Για τα πρωτοχρονιάτικα τραπέζια της συμπόνιας και της ξενοιασιάς...

 

Η Τσερκέζα ή αλλιώς Ζουλφιέ Χανούμ ή Ελένη Ιορδάνογλου ήταν Μικρασιάτισσα στην καταγωγή. Ήταν ιδιαίτερα δυναμική γυναίκα. Μετά την ανταλλαγή περιουσιών το 1923 απόκτησε μεγάλη περιουσία, εξαιτίας του χαρακτήρα, και των γνωριμιών που είχε. Λέγεται πως είχε δεσμό με τον Νικόλαο Πλαστήρα.

Το τσιφλίκι της Τσερκέζας ήταν πάντα γεμάτο ακόμα και όταν επί Κατοχής το νησί [σ.σ: Λέσβος] πεινούσε. Το καλοκαίρι του '48, μια μέρα που εκείνη έλειπε απ το τσιφλίκι της, μπήκαν στο μύλο της μια ομάδα αντάρτες, και πήραν λιγοστά πράγματα απ αυτά που βρήκαν μπροστά τους.

Μετά από μέρες έστειλε στον Κυριάκο Πασχαλιά, (Καπετάνιο) χαμπέρι, πως τον περιμένει φανερά, να πάει στο λημέρι της - όχι σαν κλέφτης. Μετά από τρεις μήνες περίπου, και σε περίοδο μεγάλης πείνας των Ανταρτών, ο Πασχαλιάς τη θυμήθηκε.

Απ τη μια ήθελε να της δείξει πως δεν την φοβάται, από την άλλη έπρεπε να βρει τροφή για τα παλικάρια του. Πήρε λοιπόν έναν ακόμα μαζί του, και κατέβηκαν. Κατέβηκε κυρίως όμως, γιατί πίστευε πως η Τσερκέζα έχει γνωρίσει ξεριζωμό κυνηγητό και κατατρεγμό. Νόμιζε πως παρ ότι δεν συμφωνούσε με τις απόψεις των Ανταρτών, θα σεβόταν το ανυπόταχτο τους.

Και αυτό έδειξε. Τους γέμισε τους ντορβάδες και τους έστειλε. Τους έκλεισε ραντεβού και για την άλλη βδομάδα,την Τρίτη.
Ο Πασχαλιάς κράτησε προφυλάξεις. Την Τρίτη έστησαν καρτέρι στις εισόδους του τσιφλικιού της για ύποπτες κινήσεις. Δεν φάνηκε τίποτα περίεργο. Και την Τετάρτη ξαναφάνηκαν. Έτσι άρχισε αυτό το νταλαβέρι με την Τσερκέζα. Επιφυλακτικό νταλαβέρι αλλά αναγκαστικό. Πάντα κρατούσαν επιφυλάξεις. Και ξέκοβαν για αρκετά διαστήματα.

Την Πρωτοχρονιά του '49 τους είχε καλέσει να τους κάνει το τραπέζι ,να γυρίσουν το χρόνο μαζί. Τα υπολόγισαν όλα. Πήραν ακόμα και την παραμικρή προφύλαξη. Λογάριασαν προδοσία, κρυμμένα αποσπάσματα, δηλητηρίαση. Λογάριασαν τα πάντα εκτός από ένα.

Και πήγαν. Δεκατρείς αντάρτες. Να φάνε μια φορά μετά από τόσο καιρό, σαν άνθρωποι. Σε τραπέζι, με κάθε λογής φαΐ. Την άφηναν να τρώει πρώτα εκείνη και μετά έτρωγαν. Ποτό δεν ακούμπησαν. Και οι σκοποί φυλούσαν. Ούτε την άφησαν στιγμή μόνη της. Τα υπολόγιζαν όλα.


Τελευταία στιγμή πριν φύγουν βγήκε να φέρει απ το μύλο κάτι γλυκά που τους είχε να πάρουν μαζί τους,. Με αναμμένο τσιγάρο. Για να ανάψει το φιτίλι κάτω απ την καρυδιά της αυλής της. Kαι πυροδότησε τα πυρομαχικά που είχαν ζώσει το σπίτι της, άντρες ειδικοί της ασφάλειας, μερικές μέρες πριν. 6 Αντάρτες έμειναν στον τόπο. Έγιναν κομμάτια απ τα πυρομαχικά. Οι υπόλοιποι κίνησαν για τον Μανταμάδο, που κρύφτηκαν στην μηχανή του Κομίλη. Όλοι με προβλήματα στα μάτια.

