Περί "κρατικού αντιφασισμού", "θεωρίας των άκρων" και αντιφασιστικών μαχών (29/11/2013)

  • Print

 

Το παρακάτω κείμενο συνόδευσε την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Θερσίτη στις 29/11/2013 με θέμα "το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού και η θεωρία των άκρων". Μέρος του κειμένου αποτέλεσε και την εισήγηση της εκδήλωσης που στάθηκε αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Το κείμενο είναι χωρισμένο στις παρακάτω τρεις θεματικές και σε ένα υστερόγραφο.

1. Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού

2. Καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ολοκληρωτισμός και κράτος

3. Για τη θεωρία των άκρων

ΥΓ: Κάποιες σκέψεις πάνω στην αντιφασιστική μάχη που συνεχίζεται και έρχεται μπροστά μας, για τον θάνατο στον φασισμό, την κρεμάλα στους φασίστες και τους εύστοχους πυροβολισμούς μιας άστοχης κυριολεξίας

 

[Για να κατεβάσετε το κείμενο σε αρχείο μορφής pdf πατήστε εδώ]

 

 

 

1.    Το σύντομο ανέκδοτο του κρατικού αντιφασισμού

 

Έχουν πλέον περάσει περισσότερο από 2 μήνες από τη μέρα που ο Παύλος Φύσσας έπεφτε νεκρός στις 17 Σεπτέμβρη από τα χέρια φασιστών δολοφόνων. Και ενώ για αρκετό καιρό επιχειρήθηκε η τηλεοπτική ομηρία των κοινωνικών αντανακλαστικών από τις «ραγδαίες εξελίξεις γύρω από την εγκληματική οργάνωση της χρυσής αυγής», ο τηλεοπτικός χρόνος τελείωσε μαζί με την ποινική «τακτοποίηση» του ζητήματος. Η μάχη της δημοκρατίας με τον φασισμό στα μαρμαρένια αλώνια ήταν κάτι περισσότερο από ένα επικοινωνιακό παιχνίδι και αφορά τον βαθύ πυρήνα του «κράτους έκτακτης ανάγκης» που πλέον δεν αποτελεί «μεταβατικό στάδιο» ή προθάλαμο για μια συνολική συστημική μετάβαση, αλλά ένα μονιμότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης/ρύθμισης/περίφραξης.

Στην ουσία αυτό που συντελέστηκε τους τελευταίους 2 μήνες ήταν μια «τακτοποίηση» ενός ανοιχτού ζητήματος που αφορά τους δεσμούς αίματος κράτους και παρακράτους και ακόμα βαθύτερα την απέκδυση από την πλευρά της δημοκρατίας έκτακτης ανάγκης των οποιωνδήποτε φασιστικών σκιών και συγγενειών έπεφταν πάνω στην ανάγκη ευρύτερης κοινωνικής νομιμοποίησής της. Ήταν η ανάγκη του κράτους έκτακτης ανάγκης να πείσει για το «σύντομο ατύχημα» του «φαινομένου της χρυσής αυγής», να προσπεραστεί η στενή  δομική σχέση σε επίπεδο μηχανισμών και ιδεολογίας μεταξύ φιλελευθερισμού και ολοκληρωτισμού, να διαρραγούν μόνο οι πιο προφανείς και επιφανειακές διασυνδέσεις σε επίπεδο «απλών προσώπων» και να(!) ο φασισμός   αδειασμένος από τα προσχήματά του: τερατούργημα στο θέατρο της ιστορίας μπορεί να αποτραβηχτεί από τη σκηνή. Τελικά όλα μπορούν να τακτοποιηθούν με την συσπείρωση των «υγιών ελλήνων» (δήλωση Σαμαρά από Νέα Υόρκη τις πρώτες μέρες που ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα), της δημοκρατίας, της αθωότητας του έλληνα πολίτη που πλήττεται, αδικείται και διεκδικεί μια ήσυχη διέξοδο -επιστροφή στις «ανέφελες μέρες της ευμάρειας», του ενοποιητικού μύθου για «μονόδρομους εθνικής ανάπτυξης», της καταδίκης των «εξτρεμισμών», αυτής της γλοιώδικης τελικά «κοινοτοπίας του καλού» που εκφράζει η αστική δημοκρατία...Μήπως δεν ήταν ο τρόπος αντίστοιχος με αυτόν με τον οποίο η δυτική δημοκρατία αντιμετώπισε το «ατύχημα του φασισμού» μεταπολεμικά;

Σε κείμενο μας λίγες μέρες μετά τις «ραγδαίες εξελίξεις» αποτυπώσαμε την αίσθηση των ημερών και την προοπτική του «κράτους έκτακτης ανάγκης» μέσα από το πρίσμα αυτών των εξελίξεων:

Βρισκόμαστε σε μια μεταιχμιακή εποχή για τις κυριαρχικές επιλογές και στρατηγικές, σε μια εποχή κρίσης που μπορεί να τσιμεντώνει την κρατική-καπιταλιστική αποφασιστικότητα και επιθετικότητα στους από κάτω, αλλά ταυτόχρονα ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου για ενδοκυριαρχικές συγκρούσεις, για επαναδιευθέτηση συμμαχιών (και συμμάχων), για καταστροφή τμημάτων του πολιτικού προσωπικού ή της ίδιας της κυρίαρχης τάξης που δεν είναι λειτουργικά ή πλεονάζουν. Και όπως ακριβώς η επιτάχυνση της λεηλασίας των από κάτω γίνεται με όρους καταλυτικού πολέμου (blitzkrieg) με τον ίδιο τρόπο επιταχύνονται και οι «εξελίξεις» στο κυρίαρχο μπλοκ: η χρυσή αυγή από πολύτιμη εφεδρεία γίνεται ξαφνικά ένα βαρίδι που πρέπει προσωρινά να μπει στην άκρη (με αυτή της τη μορφή). Αυτό βέβαια δεν αποτυπώνει μια πραγματική μετατόπιση του συστήματος σε μια «άνοιξη της δημοκρατίας» αλλά σε μια άλλου είδους διεργασία: την ανάγκη της κρατικής μηχανής να τελειώνει με τους «ασταθείς μηχανισμούς» του που έχουν την τάση ενίοτε να αυτονομούνται, αλλά κυρίως την αφομοίωση-υποκατάσταση από την πλευρά της αστικής δημοκρατίας των μεθόδων του πρώην μηχανισμού της, χωρίς απαραίτητα την παρουσία του. Με απλά ελληνικά, ένα κράτος με ατζέντα και μεθόδους χρυσής αυγής χωρίς την ίδια την χρυσή αυγή… Είναι μια απαίτηση της εποχής…

