-νεοφιλελεύθερου δόγματος, αποβάλλονται ως παρίες και παρείσακτοι/ες. Αυτό είναι το υπόστρωμα πάνω στο οποίο δομούνται οι θεατές και αθέατες όψεις του κοινωνικού εκφασισμού.
Η επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η διαδικασία φασιστοποίησηςείναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένες. Η εκφασισμένη βαρβαρότητα ως κανονικότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση της καπιταλιστικής ερημοποίησης και της απρόσκοπτης συνέχισής της. Επιπλέον είναι κομμάτι της στρατηγικής διασποράς φόβου σε αυτούς/ές που δεν θέλουν και δεν υπομένουν άλλο τη λεηλασία της ζωής τους.
Ορατές πράξεις φασισμού
Σε αυτό το υπό φασιστοποίηση περιβάλλον έχουμε την εμφάνιση στο προσκήνιο των νεοναζί της Χ.Α. Με συστηματική προβολή και ουσιαστικά πριμοδότηση -ακόμα και στις περιπτώσεις αρνητικής διαφήμισης- από τα καθεστωτικά μέσα χειραγώγησης (τηλεόραση και αστικές φυλλάδες), οι ηγήτορές τους πραγματώνουν ρατσιστικές πράξεις βίας, παράλληλα πάντα με τις ωμές κρατικές μεθοδεύσεις, βασανίζουν, δολοφονούν. Γίνονται ο ορατός φασιστικός πόλος του καθεστώτος. Γιατί οι φασίστες της Χ.Α. δεν αποτελούν καμιά εκτροπή της δημοκρατίας, μια ατέλεια που χρειάζεται διόρθωση. Η ενδυνάμωσή της ήταν εξαρχής συστημική επιλογή με πολλαπλούς στόχους. Η έγχυση των δηλητηρίων της φασιστικής ιδεολογίας είναι ουσιώδης για τη συγκεκριμένη συγκυρία καθώς βασικό χαρακτηριστικό της είναι η κατασκευή απειλητικών «άλλων» (μεταναστών, ομοφυλόφιλων, Ρομά, Εβραίων κ.α.) με όρους ριζικής και ασυμφιλίωτης «εθνοφυλετικής» διαφοράς, που ευθύνονται για την κρίση και πρέπει να αποβληθούν από το εθνικό κοινωνικό σώμα, προκειμένου να διασφαλιστεί η καθαρότητα και η συνοχή του. Με παρόμοιο τρόπο επιχειρείται η επανασύσταση ενός μέρους του ελληνικού κοινωνικού ιστού με «εθνικούς όρους» αλλά και με μια τυφλή στρατιωτική μεθοδολογία. Οι αγανακτισμένοι πατριώτες και όλη η σαπίλα των «προδομένων» υπερ-ελλήνων και νοικοκυραίων ανακτούν την εμπιστοσύνη τους απέναντι στο πολιτικό σύστημα (που κατά τα άλλα τους πούλησε εν μια νυκτί...) και ταυτόχρονα υφαίνουν έναν νέο κοινωνικό ιστό όπου μπορούν να ασκηθούν πελατειακές ή ψηφοθηρικές πολιτικές αλλά και νέες κοινωνικές συμμαχίες σε επίπεδο δρόμου (ενάντια σε εσωτερικούς εχθρούς).
Σε ένα άλλο επίπεδο, οι φασίστες της Χ.Α. αποτελούν εκείνο τον αντεξεγερτικό στρατό φανατικών της διασφάλισης των συμφερόντων των από πάνω, ανάμεσα στους από κάτω. Η εξουσία χρειάζεται οπωσδήποτε εκείνο το αντίβαρο που θα μπορεί να καταφέρνει «πλήγματα» από τα μέσα στον «εσωτερικό εχθρό», σε όλους εκείνους κι εκείνες που σε πείσμα των εποχών αρνούνται να παραδώσουν τη ζωή τους αμαχητί. Και είναι επίσης γνωστό ότι μια «εμφυλιακού» τύπου σύρραξη στις γραμμές των από κάτω, πετυχαίνει πολύ περισσότερα από μια στρατιωτικού τύπου καταστολή. Η παρουσία τους στις γειτονιές, με εκδηλώσεις μίσους, εθνικιστικά παραληρήματα σε πλατείες και μαζώξεις ελεημοσύνης με πρασινάδες και ζυμαρικά για φτωχούς «πατριώτες», τα τάγματα εφόδου με τις ρατσιστικές, δολοφονικές επιθέσεις και η οργάνωση και εκπαίδευση των εθνικιστικών πολιτοφυλακών πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας με σκοπό την καταστολή των μελλοντικών εξεγέρσεων των από κάτω, είναι ο τρόπος για να εξοικειωθούμε με το φόβο, να γίνει ο τρόμος συνθήκη ζωής.