Την επόμενη μέρα τοπική εφημερίδα του νησιού έγραφε:

"Εις άγριον μάχην κατά την διάρκειαν της 31ης λήξαντος έτους εις την αγροτικήν περιοχήν του χωριού Ίππειος. Εξ συμμορίταινεκροί,οι υπόλοιποι,τραυματίαι καταδιώκονται απηνώς. Εγκλωβισμένοι εις αγροικίαν προέβαλαν σθεναράν αντίστασην.Ολόκληρη τη νύκτα τα πολυβόλα έβαλλον. Ουδεμία απώλεια εκ των ημετέρων"....

[Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μιχάλη Λιαρούτσου "Το 48 χωρίς φεγγάρι"]

 

[Αναδημοσίευση από lesvosnews.net]

                                                       

 



Φονικό στο σπίτι της Ζουλφιέ Χανούμ Τσερκέζας κοντά στο χωριό Ιππειος της Γέρας!

 

Στο χωριό Ιππειος της Γέρας κοντά στο ποταμό Ευεργέτουλα ήρθαν μετά το διωγμό του 1922 πολλοί πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και εγκαταστάθηκαν εκεί. Μεταξύ των προσφύγων ήταν και η οικογένεια της Ελένης Ιορδάνογλου που την ελεγαν Ζουλφιέ Χανούμ. Ο πολύς κόσμος την αποκαλούσε Τσερκέζα. Το σπίτι της (ένα εξοχικό σπίτι με δέντρα στο κήπο) βρισκόταν στο Κάμπο του Ιππειους στη θέση Μυλέλια (Μ΄λέλια) στο ποταμό Ευεργέτουλα.

Η παρακάτω ιστορία συνέβη ακριβώς πριν από 64 χρόνια. Πολλοί ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού Ιππειος της Γέρας θυμούνται ακόμα τα γεγονότα αυτά και τα διηγούνται στους νεότερους. Οταν βρέθηκα στο χωριό αυτό για να συναντήσω κάποιο φίλο και συμμαθητή μου από το Γυμνάσιο άκουσα και εγώ την απίστευτη αυτή ιστορία.

Η Μικρασιάτισσα Ελένη Ιορδάνογλου ήταν γυναίκα δυναμική και πονηρή. Είχε τα χαρακτηριστικά της Καυκάσιας φυλής των Κιρκασίων γιαυτό και την αποκαλούσαν Τσερκέζα. Μετά την ανταλλαγή των περιουσιών το 1923 απέκτησε μεγάλη περιουσία. Αυτό οφειλόταν στο χαρακτήρα της και στις γνωριμίες της. Λέγεται ότι παλαιότερα είχε δεσμό με τον Νικόλαο Πλαστήρα. Τα χρόνια πέρασαν. Ήρθε η Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα. Μαζί με τη Κατοχή ήρθε και η μαύρη πείνα στην Ελλάδα. Η πείνα ήρθε και στη Λέσβο. Όμως το σπίτι της Ελένης Ιορδάνογλου ή Τσερκέζας ήταν πάντα γεμάτο τρόφιμα. Αυτό το έμαθαν μερικοί πεινασμένοι αντάρτες του Δημοκρατικού στρατού του ΕΛΑΣ της Λέσβου.

Το καλοκαίρι του 1948 τα πράγματα δεν  πήγαιναν καθόλου καλά για τους αντάρτες. Η χωροφυλακή τους κυνηγούσε αδιάκοπα. Οι κάτοικοι στη γύρω περιοχή δεν τους έδιναν τρόφιμα όπως παλιά. Μερικοί πεινασμένοι αντάρτες από την ομάδα του Καπετάν Πασχαλιά (Κυριάκος Πασχαλιάς) πήραν την απόφαση να κλέψουν τρόφιμα από το σπίτι της Τσερκέζας. Μπήκαν κρυφά στο σπίτι της όταν εκείνη έλειπε. Πήραν οσα τρόφιμα βρήκαν και έφυγαν. Όταν η Τσερκέζα επέστρεψε στο σπίτι, είδε παραβιασμένη τη πόρτα και κατάλαβε τι είχε γίνει. Κράτησε την οργή της. Δεν αντέδρασε αμέσως, Έβαλε κάτω τη πονηριά της. Έπρεπε να τιμωρήσει αυτούς τους «γυμνόκωλους». Τους «δήθεν» πατριώτες που έγιναν αντάρτες για να κάνουν με τα όπλα τους πλιάτσικο, και να εκφοβίζουν στη πραγματικότητα τους «καλούς νοικοκυραίους». Σκέφτηκε πως έπρεπε να βρει ένα τρόπο να τιμωρήσει τους αντάρτες. Έπρεπε πρώτα να δείξει οτι «δήθεν» συμπαθούσε τους αγωνιστές του Δημοκρατικού στρατού. Για να διώξει τις όποιες επιφυλάξεις τους έστειλε τρόφιμα στους πεινασμένους αντάρτες.