Βέβαια κάποια σημεία των όσων ακολούθησαν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ενδεικτικά: ο πρώτος φόβος των κυρίαρχων, όπως αποτυπώθηκε εξάλλου σε όλα τα καθεστωτικά media δεν ήταν άλλος από την πιθανότητα μιας γενικευμένης κοινωνικής έκρηξης. Τα γεγονότα της Τετάρτης 18/9 στο Κερατσίνι με τις πολύωρες οδομαχίες με τις δυνάμεις καταστολής και τις επιθέσεις σε τράπεζες και μαυραγορίτικα αλλά και οι επιθέσεις σε γραφεία των φασιστών και οι συγκρούσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας επιβεβαίωσαν αυτούς τους φόβους και ανάγκασαν τον Δένδια να ακυρώσει το ταξίδι του στη Ρώμη για συνάντηση με ομολόγους του. Η σκληρή καταστολή της Τετάρτης 18/9 (ειδικά όταν έπειτα από κάποια ώρα οι διαδηλωτές δεν ησύχαζαν) και η ασφυκτική παρουσία μπάτσων σε οποιαδήποτε άλλη κίνηση τις επόμενες μέρες έδειχνε την αποφασιστικότητα του κρατικού μηχανισμού να αποτρέψει οποιαδήποτε απόπειρα «σπίθας που θα άναβε πυρκαγιά». Η τακτική των μηχανισμών καταστολής ήταν πανομοιότυπη με το μοντέλο που ακολουθήθηκε μετά τη δολοφονία του Θανάση Καναούτη από ελεγκτές στο Περιστέρι στις 13/8.

Και κομμάτι αυτής της «επικοινωνιακής καταιγίδας» ήταν η απομόνωση και η απόκρυψη της κοινωνική κινητικότητας, των ροών της κοινωνικής αντίστασης και των απαντήσεων, της αντιφασιστικής οργής στους δρόμους. Όχι μόνο γιατί αυτός ο αντιφασισμός ανήκε στο «άλλο άκρο» αλλά γιατί το μονοπώλιο του «αντιφασισμού» έπρεπε να παράγεται και να αναπαράγεται από τις θεσμικές μηχανές δικαιώνοντας το «ισχυρό Κράτος» σε κάθε φαινομενική ή ουσιαστική απόφασή του.

Αυτό που συμβαίνει στο προκείμενο είναι μια συνολική επαναδιευθέτηση των ενδοσυστημικών συμμαχιών που «δυστυχώς» γι’ αυτούς δεν έγινε με μια ξεκάθαρη αυτεπιλογή αλλά υπό το καθεστώς ενός εκβιασμού: μια δολοφονία που ξεσκέπαζε σε όλα τα σημεία όχι μόνο την αγαστή σχέση κρατικών μηχανισμών και χρυσής αυγής αλλά την δομική-εσωτερική σχέση κράτους και φασισμού. 

Υπό την απειλή αποσταθεροποίησης λόγω συσσωρευμένης κοινωνικής οργής, έπρεπε να παρθούν ορισμένες γρήγορες αποφάσεις –σε ρυθμό και ταχύτητα χρηματιστηρίου- που θα αναδιάτασσαν ριζικά (αλλά στην πραγματικότητα σε φαινομενικό μόνο επίπεδο) τόσο τα κυριαρχικά προσχήματα όσο και τις πραγματικές συμμαχίες. Η πολύτιμη εφεδρεία της χρυσής αυγής εδώ και 2 χρόνια έπαιζε διαρκώς στα όρια των «αντιφάσεων» της αστικής δημοκρατίας, γινόταν όμως ανεκτή ως το πρωτοπόρο κομμάτι που «ακόνιζε στα πεζοδρόμια» τον κοινωνικό συντηρητισμό, αναβίωνε με τους καλύτερους όρους τον μετεμφυλιακό αντικομμουνισμό, παίζοντας κεντρικό ρόλο στην παραγωγή ενός ιδεολογικού και κοινωνικού πόλου που θα «τελείωνε με την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς στην πολιτική και την κοινωνική συνείδηση», όπως λένε όπου σταθούν και όπου βρεθούν διάφοροι θεσμικοί ακροδεξιοί Κρανιδιώτηδες, Βορίδηδες κ.α., δημιουργούσε φοβικά αντανακλαστικά σε αντιστεκόμενα κοινωνικά κομμάτια, έσερνε διαρκώς την πολιτική ατζέντα στις πιο σκοτεινές πλευρές του συστήματος, ήταν ένας «εμφυλιακός δούρειος ίππος» στην καρδιά των γειτονιών, των δρόμων και των κοινωνικών αντιστάσεων.

Αλλά άρχιζε (λόγω και του τυχοδιωκτισμού της ηγεσίας της) να παρουσιάζει τάσεις αυτονόμησης ως ξεχωριστός πόλος μέσα στην κρατική μηχανή, χωρίς να προϋποθέτει τις ισορροπίες και τις ανάγκες που την ανέβασαν και την έφεραν να «κοσμεί» τον πολιτικό βίο της χώρας. Γι αυτό και ο περίφημος Μπάμπης Παπαδημητρίου –αηδόνι του καθεστωτικού λόγου- λίγες μέρες πριν είχε ζητήσει μια «σοβαρή χρυσή αυγή». Όταν ένας μηχανισμός μέσα σε μια μηχανή παρουσιάζει άλλες ροπές κάνει δυσλειτουργικό όλο το σύστημα: σε αυτήν την περίπτωση δεν πετάς τη μηχανή, αντικαθιστάς ή επιδιορθώνεις απλά τον μηχανισμό. Και «δυστυχώς» η απόφαση έπρεπε να παρθεί άμεσα, χωρίς να περιμένουν το πώς θα επανεκκινούσε η μηχανή με απλές επιδιορθώσεις και μπαλώματα. Ήταν ζήτημα ευρύτερης συστημικής ομαλότητας…

Πρόκειται για μια ποσοτική και ποιοτική επένδυση από την πλευρά του κράτους στο κοινωνικό κομμάτι που πειθόταν από τον κρετινισμό της χρυσής αυγής, για μια ενσωμάτωση της «εκφασισμένης ποιότητας» αυτού του κομματιού μέσα στην ίδια τη δομή και τη φιλοσοφία του (ακόμα και σε επίσημο  θεσμικό επίπεδο, όπως συνέβη με την παρουσία της ΧΑ στη βουλή), ο απόλυτος έλεγχος των εκφασισμένων κοινωνικών ροπών προς όφελος της μακροχρόνιας συστημικής σταθερότητας και ομαλότητας.

 

2.     Καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ολοκληρωτισμός και κράτος

 

«Κάθε νόμος, ως κανονιστική διάταξη, ακόμα και συνταγματικός νόμος, απαιτεί αναγκαστικά σε τελευταία ανάλυση, για να είναι έγκυρος, μια προκαταρκτική πολιτική απόφαση παρμένη από μια εξουσία ή από μια υπάρχουσα πολιτική αρχή. Κάθε υπάρχουσα πολιτική μονάδα βρίσκει την αξία της και τη δικαίωση της ύπαρξής της όχι στη δικαιοσύνη ή στην καταλληλότητα των κανόνων, αλλά από την ίδια της την ύπαρξη. Αυτό που υπάρχει ως πολιτική οντότητα είναι από νομική άποψη άξιο να υπάρχει.»