Οι φασίστες είναι οργανικό κομμάτι των δογμάτων μηδενικής ανοχής, του «νόμου και της τάξης», των «εθνικών στοιχημάτων», του χτυπήματος των «εστιών ανομίας», των «επιστρατεύσεων για το κοινωνικό καλό». Παρουσιάζονται ως φιλολαϊκοί, φιλεργατικοί και φιλεύσπλαχνοι απέναντι στην δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία, με στόχο την πρόκληση κοινωνικής σύγχυσης για την ταυτότητά τους, τις επιδιώξεις τους και φυσικά για να εισπράξουν το μεγαλύτερο δυνατό εκλογικό αποτέλεσμα στο μέλλον. Η τακτική της πρόκλησης σύγχυσης στην κοινωνία είναι κλασικό εργαλείο στην άσκηση της αστικής πολιτικής, κυβερνήσεων και κομμάτων, εργαλείο προσεταιρισμού και καιροσκοπισμού προς όφελος της δύναμης και της ηγεμονίας, χειραγώγησης της κοινωνικής συνείδησης, που ρίχνει σκοτάδι στην αλήθεια και απονεκρώνει την κριτική σκέψη και στάση.Έτσι, οι φασίστες της Χ.Α. την ίδια στιγμή που παρουσιάζονται ως αντισυστημικοί και «φίλιοι» προς την κοινωνία, παίρνουν θέσηστο πλάι των κρατικών-καπιταλιστικών στρατηγικών που λεηλατούν τη ζωή μας με πρόσχημα την κρίση της «εθνικής μας οικονομίας». Εκτελούν κατά γράμμα τα «δελτία τύπου των κυβερνήσεων». Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι είναι μαζί με τους μεταλλωρύχους δοσίλογους της El Dorado Gold στη Β.Α. Χαλκιδική που μεθοδεύουν την καταστροφή του όρους Κάκκαβος, επικροτούν με επευφημίες το πραξικοπηματικού χαρακτήρα κλείσιμο της ΕΡΤ και το πέταγμα στο δρόμο 2.500 εργαζομένων, ψήφισαν στη βουλή με τα κόμματα της συγκυβέρνησης τη διαγραφή των χρεών των ΠΑΕ, όπως και νέο πρόεδρο του ΤΑΙΠΕΔ με αποστολή του το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, καθώς και την πώληση της Αγροτικής Τράπεζας –δηλαδή τη μεταβίβαση της υποθηκευμένης αγροτικής γης- στήνουν δουλεμπορικά γραφεία ευρέσεως εργασίας μόνο για έλληνες, με ημερομίσθιο 15 ευρώ [κάτω κι από το ισοπεδωμένο επίσημο ημερομίσθιο των 18 ευρώ], ενώ είναι γνωστή κι η συμμετοχή τους σε μπραβιλίκια και «κυκλώματα της νύχτας». Κι ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό… Όποιος παραμένει ακόμα πιασμένος στο αγκίστρι περί του αντισυστημικού ρόλου της Χ.Α. δεν μπορεί πλέον να θεωρείται μόνο αφελής.
Οι φασίστες δεν είναι απλά ένα «θεσμισμένο παρακράτος» ή μια εφεδρεία που ανασύρεται από το καθεστώς όποτε κρίνεται ότι υπάρχει ανάγκη. Δεν συμπληρώνουν μόνο το έργο της αστυνομίας και των κατασταλτικών μεθοδεύσεων ενάντια στους αγωνιζόμενους και τους φτωχούς. Είναι μια ενσωματωμένη καθεστωτική δυναμική καταστολής και κοινωνικής εκπειθάρχησης.
