Εισηγητικό κείμενο της εκδήλωσης για την έμφυλη βία, τους τόπους πραγμάτωσής της, τις πολιτικές που επιχειρούν να αφομοιώσουν τα αντισεξιστικά προτάγματα (3/05/19).

[ Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής Pdf πατήστε εδώ ]

 

Η  πατριαρχική συνθήκη της ετεροκανονικότητας, της υπεροχής των cis αντρών συγκροτεί ένα καθεστώς στο οποίο τα γυναικεία σώματα θεωρούνται αντρική περιουσία, διαθέσιμα προς οικειοποίηση ανά πάσα στιγμή. Είναι η ίδια συνθήκη που υποβιβάζει τα σώματα που δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα των αρρενωποτήτων και εκείνα που αρνούνται να υποταχθούν στους ρόλους υποτέλειας και τα έμφυλα στερεότυπά της. Και που θεωρεί αυτά τα σώματα παραβατικά και αμφισβητούμενα, σώματα χωρίς σημασία, θέτοντάς τα σε μια συνθήκη μόνιμης απειλής και αναίρεσης της ίδιας τους της ζωής.

 

Εισαγωγή

Θα επιχειρήσουμε με την εισήγηση αυτή να ανοίξουμε τη συζήτηση για τους κυρίαρχους λόγους και τις πρακτικές που αναπαράγουν και διαιωνίζουν το καθεστώς της έμφυλης βίας εναντίον των γυναικείων σωμάτων και όλων όσα δεν ανταποκρίνονται στον έμφυλο ρόλο που τους έχει αποδοθεί.

Η ανάγκη να διερευνήσουμε τις πολλές πτυχές αυτού του ζητήματος, τις επώδυνες για τις περισσότερες από εμάς, είναι επιτακτική τώρα και πάντα. Αφενός, για να αναγνωρίσουμε την υπάρχουσα συνθήκη, να ονομάσουμε τις καταστάσεις τις οποίες βιώνουμε καθημερινά, να τις ορίσουμε με τις δικές μας λέξεις, τα δικά μας πολιτικά εργαλεία, διαπερνώντας τα με τα συναισθήματα, τα βιώματα, τον θυμό και την οργή μας. Να σπάσουμε και από την πλευρά μας τη σιωπή, συνεισφέροντας σε αυτό το ζωηρό - όσο και επώδυνο για τις συνέπειές του - ψηφιδωτό αντιστάσεων και ρήξεων των γυναικών και όλων όσοι δεν χωράνε στις έμφυλες κατατμήσεις και τους προκαθορισμένους σεξουαλικούς προσανατολισμούς ενάντια στο καθεστώς αντρικής κυριαρχίας τόσο σε ελλαδικό επίπεδο όσο και σε πολλά μέρη του κόσμου. Η συζήτηση, η ζύμωση και η καταγραφή των θέσεών μας αποτελεί βατήρα για την όποια δράση μας ενάντια στο πατριαρχικό καθεστώς και τη βία του.

Το ζήτημα της σεξιστικής βίας βρίσκεται το τελευταίο διάστημα στο επίκεντρο συζητήσεων που εκκινούν αφενός από μια αυξημένη ροή δημοσιοποιήσεων βιασμών και δολοφονιών, κατά κύριο λόγο γυναικών, αλλά και εναντίον γκέι, λεσβιών, τρανς και όλων όσα υπάγονται στα “παρεκκλίνοντα σώματα”, αφετέρου μιας σύνδεσης αυτής της αύξησης των δημοσιοποιήσεων με μια πραγματική αύξηση της αντρικής βίας εναντίον γυναικών. Στο ίδιο σκεπτικό, η αύξηση της σεξιστικής βίας συνήθως συνδέεται με τη συνολικότερη συστημική αναδιάρθρωση και θεωρείται ότι σε μια συνθήκη όξυνσης των ρατσισμών, του μιλιταρισμού, της στρατιωτικοποίησης της καθημερινής ζωής, της υπερπαραγωγής εθνικών λόγων και όξυνσης των εθνικισμών, δεν θα μπορούσε παρά να έχουμε αύξηση και του σεξισμού και της βίας του.

Οι προσεγγίσεις σχετικά με την ένταση και την ποιότητα της σεξιστικής βίας χρειάζεται να είναι προσεκτικές και να δίνουν τον απαιτούμενο χρόνο για την όποια εξαγωγή συμπερασμάτων, αποφεύγοντας το σκόπελο γραμμικών αναλύσεων και ουσιωδών αφαιρέσεων.

Χρειάζεται να συμπεριλαμβάνουμε ότι δεν είναι μόνο το κράτος, με τις πολιτικές και τους θεσμούς του, όπως και το κεφάλαιο, με τη συνεχή ροή καπιταλιστικών προϊόντων αλλά και προτύπων, σχέσεων και συμπεριφορών, που εδραιώνουν καθημερινά την εν λόγω υποτίμηση. Σεξιστές, κακοποιητές, βιαστές και δολοφόνοι είναι άντρες από τα κάτω και από τα πάνω. Η πατριαρχία είναι ένα σύστημα καταπίεσης των σωμάτων που θεωρούνται δεύτερα, ατελή, υποδεέστερα από τα αρρενωπά και γι' αυτό νομιμοποιείται η υποτίμηση και ιδιοποίησή τους από τα αρσενικά, ένα σύστημα σύμπλεξης διάχυτων εξουσιαστικών λόγων και πρακτικών. Οι πράξεις έμφυλης βίας είναι υλική, χρονική συμπύκνωση της πατριαρχικής συνθήκης και αυτό χρειάζεται να παραμένει πάντα στο κέντρο της όποιας συζήτησης. Σίγουρα η έμφυλη βία και ό,τι συνολικά παράγει η κατηγορία φύλο χρειάζεται να προσεγγίζεται στη σύνθετη σχέση του με την κοινωνική τάξη, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα. Όπως επίσης, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε τη σύμπλεξη της σεξιστικής βίας με τις τρέχουσες αναπαραστάσεις και τους ρόλους που το γυναικείο σώμα κάθε φορά "αναλαμβάνει": υπάρχει ξεκάθαρα τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες μια συστηματική αποτύπωση του γυναικείου σώματος και των ρόλων του (από τον κόσμο του εμπορεύματος και του θεάματος, τη διαφήμιση, τα κυρίαρχα μοντέλα σχέσεων και την "σεξουαλική κοινωνικοποίηση" δια μέσω θεσμών και προτύπων, τη βιομηχανία πορνό και, βέβαια, τη διεύρυνση μορφών καταναγκαστικής πορνείας κ.α.) ως σώματος και ζωής σε μία"μόνιμη διαθεσιμότητα", σε κάτι που ανά πάσα στιγμή μπορείς να κατέχεις και να καταναλώνεις.

Ωστόσο, Η λεγόμενη κρίση, η αναδιάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος και η συμπίεση που ασκεί στις τάξεις των από κάτω δεν μπορεί να γίνεται το μόνο ή το κεντρικό επιχείρημα της ερμηνείας των άφθονων σεξιστικών περιστατικών, γιατί με αυτό τον τρόπο αναιρούμε το γεγονός ότι τέτοια, πολυπληθή, συνέβαιναν και συμβαίνουν πάντα. Στη σχετική συζήτηση για τη σεξιστική βία εναντίον γυναικών και όσων δεν πληρούν τα πρότυπα των αρρενωποτήτων χρειάζεται να περιλαμβάνονται πάντα, σε κεντρική θέση, τα ίδια τα υποκείμενα που δέχονται την καταπίεση. Οι αντιστάσεις τους είναι κομβικής σημασίας για τη διαμόρφωση της τρέχουσας συγκυρίας, ενώ τόσο οι ποιότητες όσο και η ένταση της βίας που τους ασκείται σχετίζεται και με τη θέση που παίρνουν. Ώστε, σε μια αντισεξιστικού περιεχομένου συζήτηση, να μην υποβιβάζονται και πάλι ως δεύτερα πρόσωπα, ως μη δρώντα, άβουλα, παθητικά υποκείμενα, που υφίστανται απλά τις συνέπειες κινήσεων που άλλοι δρομολογούν για τη ζωή τους.

Μια ανάλυση που αναγνωρίζει ως τη βασική αιτία αυξημένης επιθετικότητας προς τις γυναίκες και τα “μη κανονικά” σώματα μια ευρεία “συμπίεση” των αντρών σε περιβάλλον κρίσης, λόγω της υποτίμησης της θέσης τους εντός των σχέσεών τους, ως ανέργων, με χαμηλότερα εισοδήματα και συνακόλουθα αποδυναμωμένη θέση ισχύος εντός της οικογενειακής δομής και των ερωτικών, διαπροσωπικών σχέσεων, δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Μια τέτοια προσέγγιση φέρει μια υπερτονισμένη ταξική διάσταση του φαινομένου, με μια υπόρρητη αλλά και ατυχή προστατευτική διάθεση για τους ανθρώπους των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Με το να ισχυριζόμαστε ότι λόγω της εντεινόμενης οικονομικής φτώχειας εντείνονται και οι σεξιστικές πράξεις, ισχυριζόμαστε ταυτόχρονα ότι όσο πιο φτωχός είσαι τόσο και πιο σεξιστής. Οπότε, φαίνεται να γίνεται η σεξιστική βία σύμφυτη των ομάδων εκείνων που βρίσκονται κοινωνικά και ταξικά στον πάτο της πυραμίδας. Κάτι τέτοιο στην προέκτασή του σημαίνει ότι η σεξιστική επιθετικότητα και γενικότερα η επιθετικότητα είναι εγγενές χαρακτηριστικό της φτώχειας, όπως αυτή ορίζεται κυρίαρχα. Οπότε, η όποια καλή διάθεση ή και ο προστατευτισμός που μπορεί να εγκλείεται σε μια τέτοια ερμηνεία για τις τάξεις μας, ότι η κρίση εντείνει τα σεξιστικά περιστατικά και τη βία (άρα αποσύρει ένα μεγάλο φορτίο της θέσης που παίρνει και επομένως της ευθύνης που έχει ο κάθε επιτιθέμενος ως κακοποιητής), αναστρέφεται και γυρίζει εναντίον συνολικά των υποτελών τάξεων. Στην προέκταση του ίδιου σκεπτικού, δεν μπορεί να αποφευχθεί και μια άλλη παραδοχή, ότι αναμένεται μια “ύφεση” της σεξιστικής βίας όταν η συνθήκη υποτίμησης της θέσης των αντρών περιοριστεί ή αρθεί.  Μοιάζει έτσι να προσομοιάζεται η ένταση της σεξιστικής βίας με μια στρόφιγγα που ανοίγει και κλείνει κατά το δοκούν του κυρίαρχου συστήματος και των αναδιαρθρώσεών του.

Σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορούσε να είναι καμία αύξηση της σεξιστικής βίας αυτό που μας παρακινεί σε δράση, ούτε το επίκεντρο της όποιας συζήτησης για το θέμα. Κάτι τέτοιο θα υπονοούσε ότι μια συνθήκη με μικρότερα “ποσά” βίας, ελεγχόμενα και περιορισμένα στην κλίμακα των λιγότερο αιχμηρών περιστατικών, θα μπορούσε να μας εφησυχάζει. Όταν το επίδικο των συζητήσεων για τη σεξιστική βία περιορίζεται σε ποσοτικές επισημάνσεις και αναλύσεις επί αυτών, υποσκιάζεται η διαχρονικά καταπιεστική συνθήκη της πατριαρχίας, που φέρει πόνο, απαξίωση και υποτίμηση. Και αυτή δεν χωράει σε αριθμούς και στατιστικές.

Κύρια ανάγκη είναι να δούμε τους τρόπους, λόγους και πρακτικές, μέσω των οποίων πραγματώνεται καθημερινά ο σεξισμός, η κουλτούρα του βιασμού, πώς επιτελείται η αντρική κυριαρχία. Αφετέρου, χρειάζεται να απομυστικοποιήσουμε εκείνα τα πεδία όπου λαμβάνουν χώρα σκληρά παιχνίδια εξουσίας και έμφυλης βίας, την οικογένεια και τις σχέσεις που συγκροτούνται στη βάση του ζεύγους.

Σε ένα άλλο πεδίο, σημαντικό είναι να δούμε τις κινήσεις του κράτους, των θεσμών και των θεσμικών παραγόντων στην κατεύθυνση ενσωμάτωσης-αφομοίωσης των περιεχομένων και προταγμάτων των αντισεξιστικών αγώνων και πώς οι εν λόγω κινήσεις επιχειρούν να απορροφήσουν τους κραδασμούς από τις αντιστάσεις των καταπιεσμένων. Επιπλέον, η ενσωμάτωση της ατζέντας “φύλο–σώμα–σεξουαλικότητα” σε κάθε είδους νομοθετική διάταξη δεν καταδεικνύει παρά τον παρεμβατικό, ρυθμιστικό, ηγεμονικό ρόλο που διατηρεί για τον εαυτό του το κράτος, ώστε ο αντισεξισμός να εξαντλείται με τους τρόπους και τα μέσα που εκείνο υποδεικνύει, μακριά από την όποια ρηξιακή κατεύθυνση με το πλέγμα των εξουσιών που τον παράγουν.

 

Κινήσεις επιβολής και ιδιοποίησης προς τα μη αρρενωπά σώματα: αντρική κυριαρχία και κουλτούρα του βιασμού

Ο βιασμός συχνά γίνεται αντιληπτός ως η αιχμηρότερη έκφραση σεξουαλικοποιημένης βίας, ως μια μορφή επιβολής, σωματικής αλλά και ψυχολογικής, των αρρενωπών στα μη αρρενωπά σώματα. Ωστόσο, είναι προβληματική μια ιεράρχηση της έμφυλης βίας, μια κατηγοριοποίηση των περιστατικών σε “σοβαρά” και “ελαφριά”. Και αυτό για δύο λόγους. Αφενός, διότι μια τέτοια ιεράρχηση αφήνει το περιθώριο “λιγότερο αιχμηρές” συμπεριφορές να διαφεύγουν της προσοχής αλλά και της κριτικής μας, ως πράξεις επιβολής, πράξεις κακοποιητικές που δεν θα πρέπει να γίνονται ανεκτές. Αφετέρου, μια τέτοια ιεράρχηση σχετικοποιεί το βίωμα όσων έχουν επιβιώσει από τέτοιου είδους συμπεριφορές, αφού αναγνωρίζει ως μέτρο την ίδια την πράξη (και το άμεσο “αποτύπωμά” της πάνω σε όποια/ον την υφίσταται), παραγνωρίζει όμως άλλες παραμέτρους όπως η συχνότητα της κακοποίησης, το πώς η χρόνια “χαμηλότερης έντασης” κακοποίηση επιδρά στην/στον επιβιώσασα/αντα [1].

Επιλέγουμε να δώσουμε παραπάνω χώρο στο ζήτημα του βιασμού, λοιπόν, για λίγο διαφορετικούς λόγους. Για να αντιληφθούμε πώς ο βιασμός, ως ζήτημα αιχμηρό που προκαλεί αντιδράσεις και “καταδίκες” (όταν, βέβαια, είναι αδιαμφισβήτητος και “απρόκλητος”), συνδέεται με όλες εκείνες τις “λιγότερο ενοχλητικές” μορφές σεξουαλικοποιημένης επιβολής, πώς αυτή η “εγκληματική” πράξη (που συχνά παρουσιάζεται ως εξαίρεση συμπεριφοράς, πράξη ατόμων “διαταραγμένων”) συνδέεται με μια ευρύτερη, νομιμοποιημένη κοινωνικά σε μεγάλο βαθμό, κουλτούρα. Μια κουλτούρα υποτίμησης των μη αρρενωπών σωμάτων, μια κουλτούρα που πραγμοποιεί τα σώματα που πρέπει πάντα να είναι διαθέσιμα προς ιδιοποίηση από όσους είναι αρκετά αρρενωποί για να τους επιβληθούν, να τα αποκτήσουν και να τα χρησιμοποιήσουν. Η κουλτούρα αυτή συνδέεται με επιστημονικές εξηγήσεις περί της φύσης του άντρα, η σεξουαλικότητα του οποίου εμφανίζεται ως ενστικτώδης και αχαλίνωτη. Η βιολογικοποίηση των χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων που αποδίδονται στα έμφυλα σώματα τροφοδοτεί και επικυρώνει τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της σεξουαλικότητας με τον πλέον επίσημο και αναντίρρητο τρόπο.