Αυτά έγραφε ο γερμανός  Καρλ Σμίτ, ο θεωρητικός-θεμελιωτής του σύγχρονου «ολικού-αυταρχικού κράτους» και του «καθεστώτος έκτακτης ανάγκης». Αυτή η νομική θεωρία που διατυπώθηκε το 1928, είναι προάγγελος του πλαισίου που οικειοποιείται λίγα χρόνια μετά ο ναζισμός: το δίκαιο είναι πολιτική και η πολιτική θα είναι βούληση. Η ομογενοποίηση δικαίου και πολιτικού, η κατάλυση της σχετικής αυτονομίας τους και η υπαγωγή του πρώτου στο δεύτερο ακολουθεί μια άλλου είδους ομογενοποίηση: του οικονομικού με το πολιτικό. Τέτοιου είδους ομογενοποιήσεις και υπαγωγές είναι χαρακτηριστικές σε περιόδους κρισιακές για το σύστημα (κρίση αναπαραγωγής, διακυβέρνησης, ηγεμονίας κτλ), περιόδους συνολικών μεταβάσεων από ένα μοντέλο κοινωνικής-οικονομικής  οργάνωσης  και διακυβέρνησης σε ένα άλλο. Είναι οι περίοδοι που εμφανίζεται και θεμελιώνεται  η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» και η συνακόλουθη κρατική διαχείρισή της. Είναι οι περίοδοι των «ολοκληρωτισμών» που εμφανίζονται μεν ως «εξαιρετικοί» και «τυχαίοι» αλλά δεν παύουν να αποτελούν σάρκα από τη σάρκα του φιλελευθερισμού. Οι ολοκληρωτισμοί αυτοί εκφράζονται μέσα από κλασικές μορφές άρσης της «ελευθερίας του τύπου», κατάργηση συνδικαλιστικών και κοινωνικών ελευθεριών , υπερσυγκεντροποίηση εξουσιών σε έναν μηχανισμό (γραφειοκρατικό ή στρατιωτικό) που τίθεται υπεράνω των άλλων (το σύγχρονο καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιφυλάσσει μια διαφορετική σχέση με αυτές τις «ελευθερίες»: πχ συγκεντροποίηση και παραγωγή μίας συστημικής φωνής χωρίς πολλές διαφορετικές ή αποκλίνουσες «προφορές» στα μμε, κατάργηση του ρόλου των συνδικάτων και των «κοινωνικών φορέων» ως διαμεσολαβητικών μηχανισμών παραγωγής κοινωνικών συναινέσεων, «ταύτιση» της αστυνομίας και της δικαιοσύνης σε έναν κοινό σε αντίληψη  αστυνομοδικαστικό μηχανισμό κτλ).

Προάγγελος της τρέχουσας συστημικής κρίσης ήταν και η αδυναμία της κυριαρχίας την τελευταία 15ετία τουλάχιστον, να παραγάγει ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που θα διασυνδέει την ομαλή και μεγεθυμένη καπιταλιστική κερδοφορία με μια σταθερή (ή σταθερότερη έστω) οργάνωση της κοινωνικής συναίνεσης. Η «αποτυχία» αυτή οδηγεί σταδιακά όχι απλά στην πριμοδότηση μορφών εντατικοποίησης της εκμετάλλευσης (ακραία νεοφιλελεύθερη σχεδίαση της οικονομίας) αλλά  στην ωμή μετατροπή της αστικής κυριαρχίας σε άμεση ωμή βιοπολιτική κυριαρχία ολόκληρων κοινωνικών κομματιών που «περισσεύουν», είναι «προβληματικά», «λεκιάζουν»...

Το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» επιβλήθηκε και επιταχύνθηκε στην ελληνική πραγματικότητα τα 5 τελευταία χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης μέσω της «απειλής της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης» και της «εθνικής ανάγκης για σωτηρία της οικονομίας». Η  θεμελίωσή του όμως, ως συστημική δυνατότητα, είχε υπάρξει αρκετά χρόνια πριν και μάλιστα ως μια παγκόσμια επιλογή που χρονικά μπορεί να εντοπιστεί στον «πόλεμο ενάντια στην παγκόσμια τρομοκρατία» στις αρχές του 2000. Αυτό λοιπόν, απαιτούσε και απαιτεί «κλειστές κοινωνίες», φτωχοποιημένες υλικά, πνευματικά και συναισθηματικά, που δεν μπορούν να παραγάγουν αυτόνομες τις λύσεις ξεπεράσματος, αμφισβήτησης και άρνησης του υπάρχοντος, που φτύνουν ανήμπορες ακόμα και όλα αυτά που είχαν κατακτήσει. Οι κοινωνικοί εχθροί κατασκευάζονται ως αναπαραστάσεις φόβου εδώ και χρόνια, σύρονται στις τηλεοπτικές οθόνες ως «λαθρομετανάστες», οροθετικές, κουκουλοφόροι, εγκληματίες... Στα πολεμικά ανακοινωθέντα υπουργείων, αστυνομίας, μμε, ταυτοποιείται μια «καινούρια» γλώσσα που παίζει διαρκώς με τη διακινδύνευση, την ανασφάλεια, την αστάθεια και έρχεται να θεμελιώσει συνειδησιακά μια συγκεκριμένη κοινωνική πρόσληψη της «εποχής»: την ανάγκη όχι απλά για ένα κράτος διαιτητή/ουδέτερο αλλά για ένα κράτος εγγυητή της ομαλότητας, απόλυτο κυρίαρχο, πολεμικό. Οι ολοκληρωτικές πρακτικές δεν είναι δυνατές παρά μόνο επειδή έχουν γίνει αποδεκτές από γλώσσες οι οποίες και αυτές πρωτύτερα έχουν γίνει αποδεκτές. Δεν υπάρχει αποδοχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης πριν γίνει αποδεκτός «ο κίνδυνος που λέγεται λαθρομετανάστης». Η κοινοτοπία της ασφάλειας γεμίζει το κενό που αφήνει η συστολή του «πρώην απελευθερωμένου» κοινωνικού χώρου (είτε πρόκειται για αδιαμεσολάβητες κοινωνικές κατακτήσεις είτε για τις αντανακλάσεις τους στο θεσμικό πεδίο ως «δημοκρατικές παραχωρήσεις»). Αυτό προϋποθέτει την ενίσχυση του κατασταλτικού χαρακτήρα του κράτους και την απαγκίστρωσή του  από την προνοιακή πολιτική. Αυτή η «μεταστροφή» απαιτεί επίσης μια θεμελιώδη ανάγνωση του κοινωνικού πεδίου ως πεδίου αστυνόμευσης, ελέγχου και υποβάθμισης του (πολιτικού και κοινωνικού) ατόμου σε ένα αναλώσιμο στοιχείο στο πολεμικό πεδίο (που παράγει η «επάρατος κρίση»). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο ολοκληρωτισμός και οι διάφορες –θεσμικές και μη μορφές του- δεν είναι απλά μια συστημική επιλογή ανάμεσα στις πολλές αλλά η μοναδική κατεύθυνση. Τα «συμβάντα» σε Αίγυπτο, Τουρκία, Βραζιλία των τελευταίων μηνών και η «χλιαρή» -σε επίπεδο απλά διπλωματικών διακηρύξεων δημοκρατίας και δικαιωμάτων- αντιμετώπιση της αιματοβαμμένης κρατικής καταστολής από τις δημοκρατίες της Δύσης, δείχνει όχι ένα σύνηθες «μούδιασμα» των δυτικών δημοκρατιών αλλά μια κίνηση από την πλευρά τους να ενσωματώσουν και να νομιμοποιήσουν την αντιεξεγερτική πρακτική των καθεστώτων της παγκόσμιας περιφέρειας.