Την ίδια στιγμή, η δημοκρατία μιλάει για «πόλεμο των άκρων» και την ανάγκη «δημοκρατικής συσπείρωσης» ενάντια σε αυτά τα φαινόμενα. Η επίκληση της θεωρίας των δύο άκρων δεν είναι απλά προσχηματική – στην ουσία το «ένα άκρο» το χαϊδεύει και το «άλλο άκρο» το χτυπά. Είναι ταυτόχρονα ένας τρόπος να στοχοποιήσει τον πραγματικό «εσωτερικό εχθρό»: όλα αυτά τα κοινωνικά κομμάτια που αμφισβητούν και θα αμφισβητήσουν τον πολιτισμό των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης. Και κάτι ακόμα: με τις αναφορές στα δύο «άκρα» επιχειρείται να συμψηφιστεί η ωμή ρατσιστική βία με την κοινωνική αντι-βία, να προσλαμβάνονται πια ως ένα και το αυτό. Η ομογενοποίηση αυτή σκοπό έχει να αποπολιτικοποιήσει τις πράξεις αμφισβήτησης, αντίστασης, ρήξης από την πλευρά των από κάτω. Να τις αποσυνδέσει από το σημείο εκκίνησής τους, που δεν είναι άλλο από την εναντίωση στο καθεστώς και τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου. Εξίσωση στην οποία φυσικά ενυπάρχει και η βούληση για τη διατήρηση του μονοπωλίου στην άσκηση βίας από την πλευρά της κυριαρχίας. Το γνωστό καθεστωτικό σύνθημα: «καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται» συμπληρώνεται από το υπόρρητο: «εξαιρουμένης βεβαίως της κρατικής-καπιταλιστικής βίας».
Αθέατες όψεις κοινωνικού εκφασισμού
Η νεοναζιστική συμμορία δεν είναι μόνη της στο εγχείρημα της φασιστοποίησης. Παρακολουθούμε μια συστημική δεξιόστροφη μετατόπιση, υλικότητα της οποίας ήταν και τα αποτελέσματα των εκλογών του περασμένου Ιούνη- τα δεξιά κόμματα κέρδισαν το μεγαλύτερο ποσοστό της εκλογικής πίτας. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα –συμπεριλαμβανομένων και των δυνάμεων της αριστεράς- μετατοπίζεται σε όλο και πιο συντηρητικές θέσεις, με πρωτοστατούντα την όλο και πιο ακροδεξιά ΝΔ, που λόγω και της ανάγκης να περιοριστεί η διαρροή ψήφων προς τη Χ.Α. επιδίδεται ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό σε ασκήσεις για το «ποιος θα βγει περισσότερο ρατσιστής».
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, ο προεκλογικός διασυρμός εκδιδόμενων γυναικών ως οροθετικών του AIDS, οι διακηρύξεις του Σαμαρά για «ανακατάληψη των πόλεων», η επιχείρηση κυνηγιού μεταναστών υπό την κυνική ονομασία «Ξένιος Δίας», η δημοσιοποίηση φωτογραφιών συλληφθέντων βασανισμένων διαδηλωτών και τα κελεύσματα της ελληνικής αστυνομίας για χαφιεδισμό, η απόπειρα φίμωσης των αυτοοργανωμένων δομών αντιπληροφόρησης (indymedia, 98fm), οι επιστρατεύσεις απεργών, η στρατιωτικού τύπου κατεχόμενη ζώνη από τους χρυσοθήρες στις Σκουριές Χαλκιδικής και η λυσσαλέα καταστολή των αγώνων των κατοίκων για τη διάσωση του δάσους, το εν μια νυκτί κλείσιμο της ΕΡΤ χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, το υπουργικό διάταγμα για τον περιορισμό των διαδηλώσεων στο κέντρο των μεγάλων πόλεων διαμορφώνουν το ασφυκτικό περιβάλλον του νέου καθεστώτος και των αξιών του προς εμπέδωση από τους υπηκόους.