Ο όρος “κουλτούρα του βιασμού” (rapeculture) είναι μια κωδικοποίηση που εισήχθη από φεμινιστικούς κύκλους για να περιγράψει το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι αρρενωπότητες εκπαιδεύονται στα προνόμιά τους πάνω στα μη αρρενωπά σώματα, πώς συμπεριφορές καθημερινές, εμπεδωμένες και πλήρως απενοχοποιημένες δημιουργούν ακριβώς την πεποίθηση ότι το σώμα της άλλης τους ανήκει, ότι μπορούν –και πρέπει, για να επιτελέσουν τον ρόλο τους ως αρσενικά- να το οικειοποιηθούν, να το βιάσουν. Ωστόσο, θεωρούμε σημαντικό να σημειωθεί ότι όλη αυτή η “κουλτούρα” δεν προβληματικοποιείται μόνο επειδή μπορεί εν τέλει να καταλήξει στον βιασμό ή επειδή –απλά και μόνο- τον “νομιμοποιεί” αλλά επειδή όλες αυτές οι σχεδόν αόρατες επιβολές είναι και πρέπει να αναγνωρίζονται ως μη ανεκτές πράξεις επικυριαρχίας πάνω στα μη αρρενωπά σώματα, είναι η υλικοποίηση της πατριαρχίας και του σεξισμού στην καθημερινή ζωή. Από αυτή την άποψη, θα ήταν ίσως αντίστοιχο αυτό το πλέγμα Λόγων, πράξεων, αντιλήψεων, στερεοτύπων και “δικαιολογιών” να αποδίδεται ως “καθημερινός σεξισμός” ή “κουλτούρα[2] αντρικής κυριαρχίας”.

Κάνοντας λόγο, λοιπόν, για επιβολή στα μη αρρενωπά σώματα, ένα πρώτο σημείο, που συχνά περνά απαρατήρητο, είναι τα σχόλια που αυτά δέχονται, στον δημόσιο χώρο αλλά ακόμη και στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Αποτέλεσμα ακριβώς του προνομίου της ιδιοκτησίας επί των μη αρρενωπών σωμάτων είναι πρώτα και κύρια το “δικαίωμα” να τους απευθύνεσαι, να δημιουργείς πεδία δήθεν επικοινωνίας. Οι άντρες νιώθουν άνετα να “καρφώσουν” με το βλέμμα τους, να σφυρίξουν, να κορνάρουν, να φωνάξουν, να πλησιάσουν και να μιλήσουν σε άγνωστες γυναίκες, στον δρόμο, σε εργασιακούς χώρους, σε χώρους διασκέδασης‧ να σχολιάσουν το σώμα, το βάρος ή το ντύσιμό τους‧ να τις προτρέψουν, για παράδειγμα, να χαμογελάσουν (αυτό, άλλωστε, δεν αναμένεται από τις γυναίκες σύμφωνα με την έμφυλη κατανομή ρόλων και ιδιοτήτων;). Όσο καλοπροαίρετα κι αν υποτεθεί ότι μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο από άποψη προθέσεων, είναι σαφές ότι εδώ ισχύει ένας ειδικός κώδικας επικοινωνίας. Ο άντρας μπορεί να μιλά ακόμη και σε αυτές που δεν έδειξαν καμία διάθεση να τον ακούσουν, μπορεί να δηλώνει τη γνώμη του, την εύνοια ή τη δυσαρέσκειά του ακόμη και χωρίς να του έχει ζητηθεί, αδιαφορώντας για το αν ενοχλεί ή ακόμη κι αν προκαλεί φόβο στο άτομο στο οποίο απευθύνεται. Μόνο όμως στις γυναίκες. Ή, όταν πρόκειται να χλευάσει, και σε γκέυ, λεσβίες, τρανς, σε όποιον δεν είναι αντίστοιχα αρρενωπός, σε όποια δεν επιτελεί σωστά το ρόλο της.

Ακόμη περισσότερο, μπορεί να αγγίζει. Σεξουαλικοποιημένα εμφανώς ή λιγότερο εμφανώς, οι άντρες αγγίζουν τα γυναικεία σώματα, και πάλι χωρίς να υπάρχει επιθυμία και συναίνεση γι’ αυτό από τις γυναίκες. Το αφεντικό που σε ακουμπά την ώρα που υποδεικνύει κάτι (μόνο τις γυναίκες εργαζόμενες όμως), ο πελάτης που χουφτώνει, ο άγνωστος στο λεωφορείο που αγγίζει δήθεν τυχαία, ο φίλος στο μπαρ που για να περάσει δίπλα σου θα σε ακουμπήσει στη μέση ενώ τους άντρες στον ώμο. Εικόνες και καταστάσεις οικείες και καθημερινές που όλες έχουμε βιώσει, σπάνια όμως καταδεικνύονται ως σεξιστικές, δεν είναι παρά ακριβώς εκδήλωση της αντρικής ιδιοκτησίας επί των γυναικείων σωμάτων, διαρκής υπενθύμιση ότι υπάρχουμε για την ευχαρίστησή τους.

Οι γυναίκες εκπαιδεύονται από νεαρή ηλικία να εκλαμβάνουν την παρενόχληση ως φιλοφρόνηση[3], την υποτίμηση ως ειλικρίνεια ή ως αστείο, την ιδιοκτησία ως διεκδίκηση και έρωτα, την κακοποίηση ως δείγμα αγάπης και φροντίδας. Αυτές οι αντιστροφές διαπερνούν τη ζωή τους και οργανώνουν την καταπίεσή τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και τα σεξιστικά αστεία. Η δήθεν διακωμώδηση γεγονότων όπως ο βιασμός, ή χαρακτηριστικών όπως η σεξουαλική ταυτότητα κάποιου, πέρα από το ότι φέρνουν σε δύσκολη θέση όσες έχουν υποστεί κακοποίηση, συμβάλλουν στην κανονικοποίηση των παραβιαστικών συμπεριφορών, αφού τις “απενοχοποιούν”, γραφικοποιώντας τες ως στερεοτυπικές και εν δυνάμει αστείες. Όχι απλά υποτιμούν το βίωμα όσων τις έχουν υποστεί αλλά τις θυματοποιούν εκ νέου, αστειευόμενοι εις βάρος τους. Τα σεξιστικά αστεία γίνονται συχνά αντικείμενο υπεράσπισης στη βάση του ότι η πολιτική ορθότητα είναι υποκριτική. Δεν πρόκειται όμως για ζήτημα πολιτικής ορθότητας αλλά για ζήτημα που αφορά ακριβώς στη “νομιμοποίηση” των σεξιστικών συμπεριφορών και την περαιτέρω κακοποίηση, λεκτική και συναισθηματική, όσων θίγονται από αυτά[4].

Συμπληρώνοντας τον κατάλογο των υποτιμητικών, παραβιαστικών και κακοποιητικών συμπεριφορών με αποδέκτες τις γυναίκες είναι σημαντικό να αναφερθούμε στη συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση, τη λεκτική υποτίμηση, τη σωματική κακοποίηση. Συμπεριφορές καθημερινές, που συχνά περνούν απαρατήρητες, ονομάζονται και καταδεικνύονται επίμονα από γυναίκες που αγωνίζονται ενάντια στην πατριαρχία, εδώ και δεκαετίες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το λεγόμενο gaslighting, όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μορφή συναισθηματικής κακοποίησης κατά την οποία η γυναίκα πείθεται σταδιακά ότι η αντίληψή της είναι λανθασμένη, αφήνοντάς τη να αμφιβάλλει για τη λογική, την “ψυχική υγεία” της και την αντίληψή της για τα όσα συμβαίνουν. Ο όρος είναι εμπνευσμένος από την ταινία “Gaslight”, όπου ένας άντρας προσπαθεί να πείσει την γυναίκα του ότι είναι τρελή, αρνούμενος ότι τα φώτα του σπιτιού τους, τα οποία ο ίδιος είχε “πειράξει” ώστε να αναβοσβήνουν, πράγματι τρεμόπαιζαν όπως η ίδια ισχυριζόταν. Με αντίστοιχο τρόπο, σχόλια όπως “είσαι υπερβολική/υπερευαίσθητη”, “μια πλάκα έκανα” κ.λπ. αντικρούουν την αντίληψη της γυναίκας πάνω στο ζήτημα για το οποίο εκφράζεται και επικυρώνουν την “ψύχραιμη” και “μετρημένη” οπτική του άντρα. Δεν πρόκειται απλά για επιβεβαίωση των έμφυλων ιδιοτήτων αλλά και για μια βιολογικοποίηση που στηρίζει αυτή την πρακτική – σε νομικό εγχειρίδιο του 2010, που διδάσκεται στη νομική σχολή αθηνών διαβάζουμε: “Ως προς τη αντιληπτική ικανότητα, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι γυναίκες κατά το πλείστον είναι πιο συναισθηματικές από τους άνδρες και αντιλαμβάνονται το συμβάν περισσότερο σύμφωνα με τα συναισθήματά τους. Πέραν τούτου, πολλές φορές και βιολογικοί λόγοι, λ.χ. εμμηνορρυσία, κύηση, λοχεία κ.λπ. μπορεί να επέδρασαν στην πιστότητα είτε της αντίληψης είτε της αναπαραγωγής του συμβάντος. Ως προς τις εκ προθέσεως ψευδολογίες, στις γυναίκες πολλές φορές τα κίνητρα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο συναισθηματικό χώρο, λ.χ. μίσος, αντιζηλία, αφοσίωση κ.λπ.”[5]. Η λογική και η ψυχραιμία άλλωστε, είναι ...προνόμιο των αντρών!  Άλλο παράδειγμα υποτιμητικής συμπεριφοράς είναι το συχνό φαινόμενο ένας άντρας να εξηγεί κάτι σε μια γυναίκα ενώ ο ίδιος, είτε γνωρίζει λιγότερα για το αντικείμενο για το οποίο “εξηγεί” από την γυναίκα στην οποία το εξηγεί, είτε και απολύτως τίποτα, νιώθει πάντως ότι είναι σε θέση να το κάνει αφού αντιλαμβάνεται τη γυναίκα ως κατώτερη και λιγότερο καταρτισμένη. Επίσης, υπάρχει μια αξιοσημείωτη ευκολία των αντρών να διακόπτουν γυναίκες την ώρα που αυτές μιλούν, και το συναντάμε από τηλεοπτικά πάνελ και κοινοβουλευτικές συζητήσεις μέχρι κινηματικές διαδικασίες και συνελεύσεις.

Ένας από τους λόγους που τέτοιες κινήσεις και συμπεριφορές δεν καταδεικνύονται ως σεξιστικές, ακόμη και όταν προσλαμβάνονται ως τέτοιες, είναι η δυσκολία να αποδειχθούν με “αδιάσειστα” στοιχεία. Η κακοποίηση “πρέπει” να αποδεικνύεται, συνεπώς κακοποιητικές συμπεριφορές, όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω, ή η σωματική κακοποίηση, που όμως δεν αποδεικνύεται από εκδορές και μώλωπες, είναι εύκολο να αμφισβητηθούν και η καταγγελία αυτών να απορριφθεί ως ψευδής, ακόμη και να ληφθεί ως δείγμα εμπάθειας και προσπάθεια συκοφάντησης ή και εκδίκησης. Πρόκειται για συμπεριφορές καθημερινές, που δεν αφήνουν εμφανή σημάδια, που κατά κύριο λόγο πραγματώνονται εντός των στενών διαπροσωπικών σχέσεων των γυναικών, εντός του ζεύγους, της οικογένειας, από συζύγους, συντρόφους και φίλους. Συμπεριφορές που συχνά συμπληρώνονται από προτροπές συμμόρφωσης από άντρες αλλά και άλλες γυναίκες, φίλες, αδελφές, μανάδες. Γυναίκες, που επιτελούν οι ίδιες τον ρόλο της υπάκουης και πειθήνιας, συχνά προτρέπουν όσες κακοποιούνται να το ανεχθούν ως φυσιολογικό ή ακόμη και να μην το προκαλούν, παρουσιάζοντας την κακοποίηση ως λάθος και ευθύνη της γυναίκας που την υφίσταται.

Αυτού του είδους οι κακοποιητικές συμπεριφορές διαμορφώνουν μια ασφυκτική συνθήκη, στην οποία η γυναίκα που υφίσταται κακοποίηση ταυτόχρονα φιμώνεται, της στερείται ο χώρος να μιλήσει ανοιχτά για το βίωμά της, να μπορέσει να ξεφύγει από καταστάσεις και σχέσεις που την υποτιμούν και τη μειώνουν. Η κακοποίησή της εγγράφεται ως προσωπική υπόθεση, δικό της λάθος ή κανονικοποιημένη συνθήκη, στην οποία δεν μπορεί ή δεν πρέπει να αντιδράσει. Η υποτίμηση εσωτερικεύεται, οι γυναίκες αμφιβάλλουν για τον ίδιο τον εαυτό και την αντίληψή τους. Νιώθουν υπερβολικές, κακοπροαίρετες, υπερευαίσθητες – όλα όσα τους αποδίδονται από όσους αναπαράγουν τις έμφυλες ιδιότητες που αναμένονται από αυτές, ενσωματώνονται πολλές φορές από τις ίδιες, επιτείνοντας την ασφυξία της έμφυλης βίας και της αντρικής κυριαρχίας.

Η κουλτούρα του βιασμού αφορά βέβαια και σε όλους εκείνους που αμφισβητούν το βιασμό ή αναζητούν διακαώς το “συντρέχον πταίσμα” του ατόμου που υπέστη το βιασμό – ή ακόμη και την αποκλειστική του ευθύνη. Όλοι εκείνοι οι Λόγοι που αρθρώνονται, μιντιακά αλλά όχι μόνο, σε σχέση με το τι φορούσε η επιβιώσασα ενός βιασμού, αν είχε καταναλώσει αλκοόλ ή άλλες ουσίες, αν κυκλοφορούσε μόνη της ή αν πριν το βιασμό φλέρταρε με τον βιαστή, αποδεικνύουν αυτή την αγωνία να βρεθεί στη συμπεριφορά της γυναίκας η αιτία που προκάλεσε το βιασμό. Η προηγούμενη συμπεριφορά της, ολόκληρη η ζωή και οι επιλογές της, τα ίδια τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της μπαίνουν στο μικροσκόπιο. Γύρω από κάθε δημοσιοποίηση ενός βιασμού στήνονται άτυπα δικαστήρια. Στο κέντρο τους, το ίδιο το άτομο που έχει καταγγείλει το βιασμό του, όχι ως το πρόσωπο που έχει τον πρώτο λόγο, αλλά εκείνο που φέρει το βάρος απόδειξης της ίδιας του της “αθωότητας”. Πρέπει να αποδείξει ότι ο βιασμός συνέβη, ότι αντιστάθηκε με όλη του τη δύναμη σε αυτόν, ότι με κανέναν τρόπο δεν “προκάλεσε” ή δεν φέρθηκε με αφέλεια, δείχνοντας ίσως εμπιστοσύνη σε κάποιον που τελικά την εκμεταλλεύτηκε. Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του ατόμου που καταγγέλλει τον βιασμό ή η αναζήτηση της αιτίας του εκάστοτε βιασμού στη στάση της επιβιώσασας μεταθέτει την ευθύνη γι’ αυτόν, απομονώνει και αποκόπτει τους βιασμούς από την πραγματική τους αιτία, την αντρική κυριαρχία πάνω στα γυναικεία σώματα, και τους παρουσιάζει ως μεμονωμένα περιστατικά, αποτρέψιμα ίσως, “εξαιρέσεις” σε κάθε περίπτωση. Ο απολογητισμός του βιασμού δημιουργεί ένα προστατευτικό πλέγμα γύρω από τον βιαστή, του παρέχει δικαιολογίες και συγχωροχάρτια. Η κουλτούρα του βιασμού, λοιπόν, όχι μόνο στρώνει το έδαφος για τον βιασμό, απενοχοποιώντας όλες τις “λιγότερο αιχμηρές” κινήσεις επιβολής αλλά μετακυλύει επίμονα την ευθύνη για τις παραβιαστικές συμπεριφορές εν γένει, σε όσες/ους τις έχουν υποστεί (victim-blaiming[6]).

Επίσης αναδεικνύει το ζήτημα της ιδιοκτησίας των αρρενωπών επί των μη αρρενωπών σωμάτων, με τον πλέον σαφή τρόπο. Το πιο διαφωτιστικό παράδειγμα είναι το πώς κάποιος, βιάζοντας μια γυναίκα, πλήττει το αρσενικό στο οποίο αυτή θεωρείται ότι ανήκει (τον πατέρα, τον αδερφό ή τον σύζυγό της). Αντιλήψεις και κώδικες τιμής σταθεροί και αναλλοίωτοι ανά τους αιώνες αποδεικνύουν ότι πολλές φορές ο βιασμός μπορεί να χρησιμοποιείται ως μέσο επιβολής, όχι μόνο πάνω στο ίδιο το σώμα που το υφίσταται άμεσα, αλλά και ως “όπλο” σε διαμάχες μεταξύ αρρενωποτήτων. Η διάσταση αυτή υπάρχει και στα αναρίθμητα ιστορικά παραδείγματα χρήσης του βιασμού ως όπλου εν καιρώ πολέμου[7].

