Δουλεμπόριο

 

Όταν ένα φορτίο με εργατικά χέρια από την Αφρική πλησίαζε στο λιμάνι, δε σήμαιναν σειρήνες, ούτε έριχναν πυροτεχνήματα για να αναγγείλουν τον ερχομό τους. Δεν ήταν ανάγκη. Ο κόσμος το καταλάβαινε από τη μπόχα. Το εμπόρευμα με τη φριχτή μυρωδιά βρισκόταν στοιβαγμένο στα αμπάρια. Οι σκλάβοι ήταν καλά δεμένοι κι ακίνητοι μέρα νύχτα, ώστε να μην χαραμίζεται ούτε σπιθαμή από τον πολύτιμο χώρο. Κατουρούσαν κι αφόδευαν ο ένας πάνω στον άλλο, έτσι αλυσοδεμένοι όπως ήταν αναμεταξύ τους από το λαιμό, τους καρπούς και τους αστραγάλους, και όλοι μαζί σε μεγάλες σιδερένιες μπάρες. Πολλοί πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Κάθε πρωί, οι φύλακες πετούσαν τους μπόγους στη θάλασσα.

 

 

 

Ο δουλέμπορος που περισσότερο αγαπούσε την ελευθερία είχε ονομάσει τα καλύτερά του πλοία «Βολταίρος» και «Ρουσό». Μερικοί τους είχαν δώσει ευλαβικά ονόματα: «Ψυχή», «Ευσπλαχνία», «Ιησούς», «Άμωμος Σύλληψη». Άλλοι εκδήλωναν την αγάπη τους για την ανθρωπότητα, τη φύση και τις γυναίκες: «Ελπίδα», «Ισότητα», «Φιλία», «Επιθυμία», «Αξιαγάπητη Μπέτυ», «Κολιμπρί». Τα πιο ειλικρινή πλοία έφεραν ονόματα όπως «Υποτέλεια» και «Φρουρός».

 

Φαίνεται ότι η ανεξίτηλη σύνδεση με τους προγόνους εμπνέει ακόμα και σήμερα ονόματα που καταφέρνουν και προκαλούν ρίγος στη ραχοκοκαλιά : «Ξένιος Ζευς», «Θέτις», «Mos Maiorum»