Μέσα Σεπτέμβρη, Άνω Πετράλωνα. Η μέρα ξεκινάει με σιχτίρισμα. Από το πρωί τα αστυνομικά περίπολα έχουν ξεχυθεί στη γειτονιά, στέκονται σε κάθε γωνία από τη στιγμή που μπάινεις στην Τριών Ιεραρχών. Οι εφημερίδες την επομένη θα γράψουν για την “επιχείρηση Θησέας” και τα “θαυμαστά” αποτελέσματά της. Εκείνη την ημέρα, όμως, ένα μηχανάκι με έναν ηλιοκαμμένο οδηγό, με τη φρίκη των χιλιομέτρων πάνω στο μέτωπό του και το άγχος της επόμενης παράδοσης στο βλέμμα του θα σταματήσει δίπλα σε έναν τέτοιο περίπολο. “Έχει συμβεί κάτι;”, ρωτάει. “Γιατί;” του απαντάει ένας ένστολος. “Γιατί είστε σε κάθε γωνία, έχει κάποια παρέλαση;”, συνεχίζει. “Δεν χαίρεσαι που μας βλέπεις, ε;”, συμπεραίνει ο ένστολος. “Γιατί να χαρώ που σας βλέπω; Θα χαιρόμουν αν έβλεπα σε κάθε γωνία κούριερ και ντελιβεράδες”. Και σηκώνεται και φεύγει. Δεν είμαι και πολύ σίγουρος εάν κατάλαβε ο μπάτσος την ταξική αφετηρία της σκέψης του προλετάριου στο παπί. Σίγουρα κατάλαβε, όμως, ότι κάποιοι δε γουστάρουν και πολύ να τους αντικρύζουν στο δρόμο τους. Ίσως το καταλάβουν αυτό και λίγο περισσότερο όταν στην επόμενη περιπολία τους αντικρύσουν και την παραπάνω αφίσα που έχει κολληθεί εδώ και κάποιες μέρες στις γειτονιές μας. Για την αστυνομία και τους φίλους της. Και για όσους πειραματίζονται γύρω από την κοινωνική μας αναπαραγωγή με στρατιωτικούς όρους.
[Αναδημοσίευση από το blog Κύριος Φλανέριος]