Προχωρώντας στη διερεύνηση του βιασμού, υπάρχουν κάποια επιπλέον ζητήματα που θεωρούμε σκόπιμο να αναδειχθούν. Αφενός, ο βιασμός, ως πράξη επιβολής, δεν αφορά μόνο στην επιβολή στο σώμα και τη σεξουαλική επιθυμία αλλά και στην αναπαραγωγική δυνατότητα (όταν μιλάμε για γυναικεία σώματα). Επιβολή που επικυρώνεται από κρατικές νομοθεσίες ανά τον κόσμο, που απαγορεύουν σε γυναίκες, η εγκυμοσύνη των οποίων είναι αποτέλεσμα βιασμού, να διακόψουν την κύηση. Αυτή η διάσταση του βιασμού ενυπάρχει και στο λεγόμενο ”stealthing”, την αφαίρεση δηλαδή του προφυλακτικού από τον άντρα κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής, χωρίς τη γνώση και συναίνεση της γυναίκας. Η πρακτική αυτή, που σε πρόσφατα μιντιακά δημοσιεύματα αναφέρεται συχνότατα ως “μόδα”, σημαίνει ότι ο άντρας λαμβάνει δύο αποφάσεις για λογαριασμό της γυναίκας – αποδέχεται αφενός το ενδεχόμενο να την εκθέσει σε κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, αφετέρου αποδέχεται το ενδεχόμενο μιας πιθανής εγκυμοσύνης. Αποφάσεις που λαμβάνονται για και πάνω στο σώμα της γυναίκας. Πιο εμφατικά, αποφάσεις που αίρουν τη συναίνεσή της στη σεξουαλική πράξη, αφού μεταβάλουν τους όρους με τους οποίους αυτή πραγματοποιείται.

Αφετέρου, οι ίδιες οι αντιλήψεις περί σεξουαλικής πράξης δεν μπορούν να μένουν εκτός συζήτησης. Η κυρίαρχη αντίληψη που αναγνωρίζει σεξ μόνο στη διείσδυση δημιουργεί μια πραγματικότητα που αποκλείει άλλες μορφές σεξουαλικότητας αλλά και που θέτει τον φαλλό σε κεντρικό ρόλο, ως σύμβολο δύναμης και υπεροχής. Η διείσδυση προσλαμβάνεται ως άλωση· αντίστοιχα, η σεξουαλική πράξη ορίζεται ως δήλωση υποταγής της γυναίκας στον άντρα, ως κίνηση κατάκτησης και επιβολής από τη μεριά του πάνω στο γυναικείο σώμα. Το σεξ ορίζεται ως ενεργητικό από την πλευρά του άντρα και παθητικό από την πλευρά της γυναίκας. Η εκσπερμάτωση σηματοδοτεί το τέλος της σεξουαλικής πράξης αφού στο επίκεντρο της σεξουαλικής δραστηριότητας τίθεται ο φαλλός. Ταυτόχρονα, η αντίληψη αυτή εξορίζει κάθε άλλη μορφή άνευ συναίνεσης σεξουαλικής πράξης στη σφαίρα της παραβιαστικής μεν συμπεριφοράς, που όμως δεν μπορεί να περιγραφεί ως βιασμός.

Κάνοντας λόγο για βιασμό ανηλίκων, εύκολα διαπιστώνεται ότι η ευαισθησία σε αυτές τις περιπτώσεις, όσες δηλαδή φτάσουν να δημοσιοποιηθούν, είναι πιο οξυμένη. Τα παιδιά, ιδιαίτερα τα νεαρά σε ηλικία παιδιά, παρουσιάζονται ως “αθώα”, σε αντιδιαστολή με την ενεργή σεξουαλικότητα των ενηλίκων, που παραμένει περισσότερο ή λιγότερο ταμπού και αμφιβόλου ηθικής. Στην περίπτωση βέβαια των κοριτσιών, ιδιαίτερα των εφήβων, είναι πιο πιθανό να μην τύχουν αυτής της “ευαισθησίας” όταν θα καταγγείλουν τον βιασμό τους, αφού η σεξουαλικοποίησή τους από τον κοινωνικό περίγυρο προχωράει χέρι-χέρι με τη σωματική τους ανάπτυξη και τη δυνατότητά τους να τεκνοποιήσουν. Οι γυναίκες προσλαμβάνονται ως σεξουαλικά υποκείμενα από νεαρότερη ηλικία, η ανάπτυξή τους συνδέεται αδιάρρηκτα με την αναπαραγωγική τους δυνατότητα και τα στάδια της ζωής τους οριοθετούνται αυστηρά από αυτή (έναρξη εμμήνου ρύσεως - εμμηνόπαυση).

Μελετώντας, λοιπόν, την ιστορία του βιασμού στις δυτικές κοινωνίες, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη σύνδεση της πράξης αυτής με τις ευρύτερες αντιλήψεις περί βίας και τα όρια της αποδεκτής -ανά ιστορική περίοδο- βίας. Με άλλα λόγια, η ίδια η ευαισθησία μας απέναντι σε φαινόμενα επιβολής, σεξουαλικοποιημένης ή μη, δεν είναι αμετάβλητη. Μελετώντας τον βιασμό στη Γαλλία του 15ου αιώνα,ο Vigarello παρατηρεί ότι “Η σεξουαλική βία εγγράφεται μέσα σ' ένα σύστημα στο οποίο η βία κυριαρχεί κατά κάποιο τρόπο φυσιολογικά και ξεσπάει με το τίποτα (στα δικά μας μάτια): παιδιά δέρνονται αγρίως από τους ενηλίκους· γυναίκες από άνδρες ή από άλλες γυναίκες· υπηρέτες από τους κυρίους τους. Ορισμένες φορές ο επιτιθέμενος σπάζει το μπαστούνι του ή το ξίφος του στην πλάτη του θύματος και ενίοτε το σκοτώνει. Φαίνεται αρκετά τεχνητό, υπό αυτές τις συνθήκες, να απομονώσουμε το σεξουαλικό αδίκημα από τις άλλες μορφές επιθετικότητας που είναι επίμονα παρούσες ή λανθάνουσες στην καθημερινή ζωή της “παραδοσιακής” κοινωνίας.». Παραμένει εν προκειμένω κεντρική η υπόθεση που διατυπώνει ο Νόρμπερτ Ελίας ότι τα «πρότυπα της επιθετικότητας» ποικίλλουν με το χρόνο, «εκλεπτύνονται» και «εκπολιτίζονται», «αμβλύνονται και περιορίζονται από ένα πλήθος κανόνων και απαγορεύσεων που μετατρέπονται σε αυτοαπαγορεύσεις». Διαπιστώνουμε έτσι το πέρασμα από μια σχετική ανοχή απέναντι στη βία σε μια μικρότερη ανοχή, από τις «λίγο» ελεγχόμενες πράξεις των μακρινών μας εποχών στις «περισσότερο» ελεγχόμενες πράξεις που ρυθμίζουν τη διεύρυνση του πολιτισμού, την προσαρμογή των θεσμών, τις ανταλλαγές, την ισχυροποίηση του κράτους, από μια αργή διεργασία στις συμπεριφορές, στους τρόπους του πράττειν, στις συνειδήσεις, από μια πληθώρα εσωτερικών εμποδίων που τείνουν να αποτρέπουν τις βίαιες πράξεις...”[8]

Συχνά, η δημοσιοποίηση μιας κακοποιητικής συμπεριφοράς, ιδίως ενός βιασμού, κινητοποιεί τον κοινωνικό περίγυρο των εμπλεκομένων να πάρουν θέση και να δράσουν σχετικά με το καταγγελλόμενο περιστατικό. Το μοντέλο που συχνότατα ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να προσεγγίζεται ο “δράστης” ως το κεντρικό πρόσωπο αυτής της διαδικασίας. Το αν και πώς πρέπει αυτός να “τιμωρηθεί” γίνονται κεντρικά σημεία στην αντιμετώπιση κακοποιητικών περιστατικών. Σχεδόν πάντα μένει εκτός συζήτησης το πραγματικά σημαντικό επίδικο μιας τέτοιας διαδικασίας - η φροντίδα, η στήριξη και η ενδυνάμωση[9] που αντιστοιχεί στο άτομο που υπέστη την κακοποίηση. Μια φροντίδα που απαιτεί χρόνο και επιμονή, αφού η αποκατάσταση του τραύματος είναι μια δύσκολη και αργή διαδικασία, που δεν ολοκληρώνεται με τα “αντίποινα” στον κακοποιητή.  Η αποκατάσταση του αποτυπώματος της κακοποιητικής συμπεριφοράς παραμένει προσωπική υπόθεση της επιβιώσασας, ενίοτε και του στενού της περίγυρου, ο τρόπος που θα επιλυθεί -αν επιλυθεί- δεν γίνεται συλλογικός τρόπος και τόπος.

Κι όμως, το πρόσωπο που δέχθηκε την κακοποίηση θα πρέπει πρώτο να βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής μας. Με τα λόγια του Vigarello: “Η ιστορία του βιασμού έρχεται να αφηγηθεί μια σύνθετη διαπλοκή ανάμεσα στο σώμα, στο βλέμμα και την ηθική. Η ντροπή, για παράδειγμα, αυτό το ακαταμάχητο αίσθημα που δοκιμάζει το θύμα, προκαλείται από τη μύχια σχέση που υπέστη, την εικόνα που υπάρχει γι’ αυτήν, την πιθανή της αποκάλυψη. Η ντροπή ενεργοποιεί το σκοτεινό θέμα της κηλίδωσης, της ατίμωσης διαμέσου της επαφής: το κακό διαπερνά από άκρη σ’ άκρη το θύμα και το μεταμορφώνει ενώπιον των άλλων. Η ντροπή αλλάζει και αυτή, αναπόφευκτα παράλληλα με την ιστορία: είναι πιο οδυνηρή όταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο συμβαίνει το έγκλημα καταδικάζει από κοινού τους δύο πρωταγωνιστές· είναι πιο επαχθής όταν η σκέψη παραμένει εσωτερικά δέσμια αυτής της πηγαίας πεποίθησης ότι η ατίμωση μεταδίδεται διαμέσου της επαφής.  Μια πεποίθηση στην οποία οφείλεται, για παράδειγμα, και η δυσκολία του Παλαιού Καθεστώτος να αναγνωρίσει βία στην πράξη του σοδομισμού: ο αποτροπιασμός απέναντι στην πράξη του σοδομιστή είναι τόσο ολοκληρωτικός που φτάνει στο σημείο να καταδικάζει και το ίδιο το θύμα[10], ο στιγματισμός είναι τόσο απόλυτος που έχει ως αποτέλεσμα να λησμονούνται τα τραύματα και να εξομοιώνονται οι πρωταγωνιστές. Το ίδιο ισχύει και μ’ εκείνη την πρόθεση, η οποία εκδηλώνεται σποραδικά στην αυγή της νεότερης εποχής, να καταδικάζεται το παιδί-θύμα αιμομιξίας: να κατηγορείται είτε για απαράδεκτα μακρό συγχρωτισμό με τον πατέρα είτε για κάποια υποτιθέμενη κίνηση συγκατάθεσης από την πλευρά του. Οι αρχαϊκές αυτές παγιδεύσεις των πρωταγωνιστών μέσα στον ίδιο κόσμο του παραπτώματος φέρνουν στο φως αυτό που στις κοινωνίες μας έχει ριχτεί στη σκιά, χωρίς ωστόσο να έχει εξαφανιστεί εντελώς: το σκάνδαλο, το οποίο, πλήττοντας τον βιαστή, πλήττει και το θύμα. Θα πρέπει να πάψει η διασύνδεση με τον κόσμο του παραπτώματος ώστε να αλλάξει η θεώρηση της βαρύτητας των πράξεων.”[11]

Η ντροπή που αναπόφευκτα βιώνει, ακόμη και σήμερα, όποια καταγγέλλει την κακοποίηση ή τον βιασμό της, η θυματοποίηση που συχνά λαμβάνει χώρα ακόμη και εντός του στενού της περιβάλλοντος, είναι σημεία στα οποία θα πρέπει να σταθούμε. Και η ενδυνάμωση που χρειάζεται, η επίπονη διαδικασία της αποκατάστασης, δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμάται ως δευτερεύουσα ή να παραλείπεται, συγχεόμενη με τη θυματοποίηση.      

 

Πεδία πραγμάτωσης της έμφυλης βίας

Η πατριαρχία και η αντρική κυριαρχία αποτελούν δομικά συστατικά του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί αναλυτικά, η σεξιστική βία, ακριβώς επειδή αποτελεί διάχυτη συνθήκη, ασκείται σε όλα τα πεδία, δημόσια και ιδιωτικά και λαμβάνει πολλές μορφές. Το γυναικείο σώμα βρίσκεται μονίμως υπό επιτήρηση και υπό τη μόνιμη απειλή της ιδιοποίησής του: στο σχολείο, στα λεωφορεία, στο δρόμο, στην εργασία, στους τόπους διασκέδασης... Από αυτή τη διαρκή συνθήκη δεν γίνεται να εξαιρεθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις. Ειδικά οι ερωτικές σχέσεις -σχέσεις που συγκροτούνται κατά κύριο λόγο στη δυαδικότητα και την ετεροκανονικότητα- αποτελούν κατ’ εξοχήν τόπους άσκησης των αντρικών προνομίων και υποτίμησης των γυναικείων σωμάτων. Μέσα στο ζεύγος και την οικογένεια (της οποίας το ζεύγος, άλλωστε, αποτελεί δομικό συστατικό), ως  κλειστά, “μονωμένα” συστήματα, αδιάτρητα από εξωγενείς κοινωνικούς παράγοντες, σε πολλές περιπτώσεις παραβλέπονται οι διάφοροι μικροί και μεγάλοι καταναγκασμοί. Είναι οι τόποι όπου μαθαίνουμε να μετράμε τον έρωτα, το νοιάξιμο, την εμπιστοσύνη με παρατηρήσεις, φωνές, ενοχές, χαστούκια και σκηνές ζηλοτυπίας. Ο αγώνας, λοιπόν, ενάντια στην καταπιεστική πραγματικότητα που βιώνουμε χρειάζεται να θέσει σε κριτική και αμφισβήτηση την οικογένεια και το ζεύγος. Παρακάτω επιχειρείται μία κατάθεση κάποιων από εκείνα τα σημεία που τοποθετούν την οικογένεια και το ζεύγος στο κέντρο των έμφυλων καταπιέσεων και της σεξιστικής βίας.

 

Οικογένεια

Η οικογένεια, παρά τις διαφοροποιήσεις της στο πέρασμα των χρόνων και στις διάφορες κοινωνίες, αποτελεί για τον δυτικό κόσμο πυλώνα της κοινωνικής οργάνωσης και έχει κατοχυρωθεί ως ένα αδιαμφισβήτητο σύμβολο. Υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα εξουσιών και Λόγων που αναπαράγεται στο εσωτερικό της οικογένειας, το οποίο διατηρεί ως επί το πλείστον αναλλοίωτα κάποια χαρακτηριστικά στον πυρήνα του, προκειμένου να διαιωνίζεται: υπεροχή του άνδρα, ετεροφυλόφιλη, μονογαμική σχέση, τεκνοποίηση.

Η οικογένεια είναι κύριο πεδίο αναπαραγωγής των έμφυλων διακρίσεων και πραγμάτωσης της σεξιστικής βίας. Το θηλυκό πρότυπο συγκροτήθηκε συστηματικά πάνω στις “ιδιαιτερότητες” της ανατομίας της γυναίκας και στις “βιολογικές διαφορές” των δύο φύλων. Τα χαρακτηριστικά του -με διαφοροποιήσεις και διευρύνσεις- παραμένουν στην ουσία τους αμετάβλητα, με κύρια αυτά της αδύναμης, της ευαίσθητης, της υπομονετικής, της πιστής, της μητέρας, της συζύγου και τοποθετούν τη γυναίκα στο σπίτι, ως βασικό πεδίο δράσης της. Αντίστοιχα, ο άντρας θεωρείται δυναμικός, δραστήριος, εξωστρεφής, λογικός, μη συναισθηματικός. Στο κλειστό περιβάλλον της οικογένειας, με την έμφυλη κατανομή ρόλων, τα ανδρικά προνόμια υλικοποιούνται και έχουν αποδέκτες όλα τα σώματα που θεωρούνται κατώτερα - τις γυναίκες και τα παιδιά. Μέσα από την φυσικοποιημένη υπεροχή του άνδρα συντελείται μία διαρκής εκπειθάρχηση και υποτίμηση των υποτελών σωμάτων. Ψυχολογικοί καταναγκασμοί, ενοχές, βρισιές. Ξυλοδαρμοί. Βιασμοί. Εκείνες/οι που θα αμφισβητήσουν ή θα αποδράσουν από το πλέγμα των οικογενειακών σχέσεων θα στοχοποιηθούν για να συμμορφωθούν. Οι γυναίκες που ζητάνε διαζύγιο, αρνούνται να κάνουν σεξ όποτε τους το ζητήσει ο σύντροφός τους, βγαίνουν συχνά, δεν κάνουν δουλειές του σπιτιού, είναι γυναίκες που αρνούνται να επιτελέσουν τους έμφυλους ρόλους που τους έχουν αποδοθεί, γι’ αυτό και τιμωρούνται.

“Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ένα πολύ βασικό θέμα ως προς τη θεώρηση της οικογένειας. Είναι γνωστός ο τρόπος που στη νεωτερικότητα γίνεται αντιληπτή η πραγματικότητα μέσα από δυαδικότητες και δίπολα. Ένα από αυτά είναι η διάκριση ιδιωτικού και δημόσιου, σημείο στο οποίο αρκετά νωρίς εστίασαν τα κινήματα για τη γυναικεία χειραφέτηση και μέχρι σήμερα αποτελεί πεδίο έντονης κριτικής[12]. Η διάκριση αυτή θεμελιώνεται περισσότερο με την εγκαθίδρυση των καπιταλιστικών σχέσεων εντός του κοινωνικού, με την πιο συστηματική οργάνωση του χωροχρόνου σε ιδιωτική και δημόσια σφαίρα. Η οικογένεια “εξορίστηκε” στη σφαίρα του ιδιωτικού, στο κέντρο της οποίας δεσπόζει η γυναίκα/μητέρα και αυτό όχι τυχαία, αφού η έμφυλη κατανομή ιδιοτήτων (όπως αναφέρεται και παραπάνω) τοποθετεί τη γυναίκα στο κέντρο του οίκου, και άρα της ιδιωτικής σφαίρας, και τον άντρα στο δημόσιο πεδίο. […] Ωστόσο, χρειάζεται να ειπωθεί ότι η εν λόγω καταστατική συνθήκη κατατεμαχίζει την ίδια την πολιτική κριτική και ακρωτηριάζει τα πολιτικά-κοινωνικά ζητήματα από το όλον τους, μιας που προϋποθέτει τη θέασή τους μέσα από ξεκομμένες, διαχωρισμένες μεταξύ τους περιοχές, συμβάλλοντας τελικά στην αποπολιτικοποίησή τους. Με σημείο αναφοράς το φύλο, επιτάσσει διαφορετική προσέγγιση για τις έμφυλες ανισότητες που επιτελούνται στα φώτα της δημοσιότητας και διαφορετική στα σκοτάδια της ιδιωτικότητας της οικογένειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζήτημα της “ενδοοικογενειακής βίας”, όνομα που δίνεται για τους ξυλοδαρμούς, βιασμούς γυναικών και παιδιών από τους πατεράδες, σαν να πρόκειται για “αυτοφυή βία” και όχι βία που συναρθρώνεται με την έμφυλη βία σε όλα τα πεδία της καθημερινής ζωής. Έτσι, η “ενδοοικογενειακή βία” γίνεται εξαίρεση βίας, προστατευτικό δίχτυ που επιτρέπει τη διαιώνισή της και την πρόσληψή της ως προσωπικής-ιδιωτικής υπόθεσης. Συμπερασματικά, ακριβώς αυτή η διάκριση είναι που συντελεί στην αναπαραγωγή από το κοινωνικό, της προστασίας του ιδιωτικού, σαν να βρίσκεται αυτό εκτός της σφαίρας του πολιτικού, και τελικά στην προστασία και διαιώνιση των σκληρών παιχνιδιών της εξουσίας εντός του οικιακού χώρου.”[13]

 

Ερωτικές σχέσεις – Ζεύγος

Το ετεροφυλόφιλο ζεύγος αποτελεί την κυρίαρχη μορφή ερωτικής σχέσης, στην οποία η τεκνοποίηση και η σύναψη γάμου αποτελεί πολλές φορές “φυσική εξέλιξη”. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτές οι σχέσεις λειτουργούν ως δοκιμές για τον απώτερο στόχο της δημιουργίας οικογένειας. Ακόμα περισσότερο, όταν οι ερωτικές σχέσεις αποτελούν ένα διαρκές επίδικο, το να είσαι μόνη και γυναίκα δεν αποτελεί εύκολη επιλογή, όπως αναδεικνύεται συστηματικά από τους έμφυλους ρόλους και ταξινομήσεις. Γιατί αυτό κατατάσσει αυτομάτως τις γυναίκες στην κατηγορία των “κακών” συντρόφων, των παράξενων, των “εύκολων”, των “κακόμοιρων”. Αυτών που δεν θέλουν να “νοικοκυρευτούν”, που δεν θέλουν παιδιά ή δεν μπορούν να είναι μητέρες. Δεδομένης αυτής της συνθήκης που αναπαράγεται από το κράτος και τους θεσμούς του, η ασφάλεια που παρέχει η σύναψη σχέσης με έναν άνδρα ιεραρχείται ως κρίσιμη για την κοινωνική υπόσταση της γυναίκας. Είναι όμως σημείο προς διερεύνηση γιατί η μορφή ζευγάρι αποτελεί την κυρίαρχη μορφή οργάνωσης των ερωτικών σχέσεων. Μπορούμε να εντοπίσουμε ως σταθερά σημεία την ανάγκη συναισθηματικής σταθερότητας, οικονομικής εξασφάλισης, κοινωνικής αποδοχής, μοιράσματος της ζωής, της χαράς και των αγωνιών, το στήσιμο μιας “μοριακής” κοινότητας. Θεωρούμε, όμως ότι δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την επικυριαρχία της μορφής ζευγάρι στον δυτικό κόσμο και ότι αυτή η επικυριαρχία συνδέεται άρρηκτα με την πατριαρχία και τη σημασία της οικογένειας, ως οργανωτικής μονάδας των κοινωνιών, εντός του φιλελεύθερου καπιταλιστικού πλαισίου.

Η υποτίμηση και η παρενόχληση, ως κανονικοποιημένη συνθήκη των ερωτικών σχέσεων, εκδηλώνεται ήδη στο πεδίο επικοινωνίας και γνωριμίας των ετεροφυλόφιλων ιδίως σχέσεων, πριν ακόμα τη δημιουργία της ερωτικής σχέσης. Μέσω του φλερτ, ως “προπαρασκευαστικού” σταδίου της ερωτικής σχέσης, συχνά φυσικοποιείται και απενοχοποιείται η παρενόχληση, που παρουσιάζεται ως ένα παιχνίδι διεκδίκησης και συσχετισμού δυνάμεων, με σαφείς συνδηλώσεις κυνηγιού. Ο άντρας παραδοσιακά αναλαμβάνει το ρόλο του κυνηγού, ρόλος σύμφυτος με τις ιδιότητες που αποδίδονται στην αρρενωπότητα. Η γυναίκα και πάλι αναλαμβάνει ρόλο παθητικό και εκπαιδεύεται να προσλαμβάνει την παρενόχληση ως φιλοφρόνηση και εκδήλωση ενδιαφέροντος. Μικροί και μεγαλύτεροι εξαναγκασμοί, βλέμματα, αγγίγματα, επίμονα τηλεφωνήματα και μηνύματα, παρακολούθηση, “στενό μαρκάρισμα” που παρουσιάζεται ως έρωτας, που όμως πολύ συχνά παραγνωρίζουν το προφανές: ότι το όχι σημαίνει όχι και δεν εκφράζεται στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού για περισσότερη διεκδίκηση.

Οι κυρίαρχοι λόγοι περί έρωτα και πάθους χρησιμοποιούνται πολύ συχνά δικαιολογώντας, στην πραγματικότητα, περιστατικά βίας, φυσικοποιώντας το στερεότυπο του οξύθυμου αρσενικού και μετατοπίζοντας την ευθύνη στη γυναίκα. Οι εξουσιαστικές σχέσεις δεν έχουν τις “ρίζες” τους στο λεγόμενο πάθος και τον έρωτα, δεν είναι προϊόν από κοινού συμφωνίας των μελών. Ο έρωτας και ο τρόπος που βιώνεται έχει σοβαρές διαφοροποιήσεις και αποχρώσεις στην καθεμία και τον καθένα μας, και βεβαίως δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως αυθόρμητο, άνευ πολιτικών συσχετίσεων συναίσθημα. Είμαστε κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, και τα συναισθήματα, οι ανάγκες και οι επιθυμίες μας διαμορφώνονται από το κοινωνικό περιβάλλον του οποίου είμαστε μέρος. Ο έρωτας και το πάθος δεν θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με χρήση των τόσο προσφιλών για την κυριαρχία βιολογικών αναγωγισμών. Οι σχέσεις, συμπεριλαμβανομένων των ερωτικών σχέσεων, είναι πολιτικές και ως τέτοιες δεν χρειάζεται να απολαμβάνουν κάποιας μονομανούς στεγανότητας γιατί πολύ απλά δεν είναι μονωμένα συστήματα με δύο παίχτες.

Ένα συχνό χαρακτηριστικό των ερωτικών σχέσεων και δομικό χαρακτηριστικό της μονογαμίας είναι η κτητικότητα και οι ιδιοκτησιακές σχέσεις που διαμορφώνονται εντός του ζεύγους. Η σύναψη μονογαμικών σχέσεων συνεπάγεται σχεδόν απαραίτητα τη μερική έστω εκχώρηση της αυτονομίας των ατόμων. Ο άντρας μπορεί να έχει λόγο για το ντύσιμο της συντρόφου του, τη δουλειά που θα κάνει, για το πώς θα διαθέσει τον ελεύθερο χρόνο της, με ποιους/ες θα κάνει παρέα. Αντίστοιχα, η γυναίκα επηρεάζει και αυτή τις επιλογές του συντρόφου της και έχει λόγο γι’ αυτές, ανάλογα και με το συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται μεταξύ του ζεύγους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα υλικοποίησης της ιδιοκτησιακότητας εντός του ζεύγους είναι η αποκλειστικότητα και η ζήλεια. Η ζήλεια παρουσιάζεται συνήθως ως έκφραση αγάπης και ενδιαφέροντος, πολλές φορές η απουσία της προσλαμβάνεται ως αδιαφορία. Η ζήλεια επικυρώνει την αποκλειστικότητα και τη μονογαμία και θεωρείται η ίδια απόδειξη της ερωτικής επιθυμίας. Στην παραβίαση, μάλιστα, της μονογαμίας η γυναίκα έχει διαφορετική μεταχείριση, καθώς η πράξη αυτή ισοδυναμεί με άρνηση της “φύσης” της, ως πιστής και αφοσιωμένης, σε αντίθεση με τον άντρα, για τον οποίο το σεξ με άλλη γυναίκα προσλαμβάνεται συχνά ως φυσική ροπή, ως ορμή που δεν μπορεί να κατευνάσει αλλά και ως απόδειξη της αρρενωπότητάς του. Παρόλο, λοιπόν, που η ζήλεια φαίνεται να εκπορεύεται και από τα δυο μέλη των μονογαμικών ζευγών, υπάρχει ακόμα και σε αυτή μια έμφυλη διάσταση με κλασσικά μοτίβα και στερεότυπα να αναπαράγονται. Από τη μια πλευρά, η παθητική ζηλιάρα-γκρινιάρα γυναίκα και από την άλλη, ο ασυγκράτητος και τυφλωμένος από το πάθος άνδρας που θα επιβληθεί με οποιοδήποτε τρόπο πάνω στην άπιστη ή εν δυνάμει άπιστη γυναίκα.

Το ζεύγος είναι ένας από τους κατεξοχήν τόπους όπου η αντρική υπεροχή βρίσκει το χώρο να εκφραστεί και η σεξιστική βία λαμβάνει χώρα συστηματικά. Στο μονογαμικό ζεύγος δημιουργείται ένα σύνθετο πλέγμα καταπιέσεων με το γυναικείο σώμα να υποτιμάται σταθερά, να βρίσκεται υπό τη μόνιμη απειλή ότι πάνω του μπορεί να ασκηθεί κάθε είδους επιβολή και έλεγχος. Παρόλο που οι ξυλοδαρμοί και οι βιασμοί γυναικών παρουσιάζονται συχνά ως πράξεις “διαταραγμένων” αντρών, αγνώστων, που βρίσκονται έξω από τη ζωή των γυναικών που κακοποιούν, η πραγματικότητα διαφωνεί με αυτή την κυρίαρχη αφήγηση. Τα περισσότερα περιστατικά κακοποίησης γυναικών λαμβάνουν χώρα από τους συντρόφους τους. Οι “αφορμές” μπορεί να ποικίλλουν, η αιτία όμως παραμένει η ίδια: η δομή του ζεύγους επικυρώνει και διασφαλίζει τον ρόλο του άντρα ως “προστάτη” και “κύριο” της γυναίκας. Η γυναίκα του ανήκει και ο ίδιος μπορεί, και πρέπει προκειμένου να δικαιώσει το ρόλο του, να την ιδιοποιηθεί και να της επιβληθεί. Η εξουσία του άντρα πάνω στο σώμα της συντρόφου του ισχύει και αναγνωρίζεται έναντι όλων. Εξ’ ου και απολαμβάνει και αυτή του “προνομίου” της περίκλειστης ιδιωτικότητας. Ό,τι συμβαίνει ανάμεσα στα μέλη ενός ζεύγους θεωρείται προσωπικό ζήτημα που πρέπει να μείνει μεταξύ τους. Τα περιστατικά σεξιστικής βίας και οι σεξιστικές συμπεριφορές είναι συμβάντα που η διαχείρισή τους αφήνεται να γίνει από τους δύο, στο πλαίσιο της προσωπικής τους σχέσης. Η καταπίεση βιώνεται ως ένας προσωπικός εφιάλτης, με ενοχές και υποχωρήσεις, από τον οποίο δεν μπορεί καμία, στις περισσότερες περιπτώσεις, να βγει εύκολα. Η επιμονή να αντιμετωπίζονται τα ζητήματα του ζεύγους ως αυστηρά προσωπικά και, πιο πέρα, η μη επεξεργασία του τρόπου που αναπτύσσονται εντός του ζεύγους σχέσεις εξουσίας, ρόλοι, κτητικότητα, του τρόπου αναπαραγωγής των κυρίαρχων παραστάσεων, βάζει άλλο ένα λιθαράκι στο να αποτελούν αυτές οι υποθέσεις προσωπικούς εφιάλτες, δισεπίλυτα προβλήματα, αδιέξοδα, και τελικά να διαιωνίζεται το δαιδαλώδες εξουσιαστικό πλέγμα της πατριαρχικής συνθήκης.

 

Θεσμικές κινήσεις. Συστημική ενσωμάτωση των προταγμάτων των αντισεξιστικών αγώνων

Παραμένοντας στη συζήτηση για την έμφυλη βία, περνάμε σε ένα άλλο επίπεδο, εκείνο της κρατικής “μέριμνας” και του ρόλου του κράτους για τα ζητήματα που βρίσκονται κάτω από τον υπέρτιτλο “ισότητα των φύλων”. Έχουμε αναφερθεί και στο παρελθόν σχετικά με τις κινήσεις του κράτους προς αφομοίωση των προταγμάτων των αντισεξιστικών αγώνων. Κινήσεις που γίνονται σχετικά πιο εύκολες όταν μιλάμε για αιτηματικούς αγώνες, για διεκδίκηση δικαιωμάτων. Γράφαμε στην μπροσούρα για το ζήτημα των αμβλώσεων (Θερσίτης 2017): “Το κράτος δικαίου, ανταποκρινόμενο σε αιτήματα από τα κάτω, ενσωματώνει θεσμικά τις διεκδικήσεις, εκχωρώντας κάποια δικαιώματα σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων, όπως ηλικιωμένων, με κινητικά προβλήματα, μητέρων, γυναικών, ομοφυλόφιλων κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό διαχωρίζει σε κοινωνικές ομάδες αποδίδοντάς τους συγκεκριμένες πολιτικές ταυτότητες, όπως αυτές που αναφέρθηκαν, κατοχυρώνοντας ουσιαστικά αποστάσεις μεταξύ τους, αφού τα δικαιώματα (ή η πρόσβαση σε επιδόματα, ιατροφαρμακευτική κάλυψη, σύνταξη κ.λπ.) είναι πάντα για συγκεκριμένους/ες, δημιουργώντας παράλληλα τόπους αποκλεισμού. Έτσι, αποπολιτικοποιεί και εξατομικεύει τα δικαιωματικά αιτήματα. Τελικά, τα κινήματα υπέρ των δικαιωμάτων αναπόδραστα προϋποθέτουν τις κρατικές κατηγοριοποιήσεις και με αυτόν τον τρόπο αφενός νομιμοποιούν τις κρατικές διευθετήσεις, αφού αυτές διεκδικούν, αφετέρου συμβάλλουν και στην αναπαραγωγή του κράτους ως ηγεμόνα του κοινωνικού.”