Η σημερινή συνθήκη δεν υποδηλώνει μια προσωρινότητα, ένα «εξαιρετικό και βραχυπρόθεσμο» χαρακτήρα της κρατικής μορφής, ούτε απλά ένα μεταβατικό στάδιο για την επιστροφή σε αυτό που υπήρξε και οργάνωνε την «ισορροπία»: πολλά σημεία δείχνουν πως βρισκόμαστε εμφατικά σε μια περίοδο όπου αυτό το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης γίνεται από εργαλείο, τρόπος, γίνεται μοντέλο διακυβέρνησης, γίνεται το ίδιο το ξεπέρασμα της «κρίσης». Ζητούμενο δεν είναι η διαχείριση-παραγωγή της κοινωνικής συναίνεσης και κοινωνικής ειρήνης (όπως αντιστοιχούσε στα προηγούμενα μοντέλα) αλλά η διαρκής «διαχείριση κρίσεων». Καταστατικό κομμάτι αυτής της διαχείρισης, φίλτρο της, είναι η όξυνση της καταστολής, των θεσμικών ολοκληρωτισμών, η διάχυση του φόβου, η περίφραξη, η άμβλυνση του ορισμού του εγκλήματος, η  ποινική μεταχείριση και απαξίωση μεγάλων κοινωνικών κομματιών. Το νέο κράτος έκτακτης ανάγκης δεν αποκόβεται από τις «οικουμενικές φιλελεύθερες διακηρύξεις» τους «καταστατικούς μύθους» ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης κτλ. Είναι η περίοδος όπου οι «παλιοί οικουμενισμοί» του φιλελευθερισμού «ιδιωτικοποιούνται», αποκόβονται από την κοινωνική τους πρακτική, απονοηματοδοτούνται ως ιδιαιτερότητες, ως αφαιρέσεις ή και ως κρατικές παραχωρήσεις.

"Κατάσταση έκτακτης ανάγκης" σημαίνει θεσμική μετατροπή της εξαίρεσης σε κανόνα. Σημαίνει ταχύτατη και αιφνιδιαστική αναίρεση των προηγούμενων "ισορροπιών" (που κρίνονται πλέον αντιλειτουργικές από την κυριαρχία) και εδραίωση ενός νέου κανονιστικού πλαισίου. Το  νέο κανονιστικό πλαίσιο (σε νομικό-ιδεολογικό-ηθικό πεδίο) διαμορφώνεται πάνω όχι σε μια σταθερή βάση-πλαίσιο που εντάσσονται- διαμεσολαβούνται-πειθαρχούνται οι κοινωνικές ροές (πχ κοινωνικό συμβόλαιο), αλλά πάνω σε μια κίνηση (στη συγκεκριμένη στιγμή η ανάγκη για ξεπέρασμα της κρίσης, η έξοδος από το τούνελ, η ασφάλεια και άλλα υπερβατικά φληναφήματα) η οποία θέτει ως πρωταρχικό στόχο την ίδια την αναπαραγωγή της κίνησης. Οι συστημικές ανάγκες είναι πέραν ακόμη και του ίδιου του Νόμου.

Το σημερινό κρατικό μοντέλο προσομοιάζει σε πολλά αλλά δεν μπορεί να αντιστοιχεί στο παλιό ολοκληρωτικό κράτος του μεσοπολέμου. Και αυτό όχι μόνο γιατί εκλείπουν πολλά «υπερβατικά» χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν τους ενοποιητικούς μύθους, όπως η φιγούρα του ηγεμόνα κτλ.

Στη σημερινή συγκυρία φαίνεται να αναπαράγεται μια διαφορετική τάση από εκείνη της ισχυρής αυτονομίας της πολιτικής από την οικονομία (η οποία χαρακτηρίζει τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου όπου η οικονομία ήταν ένα ακόμη πολεμικό μέσο επίτευξης των κρατικών σκοπών). Η διαλεκτική σχέση πολιτικής και οικονομίας διαμορφώνει νέα πεδία επικαθορισμών των μεταξύ τους αυτονομιών. Αυτό δεν αναιρεί την ισχύ του κράτους, ούτε σημαίνει λιγότερο ή ιδιωτικοποιημένο κράτος. Το αντίθετο μάλιστα: από παντού επιζητείται ένα διευρυμένο, εξοπλισμένο με έκτακτες εξουσίες, πολεμικό κράτος που θα μπορεί να παίξει έναν επιτελικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και όχι έναν απλό διαιτητικό-παρεμβατικό ρόλο. Πρόκειται για μια ποιοτική μετεξέλιξη του λεγόμενου «ποινικού κράτους» (που θεμελιώθηκε ως νεοφιλελεύθερο αγγλοσαξονικό μοντέλο από τη δεκαετία του ‘80 και που μετά το 2001-επίθεση στους δίδυμους πύργους- ονομάστηκε «κράτος ασφάλειας»). Το «ποινικό κράτος» αντιμετώπιζε τις «επικίνδυνες τάξεις» (ή καλύτερα τα εξατομικευμένα υποκείμενά τους) με εναλλασσόμενες αναπαραστάσεις (άλλοτε προνοιακές και άλλοτε ποινικές) και περισσότερο με λογικές κοινωνικού πανοπτισμού, εκπειθάρχησης και ενσωμάτωσης (πχ  κοινωνικές υπηρεσίες επανένταξης «παρεκκλίνοντων» πληθυσμών κτλ). Σήμερα σκοπό δεν έχει πλέον απλά την τιμωρία των επικίνδυνων τάξεων, αλλά οργανώνεται πάνω στην ωμή βιοπολιτική τους εξουσίαση. Βρισκόμαστε σε μια διαδικασία όπου η ανάσυρση του κράτους έκτακτης ανάγκης δεν συμβαίνει σποραδικά μπροστά σε «εξαιρετικές καταστάσεις» με σκοπό την γρήγορη επιστροφή στην πρότερη «εύρυθμη φιλελεύθερη-δημοκρατική» του κατάσταση. Μάλλον είμαστε μπροστά σε μια μόνιμη αναγνώριση του κοινωνικού χωροχρόνου ως πεδίο διαρκούς συναγερμού (σημείο που παράγει ταυτόχρονα νέες ποιότητες κοινωνικού αυτοματισμού οι οποίες συνδιαλέγονται πλέον με έναν ιδιότυπο «δαρβινισμό»), για μια διαδικασία όπου η κοινωνία δεν «αντιμετωπίζεται» ως ενιαίο πολιτικό υποκείμενο (μια από τις σταθερές του λεγόμενου κοινωνικού συμβολαίου) αλλά ως ένα κοινωνικό σώμα του οποίου η πολιτική υπόσταση(των επιμέρους κοινωνικών ομάδων) καθορίζεται από τον βαθμό εκπειθάρχησης και συντονισμού του στα νέα δεδομένα.

