Ας σωπάσουμε.

  • Print

 

Από χθες το μεσημέρι όταν το χρώμα της πόλης άρχισε να γίνεται σέπια μία ανησυχία τον κύκλωσε. Τα σήματα καπνού κάλυψαν γρήγορα τις αποστάσεις αλλά δεν προμήνυαν για τους δεκάδες νεκρούς του ξημερώματος. Είναι τα θέσφατα που έχει φτιάξει ο καθένας και η καθεμιά για τους εαυτούς τους, από μικρά παιδιά, και την σίγουρη απάντηση που είχαμε τότε στην ερώτηση εάν μπορούσαμε να φανταστούμε να καίγεται μία μικρή πόλη, δίπλα σε ένα μεσαίο λιμάνι, παραδίπλα από μία σχετικά μεγάλη πρωτεύουσα. Δε φανταζόμασταν τότε ότι η μικρή πόλη μπορεί να είχε χτιστεί μέσα σε ένα δάσος, ότι το μεσαίο λιμάνι θα γινόταν ο τόπος συνταιριάσματος των απολιωμένων κομματιών ενός ναυαγίου της στεριάς και ότι η σχετικά μεγάλη πρωτεύουσα είχε μείνει ξεδιάντροπα ολόγυμνη καθώς τα αέρινα φορέματά της τα είχαν κατασπαράξει τα διαολάκια της ατομικής ιδιοκτησίας και της ανάπτυξης.

Και από το πρωί τι; Λεκτικές ασκήσεις της εξουσίας, θα λέμε το ακριβές νούμερο ή θα ξεκινάμε τις προτάσεις με το «πάνω από…»; Το συντακτικό τον από-τα-πάνω κάνει τις απαραίτητες διευκρινήσεις στο λήμμα «πρωτοφανής τραγωδία» συγκρίνοντας τους αριθμούς των χθεσινών νεκρών με τους αντίστοιχους των φωτιών της Πελλοπονήσου. Τα νούμερα συναθρίζονται, καταγράφονται, μοιράζουν ευθύνες και χτίζουν πολιτικές καριέρες. Ο κόσμος μας έχει γίνει αριθμητικός, και εμείς μοιάζουμε με μηχανές πράξεων. Οι κινηματικοί λογαριασμοί στα social media θα πληκτρολογήσουν για το κεφάλαιο, τον καπιταλισμό, την λεηλασία της φυσης, τις δολοφονίες. Οι αντίστοιχοι συριζαίικοι θα πληκτρολογήσουν για τη προβοκάτσια, την αποσταθεροποίηση, τη ασύμμετρη απειλή, οριακά, σα χτικιά, θα ανταλλάξουν κοπλιμέντα με τις δεξιές αποστροφές του λόγου του 2007. Σχεδόν αλγόριθμοι.

Έχει την θλίψη του να ξεκινάς την πρότασή σου λέγοντας ότι δεν είναι ώρα για ευθύνες και στην κατακλείδα της να μιλάς μόνο για ευθύνες. Έχει την θλίψη του, όμως, να μην μπορούμε να δώσουμε τον χρόνο, έστω για μία μέρα, να αναλογιστούμε, να αφουγκραστούμε, να στεναχωρηθούμε -ατομικά ή συλλογικά- για όσα είδαμε, διαβάσαμε, μας περιγράψανε οι άθρωποί μας. Να σταθούμε βουβοί και σιωπηλοί, να συνδιαλλαγούμε με ένα τερατώδες δέος προτού το ορθολογικοποιήσουμε μέσα από τα πολιτικά μας εργαλεία και την τέχνη της γραφής. Να δώσουμε τον χώρο στις καρδιές και στο μυαλό μας να τεντωθεί, να τσιτωθεί, προτού βρούμε παρηγοριά στις αναλύσεις μας. Να μας βγει μια αγκαλιά για το κορίτσι ή το αγόρι μας που να εκκινά όχι από το “εμείς” της σχέσης αλλά από το “εμείς” του κόσμου ολάκερου. Και να κοιταχτούμε το μεσημέρι στην κουζίνα και να μην βγει σε κανέναν από τους συγκατοίκους να μαγειρέψει σήμερα. Στην τελική να αφήσουμε ανεξέλεγκτες τις συγχορδίες του συναισθήματος να συναντήσουν τα φάλτσα του μιλιταρισμού που θα μας πληροφορήσει για τις φρεγάτες του πολεμικού ναυτικού που έσπευσαν στα ανοιχτά της Ραφήνας αλλά όχι ότι την δουλειά -φυσικά- την έβγαλαν τα ευέλικτα μικρά ψαράδικα. Να συναντήσουν τα φάλτσα εκείνου του ιδιοκτήτη που το πρωί στο ραδιόφωνο προσπαθούσε να ξεπλύνει τον αυθαίρετο μαντρότοιχό του που έκλεινε την πρόσβαση προς την παραλία στο Μάτι, επιθυμώτας άφεση (ποινικών) αμαρτιών καθώς με την πόρτα του που την άνοιξε κάποια στιγμή σώθηκαν και κάποιοι. Αλλά κάποιοι άλλοι όχι.

Ας σωπήσουμε, λοιπόν, για μία μέρα. Και έχουμε άλλες 364 να μιλήσουμε για τον καπιταλισμό. Ας μην φοβηθούμε. Όσα λέμε, όσα γράφουμε τις υπόλοιπες μέρες, θα ισχύουν και για αυτή τη βουβή μέρα.

Και μου το είπε εκείνη η φίλη το πρωί να μην ανοίξω τα ειδησεογραφικά, ότι θα μου γαμηθεί η μέρα. Αλλά είχε γίνει ήδη από χθες το απόγευμα. Και χωρίς νεκρούς ακόμα.

 

[Αναδημοσίευση από κύριος φλανέριος]