Αντιλαμβανόμαστε ότι η ύπαρξη θεσμικού πλαισίου κατοχύρωσης στοιχειωδών ελευθεριών δεν μπορεί να αφοριστεί εύκολα, όταν η ζωή και οι σχέσεις εν τω μεταξύ εξελίσσονται σε αυτό ακριβώς το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό μοντέλο οργάνωσης, κράτος – πατριαρχία – καπιταλισμός. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η διεκδίκηση δικαιωμάτων, οι ίδιοι οι αιτηματικοί αγώνες, κάνουν πιο εύκολη τη διεισδυτικότητα και την επέκταση του κράτους ως διαχειριστή και ρυθμιστή των υποθέσεών μας. Σίγουρα δεν μπορεί να είναι το κεντρικό επίδικο ενός αγώνα. Επειδή ακριβώς το επίδικο βρίσκεται πολύ πιο πέρα, στον τρόπο που διαχωριζόμαστε με βάση το “φύλο”, την “αναπαραγωγική δυνατότητα”, στον τρόπο που διαχωριζόμαστε ως “κανονικοί” και “μη κανονικές” με βάση τις σεξουαλικές μας επιθυμίες, τη σωματική κατάσταση, την ηλικία κ.α. Αν δεν τίθενται αυτά ως επίδικα στον αγώνα των από κάτω, όσο και αν βελτιώνεται το νομικό-θεσμικό πλαίσιο, τα ζητήματα αυτά θα υπάρχουν εκεί, να μας πολιορκούν καθημερινά, ορατά και αόρατα.

Τα προτάγματά μας χρειάζεται να παραμένουν ανεξέλεγκτα του κράτους, να μην περιορίζονται σε εγκλίσεις προς αυτό για μια δημοκρατία για όλες και όλους, για ένα πιο δίκαιο κράτος, αλλά να κοιτάζουν στην καταστροφή του συνόλου των εξουσιαστικών σχέσεων. Γιατί, "ο ριζοσπαστισμός[14] προσπαθεί να πραγματοποιήσει τούτο τον σκοπό, να κάνει να συνυπάρχουν, να κάνει να λειτουργούν μαζί η επίφαση του φιλελευθερισμού: τα ανθρώπινα δικαιώματα, η καθολική ψηφοφορία, το κοινοβουλευτικό καθεστώς, η διάκριση των εξουσιών, ο ατομικισμός και οι συνέπειές του, η ιδιοκτησία και ο ανταγωνισμός και από την άλλη η ουσία: το κυρίαρχο και πρακτικά παντοδύναμο Κράτος... Η ανθρωπιστική διακήρυξη των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» συνόδεψε στον 20ο αι. την εκμετάλλευση ολόκληρων λαών, αλλά τα «δικαιώματα του ανθρώπου» δεν κέρδισαν τίποτα από τη νικηφόρα διακήρυξη του «δικαιώματος των λαών»: η ανισορροπία δεν ωφέλησε παρά τη μορφή Κράτος.” (“Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ου αι.”,  Φ. Σατελέ-Εβελίν Πιζιέ-Κουσνέρ).

Υπό την παραπάνω θεώρηση, κρίναμε απαραίτητο να ανιχνεύσουμε τις κινήσεις του κράτους και τις αλλαγές στο θεσμικό επίπεδο, όσον αφορά στα ζητήματα αυτά. Η μελέτη των κινήσεων αυτών συμβάλλει, όπως ήδη αναφέραμε, στην αναγνώριση του συνόλου της συνθήκης που βιώνουμε, ενός σύνθετου πλέγματος καταπιέσεων, κι έτσι σε μια πιο εύστοχη, δημιουργική τοποθέτηση, τόσο σε επίπεδο λόγου όσο και σε επίπεδο δράσης.

Επιχειρώντας, λοιπόν, μία επισκόπηση στο θεσμικό πεδίο, ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια, παρατηρούμε μία πληθώρα κινήσεων προώθησης από πλευράς του κράτους της “αρχής της ίσης μεταχείρισης αντρών και γυναικών”, διακηρύξεων περί “προστασίας της ταυτότητας φύλου”, δικαιωματικών  λόγων “κατά των διακρίσεων βάσει του φύλου”, νόμων για την “ενδοοικογενειακή βία” και πρόσφατα για τη “βία κατά των γυναικών” που εγκαθιδρύουν καθεστώτα προστασίας, προβλέπουν θετικά μέτρα, και φορείς παρακολούθησης. Όλα αυτά καταδεικνύουν μια αυξημένη ενασχόληση και θεσμική κινητοποίηση για ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας. Οι κινήσεις αυτές, πέραν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, αντανακλούν και τη συστημική “αγωνία” για περισσότερη δημοκρατία στο πολύ προνομιακό πεδίο της θεματικής του “φύλου” σε σχέση με άλλα πεδία διακρίσεων, όπως αυτό της “φυλής”, που αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής, για να κλείσουν τα στόματα των αντιστεκόμενων και καταπιεσμένων μη αρρενωπών υποκειμένων που αγωνίζονται στο πραγματικό πεδίο του δρόμου και χαλάνε την εικόνα του κράτους δικαίου, καθώς και για να εξωραϊστεί η εικόνα της “πολιτισμένης” Δύσης έναντι του “σκοταδιστικού” μουσουλμανικού κόσμου, έτσι ώστε να δικαιολογείται η ένταση των ρατσιστικών κινήσεων και πολιτικών προς τους “απολίτιστους” μετανάστες. Εν καιρώ δε αριστερής διακυβέρνησης, στα καθ’ ημάς, γίνεται πιο εμφατική η προσπάθεια κεφαλαιοποίησης των περιεχομένων των κινηματικών διαδικασιών με την ενσωμάτωση των ριζοσπαστικών λόγων, με την παροχή δικαιωμάτων και τη μερική εκπλήρωση αιτημάτων.

 

Το ευρύτερο νομικό και θεσμικό πλαίσιο

Από το 2006 με το Ν. 3500/2006 για την “Αντιμετώπιση της Ενδοοικογενειακής Βίας”, άρχισε η ενσωμάτωση ευρωπαϊκών οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, υποχρέωση η οποία εξαντλήθηκε στον ορισμό της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ) ως παρατηρητή. Στο νόμο αυτό, εισάγεται η έννοια του βιασμού και εντός γάμου, αν βέβαια αυτή η πράξη φτάσει να αναγνωριστεί ως τέτοια. Έπειτα, ακολούθησαν ο Ν. 3896/2010 για την “ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στην εργασία” και ο Ν. 4443/2016 για την “ίση μεταχείριση και καταπολέμηση των διακρίσεων”, οι οποίοι δημιουργούν ένα θεσμικό πλέγμα προστασίας με φορείς παρακολούθησης και προώθησης, αποδίδοντας τις αρμοδιότητες αυτές στον Συνήγορο του Πολίτη. Το 2018 και τη στιγμή που η ΓΓΙΦ έχει ενισχυθεί από το Σύριζα και μεσουρανεί με καταγγελτικά δελτία τύπου, και μάλιστα με πολύ προωθημένο λεκτικό περιεχόμενο, που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά ότι προέρχονται από κρατικό φορέα, προωθείται και ψηφίζεται τελικά ο Ν. 4531/2018 που κυρώνει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την “πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας”, που απαιτεί μεταξύ άλλων και την ποινικοποίηση κάθε μη συναινετικής πράξης σεξουαλικής φύσης.

Φτάνουμε, έτσι, το 2019 στην ψήφιση του N. 4604/2019 για την “Προώθηση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων, πρόληψη και καταπολέμηση της έμφυλης βίας”, ο οποίος επιχειρεί την πλήρη θεσμική διευθέτηση της έμφυλης ανισότητας. Ορίζονται και “κλείνουν” οι έννοιες (έμφυλη διάκριση, βία στην εργασία, σεξουαλική παρενόχληση) και “διευθετείται” το πρόβλημα των έμφυλων διακρίσεων με την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου στην άσκηση όλων των Δημόσιων Πολιτικών (gender mainstreaming), ακόμα και στους προϋπολογισμούς των Υπουργείων, ως αποτελεσματικότερη μέθοδος σε σχέση με τις πολιτικές των ίσων ευκαιριών ή της καταπολέμησης των διακρίσεων που είχαν προηγηθεί. Προβλέπεται ένα αυτοτελές θεσμικό πλαίσιο με κεντρικούς, περιφερειακούς και τοπικούς μηχανισμούς και φορείς για την πραγμάτωση της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και η λειτουργία ενός ολοκληρωμένου δικτύου δομών και υπηρεσιών με αντικείμενο την προσφορά ψυχοκοινωνικής στήριξης, νομικής συμβουλευτικής, αλλά και ασφαλούς διαμονής στις γυναίκες που έγιναν δέκτριες έμφυλης βίας (συμβουλευτικά Κέντρα Γυναικών, ξενώνες φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών, 24ωρη πανελλαδική τηλεφωνική γραμμή SOS 15900, αυτοτελή Γραφεία Ισότητας στις Περιφέρειες, επιτροπές ισότητας στους δήμους).

Όσον αφορά τα μίντια, προωθούνται διορθωτικές ρυθμίσεις που διατείνονται ότι αποβλέπουν στην πραγμάτωση της αρχής της “ισότητας των φύλων”, καθώς και στην εξάλειψη των στερεοτύπων που σχετίζονται με το φύλο (κώδικες δεοντολογίας, ΕΣΡ, κ.λπ), ενώ προβλέπεται ρητή απαγόρευση αναπαραγωγής διαφημίσεων, τηλεοπτικών ή ραδιοφωνικών μηνυμάτων με χρήση λόγου που εμπεριέχει έμφυλη διάκριση. Δεν αυταπατόμαστε ότι μία διάταξη αρκεί για να αλλάξει αυτό που  χρόνια τώρα τα μίντια επιχειρούν και εξυπηρετούν: την διατήρηση της συνθήκης της αντρικής υπεροχής, αξιοποιώντας τις πράξεις έμφυλης βίας για θεαματικούς λόγους, αφαιρώντας το περιεχόμενό τους, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, θέτοντας το άτομο που υφίσταται τη βία σε θέση κατηγορουμένου και τελικά αποκαθιστώντας την κυρίαρχη συνθήκη της έμφυλης καταπίεσης. Επίσης, η ΓΓΙΦ  διαβεβαιώνει ότι η υλοποίηση των στόχων –φυσικά από την “πολιτεία” και μόνο- θα γίνει “με συνοδοιπόρους την κοινωνία των πολιτών, το γυναικείο κίνημα και τις φεμινιστικές οργανώσεις”, η παρουσία των οποίων θα νομιμοποιεί κοινωνικά τις θεσμικές διευθετήσεις, θα κατευνάσει την κοινωνική δυσαρέσκεια και θα επαναεπιβεβαιώσει τον ρόλο του κράτους ως καθολικού ρυθμιστή του κοινωνικού.

Τυπικό παράδειγμα προσπάθειας αφομοίωσης των κινηματικών διεκδικήσεων αποτελεί η περίπτωση της Σουηδίας και ο αγώνας φεμινιστικών ομάδων για την αναθεώρηση του νόμου περί βιασμού και τη συμπερίληψη της έννοιας της συναίνεσης. Συγκεκριμένα, το 2013 και μετά την έκδοση μίας αθωωτικής απόφασης δικαστηρίου των βιαστών μίας ανήλικης γυναίκας, εκδηλώθηκαν αντιδράσεις και σχηματίστηκε το κίνημα FATTA με σκοπό να αναγνωριστεί νομοθετικά ότι το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Τόσο η στενή και αιτηματική στόχευση του FATTA, όσο και η μορφή του ως κίνημα των socialmedia, το κατέστησαν εύκολα προσβάσιμο στη θεσμική διαμεσολάβηση. Το παγκόσμιο διαδικτυακό κίνημα #MeToo, φυσικά, έτρεξε να στηρίξει το σουηδικό, με φιγουράτα ονόματα διάσημων γυναικών να προβάλλουν το αίτημα της νομοθετικής αναθεώρησης και να προβάλλονται στην αρένα του θεάματος! Η δε “δημόσια πίεση” που προκλήθηκε δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει τις προεκλογικές εκστρατείες των πολιτικών κομμάτων, με κορυφαία τη δήλωση του τότε πρωθυπουργού: “Θα έπρεπε να είναι προφανές. Το σεξ πρέπει να είναι συναινετικό. Αν δεν είναι συναινετικό, τότε είναι παράνομο. Αν δεν είστε σίγουροι, τότε να απέχετε”. Εν τέλει, το 2018 η Σουηδία ψήφισε νέο νόμο όπου στον ορισμό του βιασμού περιλαμβάνεται και η έννοια της συναίνεσης. Διάφορες ΜΚΟ, όπως πρώτιστα η Διεθνής Αμνηστία, έχει μετατρέψει σε ορόσημο το κίνημα αυτό, θεωρώντας το άκρως πετυχημένο και γι’ αυτό το προωθεί και σε άλλες χώρες. Η στόχευση είναι διπλή: από τη μία η δέσμευση των αντιστάσεων και ο περιορισμός τους σε αιτηματικούς αγώνες περί δικαιωμάτων και νομοθετικής συσσώρευσης και από την άλλη η διαιώνιση του ελέγχου των γυναικείων σωμάτων και των αντιδράσεων όσων αρνούνται να μείνουν σιωπηλοί/ές μπροστά στην υποτίμηση των ζωών τους, εξορίζοντας τις φωνές αυτές στο διαδικτυακό χώρο και χρόνο, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπεται στο κράτος και τους θεσμούς του να αναπαράγει τον ρόλο του ως πανοπτικός ρυθμιστής του κοινωνικού, νομιμοποιημένο από θεσμικές “κινηματικές” φωνές και προοδευτικούς νόμους.

Το είδαμε να συμβαίνει πρόσφατα και στην περίπτωση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου, όπου η άμεση αντίδραση και η εκδήλωση της οργής του κόσμου κεφαλαιοποιήθηκε από την αριστερή πολιτική διαχείριση, που έτρεξε με λεπτούς, θεσμικούς χειρισμούς να εκτονώσει την κατάσταση. Πύρινα δελτία τύπου από τη γενική γραμματεία δικαιωμάτων του ανθρώπου και από άλλα κυβερνητικά γραφεία σπεύδουν να καταγγείλουν τη βαρβαρότητα, ακόμα και την αστυνομική αυθαιρεσία, για να διορθώσουν αυτές τις “ακραίες αντιδημοκρατικές” εκφάνσεις του συστήματος. Το ευαίσθητο αριστερό κράτος καθησυχάζει, αποπροσανατολίζει την οργή με δικαιωματικούς λόγους και ιατροδικαστικά πορίσματα και υπενθυμίζει ότι είναι ευθύνη των αρμόδιων αρχών να αναλάβουν την αποκατάσταση της τάξης, για να αφήσει τελικά τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, όπως πολύ καλά ξέρει, και να κλείσει έτσι την υπόθεση.

 

…Περί “εγκλήματος” του βιασμού

Με αφορμή τη διαβούλευση για την αναθεώρηση του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα, αλλά και την παρούσα συγκυρία της αυξημένης γνωστοποίησης βιασμών και γενικότερα σεξιστικών επιθέσεων και δολοφονιών, πολύς λόγος έχει γίνει για τον βιασμό, που κυριαρχικά τυποποιείται ως έγκλημα, αλλά για εμάς είναι μία πραγματικότητα, μία πράξη σεξουαλικοποιημένης βίας και άσκησης ελέγχου και επιβολής πάνω στο μη αρρενωπό σώμα. Βιασμός είναι οποιαδήποτε καταναγκαστική, οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικοποιημένης βίας με ή χωρίς ευθεία απειλή, με ή χωρίς διείσδυση. Δεν περιμένουμε κανέναν νόμο να μας προστατέψει και να μας ορίσει τι συνιστά βιασμό. Είναι σαφές ότι το δίκαιο ως μηχανισμός κατασκευής έμφυλων ταυτοτήτων δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει παρά μόνο ως πρόσφορο εργαλείο στα χέρια του κρατικού μηχανισμού (μπάτσων – εισαγγελέων – δικαστών), νομιμοποιώντας τη διαχείριση των ζωών μας με όρους διατήρησης της πατριαρχικής συνθήκης και της έμφυλης καταπίεσης. Όμως, οι νομικοί ορισμοί είναι ενδεικτικοί της εκάστοτε κρατικής διαχείρισης που ενσωματώνει και διαιωνίζει την εδραιωμένη κουλτούρα του βιασμού, παρά τους υποτιθέμενα προοδευτικούς νόμους και δικαιώματα που εκχωρεί[15].