Ωστόσο, η διαδικασία του εκφασισμού δεν είναι μια απομονωμένη στιγμή, αποτέλεσμα της αναδιάταξης της κυριαρχίας. Αντίθετα, βασίζεται στο ψυχολογικό, νοοτροπικό, πολιτισμικό υπόστρωμα-κλίμα που καλλιεργήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες στους κόλπους της «ελληνικής κοινωνίας». Η ιδιοτέλεια, ο ατομικισμός, ο καταναλωτισμός, ο ανταγωνισμός, η «ανάπτυξη» εγγράφηκαν ως υπέρτατες αξίες της κοινωνίας της ευμάρειας, της εμπορευματικής διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων και της καπιταλιστικής ονείρωξης. Ο σεξισμός υπήρξε πάντα κοινός νεοελληνικός τόπος: η γυναίκα παράλληλα με την παραδοσιακή αντίληψη του ρόλου της στο ελληνικό νοικοκυριό ως «δούλας και κυράς» απέκτησε χαρακτηριστικά «νέο-ιδιοκτησίας», ως περιφερόμενο κρέας στις διαφημίσεις και στα ριάλιτι, ως διαρκώς καλλωπιζόμενη γλάστρα, ως πόρνη ανατολικών προδιαγραφών, ως μετανάστρια για τις «κατώτερες» δουλειές. Ενώ, πάνω στη χρηστική μεταχείριση και εκμετάλλευση των μεταναστών-στριών τις δύο τελευταίες χτίστηκε το «θαύμα» της «ανάπτυξης».
Εμφατικό σημείο του νέου καθεστώτος είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης [που αντλούν την καταγωγή τους από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης], όπου εγκλείονται χιλιάδες μετανάστες χωρίς χαρτιά, περιμένοντας να απελαθούν. Οι άθλιες συνθήκες και τα βασανιστήρια είναι συστατικά στοιχεία λειτουργίας τους. Οι αποθήκες των «περιττών» βρίσκονται δίπλα μας χωρίς αυτό να παρακωλύει τη ροή της καθημερινότητας. Με τη λειτουργία τους κανονικοποιείται η βιαιότητα. Τα σώματα που στοιβάζονται εκεί δεν αποτελούν παρά πολιτικά απογυμνωμένα σώματα, υλικά προς διαχείριση, χωρίς σημασία, με μια ζωή ανάξια να βιωθεί. Από την άλλη τα στρατόπεδα επανεπιβεβαιώνουν το αρνητικό πρόσημο στον τίτλο του μετανάστη. Για μια ακόμη φορά, οι μετανάστες είναι οι αδιαμφισβήτητοι υποτελείς, οι απειλητικοί «άλλοι», το σημείο μηδέν, εκείνο που σε διαχωρίζει από το τίποτα. Και δεν είναι τυχαίο, ότι η χρήση των στρατοπέδων επεκτείνεται: με την επιχείρηση «Θέτις» εκατοντάδες τοξικοεξαρτημένοι, επίσης «περιττοί», μεταφέρονται εκεί. Η λογική λειτουργίας τους βρίσκεται σε απόλυτη συστοιχία με το χρυσαυγίτικο σλόγκαν «για να ξεβρωμίσει ο τόπος».
Ο ρατσισμός πριμοδοτείται εντατικά, διαπερνά τον κοινωνικό ιστό και τη μαζική κουλτούρα και βρίσκει απήχηση σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας. Το «ησυχία, τάξη κι ασφάλεια» επανέρχεται δριμύτερο. Ταυτόχρονα, ο νοικοκυραίος μικροαστός, εκείνος που κοιτάει τη «δουλίτσα» του και φροντίζει να διατηρεί την «οικογενειακή γαλήνη» γίνεται ο πρότυπος «πολίτης». Θυμόμαστε την εμετική, προεκλογική δήλωση του υπουργού Λοβέρδου πέρυσι, ότι «η μετάδοση του AIDS γίνεται από την παράνομη μετανάστρια στον Έλληνα πελάτη, στην ελληνική οικογένεια». Το καθεστώς της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής κρίσης χτίζεται με γνώμονα την εθνική, οικογενειακή και έμφυλη πειθαρχία. Και σ’ αυτό συμμετέχει σύσσωμος ο κυρίαρχος πολιτικός κόσμος.
