Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε την θρησκευτική φυσιογνωμία του ισλαμικού κράτους. Δεν είναι μόνο ο οριενταλισμός, όπως τον έχει περιγράψει ο Έντουαρντ Σαϊντ, που έχει καλλιεργηθεί στην δυτική κουλτούρα ως μια βαθιά αποικιοκρατική αντίληψη -με όλη την υπεροψία ενός κακώς εννοούμενου Διαφωτισμού- αλλά και οι λεπτές αποχρώσεις στην ερμηνεία των κειμένων του κορανίου που προσδίδουν στο νέο αυτό χαλιφάτο μια sui generis θρησκευτική ταυτότητα. Είναι, λόγου χάρη, δύσκολο να αντιληφθούμε πώς οι σαλαφίτες που αποτελούν και τον κορμό του χαλιφάτου καταστρατηγούν τη θεμελιώδη τους αρχή να μην αναμειγνύονται στην πολιτική διαχείριση ενός καθεστώτος. Από αυτό το σημείο και μετά αρχίζει να βρίσκει έδαφος όλη εκείνη η ρητορεία που βλέπει το ισλαμικό κράτος να χρησιμοποιεί την θρησκευτική προσχηματική ως προτεκτοράτο συμφερόντων που εξυπηρετούν ανταγωνισμούς στο πλαίσιο της παγκόσμιας κυριαρχίας.

Όμως, εκείνο που μας ενδιαφέρει στη βάση μιας πολιτικής ανάλυσης  δεν είναι άλλο από την κρατική συγκρότηση του χαλιφάτου, αφού σε αυτή τη συγκρότηση προβάλλεται η πραγματικότητα όχι μόνο των κοινωνικών και ταξικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό του αλλά και ο ρόλος του σε μια περιοχή που κρίνεται ως το “κλειδί” των παγκόσμιων εξελίξεων. Και το κράτος είναι ένα αδιαμφισβήτητο πεδίο κατανόησης αφού αποτελεί επιλογή πολιτικής συγκρότησης του ίδιου του χαλιφάτου (ανεξάρτητα από την ιδιότυπη αντιδραστική και σκοταδιστική του προσέγγιση) προκειμένου, αφενός μεν, να αποκτήσει ταυτότητα και να κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα στον 21ο αιώνα και, αφετέρου, να γίνει κατανοητό ως τέτοιο από κάθε παραλήπτη του μηνύματός του (ανεξάρτητα από την αγωνία της εφαρμογής αναλλοίωτων θεμελιωδών αρχών ενός πεπαλαιωμένου καθεστώτος κυριαρχίας που εφαρμόστηκε πριν 14 αιώνες).

Στη βάση αυτή, η Ιστορία έχει να μας προσφέρει πολλά στοιχεία σχετικά με τις απόπειρες πολιτικής συγκρότησης του Ισλάμ που μοιάζουν να ερμηνεύουν μερικές πλευρές της φυσιογνωμίας του νεόδμητου ισλαμικού κράτους. Για παράδειγμα, το μήνυμα του Ισλαμικού Δικαστηρίου της Τεχεράνης, της 24ης Απρίλη 1979: “Οι επαναστατικοί φρουροί αντιλαμβάνονται πολύ καλά πως, όταν ρίχνουν σφαίρες, δεν είναι για να τσακίσουν το σώμα ενός προδότη, αλλά για να τσακίσουν την προδοσία, τον εγωισμό, τη φιλοδοξία, τη μαλθακότητα… Στρέφουν, στην πραγματικότητα, το πολυβόλο ενάντια στους εαυτούς τους. Παλεύουν ενάντια στην ίδια την αμαρτία τους. Εξοντώνουν τα καταδικαστέα αισθήματά τους. Πρόκειται για την κάθαρση με το θάνατο. Μπαίνουν στη θέση του εκτελεσμένου και, με την ευκαιρία αυτή, απαλλάσσονται από τις αμαρτίες τους και από καθετί που θα μπορούσε να τους κάνει τυράννους…“, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη ερμηνεία για τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι εκτελέσεις των απίστων από τους τζιχαντιστές τόσο εντός  των “συνόρων” του χαλιφάτου όσο και εκτός. Στο συντριπτικό μέρος της ισλαμικής παράδοσης, η επέμβαση του εγκόσμιου στο πνευματικό είναι εκ προοιμίου δικαιολογημένη: η κοινότητα των πιστών είναι αυτή καθεαυτή δύναμη πολιτική. Από τον Προφήτη, οι χαλίφηδες που τον διαδέχθηκαν κληρονόμησαν την υποχρέωση να είναι συγχρόνως φρουροί της πίστης και πολιτικοί ηγέτες. Ο λόγος του Χομεϊνί στο Ιράν όταν ανέλαβε την εξουσία ήταν σαφής: “… Η μόνη αποδεκτή από το θεό κυβέρνηση την ημέρα της ανάστασης πρέπει να είναι οργανωμένη σύμφωνα με τους θεϊκούς νόμους κι αυτό δεν είναι δυνατό παρά με τον έλεγχο του κλήρου”. Η ισλαμική κυβέρνηση δεν είναι μια συνταγματική κυβέρνηση όπου οι νόμοι υπόκειται στην έγκριση προσώπων ή της πλειοψηφίας.

Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι αν σιίτες (όπως είναι οι Ιρανοί, που θεωρούνται αναθεωρητές του κορανίου και ως εκ τούτου άπιστοι από τους υπερπολλαπλάσιους “ορθόδοξους” σουνίτες ) έχουν μια τέτοια θεοκρατική προσέγγιση της κρατικής συγκρότησης, τότε το χαλιφάτο που είναι σουνιτικό δεν μπορεί παρά να πλειοδοτεί σε θρησκευτικό σκοταδισμό στο πολιτικό επίπεδο και στη βάση ενός αυστηρού φονταμενταλισμού. Εργαλείο συγκρότησης, δυνάμενων και προοπτικών αυτής της νέας μορφής επιθετικού “εθνικισμού” δεν είναι άλλο από τον “ιερό πόλεμο”. “Ο πόλεμος αυτός είναι “ιερός”, δεν είναι ένας πόλεμος “όπως οι άλλοι”: έχει για στόχο να ξεριζώσει από το έδαφος και την καρδιά των Αράβων όλα τα βασκάματα και τα σκουπίδια που έχει αφήσει σ’ αυτά ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός, αποβλέπει στην καταξίωση της μοναδικότητας και της απόλυτης ανωτερότητας του Ισλάμ ως θρησκείας και ως πολιτισμού. Από την ίδια σκοπιά, η έκκληση που απευθύνεται στην κοινότητα των πιστών θέλει να καταγγείλει τις υποκρισίες που μεταφέρονται από τη Δύση, την απατηλή όψη της δήθεν δημοκρατίας, που είναι το καθεστώς του κέρδους καθώς κι εκείνη του μαρξισμού, που επιβάλλει την αρχή του εμφυλίου πολέμου. Έτσι η επιστροφή στις καταβολές εγκαθιδρύει, στην εποχή των επιθετικών εθνικισμών μια από κείνες τις φιλοσοφίες της ιστορίας που ρόλος τους είναι να καθαγιάζουν την όρεξη για ισχύ που έχει το κράτος-έθνος” (Φ. Σατελέ-Ε. Πιζιέ Κουσνέρ)

Η προσφυγή στις καταβολές του Ισλάμ ως αρχή ενός πολιτικού προγράμματος επιδιώκει να έχει ως αποτέλεσμα, από το ένα μέρος, να ακινητοποιήσει την κοινωνία γύρω από μια αρχαϊκή νομοθεσία, να απορροφήσει σε μια τυπική και τεχνητή ενότητα τις διαφορές που δίνουν τη ζωή σε ένα κοινωνικό σύνολο και, με το πρόσχημα της αφοσίωσης, να βάλει τέρμα στη δημιουργικότητα. Από το άλλο μέρος, εφόσον έχουν εμφανιστεί νέες κοινωνικές σχέσεις, να εγκαταστήσει καθεστώτα που, για να πραγματοποιήσουν την απομόνωση, επιβάλλουν την αυθαιρεσία της παντοδύναμης κάστας, την εξουσία της θεοκρατικής διοίκησης. Ο κορανικός νόμος, παντού όπου κηρύσσεται αναλλοίωτος, μόνιμος, αδιαμφισβήτητος και ανώτερος από τους ανθρώπινους νόμους, επιτρέπει τη δικαιολόγηση μιας πολιτικής οργάνωσης δυνάμει ολοκληρωτικής. Η εκλογή εξευτελίζεται, θεωρείται ανίκανη να αναδείξει τους νόμιμους ηγέτες, η Βουλή αντικαθίσταται από ένα “θρησκευτικό συμβούλιο σχεδιασμού” που διαβιβάζει σε κάθε υπουργείο τους ισλαμικούς νόμους που το αφορούν, του υποδεικνύει το πρόγραμμά του σύμφωνα με τη θρησκεία, τα κόμματα δεν είναι παρά παράγοντες πολιτικού και κοινωνικού διχασμού, ο χωρισμός των εξουσιών δεν είναι παρά η ανόητη εφαρμογή μιας όχι λιγότερο ανόητης αντίληψης της εξουσίας. Η Δύση που εφαρμόζει τέτοιες αρχές δημιουργεί δικτατορίες και σπρώχνει το άτομο στον αντικρατισμό. …”Παίρνοντας ως βάση την ουσία του Κράτους που εκφράζεται με την Εξουσία  στη σφαίρα της Αρχής, η οποία συνιστά την ισχύ του Κράτους, η επανάσταση διάλεξε για το συμφέρον του Κράτους, ένα νέο σύστημα σύγχρονης πολιτικής που έχει μια σταθερή αναφορά, την κοινωνική ολότητα, στην αντικειμενικότητα της ισχύος και του μεγαλείου του αραβικού έθνους, μέρος του οποίου είναι το Κράτος” (Raafat Shambour, Pouvoir et preceptes de la revolution libyenne, 1977)