Μια υποσημείωση 80 χρόνια μετά, αποσπάσματα από κείμενο του Μαρκούζε γραμμένο το 1934, που αφορούσε την άνοδο των ολοκληρωτικών-αυταρχικών  καθεστώτων στην Ευρώπη:

«από το ένα μέρος η φιλελεύθερη θεωρία της κοινωνίας περιέχει εν σπέρματι πολλά στοιχεία της ολοκληρωτικής αντίληψης για το κράτος» και από το άλλο μέρος το αυταρχικό κράτος είναι «στο βάθος ευρύτατα σύμφωνο με τη βασική κοινωνική δομή του φιλελευθερισμού» έτσι ώστε το «πέρασμα από το φιλελεύθερο κράτος στο ολικό αυταρχικό κράτος να συντελείται μέσα στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος και με τέτοιον τρόπο όπου μπορούμε να πούμε για τούτη τη μοναδικότητα της οικονομικής βάσης ότι είναι ο ίδιος ο φιλελευθερισμός που γεννά το ολικό κράτος, το οποίο εμφανίζεται ως φιλελευθερισμός σε ένα πιο προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης. Το ολοκληρωτικό κράτος προσκομίζει στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού μια κατάλληλη οργάνωση και θεωρία της κοινωνίας.» Τα νέα στοιχεία του ολοκληρωτισμού, στοιχεία με τα οποία προαναγγέλλεται μια σαφής διαλεκτική αντίδραση ενάντια στον φιλελευθερισμό, αλλά που για την πραγματοποίησή  τους χρειάζονται την κατάργηση των οικονομικών και κοινωνικών βάσεων τις οποίες κατέχει ακόμα το ολικό αυταρχικό κράτος. Γι αυτό δεν πρέπει να ερμηνεύουμε τη νέα θεωρία του κράτους και της κοινωνίας ως αποκλειστικά διεργασία ιδεολογικής προσαρμογής. Στο φιλοσοφικό πεδίο αυτά τα νέα στοιχεία (οικουμενικότητα, νατουραλισμός, υπαρξισμός) συγκλίνουν σε μια τεράστια προκατάληψη ενάντια στη φιλελεύθερη αρχή του Ορθού Λόγου. Στο πολιτικό πεδίο από την υποκρισία ενός λυτρωμένου από τον εαυτό του φιλελευθερισμού δεν απομένει παρά η απαίτηση για Κράτος.»

 

3.     Για τη θεωρία των άκρων

 

Ο ολοκληρωτικός μετασχηματισμός του κράτους, έτσι όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες παραγράφους, αυτή η απαίτηση για Κράτος, όπως αναδύεται μέσα από το «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», επιτυγχάνεται με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο, μέσα από ένα εργαλειακό σχήμα που έχει αποτελέσει αρκετές φορές μέρος της επίσημης κρατικής αφήγησης, τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην ελληνική ιστορία, αυτό της θεωρίας των άκρων. Ένα σχήμα που έχει εμφανιστεί με διάφορες μορφές, ανάλογα με τη συγκυρία (βλέπε θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων, πολιτική της έντασης, ακροκινούμενες ομάδες κ.α.) αλλά που σε κάθε περίπτωση αυτό που διακυβεύεται είναι η ισχυροποίηση του κρατικού μηχανισμού, το αδιαμφισβήτητο της δημοκρατίας ως επικυρίαρχου καθεστώτος και η επικύρωση κάθε φορά της συναίνεσης και της υποταγής των υποτελών. Διότι, μιλώντας  για άκρα, προϋποθέτουμε ένα κέντρο. Και αφού είναι τα άκρα που απειλούν την ομαλότητα και την εύρυθμη λειτουργία του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, κύριος και μοναδικός εγγυητής της ασφάλειας και της νομιμότητας εμφανίζεται να είναι το κράτος. Ένα κέντρο όμως που οφείλει να κρατάει ίσες αποστάσεις από τα άκρα, έστω και προσχηματικά και εμφανίζεται ως το έχον το μονοπώλιο στην άσκηση της βίας. Μια νομιμότητα που ορίζεται αυτοαναφορικά από το κράτος κι επιβάλλεται με τη βία που είναι νόμιμη γιατί μπορεί κι ορίζει τη νομιμότητα. Η τελευταία αυτή φράση, πέραν του ότι καταδεικνύει την ίδια τη φύση του δικαίου και του νόμου που εδράζονται πάντα σε σχέσεις επιβολής, ανισοτιμίας και βίας, αποτυπώνει και τη «ρευστότητα» που χαρακτηρίζει τη λειτουργία του κράτους έκτακτης ανάγκης, άρα και την αναγκαιότητα από την πλευρά της κυριαρχίας να αξιοποιήσει εργαλεία όπως αυτό της θεωρίας των άκρων.

Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητη μία σύντομη ιστορική αναδρομή σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της θεωρίας αυτής. Η πρώτη χρήση του σχήματος ανάγεται στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϋμάρης, όπου τότε το ένα «άκρο», ο Χίτλερ και το ναζιστικό κόμμα ανέβηκε στην εξουσία και κατέλυσε τη δημοκρατία γιατί ένα άλλο «άκρο», οι κομμουνιστές «απειλούσαν» τη δημοκρατία με συνεχείς απεργίες και αναταραχές. Τα χρόνια του ψυχρού πολέμου, προωθήθηκε η ρητορεία περί «ολοκληρωτικών καθεστώτων», των ισότιμα επικίνδυνων «κόκκινου και μαύρου αυταρχισμού», της ταύτισης του Στάλιν με το Χίτλερ. Μετά το 1989 ακολουθήθηκε ένα παρόμοιο σχήμα στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, για να συμπεριλάβει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού ως «τραγικών ιστορικών ατυχημάτων».  Να αναφέρουμε εδώ ότι παραδόξως ο ιταλικός φασισμός - ιδεολογική μήτρα του εθνικοσοσιαλισμού – και το μουσολινικό καθεστώς δεν προσδένονται με τον ίδιο τρόπο στον άξονα του ολοκληρωτισμού, για τον ευρηματικό λόγο του ότι δεν ήταν ακραιφνώς βίαιο καθεστώς και δεν συστηματοποίησε τη βία του με ανάλογους τρόπους όπως τα άλλα δύο καθεστώτα. Οι λόγοι της μη πρόσδεσής του στο σχήμα σταλινισμός-ναζισμός, είναι οι άμεσες και σαφείς του ιδεολογικές συνάφειες και αναφορές με τον «παρακμάζοντα φιλελευθερισμό» του μεσοπολέμου και όχι μόνο. Στον ελλαδικό χώρο, το ίδιο ακριβώς ιδεολογικό εργαλείο είχε αξιοποιηθεί ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 από τον (κομμουνιστοφάγο κεντρώο δημοκράτη) Γεώργιο Παπανδρέου και τρεις δεκαετίες αργότερα επαναπροέκυψε ως «αριστεροχουντισμός» του «εθνοσωτήρα» Καραμανλή. Μετά από την εξέγερση του 2008, αλλά και την ανάδειξη της χρυσής αυγής σε πολιτικό παίχτη από το εγχώριο πολιτικό, παρακρατικό και μιντιακό σύστημα, ο ίδιος «συλλογισμός» θα διαχυθεί στους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης έτσι που να ορίζει-νομιμοποιεί (ακόμα και όταν την «καταδικάζει») την άνοδο της ρατσιστικής και ακροδεξιάς βίας ως την απολύτως δικαιολογημένη απάντηση σε μία μακρά περίοδο αριστερής ιδεολογικής ηγεμονίας, με τον ίδιο τρόπο, που μία περιορισμένη τάση ελλήνων ιστορικών αναθεωρητών – τέκνα της εθνικής συμφιλίωσης, από τις αρχές του 20ου αιώνα θα θεωρήσουν τη βία των ταγματασφαλιτών στον εμφύλιο ως μία δικαιολογημένη αντίδραση στη βία της αριστεράς.

Ιστορικά λοιπόν, η θεωρία των άκρων, έχει εμφανιστεί σε περιόδους αστάθειας, όπου απαιτούνται «ενοποιητικοί» μύθοι που αποστρέφονται τη δυνατότητα της κοινωνίας να διευρυνθεί προς τον αυτοκαθορισμό και την απελευθέρωση. Μία τέτοια περίοδο αναμφισβήτητα διανύουμε τώρα, μία περίοδο συστημικής αστάθειας, σχετικοποιημένων νοημάτων και ρευστότητας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, που αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Σαμαρά και το επιτελείο του, η θεωρία των  άκρων υιοθετήθηκε από την ακροδεξιά πολιτική, μαζί με το δόγμα της ασφάλειας και αυτό του νόμου και της τάξηςΔιαμορφώνοντας το πλέγμα των ιδεολογημάτων, έτσι ώστε να συντηρήσουν την κατάσταση εξαίρεσης που έχει εισαχθεί και να ενισχύσουν τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση μέσα από το μονόδρομο του εκβιασμού της κρίσης. Παράγοντας ταυτόχρονα με αυτό τον τρόπο την εννοιολογική βάση που είναι απαραίτητη τόσο για να αρθρωθεί ο αντιεξεγερτικός λόγος, όσο και για να ακολουθήσει η κατασταλτική πρακτική ολοκληρωτικού τύπου.

Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από φασίστα, οι απειλές για τσάκισμα των άκρων και επιβολή της νομιμότητας αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της κρατικής ρητορείας. Η «εξάρθρωση» της χ.α. έγινε με τέτοιο  θεαματικό τρόπο ώστε να κρατήσει ζωντανή τη ναζιστική εφεδρεία ως ιδεολογία και πρακτική. Η αποπολιτικοποίηση της διαδικασίας, ο διαχωρισμός σε νόμιμο κόμμα και εγκληματική οργάνωση, η μη προφυλάκιση ορισμένων ηγετικών στελεχών είναι ενδεικτικά. Επίσης, η έννομη βία και ο φορέας της –ο στρατός και η αστυνομία- αποκαθάρονται υποτίθεται από τα ναζιστικά «σταγονίδια» και σύμφωνα με πόρισμα της ΕΛ.ΑΣ μετά από έρευνα σε εκατοντάδες αστυνομικούς βρέθηκαν μόνο 10 από αυτούς να διατηρούν σχέσεις με τη χ.α. και συνελήφθησαν. Με άλλα λόγια τα βασανιστήρια, η καταστολή, ο ρατσισμός και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα εξακολουθούν να είναι η κυρίαρχη πρακτική του «δημοκρατικού» κράτους, χωρίς όμως κανένας να μπορεί να κατηγορήσει για αυτό την επιρροή της χ.αΗ δημοκρατία είναι τώρα φαινομενικά καθαρή από ναζιστικούς λεκέδες. Την ίδια στιγμή, η εξομοίωση της δολοφονίας του Φύσσα με τον κοινωνικό αγώνα στις Σκουριές και η άμεση ποινικοποίηση-εγκληματοποίησή του, η ταύτισή της με τους νεκρούς της marfin (υπόθεση που καθόλου τυχαία εκδικάζεται σε λίγες μέρες με τη σκευωρία εναντίον του αναρχικού Θοδωρή Σίψα), η στοχοποίηση των ελεύθερων κοινωνικών χώρων, των καταλήψεων και την στεκιών σαν ορμητήρια και εκκολαπτήρια τρομοκρατών, μετά και την εκτέλεση των δύο χρυσαυγιτών έξω από τα γραφεία τους στο Ν. Ηράκλειο, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια παρερμηνείας. Όποιος αμφισβητεί το μονοπώλιο της κρατικής βίας θα συντρίβεται. Κάθε κοινωνική αντίσταση αφού ποινικοποιηθεί θα καταστέλλεται.

Οπότε, καθίσταται σαφές ότι, αυτό που συντελείται δεν είναι η σύγκρουση των άκρων, αλλά η σύγκρουση δύο κόσμωνΟ κόσμος της εκμετάλλευσης και της υποταγής και ο κόσμος της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Κάθε προσπάθεια αντίστασης των από κάτω, από τους χώρους δουλειάς, από αυτοοργανωμένες κοινότητες, από σχολεία και πανεπιστήμια θα διαμορφώνεται σαν εσωτερικός εχθρός και θα στοχοποιείται, θα χωράει στα κυριαρχικά σχήματα και θα εξοντώνεται. Αποτελώντας τις «ολοκληρωτικές λύσεις» του κράτους έκτακτης ανάγκης, του κράτους των νομοθετικών περιεχομένων, των προεδρικών διαταγμάτων, των επιστρατεύσεων των απεργιών, των περιστολών και αναστολών των συνταγματικών δικαιωμάτων. 