Συγκεκριμένα, το άρθρο 336 ΠΚ ορίζει ως βιασμό τη συνουσία, η οποία προκύπτει μετά από καταναγκασμό με τη χρήση σωματικής βίας ή την απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Αυτός ο ορισμός, που βασίζεται στη βία, την απειλή βίας και την αδυναμία άμυνας, υιοθετείται από όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες (μόνο 8 ευρωπαϊκές χώρες έως σήμερα έχουν θεσπίσει τη νομοθεσία τους για τον βιασμό στη βάση της συναίνεσης[16]). Με τον τρόπο αυτό διαχέεται κοινωνικά η κουλτούρα του βιασμού, υποβιβάζεται το σεξ χωρίς συναίνεση σε μικρότερο έγκλημα ή ακόμα και στην απουσία εγκλήματος, με τη στερεοτυπική απόδοση ευθυνών στο άτομο που βιάσθηκε, αν δεν έχει μεσολαβήσει σωματική βία. Πολύς λόγος έχει γίνει για το ότι ο νέος ορισμός που προτείνεται στο πλαίσιο αναθεώρησης του ΠΚ δεν συμμορφώνεται με την πρόσφατα κυρωμένη Σύμβαση της Ισταμπούλ, επίτευγμα που με καμάρι επιδεικνύει η ΓΓΙΦ, δηλαδή με την προσθήκη της “συναίνεσης” ως ειδοποιού διαφοράς μεταξύ σεξ και βιασμού, αλλά περιορίζει και την ήδη υπάρχουσα έννοια του σπουδαίου και άμεσου κινδύνου στην απειλή απλού κινδύνου της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας, πρόβλεψη που αποκλείει την τιμωρία σε περιπτώσεις βιασμού υπό την λεκτική απειλή για παράδειγμα της διαπόμπευσης ή της δημοσίευσης προσωπικών δεδομένων.

Πολύς λόγος γίνεται πάνω στις διατυπώσεις του νομικού πλαισίου για το ζήτημα και την ορολογία του. Αν πρόκειται για καταναγκασμό, για απειλή και ακόμα περισσότερο γύρω από την έννοια της συναίνεσης. Πέρα από τους όποιους νομικούς χειρισμούς και διατυπώσεις, όταν δεν υπάρχει από κοινού επιθυμία, τότε υπάρχει βιασμός. Η "συναίνεση" δεν τεκμαίρεται από τη σιωπή, την επιλογή να περπατήσεις το βράδυ μόνη, το ντύσιμο, την ταυτότητα, την οικειότητα, τη σεξουαλική διάθεση. Από κοινού συμφωνία δεν υπάρχει, όταν είσαι ναρκωμένη, μεθυσμένος, αναίσθητη, διανοητικά αδύναμος, όταν ο φόβος σου σε έχει “παγώσει” και καταστήσει ανίκανη να κουνηθείς και να αντισταθείς, εάν έχεις εξαπατηθεί[17].

Δεν θα μπούμε στη συζήτηση για το ποιος νόμος ή ποια διατύπωση είναι καταλληλότερη. Προφανώς, δεν θα εφησυχάζαμε αν προς διαβούλευση είχε τεθεί ένας ορισμός σύμφωνος με τα διεθνή πρότυπα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που θα περιλαμβάνει στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος στοιχεία όπως η συναίνεση, η σωματική και η ψυχολογική βία ή απειλή αυτής, γιατί γνωρίζουμε πως έτσι κι αλλιώς ό,τι αρθρώνεται εναντίον της κουλτούρας του βιασμού και ό,τι θίγει την αντρική υπεροχή, όπως η καταγγελία μίας σεξιστικής επίθεσης, τίθεται υπό διαρκή αμφισβήτηση, υπό αυστηρό έλεγχο εγκυρότητας και σε δύσκολη αποδεικτική διαδικασία, ώστε να αναιρεθεί ή να γυρίσει τελικά εις βάρος του/της καταγγέλοντος/ουσας, με τη γνωστή μέθοδο της αντιστροφής και τη θυματοποίηση του άντρα. Όμως, η εν λόγω διατύπωση είναι ενδεικτική των κινήσεων που οργανώνονται εναντίον μας, εναντίον των γυναικών, των τρανς, των λεσβιών, των γκέι, των μεταναστριών, των εκδιδόμενων, των queer, όλων όσα δεν υπακούουν στους απαράβατους κανόνες του πατριαρχικού καθεστώτος. Δεν περιμένουμε κανένα νόμο να μας προστατέψει, δεν θα μπορούσαμε να αρκεστούμε σε δικαιώματα που δίνονται από το κράτος, ακριβώς στη βάση της ταυτότητάς μας ως μη-άντρες, της αναγνώρισής μας ως ευάλωτες και άνισες σε σύγκριση με το πλήρες αντρικό πρότυπο υποκειμένου, το οποίο “πρέπει” να μιμηθούμε για να του μοιάσουμε και να νιώσουμε ίσες. Η ισότητα και τα ίσα δικαιώματα προϋποθέτουν την ανισότητα, μας κατηγοριοποιούν σε  αυτές που χρήζουν προστασίας και σε αυτούς που μας την παρέχουν, επιβεβαιώνουν τις έμφυλες διακρίσεις, ισχυροποιούν, με άλλα λόγια, τον άγραφο νόμο του αντρικού ελέγχου και συμβάλλουν στην εδραίωση του πατριαρχικού κράτους ως απόλυτου ρυθμιστή των ζωών μας. Για όλους αυτούς τους λόγους, δεν μπορούμε παρά να στεκόμαστε εχθρικές απέναντι σε κάθε προϊόν της αρρενωπής κανονιστικότητας και της οργανωμένης πατριαρχίας.

 

Ενώπιον της έδρας…

Η τελευταία πράξη μίας σεξιστικής παραβιαστικής συμπεριφοράς λαμβάνει χώρα εντός μίας δικαστικής αίθουσας. Εκεί που ο δικαστής θα ακούσει τα πραγματικά περιστατικά, θα ανακρίνει κατά βάση το άτομο που υπέστη την κακοποίηση, καθώς το βάρος απόδειξης των γεγονότων το φέρει το ίδιο, θα ερμηνεύσει το νόμο πέρα από το γράμμα του, κατά πώς τον συμφέρει, και θα τον εφαρμόσει. Στο δικαστήριο φτάνουν λίγες υποθέσεις που αφορούν σεξιστική βία, γιατί αυτός ή αυτή που την έχει δεχτεί έχει να περάσει από πολλούς σκοπέλους, οι οποίοι μπορεί και να μην ξεπεραστούν, όπως μπάτσους που αρνούνται να καταγράψουν τα περιστατικά και να δεχτούν τη μήνυση, τον κοινωνικό περίγυρο που θα συμβουλεύσει την αποσιώπηση, για την αποφυγή του κοινωνικού στίγματος, την γραφειοκρατία και άλλα τυπικά και ουσιαστικά εμπόδια. Μετά από μία επισκόπηση της νομολογίας, διαπιστώνουμε ότι αυτές οι λίγες περιπτώσεις που φτάνουν να κριθούν στα δικαστήρια αφορούν στην πλειονότητά τους είτε καταγγελθέντες βιασμούς, οι οποίοι μάλιστα συνήθως αφορούν ανήλικους, είτε ανθρωποκτονίες, γιατί στην περίπτωση αυτή υπάρχει ένα νεκρό σώμα που δεν μπορεί να αγνοηθεί και να καλυφθεί, όπως στις περιπτώσεις των κακοποιημένων ψυχικά σωμάτων, ή να κρυφτεί, όπως συνέβη στην πρόσφατη υπόθεση του δολοφόνου στρατιωτικού Νίκου Μεταξά στην Κύπρο, που “εξαφάνιζε” τα πτώματα των γυναικών που κακοποιούσε. Ενώ στην καθημερινότητα οι περιπτώσεις σεξιστικών επιθέσεων είναι ποσοτικά αναρίθμητες και ποιοτικά ποικίλες, μας είναι κατανοητό γιατί αυτό συμβαίνει. Γιατί τα δικαστήρια με την πρακτική τους εγγυώνται την ατιμωρησία του δράστη και αντίστοιχα την τιμωρία όποιου και όποιας τολμήσει να αμφισβητήσει την αντρική κυριαρχία και να την καταδείξει ως καταπιεστική συνθήκη.

Στις αίθουσες των δικαστηρίων λαμβάνει χώρα μία εξοντωτική διαδικασία για την δέκτρια της επίθεσης, μία δεύτερη επίθεση μέσω της οποίας η “ανεξάρτητη αστική δικαιοσύνη” αποκαθιστά την έμφυλη τάξη χωρίς πολιτικό κόστος, άρα και χωρίς ανάγκη προβολής και υπεράσπισης “προοδευτικών” και “φιλελεύθερων” νόμων. Στη δίκη συστηματικά δεν αξιολογείται η πράξη που καταγγέλλεται, αλλά ανακρίνεται το “θύμα” για το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, γίνεται προσπάθεια να εξακριβωθεί η έλλειψη βούλησης για την σεξουαλική πράξη, ανακαλείται η ενδυμασία και η κατάσταση στην οποία βρισκόταν την ώρα της επίθεσης. Καθίσταται δεδομένη η αναγνώριση της βαρύτητας των λόγων του άντρα έναντι της γυναίκας, από την οποία ζητούνται ισχυρά πειστήρια για το γεγονός που καταγγέλλει, καθώς πάντοτε –ειδικά σε δίκες για βιασμούς- αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο να “τα ήθελε” ή να “μην ήξερε τι ήθελε”! Και για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς να ανοίξει αντρικό ρουθούνι, το καθεστώς πατριαρχικής βαρβαρότητας προβλέπει τη δυνατότητα, η γυναίκα – “θύμα” να άρει την ποινική δίωξη, αν θεωρεί ότι η δημοσιότητα που θα προσδοθεί στην υπόθεση θα έχει ως συνέπεια το “βαρύ ψυχικό τραυματισμό” της, να κρατήσει δηλαδή την υπόθεση αυστηρά προσωπική και να την κατατάξει ως μεμονωμένο γεγονός, στη σφαίρα της ιδιωτικότητας και της αφάνειας. Εάν, δε, είναι μετανάστρια εκείνη που καταγγέλλει, αυτό αρκεί για να χορηγηθεί άφεση αμαρτιών στον ντόπιο άντρα, να αφεθεί χώρος να ξεδιπλωθεί άπλετη ρατσιστική ρητορεία και να κατοχυρωθεί η αδιαχώριστη σύμπλευση  των κυρίαρχων κατηγοριοποιήσεων βάσει φύλου – φυλής – τάξης.

Στις περιπτώσεις βιασμού, για να βεβαιωθεί ο δικαστής ότι η καταγγέλλουσα δεν “προκάλεσε” το βιασμό της, απαιτεί από τα περιστατικά να προκύπτει σαφώς η άμυνα, η σθεναρή αντίσταση του ατόμου απέναντι στον βιαστή του, κάτι που προφανώς δεν απαιτείται σε καμία άλλη δίκη, για παράδειγμα για κλοπή, για απόπειρα ανθρωποκτονίας κ.λπ. Εάν όμως, “παρα-αμυνθείς” και φτάσεις στο σημείο να βλάψεις, από λίγο έως πολύ, το αντρικό σώμα, τότε οι ρόλοι αντιστρέφονται‧ ο βιαστής γίνεται το θύμα, λαμβάνει περίθαλψη γι’ αυτό που του συνέβη από τη “γυναίκα-μάγισσα”, γιατί δεν επιτέλεσε το ρόλο της να υπομένει την σεξουαλική εκμετάλλευση προς εκπλήρωση των αντρικών επιθυμιών, γιατί δεν έμαθε καλά το μάθημα της υποταγής στην αντρική κυριαρχία. Η αντίσταση απέναντι στον επίδοξο βιαστή δεν ερμηνεύεται από τη δικαιοσύνη ως άμυνα, αλλά ως επίθεση στους κυριάρχους ρόλους. Η βίαιη απάντηση ως πράξη πολιτική, πράξη αντίστασης στη σεξιστική βία είναι αξιόποινη πράξη. Και οι πράξεις αντίστασης τιμωρούνται παραδειγματικά. Εμφατική είναι η περίπτωση της Π.Α. στην Κόρινθο που υπερασπίστηκε τη ζωή της και τη ζωή της φίλης της -με αντικείμενο που έφερε για την αυτοπροστασία της, αφού ζούσε στο δρόμο έχοντας φύγει από το σπίτι της, όπου την κακοποιούσε ο πατέρας της- και καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία σε 15 χρόνια φυλάκισης. Τιμωρήθηκε αυστηρά, για να μας υπενθυμίσει ότι θα έπρεπε να είχε υποστεί τη σεξιστική βία, λεκτική και σωματική, ακόμα και το βιασμό της. Αυτό υποδεικνύει ότι ο απαράβατος κανόνας δεν είναι ο νόμος και τα οράματα για ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά η κανονιστική αρρενωπότητα, το πατριαρχικό καθεστώς.

 

Αντιστάσεις

Παντού στον κόσμο γυναίκες και lgbtqi+ αγωνίζονται ενάντια στην αντρική κυριαρχία και το καθεστώς υποτέλειας στο οποίο εξαναγκάζονται. Από το 2012 κι έπειτα, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες διαδηλώνουν σε μεγάλες πόλεις της ινδίας ενάντια στους βιασμούς και την καθημερινή κακοποίηση που υφίστανται με συνθήματα: “οι δρόμοι ανήκουν και σε εμάς”, “θα βγω έξω”. Αξιόλογο είναι ό,τι συμβαίνει αυτή την περίοδο στο σουδάν, όπου βλέπουμε σημαντική συμμετοχή των γυναικών, με έντονα φεμινιστικά προτάγματα υπέρ της χειραφέτησής τους και συνθήματα όπως “η φωνή των γυναικών είναι η επανάσταση” και, κόντρα στο πατριαρχικό, αντρικό, θρησκευτικό κανονιστικό πλαίσιο που θέλει τη γυναίκα κλεισμένη στο σπίτι και τα παιδιά της, το “η θέση της γυναίκας είναι στην αντίσταση”. Στις ηπα πραγματοποιήθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στα μισογύνικα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ, ενόψει της ορκωμοσίας του το 2017, αλλά και στη συνέχεια, με συμμετοχή χιλιάδων κόσμου, στη γνωστή “Πορεία των γυναικών” -κινήσεις βεβαίως που καθοδηγήθηκαν κατά κύριο λόγο από θεσμικούς κύκλους. Βασικό επίδικο διαχείρισης και ελέγχου του γυναικείου σώματος παραμένει πάντα η αναπαραγωγική του δυνατότητα, πυλώνας των άφθονων στερεοτύπων, αναπαραστάσεων, ρόλων, λόγων και πρακτικών που συγκροτούν το υποκείμενο “γυναίκα”. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που στην ατζέντα των κυβερνητικών προγραμμάτων παραμένουν σταθερά νομοθετικές ρυθμίσεις ελαστικοποίησης ή αυστηροποίησης του καθεστώτος των αμβλώσεων. Στην πολωνία, οι γυναίκες αγωνίζονται από το 2016 υπέρ των αμβλώσεων, ενάντια στην περαιτέρω αυστηροποίηση του καθεστώτος απαγόρευσής τους. Το ίδιο, πρόσφατα, και στην αργεντινή, στην οποία τα προηγούμενα χρόνια, σε κρισιακό περιβάλλον, υπήρξαν κινήματα στα οποία η συμμετοχή και η θέση των γυναικών υπήρξε ιδιαιτέρως αναβαθμισμένη. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου διαδήλωσε πέρυσι στη μαδρίτη ενάντια στη βία κατά των γυναικών, όπως και χιλιάδες διαδήλωσαν σε πολλές πόλεις της ισπανίας την 8η Μάρτη. Στην ίδια πόλη, μεγάλη διαδήλωση πραγματοποιήθηκε από χιλιάδες συντηρητικούς, εθνικιστές και αντιδραστικούς που αντιμάχονται την άμβλωση, στον αντίποδα μεγάλων διαδηλώσεων σε πόλεις της ισπανίας υπέρ των ελεύθερων αμβλώσεων τα προηγούμενα χρόνια. Η παραπάνω αντίθεση υπογραμμίζει την ένταση που καταγράφεται σχετικά με τα ζητήματα της αναπαραγωγικής δυνατότητας, ως κομβικού σημείου της έμφυλης διχοτομίας και καταπίεσης, ενώ ταυτόχρονα υπενθυμίζει ότι η καθυπόταξη του γυναικείου σώματος μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις και πρακτικές πειθάρχησής του στους έμφυλους ρόλους αποτελεί πάντα ζητούμενο των φιλελεύθερων καθεστώτων, στο πλάι των ανέξοδων διακηρύξεών τους περί άμβλυνσης των ανισοτήτων.