Παράλληλα κάλεσε τον Καπετάνιο και τους άνδρες του να τους κάνει τραπέζι τη παραμονή της Πρωτοχρονιάς 1949. Πολλοί αντάρτες δεν πίστεψαν τις «καλές» προθέσεις της Τσερκέζας. Αλλά από την άλλη πλευρά ήθελαν να βρεθούν χρονιάρα μέρα  σε σπιτικό περιβάλλον. Να ζεσταθούν έστω και για λίγο. Να φάνε ζεστό σπιτικό φαγητό. Ο Καπετάνιος (Κυριάκος Πασχαλιάς) είχε και εκείνος τους ενδοιασμούς του. Αλλά σκεπτόταν. Πώς μπορεί μια γυναίκα να τους κάνει κακό αφου και εκείνη είχε ζήσει το 1922 τη προσφυγιά και ήρθε στη Λέσβο με τη ψυχή στο στόμα! Βέβαια δεν είχε δείξει συμπάθεια στους αντάρτες. Παρόλα αυτά τους έστειλε πολλές φορές τρόφιμα και τσιγάρα. Τουλάχιστον παρίστανε το φίλο και τροφοδότη. Όμως αυτοί οι δύστυχοι δεν φαντάστηκαν ότι η πανούργα και εκδικητική Τσερκέζα τους είχε στήσει θανατερή παγίδα. Ήρθε σε συνεννόηση με το διοικητή της Χωροφυλακής Παναγιώτη Σκούρτη που ήταν δεινός διώκτης των ανταρτών. Ολος ο κρατικός μηχανισμός του νησιού είχε λάβει αυστηρές διαταγές. Έπρεπε όσο γινόταν πιο γρήγορα να εξουδετερώσουν τους αντάρτες που είχαν εναπομείνει.

Το σπίτι της Τσερκέζας παγιδεύτηκε με δυναμίτες. Όλα ήταν έτοιμα για το φριχτό μακελειό. Τελικά ο Καπετάνιος και οι αντάρτες του επιτήρησαν για αρκετές μέρες τη περιοχή. Δεν είδαν κάποια ανησυχητική κίνηση. Το πήραν απόφαση να πάνε στο μοιραίο ραντεβού. Το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς οι αντάρτες με το Καπετάνιο κατέβηκαν στο κάμπο. Πήγαν στο σπίτι. Πράγματι τους περίμενε η Τσερκέζα. Άφησαν απ έξω από το σπίτι σκοπό τον έμπειρο αντάρτη το Βασίλη Καλαντζή. Άρχισε το φαγοπότι. Ήρθαν τα μεσάνυχτα. Καλωσόρισαν το καινούργιο χρόνο. Τέλειωσαν το φαγητό τους. Κόντευε πια να ξημερώσει. Λίγο πριν φύγουν η Τσερκέζα τους ζήτησε να μείνουν ακόμα λίγο για να κόψουν τη πίτα «για το καλό» του νέου χρόνου. Όλο το βράδυ δεν την αφηναν ποτέ μόνη της. Την αφηναν να τρώει πρώτα εκείνη και έπειτα έτρωγαν αυτοί. Σε μια στιγμή η σατανική Τσερκέζα άναψε τσιγάρο και βγήκε να τους φέρει από το φούρνο της ζεστά μελομακάρονα (φοινίκια) για να τα πάρουν μαζί τους . Με το αναμμένο τσιγάρο η Τσερκέζα άναψε το φυτίλι και οι δυναμίτες που έζωσαν το σπίτι της πήραν φωτιά. Η νύχτα για μια στιγμή έγινε μέρα. Η φοβερή λάμψη και η δυνατή έκρηξη διέλυσε το σπίτι της Τσερκέζας. Απο την έκρηξη αυτή βρήκαν τραγικό θάνατο 6 αντάρτες. Άλλοι επτά αντάρτες γλίτωσαν το χάρο. Ξεθάφτηκαν με κόπο από τα συντρίμμια και έφυγαν με χίλιες προφυλάξεις προς το Τσαμλίκι (Πευκόδασος) όπου με τα χίλια ζόρια έφτασαν στο Μανταμάδο.

[...]

 

[Αναδημοσίευση από dimokratism.gr] 

                                                      

 

 

[...]