Αντιφασιστικός αγώνας
Δεδομένου ότι ο φασισμός ως φαινόμενο και ως διαδικασία είναι συστημική επιλογή, οι δράσεις και ο λόγος μας χρειάζεται να είναι συστηματικοί και πολυπεπίπεδοι. Εκεί όπου οι νοσταλγοί του Χίτλερ προσπαθούν να επιβάλλουν τον πολιτισμό του μίσους και της ασχήμιας χρειάζεται να είμαστε σταθερά παρόντες/παρούσες. Σε σχολεία, σχολές, σε λαϊκές, σε πλατείες, στο δρόμο. Τα γραφεία που ανοίγουν οι φασιστικές συμμορίες σε κάθε πόλη και κάθε γειτονιά προορίζονται να γίνουν παραστρατιωτικά προπύργια εκμετάλλευσης και καταπίεσης, συντριβής κάθε διαφορετικής φωνής, κάθε κοινωνικής αντίστασης, κάθε ανθρωπινότητας. Να μην τους αφήσουμε χώρο μέσα από τα ζωντανά οδοφράγματα των αξιών μας, του λόγου και των δράσεων μας.
Ο αγώνας ενάντια στον κοινωνικό εκφασισμό και τον κανιβαλισμό που επιβάλλει μπλοκάρεται με το πλούτο των προταγμάτων μας, με την ευκρινή τοποθέτησή μας ενάντια στο κράτος, τα έθνη, τα αφεντικά, την πατριαρχία, ενάντια σε ό,τι δυναστεύει τη ζωή μας. Μέσα από τους αυτοοργανωμένους χώρους, τα στέκια, τις καταλήψεις, τις ανοιχτές συνελεύσεις να στήσουμε συλλογικά υποδομές ενάντια στο καθεστώς του φόβου, της εξατομίκευσης, της φτώχειας. Συλλογικές κουζίνες για όλους και όλες, χαριστικά παζάρια, κοινωνικά ιατρεία, μαθήματα αυτομόρφωσης είναι κάποια μόνο εγχειρήματα του δικού μας πολιτισμού που μπλοκάρουν το φασισμό στον πυρήνα του. Ο φόβος δεν μπορεί να κερδίσει τη ραδιουργία της ελευθερίας, η οποία έχει μάθει μέσα στα χρόνια να αντιγυρίζει τα χτυπήματα, τις στρατηγικές, τις μεθοδεύσεις του κόσμου της εξουσίας. Γιατί ο αντιφασιστικός αγώνας είναι μαχητικά ευρύς και συμπεριλαμβάνει ταυτόχρονα το τσάκισμα των ορατών εκφραστών τους, των φυραμάτων της Χ.Α. και των παρακλαδιών της, αλλά και τον ευρύτερο αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα που παράγει συνολικά το κυρίαρχο σύστημα. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι αγώνας ενάντια στην εξουσία. Αδιάλλακτος και αντισυναινετικός, κοινωνικός και μαχητικός.
Και κάτι ακόμη: ο φασισμός δεν πολεμιέται με επικλήσεις «δημοκρατίας» γιατί είναι γνήσιο τέκνο της. Δεν αντιμετωπίζεται με «μαχητικές» δηλώσεις και χαρτοπόλεμο καταγγελιών. Δεν πολεμιέται χωρίς να υπονομευτούν τόσο οι αιτίες όσο και οι εκφραστές του. Αδιαμεσολάβητα, αντιιεραρχικά, αυτοοργανωμένα, να δώσουμε μάχη στις γειτονιές ενάντια στην επέλαση των αφεντικών και των συμμάχων τους.
Οι γειτονιές μας, γειτονιές που πλήττονται περισσότερο από τη βαρβαρότητα των κυρίαρχων, θα συνεχίσουν να είναι ζωντανές, προπύργια αλληλεγγύης ενάντια στην εξατομίκευση, το φόβο και το μισανθρωπισμό, προπύργια αγώνα ενάντια στις διαθέσεις των ηγεμόνων και των γελοίων φίλων τους.