Εκείνο που πρέπει να διασαφηνιστεί είναι η δυναμική της θρησκευτικής προσχηματικής, η οποία ποτέ δεν εξέλειπε από κανένα καθεστώς των εθνών-κρατών που αναδύθηκαν μετά το τέλος της λεγόμενης δεύτερης αποικιοκρατίας, την περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. “Μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας των αραβικών εθνών, είναι γεγονός ότι η επιμονή που επιδείχτηκε στην πολιτική προπαγάνδα και πράξη να υπογραμμιστεί αυτός ο θρησκευτικός παράγοντας, σε συνδυασμό με ορισμένες σκέψεις για τον “ιερό πόλεμο” και για την σωτήρια αξία των μουσουλμανικών αρχών, μαρτυρά έναν φόβο. Όπως εξάλλου και η επίκληση που γίνεται σ’ εκείνη την αφαίρεση, που είναι ο σοσιαλισμός (γενικά) ή ο λαός (γενικά), εκδηλώνει την αίσθηση ότι λείπει εδώ και τώρα αυτό που μπορεί να κρατήσει ενωμένο το έθνος-κράτος. Ταυτόχρονα χρησιμεύει για να καθαγιάζει την αυθαιρεσία μιας πολιτικής ανίκανης να παρουσιάσει τώρα αποδείξεις της εγκυρότητάς της.” (Φ. Σατελέ-Ε. Πιζιέ Κουσνέρ)

Φόβος απώλειας συνεκτικότητας και καθαγιασμός αυθαιρεσιών: το θρησκευτικό στοιχείο είναι καταλυτικό για μια ωραία συνταγή προκειμένου να πετύχει ένας επιθετικός εθνικισμός. Κι όμως, όσον αφορά το ισλαμικό κράτος το θρησκευτικό στοιχείο έχει μονοπωλήσει τη συνεκτικότητα ως καθολικό σημείο κοινωνικής και πολιτικής κατισχύοντας επί του “εθνικού”. Ισλαμιστές από πολλά μέρη του κόσμου, ανεξαρτήτως “εθνικής” καταγωγής, συρρέουν στο χαλιφάτο για να υποστηρίξουν την πραγμάτωση των ιερών κειμένων.

Είναι εμφανές λοιπόν με μια πρώτη ματιά ότι πρόκειται για ένα “ακατανόητο” μόρφωμα. Δεν είναι τυχαίο ότι σχετικά πρόσφατα, τον Δεκέμβριο του 2014, η εφημερίδα Τhe New York Times δημοσίευσε εμπιστευτικά σχόλια του αντιστράτηγου Μάικλ Κ. Ναγκάτα, διοικητή των Ειδικών Επιχειρήσεων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ο οποίος παραδέχθηκε ότι μόλις είχε αρχίσει να κατανοεί τα αιτήματα του Ισλαμικού Κράτους. «Δεν έχουμε καταπολεμήσει την ιδέα», ανέφερε. «Δεν καταλαβαίνουμε καν την ιδέα». Την ίδια χρονιά, ο Πρόεδρος Ομπάμα χαρακτήρισε ποικιλοτρόπως το Ισλαμικό Κράτος, ως «μη Ισλαμικό» και ως την «παιδική σχολική αθλητική ομάδα» της Αλ Κάιντα …  (Graeme Wood, What ISIS Really Wants). Όλα αυτά εμφανίζουν ένα ύποπτο παράδοξο δεδομένου ότι πρόκειται για ένα εδαφικοποιημένο κρατικό μόρφωμα που κυβερνά ήδη μια περιοχή μεγαλύτερη από ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποτελεί ένα φύσει και θέσει επεκτατικό μόρφωμα αφού “η αποδοχή συνόρων εκλαμβάνεται ως ανάθεμα, όπως δηλώνεται από τον Προφήτη και αντηχεί στα προπαγανδιστικά βίντεο του Ισλαμικού Κράτους. Εάν ο χαλίφης συναινέσει στη σύναψη μακροχρόνιας ειρήνης ή σε ορισμό μόνιμων συνόρων, θα διαπράξει σφάλμα. Οι προσωρινές ειρηνευτικές συνθήκες είναι ανανεώσιμες, ωστόσο δεν μπορούν να ισχύσουν με τη μία για όλους τους εχθρούς: ο χαλίφης πρέπει να κηρύξει την τζιχάντ τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο. Δεν έχει δικαίωμα να αναπαύεται, ειδάλλως περιπίπτει σε αμαρτία.” Η αδιαφορία του ισλαμικού κράτους απέναντι σε κάθε έννοια ενσωμάτωσης στον κυρίαρχο κρατικό κώδικα οξύνει την παραδοξότητα αυτής της εκκωφαντικής άγνοιας των υπερεθνικών διευθυντηρίων: “Το σύγχρονο διεθνές σύστημα, που γεννήθηκε το 1648 μέσα από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας, έγκειται στην προθυμία του κάθε κράτους να αναγνωρίσει σύνορα, ακόμα και «με μισή καρδιά». Για το Ισλαμικό Κράτος μια τέτοια αναγνώριση αποτελεί ιδεολογική αυτοκτονία.” (Graeme Wood, What ISIS Really Wants)

