Σάββατο 23 Νοεμβρίου στην Αγίων Αναργύρων. Τυχαία συνάντηση. Γνωστός από παλιά. Πέντε λεπτά. Να κάνουμε ένα τσιγάρο, να πούμε δυο κουβέντες. Πέντε λεπτά. Πίσω μας γνώριμος ήχος. Ήχος από μπατσομηχανές. “Γνωστοί” κι αυτοί.

Πρώτη φορά έλεγχος και μανούρα, δεύτερη φορά έλεγχος και μανούρα, τρίτη... τέταρτη... έκτη... γίναμε Θοδωρής και μπάτσοι. Προφανώς, καθόλου τυχαία η επιμονή τους με ’μένα.

Ταυτότητες και άδειες.

- Άδειασε το μπουφάν.

- Είμαι ύποπτος για κάτι;

- Αντιστέκεσαι; Απείθεια;

- Έδωσα τα στοιχεία μου.

- Κλείσε το κινητό.

Ο γνωστός μου τραβάει βίντεο, για να έχει αποδείξεις λέει. Φωνάζει ότι έχει δικαίωμα!!!

Δημοκρατική αφέλεια. Τόσα χρόνια μετά, τόσα λόγια μετά, ακόμα αφελής. Μας πάνε μαζί. Τίποτα ενοχλητικό μωρέ. Μόνο οι αυταπάτες σου. Των δικαιωμάτων. Μόνο αυτό.

Ακόμα δυό μηχανές... και ακόμα δύο μηχανές... καμιά εικοσαριά ένστολα δίποδα για δυο άτομα. Στο τμήμα λοιπόν. Μιλώντας μας “σταράτα” και με την “γνώση των νόμων” τους. Σε αντίθεση με εμάς.

- Είστε κατηγορούμενοι για απείθεια. Δεν μας δίνατε τις ταυτότητες.

Σταράτα...

Ήρθε και δικηγόρος.

- Τον έχουμε σταματήσει έξι, εφτά, οκτώ φορές και θα τον ξανασταματήσουμε.

Κρατητήρια.

- Το χαρτί με τα δικαιώματά σας. Εδώ θα υπογράψετε;

- ...

- Τι καταλάβατε; Αφού ξέρετε, ό,τι θέλουμε κάνουμε, ό,τι θέλουμε βάζουμε, γιατί δεν συνεργάζεστε;

Σταράτα...

Στο κελί. Γνωριμία με κρατούμενους. Επισκέπτες στον “χώρο” τους εμείς. Πέντε μήνες... εννιά μήνες... δεκατρείς μήνες... δεκατέσσερις μήνες... Κρατούμενοι γιατί αμφέβαλλαν. Αμφέβαλλαν για την εντιμότητα των συνόρων και αυτή διέρρηξαν. Γνωριμία. Γνωριμία και γέλια. Να λυσσάν οι φρουροί απ΄έξω. Να λυσσάν και να φυλάν τους φόβους τους. Ένας,  τρείς, έξι ασφαλίτες απλωμένοι. Τα έχουμε πει: ότι δεν κατανοείτε...είμαστε άλλοι κόσμοι.  Και γέλια. Πονέσαν οι κοιλιές μας. Μέχρι το ξημέρωμα. Πονέσαν όμως και οι αισθήσεις μας. Ματώσαν οι σκέψεις μας. Με ιστορίες της καθημερινότητάς τους. Με σώματα χαρακιές γεμάτα. Διεκδικώντας τα στοιχειώδη. Να ανοίγεις το βήμα σου, να βλέπεις τον ήλιο.

- Εδώ είναι ζωή, στο άλλο το κελί ήταν νεκροταφείο...

Δύο θάλαμοι από τέσσερα άτομα στον καθένα, “μόνιμοι” εφτά. Μπορεί να φτάνουν τους εννιά, δέκα, έντεκα... Χαλάκια έξω από τις τουαλέτες. Στο μοναδικό παράθυρο τριπλό πλέγμα, ελάχιστο φώς ημέρας, συνεχόμενα φως τη νύχτα. Αυτό είναι. Η ζωή τους. Για δεκατρείς μήνες... δεκατέσσερις μήνες... δεκαοκτώ μήνες...

«Να μοιράζομαι το μίσος για την αδιαφορία/αυτό δεν είναι αλληλεγγύη;» όπως λέει και το ποίημα.

Τα λοιπά περισσεύουν. Εισαγγελείς, δικαστήρια, και ασφαλίτικη τσογλαναρία. Τα έχουμε πει: ότι δεν κατανοείτε...

Μόνο ένα να θυμάστε πάντα: ποτέ δεν συνηθίσαμε τα νούμερα και κάθε φορά θα είναι πιο τρανταχτά τα γέλια μας... Τους φόβους σας να φυλάτε.

 

Υ.Γ.  Μ/Ι/Υ... ευχαριστούμε για την φιλοξενία, ευχαριστούμε για το μίσος που μοιραστήκατε μαζί μας.

 

 

Θοδωρής Κ.