Στον ελλαδικό χώρο, βλέπουμε ότι την τελευταία δεκαετία τα ζητήματα φύλου, σώματος και σεξουαλικότητας απασχολούν το λεγόμενο ανταγωνιστικό κίνημα με άλλο τρόπο από ό,τι στο παρελθόν. Πολύ περισσότερες γυναίκες συμμετέχουν πλέον κινηματικά, όπως και άτομα που δεν ορίζουν τις εαυτές τους με βάση τα κυρίαρχα φύλα ή τα κυρίαρχα πρότυπα σεξουαλικότητας. Υπάρχουν, πλέον, και σε ελλαδικό επίπεδο κουίρ ομάδες, αλλά και πολλές ομάδες με φεμινιστικό προσανατολισμό. Αυτές οι ομάδες παράγουν πραγματικότητα. Αφίσες, συνθήματα, κείμενα, εκδηλώσεις, διαδηλώσεις, συζητήσεις αυτομόρφωσης και ζύμωσης είναι κάποια από αυτά που αυτές οι ομάδες συστηματικά προωθούν προς το εσωτερικό και εξωτερικό τους -με τα όποια προβλήματα και ελλείψεις. Ενώ πριν από λίγα χρόνια ελάχιστες ήταν οι ομάδες που συμπεριελάμβαναν στον λόγο και τη δράση τους, και αυτό όχι με μια συστηματικότητα, τα ζητήματα αυτά, υπάρχει πλέον μια αναδιάταξη και σε αυτό το πεδίο. Αρκετές ομάδες δείχνουν τα τελευταία χρόνια ενδιαφέρον να ενταχθούν και αυτά στην ατζέντα, μαζί με τα “παραδοσιακά” περιεχόμενα του “αγώνα”, την αντίθεση σε κεφάλαιο και κράτος. Το πιο εμφατικό παράδειγμα σε σχέση με τα όσα μπορούν να παράγουν αυτές οι ομάδες είναι ό,τι ακολούθησε τη δολοφονία του Ζακ (Σεπτέμβρης 2018). Υπήρξε άμεση ενεργοποίηση από ένα μεγάλο πλήθος αγωνιζόμενου κόσμου, ενώ μεταξύ των όσων φρόντισε αυτός ο κινηματικός κόσμος να αναδειχθεί ως προς τη δολοφονία του, ήταν και η έμφυλη διάστασή της (κάτι που στη συνέχεια παρακολουθήσαμε να επιχειρείται να αφομοιωθεί από “θεσμικές”, μιντιακές φωνές).

Ένα ερώτημα που τίθεται προς απάντηση είναι γιατί τα τελευταία χρόνια -και όχι νωρίτερα- δημιουργούνται τόσες πολλές ομαδοποιήσεις και εγχειρήματα με φεμινιστικό, queer, αντισεξιστικό προσανατολισμό. Και σε αυτή την περίπτωση, χρειάζεται να αποφύγουμε γενικεύσεις, αφαιρέσεις και βεβαιότητες. Αναγνωρίζουμε, μιλώντας πάντα για το κινηματικό επίπεδο, ότι από τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια του 2003 κι έπειτα υπάρχει μια επιπλέον αλλαγή της σχέσης των γυναικών και των μη αρρενωπών σωμάτων με το δημόσιο πεδίο. Μετά από μια μακρά περίοδο σχετικής “νηνεμίας”, οι διαδηλώσεις αυτές ενεργοποίησαν πολύ κόσμο ο οποίος βγήκε στο δρόμο. Οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-2007 δημιούργησαν επίσης τόπους συνάντησης πολλών χιλιάδων κόσμου, με μεγάλη συμμετοχή γυναικών και “αναβάθμιση” της θέσης τους εντός των φοιτητικών σχημάτων. Στην εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, τα ζητήματα “φύλου, σώματος, σεξουαλικότητας” και τα αντισεξιστικά περιεχόμενα πήραν ακόμη λίγο περισσότερο χώρο, με μεγάλη συμμετοχή των γυναικών σε όλα τα εξεγερσιακά εγχειρήματα. Στα νέα, πολυπληθή μετεξεγερσιακά εγχειρήματα, του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού κατά κύριο λόγο χώρου, εισάχθηκαν, έστω πρωτόλεια, και τα ζητήματα της πατριαρχικής συνθήκης, ενώ αρχίζει και μια δημιουργική κριτική προςτις σχέσεις και τις διαδικασίες του εσωτερικού των ομαδοποιήσεων. Σε κρισιακό περιβάλλον, τα κινήματα των πλατειών, όσο και οι μεγάλες απεργίες στο διάστημα 2010 έως και τον Φλεβάρη του 2012 φέρνουν ακόμα περισσότερο κόσμο στο δρόμο και στα πολιτικά και κοινωνικά εγχειρήματα. Οι γυναίκες πλέον είναι πολυπληθείς, ενώ κάνουν ορατή την παρουσία τους και άτομα που δεν χωράνε στις κυρίαρχες έμφυλες ταυτότητες και σεξουαλικούς προσανατολισμούς.

Υπάρχουν δυο συνθήκες που επίσης συνεισφέρουν στην αλλαγή του “τοπίου”. Η πρώτη είναι η επιβαλλόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης και μέσα σε αυτή η προώθηση και παρουσία των φασιστών της χ.α. Πολλά εγχειρήματα μετατοπίζουν την ατζέντα τους σε αντιφασιστικό κατά βάση αγώνα, αγώνα του “κατεπείγοντος”, και λόγοι και πρακτικές αντρικής κυριαρχίας, της αντρικής μυϊκής δύναμης, παλικαροσύνης, του μπροστάρη, του θαρραλέου, του πολεμιστή έρχονται στο προσκήνιο, προκαλώντας εκ νέου δυσφορία και κριτική. Το 2015, έπειτα από αλλεπάλληλες εκλογικές διαδικασίες, αναδεικνύεται στην κυβέρνηση το σοσιαλδημοκρατικό σύριζα, σε συνεργασία με τους ακροδεξιούς της ανελ. Έχοντας στο επιτελείο του μεγάλα ονόματα ακαδημαϊκών, με μεγάλες διατριβές σε θέματα ισότητας, φύλου και συναφών και διασυνδέσεις με κομμάτια του κινήματος, επιχειρεί να “φιλελευθεροποιήσει” το νομικό-θεσμικό σύστημα και ναενσωματώσει τα περιεχόμενα και τα προτάγματα των αντισεξιστικών εγχειρημάτων (όπως αναφέρθηκε και στη θεματική της θεσμικής αφομοίωσης των αντισεξιστικών αγώνων).

Σε αυτή τη σύντομη σταχυολόγηση “στιγμών”, επιχειρήσαμε να δούμε πώς διαμορφώνεται ένα περιβάλλον το οποίο προωθεί τη δημιουργία αντισεξιστικών συλλογικοποιήσεων. Ίσως για πρώτη φορά σε ελλαδικό επίπεδο, γκέυ, λεσβίες, τρανς, όλα όσα δεν χωράνε στα κυρίαρχα μοντέλα φύλου και σεξουαλικότητας, τις κατηγοριοποιήσεις με βάση τη σωματική κατάσταση, την ηλικία κ.α. διεκδικούν και παίρνουν το χώρο τους, παύουν να αντιμετωπίζονται σαν καρικατούρες, αλλόκοτα, μη κανονικά. Είναι η ίδια συνθήκη που διαμορφώνει ένα περιβάλλον όπου γυναίκες δεν νιώθουν τόσο εκτεθειμένες όταν σπάνε τη σιωπή και δημοσιοποιούν επιθέσεις που δέχτηκαν από άντρες του κινηματικού χώρου. Γι' αυτό και οι τόσες πολλές δημοσιοποιήσεις τέτοιων περιστατικών. Δεν θεωρούμε ότι αυτού του είδους οι επιθέσεις αυξήθηκαν απαραίτητα ενδοκινηματικά -γιατί ξέρουμε ότι τέτοιες συνέβαιναν πάντα. Απλά, παλαιότερα αν επιχειρούσες να το επικοινωνήσεις δεν είχες συνήθως καμιά τύχη –τα ζητήματα αυτά δεν συζητούνταν ανοιχτά και υπήρχε ένα καθεστώς που τα θεωρούσε ενδοσχεσιακά, με άλλα λόγια ένα καθεστώς σιωπής και συγκάλυψης. Οι δημοσιοποιήσεις σεξιστικών περιστατικών ανατροφοδοτούν το σπάσιμο της σιωπής, ενώ ανακινούν σοβαρά ζητήματα που για χρόνια παρέμεναν αφανή, όπως ο ανδροκεντρισμός των πολιτικών συλλογικοτήτων, ο διάχυτος, ανομολόγητος, σεξισμός και η είσοδος ανθρώπων εντός του κινήματος χωρίς το προαπαιτούμενο να είναι αντισεξιστές στο λόγο και την πράξη (ενώ θεωρούνται προϋποθέσεις να μην είναι εθνικιστές, ρατσιστές κ.λπ). Αυτή η συνθήκη που διαμορφώνεται κινηματικά, παρότι έχει μπροστά της πολύ δρόμο, συγκροτεί μια δυναμική πραγματικότητα.

Κοινωνικά, υπάρχει επίσης μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με αυτά τα ζητήματα. Το κρισιακό περιβάλλον δεν διαμόρφωσε απλά συνθήκη ασφυξίας για πολλές κοινωνικές ομάδες στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, αλλά έδρασε και δημιουργικά. Η λεγόμενη “συμπίεση” από τα πάνω δημιουργεί ταυτόχρονα και δυνατότητα για σχέσεις αλληλεγγύης, που πάντα λειτουργούν ενδυναμωτικά. Είναι πολύ συχνές οι συζητήσεις για σεξιστικές επιθέσεις, των οποίων η κανονικότητα ολοένα και περισσότερο αμφισβητείται. Η αλλαγή αυτή καταγράφεται και στα σόσιαλμίντια, όπου υπάρχει μια κινητικότητα -όποια μπορεί να είναι αυτή στην διαδικτυακή σφαίρα- σχετικά με τα συγκεκριμένα θέματα. Υπάρχει μια γενική κατακραυγή -βεβαίως με την ευκολία και τη βολικότητα της περιορισμένης έκθεσης που παρέχει το διαδίκτυο- για τους όπου γης σεξιστές και κακοποιητές.

Αυτή η αλλαγή αξιοποιείται από τους μιντιακούς μηχανισμούς, με τους όρους, βεβαίως, του θεάματος. Δολοφονίες γυναικών και βιασμοί, όσοι …πληρούν τους θεαματικούς όρους, έρχονται στη δημοσιότητα, σαν επεισόδια από σίριαλ. Προφανώς, οι μηχανισμοί αυτοί διατηρούν πάντα ενεργό τον χειραγωγικό τους ρόλο. Φέρνουν ξανά και ξανά τέτοια περιστατικά στην επικαιρότητα για όσο χρόνο χρειαστεί ώστε να επενδυθούν με τα κυρίαρχα περιεχόμενα, και αφού τα εκτονώσουν τα αποσύρουν για να εμφανίσουν κάποιο άλλο. Δεν αναφέρονται ποτέ στα γεγονότα με όρους αντρικής κυριαρχίας, μιλάνε καθαρά τη γλώσσα της πατριαρχίας, αφήνοντας πάντα να αιωρούνται ενοχοποιητικά, σεξιστικά  στοιχεία εναντίον των γυναικών: ήταν ηλίθιες, αφελείς, εύκολες, αδύναμες. Ενώταυτόχρονα, οι δολοφόνοι ξεπλένονται στη βάση του διεστραμμένου, του ψυχικά ασθενούς, του τέρατος. Τα περιστατικά παρουσιάζονται ως μεμονωμένα και η πατριαρχική τάξη καλά κρατεί.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να επαναλάβουμε ότι η συζήτηση και δράση για τη σεξιστική βία εναντίον γυναικών και όσων δεν πληρούν τα πρότυπα των αρρενωποτήτων χρειάζεται να συμπεριλαμβάνει σε κεντρική θέση τα ίδια τα υποκείμενα που δέχονται την καταπίεση. Οι γυναίκες, όπως και τα μη “κανονικά” σώματα πάντα αντιστέκονται εναντίον της πατριαρχικής συνθήκης. Σε ένα περιβάλλον που όλες και όλοι έχουμε πια πρόσβαση σε αντισεξιστικό λόγο και μπορούμε να ονομάζουμε και να αναγνωρίζουμε αυτά τα περιστατικά ως στιγμές πατριαρχίας, όλες/όλα νιώθουμε ότι μπορούμε να μιλήσουμε πιο εύκολα, να αντισταθούμε, να κάνουμε τις εαυτές μας και τα βιώματά μας ορατά. Οι εκφράσεις, η ένταση και οι ποιότητες της σεξιστικής βίας πάντα συνδέονται και με την πιο δυναμική παρουσία και αντίσταση εκ μέρους όσων υφίστανται την καταπίεση. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα αντρικά προνόμια απειλούνται, οπότε η αντρική επιθετικότητα θα είναι αντίστοιχη των απωλειών. Η βούληση για χειραφέτηση και συνολική ρήξη με την πατριαρχική συνθήκη χρειάζεται να είναι ανυποχώρητη, σε όλα τα επίπεδα. Να σταθούμε η μία πλάι στην άλλη, να μην αφήσουμε καμία μόνη της.

Γιατί ό,τι είναι να γίνει για την καταστροφή αυτής της καταπιεστικής συνθήκης θα γίνει από εμάς τις ίδιες.

 

Με την εισήγηση αυτή επιχειρήσαμε να ανοίξουμε σε ένα πρώτο επίπεδο κάποιες από τις πτυχές  που περιλαμβάνονται στο μεγάλο ζήτημα της έμφυλης βίας. Συζητώντας για όλα αυτά, διαπιστώσαμε το μεγάλο εύρος θεμάτων με το οποίο αυτή σχετίζεται. Προφανώς, ήταν αδύνατο να ανοιχθούν τα πάντα σε ένα εισηγητικό κείμενο, γιατί αφενός δεν θα ήταν τέτοιο, αφετέρου θα περιοριζόταν σε μια εγκυκλοπαιδικού τύπου καταγραφή επιμέρους σημείων χωρίς στοιχειώδη εμβάθυνση. Έτσι, εστιάσαμε σε κάποια, όπως τι είναι η καθημερινή συνθήκη έμφυλης βίας, σε ποια πεδία πραγματώνεται, σε τι θεσμικό περιβάλλον λαμβάνει χώρα και ποιες αντιστάσεις ορθώνονται. Χωρίς να σημαίνει ότι και αυτά τα σημεία εξαντλήθηκαν και χωρίς διάθεση ιεραρχήσεων σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα, θεωρούμε ότι υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά να πούμε: για τη σύμπλεξη φύλου, φυλής, τάξης, σεξουαλικότητας, για τις θεσμικές κινήσεις και, προπάντων, για τις αντιστάσεις. Η συζήτηση αυτή θέλει να συνεισφέρει σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή που έχουμε μπροστά μας και έχει ξεκινήσει, για την καταστροφή του σεξισμού και της έμφυλης καταπίεσης, για την κατάργηση κάθε εξουσίας.

 

Θερσίτης, Μάιος 2019

 

 

[1] “Τις έμφυλες συνδηλώσεις της εμπειρίας του τραύματος που λειτουργεί είτε ως «δομική βία» είτε ως «υποφώσκον τραύμα» φωτίζουν οι μελέτες που εστιάζουν στη σεξουαλική βία (Brown 1995) και τα εγκλήματα τιμής (Αβδελά 2003). Ο Paul Farmer (1997) αναφέρεται στη «δομική βία» του θεσμοθετημένου σεξισμού και ρατσισμού που προκαλεί τεράστια και άδικη οδύνη. Η Laura Brown (1995) χρησιμοποιεί τον όρο «ύπουλο τραύμα» για να αποδώσει τους τρόπους με τους οποίους κρίσιμα τραυματικά και θανάσιμα γεγονότα, όπως ο βιασμός και η σεξουαλική κακοποίηση, συνδέονται με τις διάχυτες, επίμονες και καθημερινές εμπειρίες του σεξισμού, μιας μορφής εξουσίας που λειτουργεί ακριβώς μέσα από τεχνικές κανονικοποίησης και αυτο-νομιμοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν αρθρωθεί σημαντικές κριτικές στην εννοιολόγηση του τραύματος σαν δήθεν εξαιρετικού και ασυνεχούς συμβάντος που κείται εκτός της «κανονικής» ανθρώπινης εμπειρίας και που αναδύεται αναπάντεχα από τις αντίξοες τυχαιότητες της ζωής. Το έμφυλο τραύμα εκλαμβάνεται στις κριτικές αυτές προσεγγίσεις σαν συστημική απόρροια ορθολογικά διευθετημένων και συχνά αθέατων θεσμοθετημένων σχέσεων εξουσίας, η οποία συνάδει σ’ αυτό που έχει ονομαστεί το «μαλακό μαχαίρι» της μακροπρόθεσμης καταπίεσης (Kleinman, Das, Lock 1996, Adelson 2001).” Αθηνά Αθανασίου, Γυναίκες και φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις. Η μελέτη του φύλου ως αναλυτικού εργαλείου στο χώρο της υγείας. 2004

 

[2]Ακόμη και ο όρος “κουλτούρα” μπορούμε να πούμε ότι εστιάζει αποκλειστικά στο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αυτή καλλιεργείται και εκδηλώνεται, με τρόπο που τελικά δεν φωτίζεται η δομική σύνδεση του σεξισμού με την εκάστοτε πολιτειακή και οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, και τις αλλαγές που αναγκαία αυτή η οργάνωση επιφέρει στην πατριαρχία, αφήνοντας πάντως διαχρονικά αναλλοίωτη την υποτίμηση των μη αρρενωπών σωμάτων και την πραγμοποίησή τους.