 

 

Υστερόγραφο: κάποιες σκέψεις πάνω στην αντιφασιστική μάχη που συνεχίζεται και έρχεται μπροστά μας, για τον θάνατο στον φασισμό, την κρεμάλα στους φασίστες και τους εύστοχους πυροβολισμούς μιας άστοχης κυριολεξίας

 

Θα ήταν ανοησία να θεωρήσει κάποιος ότι το ζήτημα του αντιφασισμού εξαντλείται στον τρόπο αντιμετώπισης των ταγμάτων εφόδου, ότι το «παρακράτος» μπαίνει στο χρονοντούλαπο, ότι ο φασισμός (και οι διαδικασίες κοινωνικού εκφασισμού) τελειώνουν με τις διώξεις των χρυσαυγιτών  και με μερικές νομιμόφρονες γονυκλισίες των Κασιδιαραίων, ότι «οι νίκες της δημοκρατίας» είναι αυτές που επαναχαράσσουν το πολιτικό-κοινωνικό τοπίο. Αν κάτι βγαίνει ως συμπέρασμα από την «αντιναζί» κρατική καμπάνια των τελευταίων εβδομάδων είναι πως πέρα από την (φιλολογική μάλλον) αποδυνάμωση των χρυσών αυγών ως παρακρατικό μαγαζί-γωνία, όχι μόνο δεν υπάρχει απόσυρση ή υποστολή  των ολοκληρωτικών προσχημάτων και κατευθύνσεων του καθεστώτος αλλά ακριβώς αντίστροφα , υπάρχει ενίσχυση κάθε πτυχής τους.

Οι ακηδεμόνευτες αντιφασιστικές μάχες που δόθηκαν μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν ένα νέο πεδίο αντιπαράθεσης με το θεσμισμένο και μη φασισμό και την ίδια στιγμή αγωνιούσαν (και τα κατάφερναν) να μην αφομοιωθούν από το νεόκοπο θεσμικό «αντιφασισμό». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι μάχες απαιτούσαν μεγαλύτερη ενάργεια λόγου και πράξης, τοποθετημένες στην «ανακατάληψη των χαμένων από τον φόβο κοινωνικών εδαφών» (είτε αυτά αφορούν κοινωνικές σχέσεις είτε γειτονιές, δηλαδή γεωγραφία) η εκτέλεση των δύο ταγματασφαλιτών χρυσαυγιτών στο Νέο Ηράκλειο, ήρθε να προσθέσει όχι απλά μια μουτζούρα σε ένα ήδη παραφορτωμένο καμβά κοινωνικής σύγχυσης, αλλά να επανακαθορίσει μονοδιάστατα τους όρους που αυτές οι μάχες διεξάγονται.

Μια γόνιμη κριτική στην ενέργεια αυτή μπορεί να γίνει τόσο στο πεδίο του λόγου που τη συνόδευε στην ανάληψη ευθύνης, όσο και στο αυτόνομο πεδίο της πράξης αφ‘ εαυτής, ως «κινηματικής» παρακαταθήκης-πρότασης  που αφήνει. Η ίδια η πράξη της εκτέλεσης έχει τη δική της δυναμική και δεν υποδηλώνει μόνο έναν συμβολικό πολιτικό στόχο, αλλά μια ολόκληρη πολιτική πρόταση (εκείνων που ανέλαβαν την ευθύνη) για να «τελειώνουμε με τους φασίστες». Είναι η ίδια αυτή επιλογή που μεταφέρει στο πεδίο μιας αμφιλεγόμενης κυριολεξίας το «θάνατος στο φασισμό», καθώς στην ουσία αδυνατεί ακόμα και μέσα από τις νοηματοδοτήσεις της να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα της διαλεκτικής των κοινωνικών αγώνων.

Η ανάληψη ευθύνης  που ακολούθησε την εκτέλεση των δύο ταγματασφαλιτών στην πραγματικότητα απλά και μόνο την ακολούθησε...ως συνοδευτικό μιας αφ’ εαυτής πράξης. Δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε πουθενά την άρθρωση ενός  πειστικού λόγου τού γιατί τώρα η εκτέλεση των δύο, πέρα από γενικές επικλήσεις ενός «λαϊκού δικαίου για κρεμάλα στους φασίστες». Κι ενώ ως κείμενο είναι πολύ εμβριθές στο να εξιστορεί τα θύματα των χρυσαυγιτών μέσα στα τελευταία χρόνια, αδυνατεί να εξηγήσει την απόφαση της εκτέλεσης στο τώρα και στο γιατί τώρα και όχι τρία χρόνια ή πέντε μήνες πριν και τη σχέση αυτής της απόφασης με τις κινηματικές-κοινωνικές διεργασίες. Επιπλέον, οι ακροβασίες που διασυνδέουν σε μια κοινή αφήγηση Ντουρούτι και ΟΠΛΑ, σύριζα και αναρχικούς, η ανάγνωση της σύγχρονης ιστορίας (από την αντίσταση, τον εμφύλιο, τη μεταπολίτευση, το Δεκέμβρη του 2008 και τα μεγάλα κοινωνικά ραντεβού των μνημονιακών χρόνων) μέσα από το πρίσμα της «λαϊκής ιστορίας των αγώνων» είναι μια μονοδιάστατη, α-ιστορική άρα και υπερβατική κοινή αφήγηση διαφορετικών ιστορικών και κοινωνικών υποκειμένων.  Ο ΕΛΑΣ με την εξέγερση του 2008 επικοινωνούν μόνο μέσα από τον ημερολογιακό συμβολισμό του Δεκέμβρη και το ιστορικά αποδομητικό «Βάρκιζα τέλος!» στους τοίχους της πόλης...

Από ‘κει και πέρα τα ζητήματα που έθεσε στο «αντιφασιστικό κίνημα» η ενέργεια των ΜΛΕΔ ξεπερνάει κατά πολύ το γνωστό πολιτικό-ιστορικό ερώτημα-στοίχημα-ομφαλοσκόπηση για την ικανότητα λειτουργικής διασύνδεσης «ένοπλου» και  «κινήματος».

Γιατί στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενέργεια που δε συνδιαλέγεται με κανέναν άλλο πέρα από την ίδια, τη λογική της και τον "ηθικό συμβολισμό" της (πχ το αίμα ξεπλένεται με αίμα, θάνατος στους φασίστες κτλ), που θεωρεί ότι πραγματώνει την κυριολεξία των συνθημάτων των δρόμων. Σαν αυτά να είναι προγραμματικές δηλώσεις και όχι κατευθύνσεις και προοπτικές και ότι όσο αυτές δεν πραγματώνονται στην κυριολεξία των «νοημάτων και των λέξεων» να ξεπέφτουν αξιολογικά σε απλά τσιτάτα. Σαν για την «κυριολεξία» των λέξεων και των νοημάτων, θα πρέπει να μεσολαβεί μια εργολαβία «συνειδητοποιημένων» που θα αναλαμβάνουν να αποκαταστήσουν το «χαμένο νόημα» και όχι μια ανοιχτή διαρκής ριζοσπαστική κοινωνική διεργασία. Κατά συνέπεια, όπου υπάρχει επίκληση ηθικής και συμβολισμοί, οι πράξεις διαμορφώνουν ένα φαινομενικό και όχι πραγματικό πεδίο συγκρούσεων. Όταν δε, υπάρχουν και τα δύο αυτά μαζί, τότε το κράμα αυτό παράγει μονάχα μια θεολογικού, μηχανιστικού, μιλιταριστικού τύπου προσέγγιση της κοινωνικής σύγκρουσης που παραπέμπει σε μονομαχία. Άρα, στο προκείμενο άστοχη και η κυριολεξία...

