Ως αναρχικοί δεν έχουμε μάθει ποτέ να μιλάμε με όρους «λάθους», «άτυχης στιγμής», «παράπλευρης απώλειας». Αυτή είναι η γλώσσα των κατά συρροήν δολοφόνων με τα κουστούμια που μας χαμογελούν ειρωνικά κάθε μέρα από τις καρέκλες των υπουργείων και τις οθόνες των τηλεοράσεων. Δεν έχουμε μάθει να μιλάμε με όρους «προβοκάτσιας», όχι γιατί τέτοιες δεν μπορούν να συμβούν ενίοτε, αλλά γιατί προτιμάμε να αντιλαμβανόμαστε το πεδίο της κοινωνικής σύγκρουσης με πραγματικούς όρους και όχι συνομωσιολογικούς (αυτό το αφήνουμε στην αριστερά και τα ΜΜΕ).


Στη μεγαλειώδη πορεία της 5ης Μάη περισσότεροι από 200 χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους της Αθήνας και άλλων πόλεων. Ένα τεράστιο κομμάτι από αυτούς διαδήλωσαν, φώναξαν, συγκρούστηκαν με την τωρινή και επερχόμενη λεηλασία της ζωής τους, συγκρούστηκαν με την μοιρολατρία, την απάθεια και την χειραγώγηση, επιτέθηκαν σε αστυνομικές δυνάμεις και καπιταλιστικά σύμβολα, δέχτηκαν τη λυσσαλέα επίθεση των κατοχικών δυνάμεων με γκλομπ και χημικά. Οι περίφημοι «κουκουλοφόροι», οι ομάδες «τυφλής βίας», δεν ήταν 50-100 άτομα. Αυτά ανήκουν στα ευφάνταστα σενάρια της αστυνομίας και των ΜΜΕ. Ήταν οι χιλιάδες απεργοί, οι χιλιάδες απελπισμένοι και οργισμένοι, κάθε ηλικίας, εργαζόμενοι, άνεργοι, ντόπιοι και μετανάστες, αλληλέγγυοι…


Θα μπορούσαμε σήμερα να χαμογελάμε, να αισιοδοξούμε με το ορμητικό ποτάμι κοινωνικής οργής και αμφισβήτησης που ξεχύθηκε στους δρόμους, όταν όλα τα κοινωνικά αντανακλαστικά μοιάζανε υπνωτισμένα, μουδιασμένα. Όμως ο θάνατος 3 ανθρώπων στην τράπεζα της Σταδίου σκιάζει καθετί, είναι ένα ασήκωτο βάρος στο στήθος, ένας ανίκητος λυγμός.


Την ίδια στιγμή εξοργιστικό είναι το παιχνίδι που στήνεται πάνω στους 3 ανθρώπους από όλο το συρφετό των υπουργών, δημοσιογράφων, μεγαλοαφεντικών, που πουλάνε ευαισθησία, ανθρωπισμό, μιλάνε για την αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτοί που καθημερινά απαξιώνουν κάθε έννοια αξιοπρέπειας και ζωής στους υπηκόους τους, που οδηγούν στην εξαθλίωση, την αυτοκαταστροφή και το θάνατο τεράστια κοινωνικά κομμάτια. Όλοι αυτοί που χρησιμοποιούν τον αδιανόητο θάνατο των 3 συνανθρώπων μας, με μοναδικό σκοπό το να τραβήξουν τον κόσμο από τους δρόμους γιατί τους φοβήθηκαν πραγματικά, να γεμίσουν με ενοχές τους διαδηλωτές, να στοχοποιήσουν πολιτικούς-κοινωνικούς χώρους και να εγκληματοποιήσουν κοινωνικές πρακτικές αντίστασης, να οξύνουν την καταστολή και να σπείρουν τον κοινωνικό φόβο. Ένα τραγικό περιστατικό που χρησιμοποιείται για να πλήξει με τον χυδαιότερο τρόπο και με τη λογική της συλλογικής ευθύνης τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό-αντισυναινετικό χώρο.

Ξέρουμε καλά πως οι 3 εργαζόμενοι στην τράπεζα δεν ανήκουν στις «ευαισθησίες» των υπουργών, των Βγενόπουλων και των Πρετεντέρηδων. Οι 3 αδικοχαμένοι εργαζόμενοι είναι κομμάτι του δικού μας πόνου.

Ξέρουμε επίσης καλά πως η κοινωνική σύγκρουση στους δρόμους, πάντα μιλούσε και μιλάει τη γλώσσα της αλληλεγγύης, της ευαισθησίας, των ανθρώπινων σχέσεων. Ότι οι αναρχικοί-αντιεξουσιαστές δε διαχώριζαν την πολιτική στόχευση και αποτελεσματικότητα μιας εμπρηστικής ενέργειας σε έναν καπιταλιστικό στόχο από τη φροντίδα να μην υπάρξουν μέσα σε αυτόν έγκλειστοι άνθρωποι. Επίσης, ακριβώς επειδή γνωρίζουμε πως τα αφεντικά (και πόσο μάλλον μεγαλοκαθάρματα τύπου Βγενόπουλου) αντιλαμβάνονται τους υπαλλήλους τους ως αναλώσιμο υλικό (άρα καμιά φροντίδα προστασίας τους και καμιά έξοδος κινδύνου πιθανά δεν θα υπάρχει στα «ευαγή» καταστήματα του), η επίγνωση αυτή λειτουργεί ως ένας ακόμη αποτρεπτικός λόγος για οποιαδήποτε επίθεση. Οτιδήποτε άλλο υπονομεύει το πρόταγμα της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, οποιαδήποτε βία δε συνδιαλέγεται και δεν χειραφετείται από βασικούς αξιακούς κώδικες ελευθερίας είναι κακέκτυπο απελευθερωτικών πρακτικών, είναι ακατάληπτη αυτοαναφορική κατανάλωση, αναπαραγωγή των αλλοτριωμένων και αλλοτριωτικών κωδίκων του αστικού πολιτισμού. Και ο αγώνας για την ατομική και κοινωνική απελευθέρωση μπορεί να αγκαλιάσει μόνο ό,τι ανασαίνει ελευθερία και μοιράζει χειρονομίες ελευθερίας. Ο, τιδήποτε άλλο οφείλει να το καταστρέψει.


Ξέρουμε επίσης καλά πως τα γεγονότα της 5ης Μάη, οι πολύωρες συγκρούσεις δεκάδων χιλιάδων διαδηλωτών, οι όμορφες εικόνες των ξηλωμένων πεζοδρομίων, των οργισμένων βλεμμάτων και των χειρονομιών αλληλεγγύης, όσο κι αν προσπαθούν να απαξιωθούν από το συρφετό κοινωνικών παράσιτων με ακριβά κουστούμια, αυτά οφείλουν να παραμείνουν ζωντανά. Υποσχέσεις νέων κοινωνικών, αδιαμεσολάβητων, ακηδεμόνευτων συναντήσεων σύγκρουσης.  Και η μοναδική απάντηση σε όλη αυτήν την απόπειρα μουδιάσματος των κοινωνικών αντανακλαστικών για να προωθηθούν τα αντικοινωνικά τους μέτρα με πρόσχημα την «οικονομική κρίση» είναι να συνεχίσουμε να είμαστε στους δρόμους.

Με οργή. Και άλλη τόση αλληλεγγύη.