[3]Από τη σχολική ακόμη ηλικία, η εξήγηση που ακούν τα κορίτσια για πειράγματα ή ακόμη και επιθετικές κινήσεις που δέχονται από τους συμμαθητές τους είναι ότι αυτός είναι ο τρόπος των αγοριών να δείξουν ότι τους αρέσουν.

[4]Οι κακοποιητές – δολοφόνοι του Βαγγέλη Γιακουμάκη, που επανειλημμένα τον στοχοποιούσαν και τον κακοποιούσαν, θεωρούσαν την συμπεριφορά τους ...αθώο πείραγμα και πλάκα, το ίδιο και ο περίγυρός τους.

[5]Δικαστική Ψυχολογία, Λεωνίδας Κοτσαλής, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010

[6]Οι όροι gaslighting, mansplaining, manterrupting (που περιγράφονται παραπάνω), victim-blaiming κ.α. είναι μεν ένας τρόπος για να ονομαστούν οι ιδιαίτερες καταστάσεις της διαρκούς συνθήκης υποτίμησης των γυναικών. Χρειάζεται όμως να σημειώσουμε ότι μια τέτοια χρήση ενέχει, πέρα από μια δημοσιογραφική καταγραφή των βιωμάτων μας, και έναν τεμαχισμό, μια αποκοπή τους από τη συνολικότερη πατριαρχική συνθήκη και τις εκδοχές της.

[7]Η βία του πολέμου είναι έμφυλη βία. Στο διάστημα 1944-1945 με την είσοδο των λεγόμενων συμμάχων εντός της πρώην πλέον ναζιστικής γερμανίας, μόνο στα ανατολικά της, βιάστηκαν 3 εκατομμύρια γυναίκες -δεν αναφερόμαστε στον αριθμό των βιασμών που υπέστησαν αυτές οι γυναίκες, μέχρι και εκατό βιασμοί σε καθεμία. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των γυναικών δολοφονήθηκαν ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι γυναίκες αυτές βιάζονταν ακόμα και μετά το θάνατό τους. Το 1944, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα εισβάλλουν στην ανατολική πρωσία, οι τοίχοι καλύπτονται με αφίσες που καλούν σε εκδίκηση: “Στρατιώτη του Κόκκινου Στρατού, τώρα βρίσκεσαι σε γερμανικό έδαφος. Σήμανε η ώρα της εκδίκησης”. Μια προκήρυξη προτρέπει σε φόνους στρατιωτών και βιασμούς γυναικών: “Σκότωσε. Κανείς δεν είναι αθώος στη Γερμανία, ούτε οι ζωντανοί ούτε οι αγέννητοι. Άκου τον σύντροφο Στάλιν και τσάκισε μια για πάντα το γερμανικό ζώο μέσα στη φωλιά του. Πάταξε τη φυλετική αλαζονεία κάθε Γερμανίδας. Άδραξέ την ως νόμιμη λεία σου. Σκότωσε, γενναίε στρατιώτη του νικηφόρου Κόκκινου Στρατού”. Και για να μην θεωρούμε ότι αυτό είναι ένα από τα εξαιρετικά συμβάντα, με την έννοια της εξαίρεσης του Β’ παγκοσμίου πολέμου ως ολοκληρωτικού πολέμου, χιλιάδες βιασμοί και δολοφονίες γυναικών διαπράχθηκαν και από Σερβοβόσνιους κατά τη διάρκεια του πολέμου της γιουγκοσλαβίας στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Βιασμούς και δολοφονίες γυναικών διέπραξε και ο ελληνικός εθνικός στρατός κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου (’46-’49) που ακόμα και η αριστερά έχει αποσιωπήσει. Αποκαλύπτεται περίτρανα ο έμφυλος χαρακτήρας του πολέμου. Ο βιασμός έχει οριστεί από τη Σύμβαση της Γενεύης ως “έγκλημα κατά της τιμής” και όχι ως πρακτική βασανισμού. Σιχαινόμαστε βεβαίως όλα αυτά τα περί τιμής. Βιάζοντας ωστόσο τις γυναίκες δεν προσβάλλεται η δική τους τιμή αλλά η τιμή της εθνικής κοινότητας στην οποία ανήκουν αυτές οι γυναίκες και η τιμή των αντρών της.

 

[8]Ιστορία του βιασμού, GeorgesVigarello, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 25-26

[9]Βρισκόμαστε σε μια επανεπεξεργασία του όρου "ενδυνάμωση" και της χρήσης του, μιας που θεωρούμε ότι στα συμφραζόμενά του περικλείει μια άποψη ότι οι γυναίκες και όσα έχουν υποστεί σεξουαλικοποιημένη βία είναι a priori αδύναμες/α και γι' αυτό χρειάζεται να δυναμώσουν, κάτι που ομογενοποιεί τις περιπτώσεις και εξαφανίζει τις όποιες διαφοροποιήσεις σε συναισθήματα και αντιμετώπιση.

 

[10]Ο Vigarello αναπαράγει στη γραφή του την κυρίαρχη κατηγοριοποίηση της επιβιώσασας ενός βιασμού ως “θύμα”. Το σχήμα θύτης-θύμα αναπαράγει ακριβώς αυτή την παθητικότητα που αποδίδεται κυρίαρχα στις γυναίκες που υφίστανται βία. Για εμάς, οι δέκτριες έμφυλης κακοποίησης είναι και παραμένουν ενεργά υποκείμενα, ως εκ τούτου αρνούμαστε να τις αντιμετωπίσουμε ως θύματα, παθητικές, “καημένες”.

[11]Ιστορία του βιασμού, Georges Vigarello, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 12-13

[12]Κάνοντας λόγο για την κυρίαρχη διάκριση δημόσιου–ιδιωτικού, και τοποθετώντας και τις δύο σφαίρες εντός του πολιτικού, δεν παραγνωρίζεται η σημασία και η αναγκαιότητα του προσωπικού χώρου και χρόνου. Αυτό που καταδεικνύεται είναι πώς η κυρίαρχα οριοθετημένη ιδιωτικότητα δημιουργεί μια περίκλειστη σφαίρα για να προστατεύσει τις κυρίαρχες εξουσιαστικές σχέσεις.

[13]Από το εισηγητικό κείμενο της εκδήλωσης ενάντια στον θεσμό της οικογένειας,“Ασφυξία, όπως λέμε οικογένεια”, του Θερσίτη, Μάιος 2016

[14]Οι συγγραφείς (Φ. Σατελέ-ΕβελίνΠιζιέ-Κουσνέρ) αναφέρονται στη συγκεκριμένη μορφή ριζοσπαστισμού, αυτής που περιορίζεται σε αιτηματικούς αγώνες και διεκδίκηση δικαιωμάτων.

[15]Μία ιστορική επισκόπηση του βιασμού ως εγκλήματος αποκαλύπτει τη θέση της γυναίκας, καθώς και την κοινωνική πρόσληψη της υπόστασης του μη αρρενωπού σώματος, η οποία ποικίλλει από την ιδιότητά του ως αντικειμένου έως την αντιμετώπισή του ως λειψού υποκειμένου, μέχρι και σήμερα. Πριν τουλάχιστον πέντε αιώνες στην ευρώπη ο βιασμός άρχισε να αντιμετωπίζεται ως έγκλημα “κατά της ιδιοκτησίας”, της ιδιοκτησίας του άντρα συζύγου ή πατέρα της βιασθείσας γυναίκας. Ο βιασμός νοούνταν ως κλοπή της σεξουαλικής ιδιοκτησίας του άντρα, ως ιδιοποίηση του γυναικείου σώματος – αντικειμένου από κάποιον ξένο. Επομένως, “θύμα” στην περίπτωση αυτή ήταν ο άντρας, του οποίου η περιουσία καταπατήθηκε και έχασε ένα μέρος της αξίας χρήσης της. Έπειτα, εάν μετακινηθούμε στο ιστορικό πλαίσιο του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, βλέπουμε ότι το υποκείμενο – πολίτης και η αναγνώριση των δικαιωμάτων του ατόμου δεν αφορούν και το γυναικείο υποκείμενο. Τυπικά, βέβαια, ο νομικός ορισμός του βιασμού σταματά να περιλαμβάνει στην αντικειμενική του υπόσταση την έννοια της κλοπής και τη βλάβη του άντρα – κηδεμόνα. Επίσης, στο όνομα του ορθολογισμού και προς αποκατάσταση των ηθικών διαστροφών του παλιού κόσμου, ο βιασμός σταματά να θεωρείται αμαρτία που απειλεί το κοινωνικό σύνολο και είναι πλέον η σωματική ακεραιότητα του ατόμου που θίγεται. Η νομοθετική τροποποίηση, όμως, δεν επέφερε καμία ουσιαστική αλλαγή, καθώς οι γυναίκες παρέμειναν συνδεδεμένες με την αναπαραγωγική τους λειτουργία. Οι άντρες επαναστάτες της εποχής, μάλιστα, ενστερνιζόμενοι τα πορίσματα της αναμφισβήτητης νέας ιατρικής, θεμελιώνουν την ανισότητα στην πράξη πάνω σε στοιχεία του σώματος και της “φύσης”, παθολογικοποιώντας τους βιαστές, οι οποίοι, ως άντρες, δεν μπορούν εύκολα να συγκρατήσουν τις παρορμήσεις τους. Για να φτάσουμε τον 19ο αιώνα, ο βιασμός να πάψει να θεωρείται βλάβη της ιδιοκτησίας του άντρα και να ενταχθεί σε μία νέα κατηγορία εγκλημάτων, τα “εγκλήματα κατά των ηθών”. Οι πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο ορισμού των εγκλημάτων ηθών (μοιχεία, πορνεία, βιασμός κ.α.), είναι αυτές που παλαιότερα νοούνταν ως αμαρτίες, αλλά τώρα απειλούν και πλήττουν τα ήθη και την ασφάλεια της κοινωνίας, δηλαδή αντί να αφορούν ατομικά τον άντρα-σύζυγο ή πατέρα, προκαλούν βλάβη στο σύνολο των αντρών της πατριαρχικής κοινωνίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, έχοντας προχωρήσει η ανάλυση της θεωρίας περί ελεύθερης βούλησης, προστίθεται στον ορισμό του βιασμού εκτός από τη σωματική βία και η απειλή, αναγνωρίζεται δηλαδή ως εξαναγκασμός και η ηθική βία. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν συνέβη η ίδια αλλαγή στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Την ίδια περίοδο, η άνθιση της ψυχανάλυσης και το δικαίωμα στην ηδονή που εφηύρε, νομιμοποίησε τη σεξουαλική επίθεση ως ψυχική δοκιμασία του άντρα που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την “έμφυτη” σεξουαλική του επιθυμία, αφήνοντας πάλι το γυναικείο σώμα διαθέσιμο προς ιδιοποίηση. Φυσικά, όσα “δημοκρατικά” βήματα κι αν έχουν επιχειρηθεί έως σήμερα, οι έννομες τάξεις που οργανώνουν τον σύγχρονο κόσμο έχουν συνέχεια και δεν θα σταματήσουν να συντηρούν την αντρική κυριαρχία πάνω στα μη αρρενωπά σώματα, και πίσω από δικαιώματα και διακηρυκτικούς λόγους να προφυλάσσουν πολύ καλά τα αντρικά προνόμια.

Στην ελληνική πραγματικότητα, ο βιασμός μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα θεωρούνταν “έγκλημα τιμής”, ο βιασμός δηλαδή “ατίμαζε” τη γυναίκα που τον είχε υποστεί και, κατ’ επέκταση, όχι τη δική της υπόσταση και προσωπικότητα αλλά την τιμή της οικογένειάς της, η οποία έπρεπε να “καθαριστεί”. Και το “καθάρισμα της τιμής” φυσικά ήταν αντρική υπόθεση που περιελάμβανε πρώτιστα την τιμωρία της ίδιας της “διεφθαρμένης” πλέον γυναίκας, την αποκατάστασή της, με το να παντρευτεί τον βιαστή της, ή, αν δεν συνέβαινε αυτό, με τη δολοφονία του βιαστή από άντρα της οικογένειάς της. Τη δεκαετία του ’60, ο βιασμός εντάχθηκε στα “εγκλήματα κατά των ηθών”. Είναι η εποχή που η ελλάδα θέλει να προσεγγίσει την νέα ευρώπη ως κομμάτι του “πολιτισμένου” δυτικού κόσμου και έτσι αποσυνδέει με τεχνικό – νομικό τρόπο τον βιασμό και άλλα σεξουαλικά εγκλήματα από την τιμή και το εθιμικό δίκαιο της οικογένειας, για να τα συνδέσει με την διαμόρφωση μίας νέας ατομικής ηθικής αλλά και για να εισάγει την έννοια της “εγκληματικότητας”. Βέβαια, οι νομοθετικές αλλαγές δεν φέρνουν την “άνοιξη”, και, τι κι αν δεν βρίσκεται τίτλος εντός του ποινικού κώδικα για εγκλήματα τιμής; Στις μέρες μας, έχουν απλά μετονομαστεί σε “εγκλήματα πάθους”, τα οποία με το πρόσχημα της “ζήλιας” και του “έρωτα” αποκρύπτουν την πραγματική κατάσταση, την άσκηση βίας κατά των γυναικείων σωμάτων και επιβάλλουν κατά παρέκκλιση της νομοθετικής πηγής, την “εθιμική” κανονιστική αρρενωπότητα. Πάντως, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι νόμοι περί βιασμού και σεξουαλικής βίας εξακολουθούν να πλαισιώνονται από εγκλήματα που σχετίζονται με την “τιμή” ή την “ηθική”, υποστηρίζοντας σιωπηρά την ιδέα ότι η κοινωνία διατηρεί δικαίωμα ελέγχου επί των “ευάλωτων” σωμάτων. Στη μάλτα, για παράδειγμα, τα σεξουαλικά αδικήματα εμπίπτουν στο κεφάλαιο “εγκλήματα που επηρεάζουν την ομαλή τάξη των οικογενειών”, ενώ στην ελλάδα ο επίσημος νομικός ορισμός για τον βιασμό βρίσκεται στο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα με τίτλο “εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας”. Ο βιασμός, λοιπόν, νομικά θεωρείται προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας και όχι της προσωπικότητας του ατόμου που κακοποιήθηκε. Ο νομοθέτης φανερά παραμένει προσκολλημένος στην αντίληψη ότι ο βιασμός αφορά ουσιαστικά τη γυναίκα ως λειψό υποκείμενο, αφορά το γυναικείο σώμα, το οποίο προσβάλλεται στη βάση της αναπαραγωγικής του λειτουργίας. Δεικτικό της ταύτισης της γυναίκας με τη μήτρα της είναι ότι μέχρι το 1984, βιασμός θεωρούνταν μόνο η κολπική διείσδυση αλλά και μετά την νομοθετική αλλαγή, ως αξιόποινη πράξη αναγνωρίστηκε μόνο ο πρωκτικός βιασμός ενώ άλλες “μικρότερης έντασης” σεξουαλικές επιθέσεις παρέμειναν στη σφαίρα της “ασέλγειας”.

[16]Η ιρλανδία, το ηνωμένο βασίλειο, το βέλγιο, η κύπρος, η γερμανία, η ισλανδία, το λουξεμβούργο και η σουηδία.

[17]Η συγκεκριμένη παράγραφος έχει αναδιατυπωθεί σε σημεία σε σχέση με την αρχική της μορφή (υπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις από το εισηγητικό κείμενο που συνόδευε την εκδήλωση-συζήτηση στον Θερσίτη στις 3/5/19), έπειτα από περαιτέρω επεξεργασία και συζήτηση πάνω στα περιεχόμενά της. Θεωρήσαμε ότι ο λόγος περί συναινετικής ή μη σεξουαλικής επαφής αφήνει απέξω τα ζητήματα των επιθυμιών και των αναγκών, περιορίζοντάς και υποβιβάζοντάς τα απλά σε πράξεις συγκατάβασης.