Είναι αλήθεια ότι όλη η υπόθεση του χαλιφάτου από καταβολής του, με τον ομφάλιο λώρο στη Σαουδική Αραβία και την υπόκρυφη στήριξη και κηδεμονία του από διάφορες χώρες του δυτικού κόσμου, μπορεί να επιβεβαιώσει κάθε σενάριο χειραγώγησης των πληθυσμών στη Μέση Ανατολή προκειμένου να εξυπηρετηθούν μεγάλα συμφέροντα. Με δεδομένη την αναπτυξιακή κατεύθυνση της Ρωσίας (που ποτέ δεν έλειπε από τη Μέση Ανατολή αλλά είχε αδυνατίσει την παρουσία της μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ) και τη ραγδαία ανάπτυξη της Κίνας (που είναι εξαιρετικά ενεργοβόρα αφού τα τελευταία χρόνια καταναλώνει το 25% των ενεργειακών πόρων παγκόσμια τόσο λόγω πληθυσμιακών αναγκών όσο και γενικευμένης εφαρμογής παλιάς τεχνολογίας) η περιοχή της Μέσης Ανατολής έχει επιφορτιστεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση ως κορυφαίο σημείο τριβής του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο η εμφάνιση ενός χαλιφάτου στην περιοχή θα φάνταζε ως ένα κακόγουστο αστείο, αν μπορούσαμε να αφήσουμε στην άκρη όλα εκείνα τα στοιχεία μιας σύγχρονης τραγωδίας που εξελίσσεται με ατέλειωτους θανάτους και απύθμενη δυστυχία.

Το ερώτημα που τίθεται με σκοπό να αποκαλύψει την κεκαλυμμένη και επιτηδευμένη παραδοξότητα είναι το εξής: Στο βαθμό που ο καπιταλισμός έχει την ιστορική εμπειρία της συντριβής όλων των προκαπιταλιστικών του μορφωμάτων (που προϋποθέτει την κατανόησή τους, τον εντοπισμό των αδυναμιών και των ρηγματώσεών τους -αφού από αυτές προήλθε και ο ίδιος-, την στρατηγική επίγνωση για το ξεπέρασμά τους, τον αφανισμό του ιστορικού τους απόηχου και την χειραγώγηση των εναπομεινάντων χαρακτηριστικών τους) αλλά και τη δυνατότητα να καταστρέψει κάθε καθεστώς με βαθμό ευκολίας ευθέως ανάλογο του συγκεντρωτισμού της κεντρικής του εξουσίας, από πού προκύπτουν αδυναμίες “κατανόησης” ενός επίδοξου χαλιφάτου (που κατατείνει σε κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά τα οποία έχουν αναλυθεί, διδάσκονται και είναι καταχωρισμένα στα δυτικά ακαδημαϊκά think tank) και φυσικής καταστροφής του (στο βαθμό που δεν έχει πολεμική επάρκεια ούτε και πολεμική βιομηχανία, επομένως είναι εξαρτώμενο από τις αναδιατάξεις στον παγκόσμιο ανταγωνισμό);

Διατυπώνεται λοιπόν, απλώς, μια αδυναμία βούλησης από τους “πρεσβευτές του Διαφωτισμού” με φόντο τα πετρέλαια και την σκακιέρα της παγκόσμιας ισχύος. Και είναι γεγονός ότι από μια παράσταση που βασίζεται σε μια οριενταλιστική πρόσληψη της Μέσης Ανατολής δεν θα μπορούσε να λείπει ένα… εξωτικό χαλιφάτο. Αλίμονο! Όπως αλίμονο και για τις ζωές των ανθρώπων στις περιοχές αυτές αλλά και των “ανυποψίαστων” του ανεπτυγμένου κόσμου.

 

Ιχνηλάτες του Επίκαιρου

(απόπειρες αποκωδικοποίησης της κυρίαρχης πληροφόρησης από την κατάληψη Σινιάλο)