Συνεχίζοντας, εφόσον αναγνωρίζουμε πως το καθεστώς έκτακτης ανάγκης και οι ολοκληρωτισμοί του είναι στημένοι πάνω στην κατασκευή/διάχυση/ διαχείριση του «φόβου» (και μέσα σε αυτό το πεδίο πολυδιάστατα είναι τοποθετημένη και πριμοδοτημένη η χ.α.), αντιλαμβανόμαστε το να θεωρεί κάποιος ότι μπορεί να μεταφέρει το φόβο στο «αντίπαλο στρατόπεδο» με σκοποβολή ως βασισμένο πάνω σε δύο αυταπάτες.

Η πρώτη σχετίζεται με το πραγματικό ιστορικό πεδίο της συγκυρίας, όπου εκ των πραγμάτων  περισσότερη διστακτικότητα και φόβος υπήρχε στους χ.α., σαράντα μέρες τώρα που το «αντιφασιστικό κίνημα» «αδυνατούσε» να παραγάγει συνθήκες λειτουργικής σύγκρουσης με τους φασίστες και «αφομοιωνόταν» (κατά τους συγγραφείς της ανάληψης), παρά τώρα με δυο πτώματα στην πόρτα τους (τα οποία χρησιμοποίησαν οι αρχηγοί τους ως γνήσια αναλώσιμα για να εμβαπτιστούν και πάλι στην νομιμοποιητική αθωότητα της θυματοποίησης). Στην πραγματική ζωή, δεν ήταν ο αντιφασισμός των δρόμων που κόπασε (πόσο μάλλον αφομοιώθηκε!) και δεν είχε άλλες απαντήσεις, αλλά ο νεόκοπος αντιναζισμός του κράτους ο οποίος κινδύνευε να υποπέσει σε (γνώριμες στους υποψιασμένους) τεράστιες αντιφάσεις πολύ πιο γρήγορα από όσο περίμενε, με την τροπή που είχε πάρει τόσο η πολιτική όσο και η δικονομική πλευρά του ζητήματος. Όμως το ζήτημα του αντιφασισμού δεν μετριέται με μιντιακούς όρους, δεν αφορά τον τηλεοπτικό χρόνο που καταλαμβάνει για να οριστεί φουσκωμένος ή ξεφούσκωτος, αφομοιωμένος ή αναφομοίωτος και αιχμηρός. Ο αντιφασιστικός αγώνας δεν στηρίζεται πάνω σε μια φαινομενικότητα ισχύος αλλά στη διάρκεια,  τα ριζώματα,  τις σχέσεις και τις καθημερινές μάχες στο (ανοιχτό) κοινωνικό πεδίο. Ο ακηδεμόνευτος και μαχητικός αντιφασισμός ήταν και είναι αθέατος από τις μηχανές του θεάματος (πολύ περισσότερο μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και αυτό όχι τυχαία βέβαια αφού έπρεπε να επιβεβαιωθεί η «μονοκρατορία» του κρατικού αντιναζισμού), δεν παράγει τηλεθέαση, αλλά διαμορφώνει υπόγειες και πραγματικές κοινωνικές δυναμικές.

Η δεύτερη αυταπάτη σχετίζεται με τη γενικότερη αντίληψη για το ιστορικό πολιτικό πλαίσιο: οι όροι της σύγκρουσης, το ισοζύγιο της δύναμης των αντίπαλων κόσμων, δεν καθορίζεται από ριπές «συμβολισμών» αλλά από διαρκείς ριπές τόνωσης του κοινωνικού ανταγωνισμού και των ριζοσπαστικών πειραματισμών, από περιφρούρηση και επέκταση του εδάφους που κατέχουν οι κοινωνικές αντιστάσεις. Ο «εμφύλιος πόλεμος» μπορεί να διεξαχθεί με όρους πραγματικούς και όχι με ιδεατές κατασκευές και επικλήσεις. Μπορεί να διεξαχθεί μόνο μεταξύ δύο διαφορετικών κόσμων πραγματικά χωρισμένων, συνειδητών και αποφασισμένων και όχι με «ιστορικά υποκείμενα» αποκυήματα μιας φαντασιακής νομοτέλειας που παράγει η σημερινή συγκυρία. Φυσική απόρροια αυτής της λογικής είναι να προκριθεί ως «πρωτοπόρα» η ένοπλη οργάνωση του αγώνα (που μπορεί να δίνει «καίριες» απαντήσεις στον εχθρό και να διαμορφώνει τις «υποκειμενικές συνθήκες για τον ξεσηκωμό») και να γίνει κάτι παραπάνω από «σαφής» η ιεράρχηση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και το «στρατιωτικό» κομμάτι της συγκρουσιακής στρατηγικής. Στην ιεράρχηση αυτή, όχι μόνο παύει η οργανική επικοινωνία των δύο αλλά στην ουσία το «στρατιωτικό» κρατάει για τον εαυτό του τον ρόλο του αυθεντικού εκφραστή των «υποκειμενικών και αντικειμενικών κοινωνικών δυναμικών».

Οι μάχες που είναι μπροστά μας είναι πολλές και προεκτείνονται πέρα από τη φυσική σύγκρουση με τους φασίστες, πέρα από τα όποια κρατικά-παρακρατικά αντίποινα, στο πεδίο πρόκλησης ρηγματώσεων εκεί που αρθρώνεται, νομιμοποιείται, διευρύνεται και αναπαράγεται ο θεσμικός ολοκληρωτισμός και το κράτος έκτακτης ανάγκης, εκεί όπου εκβάλλει ο κοινωνικός εκφασισμός ,εκεί όπου παράγεται και αναπαράγεται ο φόβος.

Γιατί, όπως (συνυπο)γράφαμε στην αφίσα που κολλήθηκε τον Οκτώβρη στις δυτικές γειτονιές, «ο σύγχρονος ολοκληρωτισμός δεν είναι η αναβίωση των παραδοσιακών φασιστικών συμβολισμών, παρά μόνο περιθωριακά και κατά περίπτωση. Είναι «επίκαιρος» στο βαθμό που εκφράζει τη στρατηγική κατεύθυνση των κυρίαρχων αυτού του κόσμου: έναν άγριο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό με νόμο και τάξη. Έναν καπιταλισμό που επιστρατεύει την υποτιμημένη εργασία και την (μισό)δουλεία. Φρουροί αυτής της βαρβαρότητας είναι οι επίσημοι και ανεπίσημοι «φρουροί της νομιμότητας» και του «μονοπωλίου της (παρα)κρατικής βίας»: οι μπάτσοι, οι δικαστές, οι δημοσιογράφοι, οι μαφίες και οι μπράβοι τους.»

Ούτε βήμα πίσω! Τσακίζουμε τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό σε όλες του τις μορφές μαζί με τις παρακρατικές συμμορίες του!