Δημοσιεύουμε παρακάτω αποσπάσματα από την ομιλία-αναφορά στο ιστορικό [σ.σ: ιστορικό συμβάν] του Γιώργου Σκούφου:


«[…] Ο εχθρός, μη μπορώντας να ξεκαθαρίσει με τους αντάρτες σε ένοπλες συγκρούσεις, στράφηκε σ’ αυτό το σίγουρο σύμμαχο. Αυστηρή απαγόρευση στους αγρότες και κτηνοτρόφους να βγαίνουν στα χωράφια τους. Έρευνα μην έχουν πάνω τους κάνα κομμάτι ψωμί σ’ εκείνους που επέτρεπαν την έξοδο… Όλα τα ζώα τα μάζεψαν σε ορισμένα μέρη του νησιού, που λόγω του γυμνού εδάφους δεν μπορούσαν να κοντέψουν αντάρτες. Στα αυτοκίνητα και άλλα μεταφορικά μέσα δεν επέτρεπαν τρόφιμα. Την ομάδα Πασχαλιά, πιο πολύ απ’ τις άλλες, τη στρίμωξαν αυτά τα μέτρα. Στερήθηκαν τα πάντα. Μέρες τριγύριζαν με άδειο στομάχι. Ως και το νερό τους έλειψε…

»[…] Μια λύση πια έμεινε στον Κυριάκο. Η πολύ ύποπτη προθυμία της Τσερκέζας, που από καιρό τώρα μεταβίβαζε στους αγρότες τη διάθεσή της να βοηθήσει τους αντάρτες, αν περνούσαν απ’ το ντάμι της. Πολύ δύσκολη η εκλογή του. Μπροστά στο σίγουρο θάνατο απ’ την πείνα ή την παράδοση στον εχθρό, διάλεξε την πολύ μικρή πιθανότητα να έχουν πέσει έξω στις υποψίες τους. Απ’ τη Χάρυβδη πήγαν να γλυτώσουν και έπεσαν στη Σκύλλα. Ήρθαν μια φορά και τους έδωσε μπόλικα τρόφιμα. Δικαιολογήθηκε ότι πίσω της ήταν αρκετοί πλούσιοι που θέλαν να τα έχουν καλά με τους αντάρτες, αν νικούσαν κάποτε.

Πέρασε καιρός και ξαναήρθαν με όλα τα δυνατά μέτρα ασφαλείας. Και όχι περισσότεροι από δυο-τρεις σε κάθε αποστολή. Και πάλι… και πάλι… και όλα πήγαιναν καλά μέχρι το τέλος του χρόνου (1948). Τότε περίπου, το κλιμάκιο ανταρτών που κινιόταν γύρω απ’ τη Μυτιλήνη συναντήθηκε με τον Πασχαλιά και λίγους άντρες του στο “Εύγερ”, όξω απ’ το χωριό Κέντρο. “Ό,τι είναι να γίνει θα γίνει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς”, είπε, όταν τον ρώτησαν για την Τσερκέζα, και συνέχισε: “είπαμε πως θα πάει όλη η ομάδα, μαζί και ο Θεοδοσίου ο αρχηγός”.

Το βράδυ της 31 Δεκεμβρίου ήρθαν. Χωρίς τον Θεοδοσίου. Ήρθαν, αφού εξασφαλίστηκαν από κάθε υποτιθέμενο κίνδυνο. Φίλος αγρότης παρακολουθούσε όλη τη μέρα την περιοχή… Έψαξαν τα πάντα γύρω απ’ το ντάμι… Σκοπός μπήκε ο πιο έξυπνος και έμπειρος αντάρτης. Ο Βασίλης Καλαϊτζής. Και στα σβέλτα άρχισαν να παίρνουν τις κουμπάνιες, να φύγουν μια ώρα αρχύτερα. Απ’ τα κεράσματα της “οικοδέσποινας” έδιναν πρώτη αυτή να δοκιμάσει. Να είναι σίγουροι και για δηλητήριο. Πού να βάλει ο νους τους την ανατίναξη. Κανένας μας δεν το σκέφτηκε. Πουθενά στην Ελλάδα δεν είχε συμβεί τέτοιο αποτρόπαιο έγκλημα. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τα μεσάνυχτα, που ετοιμάστηκαν για αναχώρηση. Τότε τους πρότεινε να κόψουν βασιλόπιτα για το καλό του σπιτιού… Εν τω μεταξύ θα πήγαινε στο μύλο να φέρει φοινίκια, να τα πάρουν στο λημέρι. […] Άναψε τσιγάρο, που είχε στο στόμα σβηστό από πριν, και βγήκε. Τρύπωσε στο μύλο και ακούμπησε τσιγάρο στο ακαριαίο φιτίλι. Και άναψε… και σείστηκε ο τόπος.

[...]

 

[Αναδημοσίευση από emprosnet.gr]