Ιούνης 2013,
Αναρχικοί/ές, αντιεξουσιαστές/τριες, αντιφασίστες/τριες από Ίλιον, Αγ. Ανάργυρους, Καματερό
- Details
- Category: Μπροσούρες
Έντυπη έκδοση ενάντια στους εθνικούς μύθους και τα εθνικά ιδεώδη. Εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2012 από στέκια, καταλήψεις, χώρους και ομάδες στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά. Διανέμεται σε 6.000 αντίτυπα, χέρι με χέρι, σε γειτονιές, σε δρόμους, σε πλατείες, σε σχολεία περιοχών της δυτικής Αθήνας και του Πειραιά.
[Κατεβάστε το έντυπο σε μορφή pdf πατώντας εδώ.]
- Details
- Category: Μπροσούρες
Η μπροσούρα αυτή περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη μορφή της εισήγησης που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του Θερσίτη με θέμα: «Ο στρατός, η συγκυρία, η ολική άρνηση στράτευσης και οι κοινωνικές αντιστάσεις» (Ιούνης 2011). Η εκδήλωση ήταν «προϊόν» συλλογικών διαδικασιών, τα περιεχόμενά της αποτέλεσμα συλλογικής επεξεργασίας, ενώ τόσο η εκδήλωση όσο και τα περιεχόμενά της αποτέλεσαν αφορμή για περαιτέρω συλλογικές και διασυλλογικές «ζυμώσεις». Για την παραγωγή και την παρουσίαση της εκδήλωσης συνεισέφεραν αμέριστα και σύντροφοι από την «Πρωτοβουλία για την Ολική Άρνηση Στράτευσης (Αθήνα)».Τόσο στο δρόμο για την ολοκλήρωση της μορφής αυτής της εκδήλωσης όσο και στο δρόμο για την ολοκλήρωση των επί μέρους περιεχομένων της, θέσαμε τους εαυτούς μας σε ένα πρωτόγνωρο μπόλιασμα ταυτοτήτων, ιδεών και δημιουργικών πειραματισμών. Η μπροσούρα λοιπόν αυτή, είναι κάτι περισσότερο από μια καταγραφή θέσεων, αποτελεί μέρος ενός «ζωντανού ντοκυμαντέρ» που συνοδεύει την παρουσίασή της. Αυτό το «ζωντανό ντοκυμαντέρ» δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια προσπάθεια σύνδεσης όλων εκείνων των εκφραστικών μέσων (και πολυμέσων) που αναζητήσαμε και πειραματιστήκαμε με την ίδια την μπροσούρα. Επιδίωξή μας είναι, η μπροσούρα αυτή, να μην παραμένει «ασυνόδευτη» προς διανομή στα ράφια των αυτοοργανωμένων χώρων, των στεκιών και των καταλήψεων, αλλά να αποτελεί –στο μέτρο του δυνατού- την αφορμή για μια ζωντανή αντιμιλιταριστική συνεύρεση και συζήτηση.
Η μπροσούρα είναι χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο αναφέρεται στα έθνη-κράτη και τον στρατό, το δεύτερο αναφέρεται στον στρατό και τη διαρκή συνθήκη της «έκτακτης ανάγκης», το τρίτο στις στάσεις και τις αντιστάσεις απέναντι στον στρατό και το τέταρτο αποτελεί ένα παράρτημα με τρία κείμενα που διαβάζονται αυτούσια κατά τη διάρκεια της παρουσίασης (πρόκειται για προσωπικές τοποθετήσεις συντρόφων και συντροφισσών σχετικά με τον στρατό και τρεις υπο-θεματικές: το φύλο, τους μετανάστες και τη θητεία).
Τυπώθηκε τον Οκτώβρη του 2011 σε 1000 αντίτυπα και διανέμεται χωρίς αντίτιμο.
Κατεβάστε την μπροσούρα σε μορφή pdf εδώ.
- Details
- Category: Μπροσούρες
Το έντυπο αυτό ετοιμάστηκε για να μοιραστεί στο 3ήμερο του Θερσίτη (25,26,27 Ιούνη 2010) με αφορμή το μουντιάλ στη Ν. Αφρική.
[Για να κατεβάσετε την μπροσούρα σε αρχείο μορφής Pdf πατήστε εδώ]